Η σεμνή και ανήσυχη ηθοποιός
Μαρία Σκουλά «συναντά» την Πιανίστρια της νομπελίστριας
Αυστριακής συγγραφέως Ελφρίντε Γέλινεκ
στο ομώνυμο θεατρικό αναλόγιο του ΚΠΙΣΝ την Κυριακή 26 Ιανουαρίου σε σκηνοθεσία
Δημήτρη Καραντζά με συμπρωταγωνιστή τον Ορφέα Αυγουστίδη.
Συναντιόμαστε με
την Μαρία Σκουλά εν μέσω προβών για
το ασυνήθιστο αυτό καλλιτεχνικό
εγχείρημα.
Ανακάλυψες
το βιβλίο της Γέλινεκ με αφορμή το αναλόγιο;
Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν
επρόκειτο για ένα βιβλίο που διάβαζα για την ευχαρίστησή μου, αλλά για να το
αφηγηθώ μπροστά σ’ ένα κοινό.
Μου προτάθηκε και χάρηκα
πολύ, γιατί είχα δει την ταινία του Χάνεκε πριν από πολλά χρόνια που με είχε
ταράξει χωρίς να καταλαβαίνω ακριβώς το γιατί. Ήξερα, λοιπόν, ποια θέματα
θίγονται- η βία, ο ασφυκτικός κι αμείλικτος δεσμός μητέρας-κόρης.
Είναι σαν η Γέλινεκ να
έχει «ανοίξει» αυτή τη σχέση, σαν να ανοίγεις έναν οργανισμό και να βλέπεις πώς
είναι από μέσα.
Σαν
να τον ανατέμνεις.
Ακριβώς!
Αυτή η σχέση γεννάει όλα
τα υπόλοιπα, τη βία που βγάζει αυτή η γυναίκα στον μαθητή της, τον νεαρό άντρα.
Δε διάβασα το μυθιστόρημα
ηθικά, προσπαθώ ν’ απαλλαγώ από το δίπολο καλό-κακό, πρόκειται για πράξεις.
Υπάρχει κάτι, κι απ’ τη στιγμή που υπάρχει θα οδηγήσει κάπου.
Το ακολουθώ και μπαίνω. Έτσι
μπήκα και σ’ αυτή την αφήγηση. Το πιο σκληρό στην ανάγνωση ενός βιβλίου είναι
ότι εσύ φτιάχνεις τις εικόνες. Όταν,
λοιπόν, το διάβασα, μου φάνηκε πιο «βρόμικο», τα μέρη πιο σκοτεινά.
Στην ταινία ήταν σαν να
δικαιολογούνταν κάποια πράγματα.
Άλλοι
κώδικες.
Άλλοι κώδικες, άλλη
αφήγηση.
Τι
σου «ξύπνησε» ως αναγνώστρια;
Ανακάλυψα πως κι εγώ έχω
αλλάξει σε σχέση με τον τρόπο που διαβάζω ένα βιβλίο. Δεν έμεινα τόσο στην
ερωτική σχέση. Όταν είχα πρωτοδεί την ταινία, είχα σταθεί πολύ στη σχέση
δασκάλας-μαθητή.
Τώρα εστίασα αρκετά και
στο περιβάλλον, στο πώς συγκροτούνται όλες οι σχέσεις.
Μιας
και δεν πρόκειται ακριβώς για μια παράσταση αλλά για αναλόγιο, αυτό κατά τι
διαφοροποιεί τη δικιά σου ματιά κι ανάγνωση, κυριολεκτικά και μεταφορικά;
Θα είμαστε δύο πρόσωπα,
εγώ και ο Ορφέας Αυγουστίδης. Επί σκηνής θα συμμετέχει και ο Γιώργος Πούλιος
που είναι συνθέτης και η μουσική του θα διαλέγεται με την ανάγνωση.
Η διαφορά έγκειται στο
ότι δε θα υπάρχει ερμηνεία προσώπου -δε θα είμαι η πιανίστρια. Θα διαβάζω
συγκεκριμένες σκηνές. Μπορεί, επομένως, να τύχει να είμαι και τα δύο πρόσωπα.
Αφηγούμαστε σκηνές,
καθένας θ’ αναλάβει διαφορετικά μέρη, αυτό που απαιτεί όλο το αφήγημα.
Ορφέας Αυγουστίδης |
Η
επιλογή των σκηνών που θα διαβαστούν θα είναι αποκλειστικά του σκηνοθέτη, του
Δημήτρη Καραντζά;
Δικιά του, εκείνος κάνει
τη διασκευή, οπότε επιλέγει να μείνουμε στη σχέση των δύο. Πρέπει να κρατηθεί
ένα νήμα.
Μια άλλη «γραμμή» που θα
μπορούσε να ακολουθηθεί είναι η σχέση της Έρικα Κόχουτ με την τέχνη και πώς ενίοτε
τη χρησιμοποιεί για να ασκήσει βία στους μαθητές της.
Υπάρχει κάτι πολύ απλό,
καθαρό και μαλακό στον τρόπο που μελετάμε το βιβλίο. Κάποιες στιγμές η αφήγηση
σ’ αυτό ρέει και άλλες ο χρόνος αλλάζει «δωμάτιο» κι αναρωτιέσαι τι έχει
συμβεί.
Μοιάζει,
πιστεύεις, η αυστριακή κοινωνία της δεκαετίας του ’80, κατά την οποία γράφτηκε
το βιβλίο, με τη νεοελληνική;
Δε νομίζω ότι έχει πολύ
μεγάλη διαφορά. Επειδή πρόκειται για ένα έργο τέχνης, νομίζουμε πως είναι
ακραία όλα αυτά, απλώς όμως η τέχνη τα φέρνει στο φως. Γίνονται εικόνα, πράξη.
Είναι πολύ δύσκολο να
θεωρησεις ότι το παιδί σου είναι ελεύθερο. Η μητέρα της όχι μόνο δεν την θεωρεί
έτσι, αλλά και δεν την αφήνει να επιλέξει. Γι’ αυτό η κόρη αναζητά ένα πολύ πιο
σκοτεινό μέρος για να αισθανθεί πράγματα και αυτοτραυματίζεται.
Μια
ανάγνωση θα μπορούσε, ακόμα ακόμα, να είναι πως πρόκειται για ένα
αντιφεμινιστικό βιβλίο σε ένα βαθμό, κάτι πιθανώς πρόχειρο.
Πρόχειρο. Η κοινωνία το
φτιάχνει αυτό το πρόσωπο. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που αισθάνονται έτσι και δεν
μπορούν να κάνουν τίποτα. Ο τρόπος που αγαπάει η Έρικα είναι νοσηρός και
φανερώνεται μέσα από τις πράξεις της.
Μιας
και η εποχή που ζούμε μάλλον δεν προσφέρεται για εμπειρίες οι οποίες απαιτούν
και προϋποθέτουν συγκέντρωση και χρόνο, πώς εκτιμάς ότι λειτουργούν τέτοια
εγχειρήματα σε σχέση με το εκάστοτε κοινό;
Έχω δει τα προηγούμενα
τρία αναλόγια, κι ήταν συγκλονιστική εμπειρία. Ήταν συνταρακτικό το πώς καθόταν
ο κόσμος κι άκουγε.
Από
τι εξαρτάται αυτή επίδραση;
Έχει να κάνει με την
προετοιμασία αυτών που έχουν επιλέξει να μεταφέρουν κάποιο κείμενο, αλλά και με
την επιθυμία του θεατή να ξέρει πολύ καλά πού πηγαίνει. Φτάνοντας, έχεις ήδη διανύσει
τη μισή διαδρομή, επιθυμείς ν’ ακούσεις.
Είναι
παρήγορο αυτό;
Πάρα πολύ! Γίνονται όλο
και περισσότερα τέτοια πράγματα. Στο θέατρο, όπως και στο σινεμά, κάνεις πίσω
και πρέπει να βγει ο συγγραφέας. Αν αυτό συμβεί, ώστε να φανερωθεί το έργο, δεν
υπάρχει περίπτωση να μην μπει ο θεατής σ’ αυτό.
Επίσης, «μπαίνουμε» μαζί.
Είναι ένας κύκλος. Το αναλόγιο είναι μια διαφορετική συνθήκη από μια θεατρική
παράσταση.
Είναι
σαν να παρευρίσκεσαι σε μια απαγγελία ποίησης.
Όπως παλιά. Όταν δεν
υπήρχε τηλεόραση, κάποιος δεν έλεγε ιστορίες και παραμύθια; Μέσα από την
αφήγηση ενεργοποιείς τη φαντασία του θεατή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είμαστε
τρία άτομα.
Εμένα μου ενεργοποιήθηκε
και τις τρεις φορές, κι εκεί συναντάς μέσα από ένα λόγο τον συγγραφέα.
Με
το να είσαι αφηγήτρια κι όχι ερμηνεύτρια.
«Δανείζεις» στην ουσία τη
φωνή σου και τα βασικά σου χαρακτηριστικά, όχι ερμηνεύοντας, αλλά καθιστώντας
καθαρό το αφήγημα. Ένα αναλόγιο είναι για να συμβεί μια φορά, κι αυτό το κάνει
ιδιαίτερο. Χαίρομαι πολύ που θα το κάνω!
Δεν εκτυλίσσεται,
εξάλλου, σε ένα θέατρο που είναι κλειστό και δεν έχει σχέση με το έξω. Σχετίζεσαι
και με το εξωτερικό φως.
Αντλείς
από το αναλόγιο την ίδια χαρά που αποκομίζεις από τις θεατρικές και τις
κινηματογραφικές επιλογές σου;
Πολύ, γιατί αγαπώ τη
λογοτεχνία και χαίρομαι που θα βρεθούμε σ’ αυτή τη συνθήκη που σχεδόν
συμπυκνώνει τη σχέση μας. Όλοι μαζί θα βρεθούμε σ’ αυτή την περιπέτεια. Ό,τι
γεννηθεί θα τελειώσει την ίδια στιγμή. Είναι σαν να σταματάει ο χρόνος.
Τι
αναζητάς, τι σε συγκινεί περισσότερο στους χαρακτήρες που ενσαρκώνεις;
Με βοηθούν να μπω σε
περιοχές που μόνη μου δε θα τολμούσα και να τις «γευτώ»: στο απόλυτο καλό, το
απόλυτο κακό, στα απόλυτα. Δοκιμάζω ποιο είναι πιο «τέρμα», κι αυτό
μετατοπίζεται όλο και πιο πέρα.
Συνήθως με γοητεύει πια
το ακραίο.
Όποτε
έτσι «συναντιέσαι» και με την Ιζαμπέλ Υπέρ, κατά κάποιο τρόπο.
Με ένα τρόπο, ναι. Παρόλα
αυτά, συνεχίζει να είναι αθώα. Θέλω το παίξιμό μου να είναι απαλλαγμένο από
ηθική. Στην υποκριτική δεν υπάρχει καλό-κακό, όλα συμβαίνουν, χωρίς να παθαίνει
κάποιος κάτι.
Παλιότερα, έψαχνα δικά
μου πράγματα, όπως την ελευθερία. Το να παίζεις, το να ανεβαίνεις στη σκηνή
είναι μια πράξη, πιστεύω επαναστατική. Και πολιτική.
Περιμένω,
λοιπόν, με πολλή ανυπομονησία τι θα συμβεί την Κυριακή 26 Ιανουαρίου!
Μ’ αρέσουν τα δύσκολα.
Όσο πιο δύσκολο ένα κείμενο, τόσο πιο μακριά μπορείς να φτάσεις ή να ξεπεράσεις
ένα όριο δικό σου.
Photo credit
(Μαρία Σκουλά): Γιάννης Κοντός.
Το θεατρικό αναλόγιο Η
πιανίστρια, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ελφρίντε Γέλινεκ, παρουσιάζεται στο
πλαίσιο των Παραβάσεων του ΚΠΙΣΝ
σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά με συμπρωταγωνιστές την Μαρία Σκουλά και τον Ορφέα
Αυγουστίδη την Κυριακή 26 Ιανουαρίου,
17:00, στο Φάρο του ΚΠΙΣΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου