Επικό, πολυεπίπεδο, αφηγηματικά
ευρηματικό και ιδιαιτέρως επίκαιρο, το μυθιστόρημα
του Σέρβου συγγραφέα, κριτικού και μεταφραστή Αλεξάνταρ
Γκάταλιτσα Ο μεγάλος πόλεμος
συνιστά μια συγκλονιστική νωπογραφία του
Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από την
ιστορία ογδόντα και πλέον χαρακτήρων. Συνομιλώντας με τον συγγραφέα.
Το
μυθιστόρημα Ο μεγάλος πόλεμος συνιστά
το τελευταίο μέρος μιας άτυπης τριλογίας. Καθώς δεν είμαι εξοικειωμένος με τα προηγούμενα
δύο, πώς συνδέονται οργανικά; Τι σας κινητοποίησε να ασχοληθείτε με αυτή την
ιστορική περίοδο ως συγγραφέας;
Ο εικοστός αιώνας είναι
ταυτόχρονα ο πιο ανθρώπινος και ο πιο απάνθρωπος αιώνας της ανθρωπότητας, και
στην πραγματικότητα είναι και ο πιο σύντομος. Λένε ότι κράτησε από το 1914 ως
το 1989, κι αν αυτό ευσταθεί, τότε ολόκληρος αυτός ο αιώνας ορίζεται από έναν
πόλεμο: τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο οποίος μετετράπη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο,
που στη συνέχεια μετεξελίχτηκε στον Ψυχρό Πόλεμο. Ο εν λόγω αιώνας δεν ήταν
διόλου όμορφος για εκείνους που τον έζησαν, όμως είναι ιδανικός για τη
λογοτεχνία. Και σ’ αυτόν βρήκα κι εγώ την έμπνευσή μου.
Εκτός από το Μεγάλο πόλεμο, στην προαναφερόμενη
τριλογία περιλαμβάνονται και τα μυθιστορήματα Αόρατοι και Αιών. Ως προς
τη φόρμα, πρόκειται για πολύ διαφορετικά βιβλία. Το μυθιστόρημα Αόρατοι αποτελείται από επιστολές, ενώ ο
Αιών αποτελείται από εκατόν ένα
διηγήματα, ένα για το κάθε έτος του εικοστού αιώνα, σε μορφή κολάζ. Και τα τρία
βιβλία τα διαπερνάει το ίδιο χαρακτηριστικό αφηγηματικό νήμα που ανιχνεύει τις
ζωές των καθημερινών ανθρώπων και τις μοίρες τους σ’ αυτό το μεγάλο αιώνα.
Πολύ
περισσότερο από ένα ιστορικό μυθιστόρημα ή ένα δημοσιογραφικό χρονικό, ο Μεγάλος πόλεμος αναμιγνύει τη μυθοπλασία
και την πραγματικότητα τόσο δεξιοτεχνικά και παιχνιδιάρικα, που, διαβάζοντάς τον,
συχνά αναρωτιόμουν για την ίδια τη φύση και την έκφραση της αλήθειας. Θα θέλατε
να συνοψίσετε τη λογική πίσω από την επιλογή μιας τόσο ευρείας γκάμας χαρακτήρων;
Σας ευχαριστώ για το
εύστοχο αυτό ερώτημα.
Θα έλεγα ότι η
λογοτεχνική αλήθεια αποτελείται από εκείνα τα στοιχεία που δημιουργούν έναν νέο
ή παράλληλο κόσμο μέσα στο μυθιστόρημα. Αυτή η αλήθεια μπορεί να ταυτίζεται,
αλλά και να αποκλίνει από την ιστορική αλήθεια, όμως πάντα πρέπει να είναι
πειστική και ζωντανή, ώστε ο αναγνώστης να πιστέψει στον εναλλακτικό της κόσμο,
να μπει σ’ αυτόν τον κόσμο που θα τον συνεπάρει, να βρει μέσα του κάποια νέα αντίληψη
για την ιστορία, ίσως ακόμη και παρηγοριά.
Με
συνεπήρε, επίσης, η ενσωμάτωση μιας προσέγγισης μαγικού ρεαλισμού στο μυθιστόρημα,
που του δίνει μια ξεχωριστή, μερικές φορές παραισθησιακή ποιότητα. Σας αρέσει ο
μαγικός ρεαλισμός στη λογοτεχνία, ή νομίζετε πως είναι πιο εφαρμόσιμος όταν καταπιανόμαστε
με την αποτύπωση του ανθρώπινου ψυχισμού σε καιρούς πολέμου;
Έχω την εντύπωση ότι η
μητρική γλώσσα της λογοτεχνίας είναι η φαντασία. Για όλα όσα είναι πιθανά και
εφικτά, όπως θα έλεγε και ο Αριστοτέλης, σήμερα τη λογοτεχνία δεν τη
χρειαζόμαστε, γιατί ο πολύχρωμος και απρόβλεπτος κόσμος μας τα προσφέρει όλα
αυτά πλουσιοπάροχα. Σήμερα χρειαζόμαστε το ασύλληπτο και το αδύνατο για να μας
θυμίσουν τον ενθουσιασμό και την ελευθερία που μας προσφέρει η λογοτεχνία.
Θεωρώ ότι η λογοτεχνία
είναι το τελευταίο καταφύγιο για τέτοιου είδους ελευθερίες, διότι το φανταστικό
ίσως μπορεί να υπάρξει ακόμη μόνο στη ζωγραφική, παρόλο που και εκεί είναι
σχεδόν ανύπαρκτο και ξεχασμένο.
Ένας
και πλέον αιώνας έχει περάσει από τον επίσημο τερματισμό του «Μεγάλου Πολέμου»,
αυτού που υποτίθεται πως θα έβαζε τέλος σε όλους τους πόλεμους- αλλά δεν το
έκανε. Τι μαθήματα πήραμε, τότε, από αυτόν;
Μου κάνουν συχνά αυτή την
ερώτηση. Εμείς, δυστυχώς, δεν έχουμε μάθει τίποτα από την Ιστορία. Και το
γεγονός ότι δεν έχουμε πάρει τα μαθήματά μας το επιβεβαιώνει και η σημερινή μας
κατάσταση στην οποία οι πλούσιοι δεν αντιλαμβάνονται πως οι φτωχοί ελπίζοντας
σε μια καλύτερη ζωή πολύ εύκολα θα μπορούσαν, συγκροτώντας ένα μεγάλο πλήθος
ανθρώπων, να ξεκινήσουν μαζικά προς τον Βορρά, πράγμα που θα μπορούσε με τη
σειρά του να σημάνει το τέλος κάθε πολιτισμού.
Μοιάζει σχεδόν κωμικό το
χτίσιμο του τοίχους ανάμεσα στις Η.Π.Α. και το Μεξικό που προωθεί ο κύκλος του
Αμερικάνου προέδρου Τραμπ, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι θα ήταν πολύ καλύτερα αν
μόλις ένα μικρό μέρος του πλούτου εκείνων που θα χρηματοδοτούσαν το χτίσιμο του
εν λόγω τοίχους επενδυόταν έτσι ώστε να βοηθηθούν οι φτωχοί στις χώρες τους για
να σταματήσουν οι μεταναστευτικές ροές.
Σε
μια εποχή κατά την οποία οι «σειρήνες» ενός ουδέποτε υπνώττοντα -τουλάχιστον στα
Βαλκάνια- εθνικισμού γίνονται πιο ηχηρές και εν μέσω ενός κλίματος ιστορικού αναθεωρητισμού,
κυρίως σε σχέση με την περίοδο της ναζιστικής κατοχής, αισθάνεστε πως ένας καλλιτέχνης
-ένας συγγραφέας, στην περίπτωσή σας- είναι ηθικά και κοινωνικά υποχρεωμένος να
πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα, ρισκάροντας τη δημοφιλία/φήμη του;
Η ανήθικη λογοτεχνία δε
θα έπρεπε να υπάρχει. Από την άλλη, όμως, η ηθοπλαστική και διδακτική
λογοτεχνία δεν έχει και πολλές ελπίδες να πετύχει. Κάθε συγγραφέας θα έπρεπε να
προσδοκά να έχει ευφυείς και όχι αγαθούς αναγνώστες.
Ένας σωστός συγγραφέας θα
πρέπει να μάχεται με σθένος και για τις ανθρωπιστικές αξίες, όμως το πρώτο του
μέλημα πρέπει να είναι η συγγραφή ενός καλού βιβλίου. Αν τα καταφέρει και αν
μέσα από τους χαρακτήρες και την μυθοπλασία μπορέσει να θέσει κάποια καίρια
ερωτήματα, από τους καλούς αναγνώστες του θα πάρει σωστές απαντήσεις. Μόνο σ’
αυτή την περίπτωση η αισθητική μπορεί να συνδράμει την ηθική.
Το
βαθύ ενδιαφέρον σας για την αρχαιοελληνική γραμματεία εκδηλώνεται μέσω ενός αξιοσημείωτου
σώματος μεταφράσεων στα σερβικά αρχαιοελληνικών τραγωδιών και ποίησης. Από πού πηγάζει
αυτό το ενδιαφέρον, πώς έχει εξελιχτεί ανά τα χρόνια και σε ποιο βαθμό έχει διαμορφώσει
την αντίληψή σας για τον κόσμο και τον εαυτό σας ως άνθρωπο και συγγραφέα;
Γνώρισα τη λογοτεχνία των
αρχαίων Ελλήνων όταν φοιτούσα στο Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου στο Τμήμα
Παγκόσμιας Λογοτεχνίας. Γράφτηκα στο Τμήμα Κλασικής Φιλολογίας, γιατί
συνειδητοποίησα ότι δε θα μπορέσω να καταλάβω αυτή τη μεγάλη λογοτεχνία αν δεν
γνωρίζω τη γλώσσα της. Όταν τα κατάφερα και άρχισα και του λόγου μου να τη
μεταφράζω στη γλώσσα μου, άρχισε ο δικός μου διάλογος με τους αρχαίους Έλληνες
που, ιδού, διαρκεί ήδη είκοσι πέντε χρόνια.
Υπάρχει κάτι γοητευτικό
σ’ αυτή την ακρωτηριασμένη παράδοση. Έχουν χαθεί τόσα πολλά, έχουν σωθεί τόσο
λίγα, και έτσι ο μεταφραστής αναγκάζεται να γίνει και ερμηνευτής, ίσως ακόμη
και φιλόσοφος της εποχής με την οποία συνδιαλέγεται μέσω της λογοτεχνίας, την
οποία μεταφράζει. Θεωρώ ότι κατάφερα να καταλάβω και την εποχή της τραγωδίας,
όπως και την εποχή κατά την οποία άνθιζε η ποίηση, δύο περίπου αιώνες νωρίτερα.
Οι Έλληνες βρίσκονται στα
θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όμως ο κόσμος επιπόλαια τους ταυτίζει με
τους Ρωμαίους. Ο μυστικισμός τους, η αντίληψή τους πως η ποίηση είναι εδώ ώστε
να γίνει εκφραστικό μέσο όχι μόνο της λυρικής καρδιάς, αλλά και της πολιτικής,
διαχωρίζει την κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας από την κληρονομιά της αρχαίας
Ρώμης, και χαρίζει στο σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό μοναδικό συνδυασμό του
ορθολογισμού και του μυστικισμού.
Είστε
εξίσου εξοικειωμένος με τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και ποίηση; Και, αν ναι,
θα θέλατε να αναφέρετε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα μυθιστορημάτων ή
ποιητικών συλλογών που νιώθετε πιο κοντά στην καρδιά σας;
Πριν από περίπου δέκα
χρόνια διάβασα το εξαιρετικό μυθιστόρημα Τηλέμαχου
Οδύσσεια του Δημήτρη Μίγγα. Λυπάμαι που από τότε δε συνάντησα στη γλώσσα
μου περισσότερα καλά βιβλία σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων.
Οι σύγχρονοι κλασικοί
ποιητές όπως οι Καβάφης, Σεφέρης, Ρίτσος, Ελύτης έχουν από καιρό γίνει μερικοί
από τους αγαπημένους ποιητές των Σέρβων αναγνωστών, και είναι κρίμα που δε
γνωρίζουν τους απόγονούς τους.
Photo credit
(Αλεξάνταρ Γκάταλιτσα): Marina
Lopičić.
Ευχαριστώ
θερμά την Ισμήνη Ραντούλοβιτς
για τη μετάφραση στα ελληνικά των απαντήσεων του Αλεξάνταρ
Γκάταλιτσα στις ερωτήσεις μου.
Ευχαριστώ,
επίσης, ιδιαιτέρως την Ισμήνη Κουρούπη από το Γραφείο Τύπου & Επικοινωνίας των
Εκδόσεων Καστανιώτη για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.
Το μυθιστόρημα του Αλεξάνταρ
Γκάταλιτσα Ο μεγάλος
πόλεμος κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις
Καστανιώτη
σε μετάφραση της Ισμήνης Ραντούλοβιτς.