Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Βιτάλι Μάνσκι: «Έφυγα από τη Ρωσία πρωτίστως για να σώσω την ψυχή μου»


Ρώσος πολίτης, με εβραϊκές και ουκρανικές καταβολές, και αυτοεξόριστος στη Λετονία, ο Βιτάλι Μάνσκι είναι από τους σημαντικότερους σύγχρονους ντοκιμαντερίστες με πάνω από 30 φιλμ στο ενεργητικό του. Στο Κάτω από τον ήλιο (2015) αποδομεί το βορειοκορεατικό καθεστώς με μια υποδειγματική χρήση του μοντάζ, ενώ στην πιο πρόσφατη δουλειά του Στενοί δεσμοί (2016) αναδεικνύει τη ποικιλομορφία και τη συνθετότητα της ουκρανικής κοινωνίας και τον αντίκτυπο του πολέμου στους απλούς ανθρώπους μέσα από το πορτρέτο της σπαρασσόμενης από έριδες ευρύτερης οικογένειάς του. Ο Βιτάλι Μάνσκι, ένας άνθρωπος με βλέμμα στοχαστικό που αποπνέει έντονη μελαγχολία, βρέθηκε για λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη, με αφορμή το αφιέρωμα στο έργο του που φιλοξενεί το 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Τον συναντήσαμε.

Η έναρξη της ενασχόλησής σας με τη δημιουργία ντοκιμαντέρ συνέπεσε με την περίοδο της κατάρρευσης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Πώς επηρέασε το γεγονός αυτό την επιλογή σας να πορευτείτε στο συγκεκριμένο «μονοπάτι» δημιουργίας, καθώς και την ίδια την επιλογή των θεμάτων;

Ειλικρινά μιλώντας, ποτέ δεν είχα σχεδιάσει να κάνω ντοκιμαντέρ στη ζωή μου. Γεννήθηκα στη Σοβιετική Ένωση και νόμιζα ότι η Σοβιετική Αυτοκρατορία είναι αιώνια. Σ’ αυτό το παλιό σύστημα δεν έβλεπα κάποιο χώρο για το είδος του ντοκιμαντέρ που θα με ενδιέφερε. Πήγα, λοιπόν, να σπουδάσω σκηνοθεσία ταινιών μυθοπλασίας. Νόμιζα πως θα γύριζα μιούζικαλ. Σαν το La La Land (γέλια). Στο πανεπιστήμιο με μετέφεραν στο τμήμα του ντοκιμαντέρ, λόγω κακής συμπεριφοράς. Αλλά αυτή η περίοδος συνέπεσε με την περεστρόικα. Ακόμα και πριν, όμως, είχα κάνει μια ταινία μαζί με τους συναδέλφους μου σχετικά με το φαινόμενο της αυτοκτονίας στη Σοβιετική Ένωση. Η προβολή αυτού του φιλμ απαγορεύτηκε, ακόμα και ενώπιον των σπουδαστών της ομάδας μας, 14 άτομα συνολικά.

Η περεστρόικα, ωστόσο, ξεκινούσε, κι η κατάσταση είχε αλλάξει. Έτσι, η ταινία προβλήθηκε σε μεγάλες αίθουσες, όπου την παρακολούθησαν χιλιάδες άτομα, τα οποία είχαν ανάγκη να βλέπουν ταινίες που μιλάνε για τη ζωή τους. Την πραγματική ζωή, τα πραγματικά προβλήματα (στα αγγλικά). Στη συνέχεια, με χαρά άρχισα να γυρίζω ντοκιμαντέρ, και εξακολουθώ να το κάνω.

Πόσο έχει αλλάξει η Ρωσία- αν έχει αλλάξει- σε σύγκριση με την πρώην Σοβιετική Ένωση από άποψη νοοτροπίας;

Νομίζω ότι δεν είναι σωστό να συγκρίνουμε τη σημερινή κατάσταση με εκείνη που επικρατούσε επί Σοβιετικής Ένωσης, γιατί διανύσαμε ένα μονοπάτι που δεν ήταν ίσιο. Βιώσαμε, λοιπόν, την απελευθέρωση. «Κολυμπούσαμε» στην ελευθερία (στα αγγλικά). Είχαμε περίπου 10 χρόνια ελεύθερης ζωής και τότε ξεκινούσαμε μια καινούρια ζωή (στα αγγλικά). Κάθε μέρα κλείναμε μία με δύο πόρτες προς την ελευθερία: την ελευθερία του Τύπου, της Τηλεόρασης, της έκφρασης (στα αγγλικά). Επιστρέφουμε στο ολοκληρωτικό σύστημα και υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη σιωπή. Αυτή η περίοδος ελευθερίας σχετιζόταν με τη δεκαετία του ’90.



Μετά την πρεμιέρα του τελευταίου σας ντοκιμαντέρ Στενοί δεσμοί στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης δηλώσατε πως νιώθατε ασφυξία στη Ρωσία σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική ελευθερία. Υποθέτω ότι αυτή η ελευθερία δεν είναι διαπραγματεύσιμη για σας, θέλετε να κάνετε ταινίες με τον τρόπο που τις έχετε οραματιστεί, χωρίς να δέχεστε παρεμβάσεις οποιουδήποτε τύπου.

Όχι ακριβώς. Δεν έχει να κάνει με τη δημιουργία ταινιών, αλλά με το πώς αυτές γεννιούνται. Και γεννιούνται μέσα σε μια ψυχή, την προσωπική μου ψυχή. Αν, λοιπόν, αισθάνομαι ότι η ψυχή μου «ξεραίνεται», δεν μπορώ να κάνω φιλμ. Από τεχνικής άποψης θα μπορούσα, αλλά απλώς δε θα μπορούσα να αντέξω αυτή την ατμόσφαιρα. Κι έτσι έφυγα, γιατί δεν ήθελα να υπνωτιστώ, όπως συμβαίνει με τους συναδέλφους μου και τους κατοίκους της Ρωσίας. Έφυγα από τη Ρωσία πρωτίστως για να σώσω την ψυχή μου.

Την ίδια απογοήτευση και αίσθηση ασφυξίας μου έχουν μεταφέρει και άλλοι συνάδελφοί σας, οι οποίοι εξακολοθούν να ζουν στη Ρωσία- πόσο δύσκολο είναι να ολοκληρώσουν την παραγωγή των ταινιών τους και να τις προβάλλουν στις αίθουσες.

Είμαι, επίσης, διευθυντής ενός φεστιβάλ ντοκιμαντέρ και κάθε χρόνο περνάω περίπου 2 μήνες στη Ρωσία στο πλαίσιο της οργάνωσης αυτού του φεστιβάλ. Κάθε φορά προβάλλουμε περί τις 150 ταινίες. Πέρσι ήταν η 10η χρονιά. Μπορείς να φανταστείς πως, σε όλη την ιστορία του φεστιβάλ, κανένα από αυτά τα φιλμ δεν προβλήθηκε στη Ρωσία τηλεοπτικά; Τα ίδια αυτά τα φιλμ προβάλλονται σε τηλεοπτικά κανάλια άλλων χωρών ανά τον κόσμο, ενώ βρίσκουν ακόμα και κινηματογραφική διανομή. Πρόκειται για ταινίες ποιότητας, τις οποίες το κοινό ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει. Αλλά όχι στη Ρωσία (στα αγγλικά).

Και ιδίως ταινίες που αμφισβητούν την εξουσία και κάθε λογής στερεότυπα, υποθέτω.

Ακόμα και ταινίες που απλώς δείχνουν την πραγματική ζωή, χωρίς να αναφέρονται στην πολιτική.



Εσείς, ωστόσο, είστε ένας από τους κινηματογραφιστές που αμφισβητούν την εξουσία, όπως κάνατε στο Κάτω από τον ήλιο, όπου η διαδικασία του μοντάζ είναι υποδειγματική. Πόσο σημαντικό είναι για σας το μοντάζ;

Θα συνέκρινα το γύρισμα με την εγκυμοσύνη και το μοντάζ με το νεογέννητο ή ακόμα και την ανατροφή του παιδιού αυτού μέσα στα χρόνια. Θεωρώ ότι το μοντάζ είναι πιο σημαντικό, γατί, αν χρησιμοποιήσουμε τον ίδιο παραλληλισμό, ένας άνθρωπος διαμορφώνεται μέσω της εμπειρίας και της ανατροφής. Το ίδιο ισχύει και για μια ταινία.

Και είναι η ίδια η διαδικασία του μοντάζ, η οποία κατά κάποιο τρόπο αποδόμησε τον προπαγανδιστικό μηχανισμό του βορειοκορεατικού καθεστώτος σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ, που την καθιστά ακόμα πιο δημιουργική.

Στην πραγματικότητα, το φιλμ είναι το μοντάζ. Συνήθως έχω 100-200 ώρες υλικού και μπορώ να αφηγηθώ 10-20 διαφορετικές ιστορίες. Εξαρτάται από μένα το πώς θα τις διηγηθώ, ποια είναι η αντίληψή μου γι’ αυτές.



Στην αρχή των Στενών δεσμών λέτε «ποτέ δεν πίστευα ότι θα έκανα αυτή την ταινία». Γιατί και πώς καταφέρατε, τελικά, να την ολοκληρώσετε;

Δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα έκανα γυρίσματα με τους οικείους μου, τους συγγενείς μου, όταν έφτασε ο πόλεμος στα σπίτια τους και θα ήμουν ευτυχισμένος, αν δεν είχα ποτέ γυρίσει αυτή την ταινία.

Πέρα από μια επώδυνη και ενδοσκοπική διαδικασία, νομίζετε πως τους βοήθησε, ή συνέβη το αντίθετο;

Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό τους βοήθησε, αλλά πιστεύω ότι βοήθησε άλλους.



Είστε ακόμα ο μόνος που μιλά με όλους τους συγγενείς σας;

Ειλικρινά, δε βλέπω το νόημα στο να επικοινωνούν μεταξύ τους, γιατί επιμένουν στις θέσεις τους, οι οποίες έχουν θεμελιώδη χαρακτήρα, και δε διαθέτουν ευελιξία, ώστε να τις αλλάξουν. Δεν υπάρχει, επομένως, καμία διαπραγμάτευση. Είναι καλύτερο να μην επικοινωνούν. Μετά την πρεμιέρα των Στενών δεσμών στη Θεσσαλονίκη, μια γυναίκα από το κοινό με καταγωγή από το Ντονιέτσκ, που ζει στην Ελλάδα, με πλησίασε και προσπαθούσε να με πείσει πως η μη αναγνωρισμένη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονιέτσκ είναι πραγματικό κράτος κι έχει δικαίωμα να υπάρχει, ότι δεν υφίσταται ρωσική επιθετικότητα, αλλά εμφύλιος πόλεμος. Αυτή ήταν η θέση της. Πώς μπορούμε να συζητήσουμε γι’ αυτή; Δεν έχει νόημα. Κι αν πρόκειται για κάποιον ξένο, στ’ αλήθεια δε με νοιάζει. Αν, όμως, πρόκειται για συγγενείς, μέλη μιας οικογένειας, το ζήτημα είναι πιο ευαίσθητο. Ίσως, λοιπόν, είναι καλύτερο να μείνουν μακριά ο ένας απο τον άλλο προς το παρόν.

Τι είναι «σπίτι» για σας, τελικά;

(Μεγάλη παύση). Δεν υπάρχει μια απλή απάντηση. Χωρίς τη θέλησή μου, αναγκάστηκα να φύγω από τη Ρωσία και τώρα προσπαθώ να στήσω ένα καινούριο σπιτικό στο εξωτερικό- και είναι δύσκολο.



Αισθάνεστε άνετα στη Λετονία;

Τι σημαίνει να νιώθει κάποιος άνετα; Από τη μία, είναι πράγματι ένα άνετο μέρος για να ζεις. Από την άλλη, δεν αισθάνομαι άνετα στη Λετονία, γιατί όλη μου η ζωή, ό,τι έχτιζα, έχει μείνει πίσω. Και τώρα καταρρέει. Το προϊόν της δουλειάς μου παρέμεινε στη Ρωσία, τα παιδιά μου και οι συνάδελφοί μου ζουν στη Ρωσία, πέρασα δεκαετίες εκεί. Είναι το παρελθόν μου. Και τώρα, το να παρατηρώ πως πεθαίνει, δε με κάνει να νιώθω άνετα.

Νομίζετε ότι θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι να υπερβούν τις καταστροφικές συνέπειες της εμμονικής τους προσκόλλησης σε εθνικές και θρησκευτικές ταυτότητες;

Όχι στη διάρκεια της ζωής μας. Δε θα το πετύχουμε, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε χρειάζεται να προσπαθήσουμε. Πρέπει.

Ευχαριστώ θερμά τον Βιτάλι Μάνσκι για το χρόνο που μου διέθεσε, την Αλεξάνδρα Κόλια από το Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης για τη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνομιλίας και ασφαλώς, την διερμηνέα Ναταλία Λιάλινα για τον άψογο επαγγελματισμό και την ευγένειά της.

Το αφιέρωμα στον Βιτάλι Μάνσκι στο πλαίσιο του 19ου ΦΝΘ ολοκληρώνεται την Κυριακή 12 Μαρτίου με την προβολή της ταινίας του Ιδιωτικά χρονικά. Μονόλογος (αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, 11:00).

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

Κριστίνα Γκρόζεβα: «Η αξιοπρέπεια είναι είδος υπό εξαφάνιση»


Πραγματοποιώντας τις υποσχέσεις που είχαν αφήσει με τη σκοτεινή ηθική παραβολή Το μάθημα, το εκ Βουλγαρίας σκηνοθετικό ζευγάρι Κριστίνα Γκρόζεβα και Πέταρ Βαλτσάνοφ, μεταπλάθουν στο Glory, μια δηκτική τραγικωμωδία, τη βουλγαρική μετα-κομμουνιστική πραγματικότητα με τρόπο βαθύ και ουσιαστικό. Πρωταγωνιστής της ταινίας ο Τσάνκο Πέτροφ, ένας τίμιος εργάτης σιδηροδρόμων, που βρίσκει τυχαία ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, το οποίο και παραδίδει. Το βουτηγμένο στη διαφθορά υπουργείο Μεταφορών τον τιμά σε τελετή, απονέμοντάς του ένα ολοκαίνουριο ρολόι, αλλά χάνει το παλιό του, οικογενειακό κειμήλιο. Ο Τσάνκο θα κάνει το παν για να το επανακτήσει, και μ’ αυτό την αξιοπρέπειά του. Η συν-σκηνοθέτρια Κριστίνα Γκρόζεβα μας μιλά για την ταινία, με αφορμή την εξοδό της στις αίθουσες στις 2 Μαρτίου.

Σε ποιο βαθμό συνέβαλε το δημοσιογραφικό σου υπόβαθρο στη διαμόρφωση της αφηγηματικής και της οπτικής σου προσέγγισης- ακόμα και στην επιλογή των θεμάτων στα ντοκιμαντέρ και τις ταινίες μυθοπλασίας που έχεις συν-σκηνοθέτήσει και συν-σεναριογραφήσει με τον Πέταρ Βαλτσάνοφ;

Στη βραχύβια καριέρα μου στη δημοσιογραφία είχα την ευκαιρία να συναντήσω μια μεγάλη ποικιλία ανθρώπινων τύπων- από εγκληματίες μέχρι υπουργούς, από σούπερσταρ μέχρι ζητιάνους. Νομίζω ότι αυτό με βοηθά στην ανάπτυξη των χαρακτήρων στις ιστορίες μας. Κυρίως στο Glory, οι χαρακτήρες της κυρίας επί των δημοσίων σχέσεων, καθώς και η διάθεση και η ατμόσφαιρα στην ομάδα των δημοσίων σχέσεων, μου είναι πολύ γνωστές. Είναι σημαντικό για έναν σκηνοθέτη να μιλά για πράγματα, με τα οποία είναι εξοικειωμένος.

Πάντοτε αναρωτιόμουν πώς συνεργάζονται τα ζευγάρια σκηνοθετών/σεναριογράφων. Τι συμβαίνει με σένα και τον Πέταρ;

Το πιο σημαντικό στη συνεργασία μας είναι ότι διαρκώς προκαλούμε ο ένας τον άλλο δημιουργικά, κι αυτό μας βοηθά να μην πέφτουμε θύματα της ρουτίνας, των κλισέ και των εύκολων λύσεων. Επιπλέον, το να δουλεύω με τον Πέταρ έχει πλάκα και ένταση. Κάποιο καιρό πριν, έπρεπε να σκηνοθετήσω ένα μικρού μήκους φιλμ μόνη μου κι ήταν φρικτά βαρετή διαδικασία. Ωστόσο, σε κάποια φάση κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του Glory, αποφασίσαμε να προσκαλέσουμε έναν τρίτο συνεργάτη, τον νεαρό Βούλγαρο σεναριογράφο Ντέτσο Ταραλέζκοφ. Η εμπλοκή του έκανε τη διαδικασία ακόμα πιο δυναμική και αστεία και, το πιο σημαντικό, αποδείχτηκε αποτελεσματική. Τον κρατάμε μαζί μας για τα επόμενα εγχειρήματά μας.



Τα πρώτα 2 μέρη της διαφαινόμενης τριλογίας σας, Το μάθημα και το Glory, είναι στέρεα αγκυρωμένα στη σύγχρονη μετα-κομμουνιστική πραγματικότητα της Βουλγαρίας, αποτελώντας ένα δραματουργικά βαθύ, συχνά σκοτεινό, άλλοτε δηκτικά χιουμοριστικό, βασισμένο σε χαρακτήρες, μυθοπλαστικό ξαναδούλεμα θραυσμάτων ανθρώπινων ιστοριών αντλημένων από αυτή την πραγματικότητα. Ποιος ήταν πυρήνας του σεναρίου του Glory και πόση μυθοπλασία «ενσταλάχτηκε» σ’ αυτό;

Ο δάσκαλός μου Γκεόργκι Ντιουλγκέροφ έχει ένα γνωμικό, σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει καλύτερος σεναριογράφος από την ίδια τη ζωή. Η ζωή στη Βουλγαρία τις τελευταίες δεκαετίες έχει ξεπεράσει κάθε όριο παραλογισμού. Ό,τι είναι αστείο, το νιώθεις θλιβερό και ό,τι είναι θλιβερό, στην πραγματικότητα το αισθάνεσαι ξεκαρδιστικό. Έτσι, ο πιο γρήγορος τρόπος να κυνηγήσεις κινηματογραφικές ιδέες είναι απλώς να ρίξεις μια ματιά γύρω σου, ή να ανοίξεις την εφημερίδα. Σχεδόν κάθε τίτλος εκεί φαντάζει σαν μια ταινία έτοιμη για παραγωγή.



Ένα κομβικό ζήτημα στην ταινία σας είναι εκείνο της αξιοπρέπειας. Και ο κεντρικός χαρακτήρας, τον οποίο υποδύεται εξαιρετικά ο Στέφαν Ντενολιούμποφ, είναι, όντως, ένας άνθρωπος αποφασισμένος να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του ό,τι και να γίνει. Θα ήθελες να μου πεις περισσότερα για το χτίσιμο του χαρακτήρα του; Είναι η αξιοπρέπεια κάτι που χάνεται καθ’ οδόν στις μέρες μας, ενόσω οι περισσότεροι προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε μέσο- κι όχι μόνο στη βουλγαρική κοινωνία;

Δουλέψαμε διαφορετικές εκδοχές του χαρακτήρα: είχαμε έναν ξεροκέφαλο άνθρωπο, έναν θυμωμένο άνθρωπο, έναν βαθιά προβληματικό άνθρωπο. Αλλά, τότε, μας ήρθε η ιδέα πως έχει αυτό το φρικτό τραύλισμα, το οποίο τον κρατά απομονωμένο, σαν αποκλεισμένο από τη διαφθορά και την κλοπή που ανθούν γύρω του. Ένα αουτσάιντερ ανάμεσα σε αουτσάιντερ, ένας άνθρωπος με πολύ λίγα πράγματα αξίας, για τα οποία νοιάζεται, πράγματα που τον κάνουν αυτό που είναι. Έτσι, όταν του αφαιρείται ένα απο αυτά, πρέπει να το ξαναβρεί, αλλιώς θα πάψει να υπάρχει. Δεν πρόκειται τόσο για τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς του, όσο για τη διατήρηση της ταυτότητάς του. Γι’ αυτό και στο τέλος της ταινίας τον βλέπουμε σχεδόν κυριολεκτικά αποπροσωποποιημένο. Σχετικά με την αξιοπρέπεια, έχεις δίκιο, νομίζω ότι είναι είδος υπό εξαφάνιση.



Η ταινία σας περιστρέφεται πολύ γύρω από το χρόνο. Γιατί θέλατε τόσο πολύ να εξερευνήσετε αυτή την έννοια;

Προέκυψε φυσιολογικά. Από την ίδια τη σύλληψη της ιστορίας, ξέραμε πως το ρολόι είναι το σεναριακό μας εύρημα. Στα πραγματικά γεγονότα, ο εργάτης σιδηροδρόμων είχε βραβευτεί με ένα ρολόι που σταμάτησε να λειτουργεί λίγο αργότερα, κι αυτό μας ενέπνευσε να σκεφτούμε «κι αν είχε αυτό το παλιό ρολόι μεγάλης συναισθηματικής αξίας που χάνεται στη διάρκεια της τελετής;» Τότε σκεφτήκαμε ότι και το βιολογικό ρολόι της πρωταγωνιστριας επίσης χτυπά, και κάπως «κούμπωσε». Σε μεγαλύτερη κλίμακα, εξάλλου, μια τέτοια ιστορία είναι αναπόφευκτα ένα σχόλιο, το σχόλιό μας για τους καιρούς που ζούμε.

Οι ταξικοί διαχωρισμοί και η συστημική διαφθορά θίγονται επίσης, με μυθοπλαστικά ελκυστικό τρόπο. Πόσο κυρίαρχες είναι ως καταστάσεις στη Βουλγαρία του σήμερα;

Ποιος είπε πως είναι μυθοπλασία; Υπάρχουν πολύ λίγα μέρη στον κόσμο, όπου οι ταξικές διαιρέσεις δεν είναι μεγάλο και επιδεινούμενο ζήτημα. Η Ανατολική Ευρώπη σίγουρα δεν είναι ένα από αυτά. Η Βουλγαρία, σύμφωνα με την Eurostat, είναι η πιο διεφθαρμένη χώρα στην Ευρώπη. Η διαφθορά εδώ είναι τόσο φυσιολογική όσο κι ο αέρας που αναπνέουμε. Μεγάλης κλίμακας υπεξαίρεση, συστημική κλοπή, δικαστήρια για νοίκιασμα, μια απρόσκοπτη συγχώνευση κυβέρνησης και οργανωμένου εγκλήματος και, το χειρότερο, η ατιμωρησία όσων βρίσκονται στην εξουσία- είναι πολύ αποκαρδιωτικό να ξυπνάς με την ίδια κατάσταση καθημερινά για δεκαετίες. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον πλούτο, η διαφθορά πράγματι διαχέεται προς τα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας. Καθετί υποδεικνύει ότι η διαφθορά και η κλοπή είναι κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές, οπότε γιατί να μην προβαίνουν σ’ αυτές όλοι;



Το μοντάζ είναι άλλη μία από τις αρετές της ταινίας. Πόση σημασία του αποδίδετε και πόσο διαρκεί συνήθως η διαδικασία;

Το μοντάζ είναι σίγουρα είναι το δομημένο στάδιο της δουλειάς μας. Ο Πέταρ αναλαμβάνει εξολοκλήρου το ρόλο του μοντέρ κι εγώ κρατώ τις αποστάσεις μου, για να έχω μια φρέσκια και απροκατάλητη άποψη για την ταινία. Δεν ανακατεύομαι πριν γίνει το πρώτο cut. Αν μου επιτρέπεις να επικαλεστώ τον δάσκαλό μου Γκεόργκι Ντιουλγκέροφ ξανά, μια ταινία γεννιέται 3 φορές- την πρώτη στο σενάριο, τη δεύτερη στη διάρκεια των γυρισμάτων και, τελικά, στο μοντάζ. Πώς θα μοιάζει το πραγματικό φιλμ και πώς θα το νιώθεις εξαρτάται ουσιαστικά από το μοντάζ. Μερικές φορές σκηνές που δε δούλεψαν στη διάρκεια του γυρίσματος συνέβη να δουλέψουν σπουδαία στο cut, και αντιστρόφως. Αν είσαι αμελής στο μοντάζ, μπορεί να σκοτώσεις τη διάθεσή ή την ενέργεια αυτού που θεωρούσες ότι ήταν εξαιρετική σκηνή.

Το βουλγαρικό σινεμά φαίνεται πως σταδιακά επιστρέφει στο κινηματογραφικό προσκήνιο, και αρκετές σκηνοθέτριες όπως εσύ, η Ραλίτσα Πέτροβα (που επίσης παίζει ένα μικρό ρόλο στο Glory) και η Σβέτλα Τσοτσόρκοβα, προσελκύετε πολλή δικαιολογημένη προσοχή κι αναγνώριση. Πώς σχετίζεστε με το εγχώριο κοινό;

Νομίζω ότι το βουλγαρικό σινεμά κερδίζει όλο και περισσότερη αναγνώριση διεθνώς. Η Ραλίτσα Πέτροβα δεν είναι η μόνη νέα Βουλγάρα σκηνοθέτρια που συμμετέχει στην ταινία μας. Έχουμε, επίσης, τους Μίλκο Λαζάροφ, Νικολάι Τοντόροφ, Ντίμιταρ Σάρτζεφ και Πάβελ Βεσνάκοφ, οι οποίοι στο σύνολό τους έχουν αποδείξει το ταλέντο τους και είναι καθ’ οδόν για την πρώτη ή τη δεύτερη ταινία μυθοπλασίας τους. Είναι αλήθεια, ωστόσο, πως οι σκηνοθέτριες έχουν κυρίαρχο μερίδιο στις πιο πετυχημένες κινηματογραφικές παραγωγές της Βουλγαρίας τα τελευταία χρόνια. Το τοπικό κοινό, πάντως, είναι «σκληρό καρύδι». Αν και γενικά οι άνθρωποι θέλουν πιο πολλές βουλγαρικές ταινίες, είναι, επίσης, πολύ προσεκτικοί, πιθανόν ως αποτέλεσμα της συστημικής απογοήτευσης στο βουλγαρικό μετα-κομμουνιστικό σινεμά, που τους έκανε απρόθυμους να επενδύσουν χρήματα κι εμπιστοσύνη σε καινούριους βουλγαρικούς τίτλους.



Ως συνέπεια, τα multiplex είναι απρόθυμα να προγραμματίσουν βουλγαρικές ταινίες και συνήθως τις βάζουν στις χειρότερες ώρες, με ορισμένες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, βεβαίως. Μικρότερες, ανεξάρτητες αίθουσες σπανίζουν και, όταν κοιτάς την κατάσταση εκτός μεγάλων πόλεων, συνειδητοποιείς τον τεράστιο αριθμό κοινοτήτων που ούτε καν έχουν πρόσβαση σε αίθουσα. Πρόσθεσε την τεράστια απόκλιση ανάμεσα στις τιμές των εισιτηρίων και του επιπέδου ζωής, κι έχεις την εικόνα όπου η διαδικτυακή πειρατεία φαντάζει το πιο φυσιολογικό πράγμα. Μιλώντας για διαφθορά και κλοπή...

Με το Glory, καταφέρνετε να επιβεβαιώσετε και να εκπληρώσετε τις υποσχέσεις που άφησε το Μάθημα. Ήσαστε αγχωμένοι για την αποδοχή της δεύτερης ταινίας σας;

Την ώρα που κάνουμε μια ταινία, δε σκεφτόμαστε αν θα αρέσει στους ανθρώπους ή όχι. Θέλουμε να απολαμβάνουμε αυτό που κάνουμε εκείνη τη στιγμή. Οι όποιες αμφιβολίες για αν το αν θα γεμίσεις την αίθουσα, αν οι άνθρωποι θα χειροκροτήσουν, ή αν θα επιλεγείς από ένα μεγάλο φεστιβάλ, είναι περισπασμός, μια ενόχληση στη δημιουργική διαδικασία.

Μιλώντας για τη δεύτερη ταινία σας μυθοπλασίας, είστε ήδη καθ’ οδόν για την προετοιμασία του τρίτου μέρους της τριλογίας;

Το τρίτο μέρος της τριλογίας είναι ακόμα σε πολύ πρώιμο στάδιο ανάπτυξης και προτιμάμε να το κρατήσουμε μυστικό προς το παρόν. Το ερχόμενο φθινόπωρο πρόκειται να γυρίσουμε μια άλλη ταινία, που δεν είναι μέρος της τριλογίας. Ο τίτλος εργασίας είναι The Father. Θα ξαναδουλέψουμε με τους συμπαραγωγούς μας από την Ελλάδα, την Graal Films, σπουδαίους επαγγελματίες κι ανθρώπους. Είμαστε ενθουσιαμένοι που τους έχουμε μαζί μας σ’ αυτή την καινούρια περιπέτεια, γιατί η σύμπραξή μας έχει σίγουρα εξελιχτεί σε κάτι περισσότερο από μια επαγγελματική συνεργασία.

Η ταινία των Κριστίνα Γκρόζεβα και Πέταρ Βαλτσάνοφ Glory προβάλλεται στις αίθουσες από τις 2 Μαρτίου σε διανομή της Seven Films.

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Εμίν Αλπέρ: «Η Τουρκία πάντα ήταν ενός είδους αστυνομικό κράτος»


«Παντρεύοντας» δεξιοτεχνικά το πολιτικό σχόλιο με την υπαρξιακή καταβύθιση, ο Εμίν Αλπέρ, από τους πλέον ταλαντούχους σκηνοθέτες του σύγχρονου τουρκικού σινεμά και συνάμα ιστορικός, παραδίδει με τις Υποψίες ένα «καλοκουρδισμένο» κι εξαιρετικά επίκαιρο θρίλερ. Ένα θρίλερ εκτυλισσόμενο σε μια Ισταμπούλ βυθισμένη στη δίνη της κρατικής καταστολής και της πολιτικής βίας, με πρωταγωνιστές δύο αδέρφια, τον Καντίρ, που αποφυλακίζεται υπό τον όρο να γίνει πληροφοριοδότης της αστυνομίας, και τον Αχμέτ, που δουλεύει στην ομάδα εξολόθρευσης αδέσποτων σκύλων. Οι ζωές τους θα συναντηθούν, με δραματικές συνέπειες. Συνομιλώντας με τον Εμίν Αλπέρ, ενόψει της κυκλοφορίας της ταινίας του στις αίθουσες στις 2 Μαρτίου.  

Έχοντας υπάρξει λάτρης του σινεμά πριν γίνεις σκηνοθέτης, απέκτησες έτσι μεγαλύτερη επίγνωση των απαιτήσεων της τέχνης σου και των δικών σου εκφραστικών τρόπων και αναγκών; Ποιοι σκηνοθέτες, εγχώριοι και από το εξωτερικό, υπήρξαν οι πιο θεμελιώδεις επιρροές σου και γιατί;

Πραγματικά αγαπώ τον Βισκόντι, τον Φάσμπιντερ, τον Κιούμπρικ, τον πρώιμο Πολάνσκι και τον Χάνεκε. Βρίσκω τον κινηματογράφο τους οξύ, έντονο, κριτικό κι ευφυή. Έμαθα πολλά από τον Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν: πώς μπορούν οι λεπτομέρειες να είναι σημαντικές, πώς η σιωπή μπορεί να δημιουργήσει αγωνία. Το σινεμά του με δίδαξε τη σπουδαιότητα του σχεδιασμού του ήχου και, το πιο σημαντικό, πώς η νατουραλιστική και πειστική ηθοποιία μπορεί να αλλάξει τα πάντα σε μια ταινία. Αλλά πάντα νομίζω ότι οι λογοτεχνικές επιδράσεις είναι το ίδιο σημαντικές με εκείνες των σκηνοθετών για μένα. Νιώθω πως είμαι βαθιά εντυπωσιασμένος από τους Ρώσους συγγραφείς: τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, τον Τσέχοφ. Από πολλούς κλασικούς, όπως τον Τζόζεφ Κόνραντ, τον Ουίλιαμ Φόκνερ- και από την Τουρκία τον Γιασάρ Κεμάλ, βεβαίως.

Εκτός του ότι είσαι σκηνοθέτης, είσαι και ιστορικός. Με ποια έννοια αυτές οι δύο πτυχές των ενασχολήσεών σου συνυφαίνονται στην κινηματογραφική σου δουλειά;

Είναι δύσκολο να προσδιορίσω ακριβώς πώς αυτές οι δύο πλευρές μου αλληλεπιδρούν. Αλλά, αναμφίβολα, αλληλοτροφοδοτούνται. Συνειδητοποιώ ότι και στην Ιστορία και στο σινεμά διατυπώνω παρόμοια ερωτήματα. Προσπαθώ να καταλάβω τη «διαβολική» πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης. Ως ιστορικός, ενδιαφέρομαι για τους πολέμους, τις γενοκτονίες, τις πολιτικές συγκρούσεις. Προσπαθώ να κατανοήσω, όπως το θέτει ο Καρλ Σμιτ, πώς οι κατηγορίες του «εχθρού» και του «φίλου» κατασκευάζονται διαμέσου της Ιστορίας και γιατί οι ανθρώπινες υπάρξεις πάντα χρειάζονταν εχθρούς. Θέτω παρόμοια ερωτήματα στις ταινίες μου. Επιχειρώ να καταλάβω μέσα από τους χαρακτήρες μου πώς λειτουργεί η παράνοια στο ψυχολογικό τους σύμπαν και τους πείθει ότι η απειλή/εχθρός θα έπρεπε να εξαλειφθεί.



Γιατί επέλεξες την Ισταμπούλ ως τοποθεσία για τα γυρίσματα των Υποψιών, κατ’ αρχήν; Σε ποια γειτονιά γυρίστηκε το φιλμ και γιατί;

Οι εμπνεύσεις μου προέρχονται από τις φτωχογειτονιές της Ισταμπούλ. Έζησα εκεί τα τελευταία 25 χρόνια και την ξέρω πολύ καλά, και γνωρίζω ότι υπάρχουν τέτοιες τοποθεσίες στην περιφέρεια της πόλης, που έχουν καταληφθεί από παράνομες πολιτικές ομάδες, κι έγιναν το πεδίο μάχης ανάμεσα σ’ αυτές και την αστυνομία. Η γειτονιά, όπου γυρίσαμε την ταινία, βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Ισταμπούλ. Η τοποθεσία με έλκυσε από την πρώτη φορά που την είδα, γιατί ήταν τριγυρισμένη με φυσικό τρόπο από τα καινούρια ψηλά κτίρια. Η εντύπωση του αποκλεισμού γινόταν αντιληπτή ακόμα κι από το τοπίο της γειτονιάς.

Η τελευταία σου ταινία μέχρι σήμερα δε θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρη τον καιρό της κυκλοφορίας της και, ίσως ακόμα περισσότερο, στις μέρες μας, καθώς καταπιάνεται με το σπιράλ της κρατικής καταστολής που εισχωρεί σε κάθε «πόρο» της κοινωνικής και προσωπικής ζωής και της εναντιωματικής πολιτικής βίας. Ποια ήταν η αφετηρία του σεναρίου σου και πώς θα οριοθετούσες την πολυσυζητημένη έννοια «τρομοκρατία» σήμερα- και όχι μόνο στην Τουρκία;

Το πρώτο προσχέδιο του σεναρίου γράφτηκε το 2009, πολύ πριν τα πρόσφατα γεγονότα. Η έμπνευσή μου προερχόταν, κυρίως, από τη δεκαετία του ’90, την περίοδο, κατά την οποία ο πόλεμος ανάμεσα στους Κούρδους ένοπλους και το κράτος ήταν στο ζενίθ του. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν ακόμα ένοπλες αριστερές ομάδες δραστήριες στις παραγκουπόλεις. Επηρεάστηκα από τις αναμνήσεις μου εκείνων των χρόνων. Επομένως, η διασταύρωση του περιεχομένου της ταινίας και της πολιτικής ατζέντας της χώρας μου είναι, από τη μία, ενός είδους σύμπτωση. Αλλά, από την άλλη, δεν είναι, γιατί, στη χώρα μας, βρισκόμαστε σε ένα τέτοιο σπιράλ κάθε τόσο. Η τουρκική κοινωνία αμαυρώνεται από συγκρούσεις και βαθιά κοινωνικά χάσματα. Και, δυστυχώς, οι πολιτικοί χρησιμοποιούν και χειραγωγούν αυτά τα χάσματα, για να παραμείνουν στην εξουσία. Πολύ σπάνια κάποιοι μεταρρυθμιστές τολμούν να λύσουν αυτά τα προβλήματα, αλλά γρήγορα καταλαβαίνουν ότι η επίλυσή τους δεν είναι προς το συμφέρον τους, μιας και δεν τους βοηθά να κρατηθούν στην εξουσία.



Αναφορικά με την «τρομοκρατία», πρόκειται για εξαιρετικά αμφιλεγόμενη έννοια. Ως ιστορικός, προσπαθώ, επίσης, να βρω έναν ορισμό της με νόημα. Αλλά, προς το παρόν στη χώρα μου, αυτοί οι ακαδημαϊκοί ορισμοί είναι άσχετοι. Γιατί τώρα «τρομοκράτης» μπορεί να είναι κάθε είδους αντιπολιτευόμενος. Όλα τα είδη αντιπολίτευσης μπορούν να οριστούν ως βλαπτικά για τους ανθρώπους, και τόσο επικίνδυνα όσο κι η «τρομοκρατία».  

Θα έλεγες, λοιπόν, πως η Τουρκία μετατράπηκε σταδιακά εκ νέου σε αστυνομικό κράτος, κυρίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και την ανελέητη δίωξη σχεδόν όλων όσοι θεωρούνται «εχθροί του κράτους», είτε πραγματικοί ή φανταστικοί, από το τρέχον καθεστώς;

Ακριβώς. Τώρα δεν υπάρχει κράτος δικαίου στην Τουρκία. Η Τουρκία πάντα ήταν ενός είδους αστυνομικό κράτος. Αλλά, τώρα, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη. Δεν υπάρχει Σύνταγμα, δεν υπάρχει δικαιοσύνη, υπάρχουν μόνο εντολές. Όπως λες, η προτεραιότητα του κράτους είναι να εξαλείψει τους «εχθρούς». Και ο «εχθρός» δεν είναι δικαστική κατηγορία, είναι πολιτική κατηγορία κατασκευασμένη από την «ηγεσία» μας.

Από το Abluka (Μπλόκο) στο Frenzy (Φρενίτιδα) και στις Υποψίες (η ελληνική εκδοχή του τίτλου της ταινίας σου), το φιλμ σου μοιάζει να ενθαρρύνει διαφορετικές «αναγνώσεις», αν αυτό αντανακλάται στην επιλογή των αντίστοιχων τίτλων. Πού αποδίδεις το γεγονός αυτό;  

Μου αρέσουν οι διαφορετικές «αναγνώσεις» και προτιμώ σενάρια που είναι ανοιχτά σε αυτές. Αλλά οι διαφορετικοί τίτλοι δε σχετίζονται με το γεγονός αυτό, αλλά με τις διαμάχες ανάμεσα σε μένα και τους παραγωγούς μας. Ήθελα να μείνω σταθερός στον τουρκικό τίτλο Abluka, που σημαίνει «μπλόκο», αλλά δε συμφώνησαν μαζί μου. Ο αρχικός τίτλος του εγχειρήματος ήταν Φρενίτιδα, και θεώρησαν πως αυτός ήταν πιο ελκυστικός για το διεθνές κοινό. Υποψίες είναι η επιλογή του Έλληνα διανομέα μας.



Από ένα ορισμένο σημείο κι εξής, τα όρια ανάμεσα στην «πραγματικότητα» και το «όνειρο» στις Υποψίες θολώνουν, κι αυτό είναι μια από τις αρετές της ταινίας. Γιατί η δημιουργία αυτής της αίσθησης αβεβαιότητας, αν όχι παράνοιας, είναι τόσο σημαντική;

Βρίσκω την παράνοια και την τρέλα και αισθητικά και πολιτικά αποκαλυπτικές. Η φαντασία των παρανοϊκών χαρακτήρων ανοίγει πολλούς δρόμους στο μυαλό μας και βελτιώνει τη φαντασία μας. Ίσως να πρόκειται για την ντοστογιεφσκική επιρροή, πάντα θεωρώ ότι οι ψευδαισθήσεις ενός τρελού μυαλού είναι καλλιτεχνικά έντονες. Για το πολιτικό μας πλαίσιο, η παράνοια λέει κάτι ακόμα σημαντικό. Σε μια συγκρουσιακή κοινωνία, όπου οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο και τείνουν να νομίζουν πως ο «εχθρός» είναι εντός, χάρη στην κρατική προπαγάνδα που διαρκώς μας λέει ότι είμαστε περικυκλωμένοι από εχθρούς- εκτός κι εντός-, η παράνοια είναι από τους κεντρικούς τρόπους να βλέπουμε τα πράγματα. Πάντα σκεφτόμαστε μέσω θεωριών συνωμοσίας. Καθένας πιστεύει πως η χώρα και ο ίδιος είναι θύματα διαρκών συνωμοσιών. Η παράνοια διογκώνει τη διάκριση ανάμεσα στον «εχθρό» κι «εμάς». Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο «εχθρός» πάντα οργανώνει συνωμοσίες εναντίον μας, και, στην πραγματικότητα, οι αποτυχίες, τα προβλήματα κι οι κρίσεις μας οφείλονται σ’ αυτές τις συνωμοσίες. Αυτός ο παρανοϊκός τρόπος σκέψης ενθαρρύνει την ιδέα πως, αν εξαλείψουμε τον «εχθρό», όλα θα γίνουν ειρηνικά και σπουδαία. Στην πραγματικότητα, η ίδια η παράνοια είναι εμπόδιο για την κοινωνική ειρήνη.



433 κινηματογραφιστές βρίσκονται υπό καθεστώς αστυνομικής έρευνας στην Τουρκία, επειδή συνυπέγραψαν μια διακήρυξη υποστήριξης της ειρήνης με τους Κούρδους και της επιστροφής της τουρκικής κυβέρνησης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ως σκηνοθέτης με πολιτική συνείδηση, αισθάνεσαι αλληλέγγυος απέναντί τους; Ή νομίζεις ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει, βασικά, να εκφράζεται μέσω της δουλειάς του;

Στην πραγματικότητα, οι 433 κινηματογραφιστές υπέγραψαν τη διακήρυξη για να υποστηρίξουν τους ακαδημαϊκούς, οι οποίοι είχαν υπογράψει την αρχική διακήρυξη υποστηρίζοντας την ειρήνη και ασκώντας κριτική στις κυβερνητικές πολιτικές. Και είμαι ανάμεσα σ’ εκείνους τους ακαδημαϊκούς. Είμαστε, επίσης, υπό καθεστώς έρευνας. Και πολλοί φίλοι μας έχουν απολυθεί από τα πανεπιστήμια κατά τις τελευταίες εκκαθαρίσεις εξαιτίας αυτού του γεγονότος. Πιστεύω πως, σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν μπορείς απλώς να λες «ο καλλιτέχνης πρέπει να εκφράζεται μέσω της δουλειάς του». Είμαστε πολίτες, και ως τέτοιοι πρέπει και να μιλάμε.

Μιλώντας για το τουρκικό σινεμά συνολικά, αλληλεπιδρά ικανοποιητικά με το εγχώριο κοινό; Κι αυτό αφορά στις ταινίες που κερδίζουν προβολή κι αναγνώριση σε ξένα φεστιβάλ, ή σε άλλους τίτλους, που δεν απολαμβάνουν απαραιτήτως διεθνή «καριέρα»;

Ο αριθμός των παραγωγών στην Τουρκία έχει αυξηθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια. Πέρσι παρήχθησαν 170 φιλμ. Τα περισσότερα είναι εμπορικά, αλλά και τα ανεξάρτητα αυξάνονται αριθμητικά. Όλα αυτά σημαίνουν έντονο ανταγωνισμό στις αίθουσες. Ούτε ο αριθμός των αιθουσών, ούτε το κοινό αυξάνονται εξίσου γρήγορα με τον αριθμό των παραγωγών. Δημιουργείται ενός είδους «μποτιλιάρισμα». Έτσι, οι καλλιτεχνικές ταινίες δυσκολεύονται να φτάσουν στο κοινό στις αίθουσες. Αν έχεις φεστιβαλική επιτυχία, πρέπει να νιώθεις τυχερός. Το πρώτο μου φιλμ έκοψε 30.000 εισιτήρια και το δεύτερο 22.000, συνεπώς η κατάσταση χειροτερεύει, λόγω του ανταγωνισμού. Αλλά η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη, αν έχεις μόνο μέτρια φεστιβαλική επιτυχία. Μερικές πολύ καλές ταινίες, των οποίων η φεστιβαλική φήμη ήταν σχετικά μέτρια, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τα 10.000 εισιτήρια.  



Όταν βρίσκεσαι σε φεστιβάλ στο εξωτερικό, αισθάνεσαι ως «εκπρόσωπος» μιας ορισμένης Τουρκίας- της δικής σου Τουρκίας, σε κάθε περίπτωση;

Δε νιώθω πως είμαι εκπρόσωπος του οτιδήποτε. Στα φεστιβάλ, μισώ τις ερωτήσεις που υποθέτουν ότι είμαι εκπρόσωπος ενός είδους Πολιτιστικού Γραφείου ή Υπουργείου Εξωτερικών της χώρας. Θέλω να κάνω τέχνη, κι η χώρα μου είναι το υλικό μου. Αυτό είναι όλο.

Υποθέτω πως δουλεύεις πάνω στην καινούρια σου ταινία μυθοπλασίας. Ξεδιπλώνει παρόμοια θεματικά, στιλιστικά κι αφηγηματικά «νήματα» με τις προηγούμενες;

Όχι. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει παράνοια, δεν υπάρχει τρέλα, δεν υπάρχει αυτή η εναλλαγή ονείρου-πραγματικότητας, και θα υπάρξουν περισσότερες γυναίκες πρωταγωνίστριες. Αλλά, καθόλου περιέργως, δεν μπορέσαμε να λάβουμε χρηματοδότηση από το Υπουργείο Πολιτισμού, το μόνο δημόσιο χρηματοδοτικό φορέα στην Τουρκία. Προσπαθούμε να βρούμε καινούριες πηγές.

Ευχαριστώ θερμά τον Εμίν Αλπέρ για το χρόνο του και τον Γιώργο Στεργιάκη της AMA Films για την πολύτιμη συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η ταινία του Εμίν Αλπέρ Υποψίες προβάλλεται στις αίθουσες από τις 2 Μαρτίου σε διανομή της AMA Films.

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Ναόμι Καουάσε: «Η ταινία μου είναι μια αχτίδα ελπίδας για εκείνους που βρίσκονται σε απόγνωση»


Από τις πλέον ιδιοσυγκρασιακές δημιουργούς ενός σινεμά των «μικρών» ανθρώπων, των μικρών χειρονομιών και των έντονων συναισθημάτων, η Γιαπωνέζα Ναόμι Καουάσε μας προσφέρει με το φαινομενικά ελάχιστα υποσχόμενο, κρίνοντας από τον τίτλο του, Γλυκό φασόλι ένα τρυφερό «διαμαντάκι» για τη χαρά, τη θλίψη και την ποίηση της καθημερινότητας. Πρωταγωνιστές, 2 μοναχικοί ήρωες, ο Σεντάρο και η ηλικιωμένη Τόκουε, που οι δρόμοι- και οι ιστορίες τους- συναντιούνται σε μια υπαίθρια καντίνα, η οποία πουλάει ντοραγιάκι (ένα είδος τηγανίτας με σάλτσα γλυκού κόκκινου φασολιού). Συζητώντας με την σκηνοθέτρια, με αφορμή την προβολή της ταινίας της από τις 9 Φεβρουαρίου σε διανομή της Mikrokosmos/Flisvos Films.

Σε ποιο βαθμό έχει διαμορφώσει η προηγούμενη εμπειρία και ενασχόλησή σας με τη δημιουργία ντοκιμαντέρ το αφηγηματικό και το οπτικό σας στιλ, καθώς και την επιλογή των θεματικών νημάτων;

Σε πολλές περιπτώσεις, μοτίβο στις ταινίες μου έχει αποτελέσει η ύπαρξη ανθρώπων που έρχονται και φεύγουν στη ζωή και ο χρόνος που περνώ μαζί τους. Επίσης, νιώθω πως η δημιουργία ταινιών ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας συμβαδίζουν και αλληλοεπηρεάζονται πολύ.

Το σινεμά σας είναι εκείνο των «μικρών» ανθρώπων, των μικρών χειρονομιών, των έντονων συναισθημάτων- ένα λυρικό σινεμά για τη χαρά, τη θλίψη, την ποίηση που εμφιλοχωρούν στην καθημερινότητα. Είναι έτσι;

Όπως επισήμανες, στις ταινίες μου συχνά προσπαθώ να εξυψώσω το συνηθισμένο με το να παρουσιάζω το σύμπαν που κρύβεται στις ζωές εκείνων, οι οποίοι δεν αφήνουν το σημάδι τους στην ιστορία, των απλών πολιτών. Για τα πράγματα που είναι δύσκολο να δούμε, που δεν μπορούν να ιδωθούν, χρησιμοποιώ το «φιλμ», προκειμένου να τα μεταφράσω και να τα μοιραστώ ως εκφράσεις με τους ανθρώπους.



Τα άνθη της κερασιάς φαίνεται να αποτελούν μια από τις κύριες μεταφορές για το χρόνο στο Γλυκό φασόλι. Ποια είναι η συμβολική τους σπουδαιότητα στην ιαπωνική παράδοση;

Αισθάνομαι ότι τα άνθη της κερασιάς ενσαρκώνουν την ιαπωνική κουλτούρα και μας δίνουν μια αίσθηση αρχής και τέλους. Αυτά τα λουλούδια είναι σε πλήρη ανθοφορία μόνο για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η ομορφιά του πώς πέφτουν στο έδαφος και τα όσα νιώθουν οι άνθρωποι, όταν με ανυπομονησία περιμένουν αυτή τη στιγμή, αντανακλούν την ευθραυστότητα της ζωής και τις αιώνιες ευχές. Η πνευματικότητα συνδέεται με την αρχαία Ιαπωνία και μέσα στις 4 εποχές και τα χαρακτηριστικά της φύσης. Όταν τελειώνει η άνοιξη, φτάνει το καλοκαίρι, έπειτα το φθινόπωρο και ο χειμώνας, καθώς νιώθουμε την εναλλαγή των εποχών, την αρχή και το τέλος τους. Είναι σαν να βιώνουμε διαφορετικά συναισθήματα, όπως «θλίψη» και «χαρά» την ίδια στιγμή.

Όπως το αντιλαμβάνομαι, το Γλυκό φασόλι είναι μια ελεγεία για τη ζωή, το θάνατο, τη μοναξιά, τις δεύτερες ευκαιρίες- και την ανάγκη να μοιραστείς ανήκουστες, παραμελημένες ή ανεπιθύμητες ιστορίες. Περί αυτού πρόκειται, τελικά;

Εδώ βρίσκεται το σημείο, όπου η «λέπρα» αποτυπώνει της «αχρείαστες και αγνοημένες ιστορίες», οι οποίες, όπως ξέρεις, υφίστανται κατά εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο. Νιώθω ότι αυτή η ταινία μπορεί να είναι εκείνη η αχτίδα ελπίδας για εκείνους που βρίσκονται σε απόγνωση, όταν αισθάνονται ότι η ζωή τους έχει τελειώσει, ή δε θα έχουν ποτέ μια δεύτερη ευκαιρία. Εισπράττουμε κουράγιο από τη σπάνια ύπαρξη της «Τόκουε», η οποία γέμισε τη ζωή της ακούγοντας τη «φωνή» των γλυκών φασολιών.

Εφαρμόζετε την ίδια «χειροποίητη» ευαισθησία στη δημιουργία των ταινιών σας με της Τόκουε, όταν φτιάχνει τα ντοραγιάκι;

Δε νομίζω πως είμαι δεξιοτέχνης, αλλά σίγουρα θεωρώ τον εαυτό μου ως συυγραφέα που εισάγει χειροποίητη ευαισθησία στην τέχνη του.



Τι αναζητάτε κυρίως στους ηθοποιούς και τις ηθοποιούς, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες, όταν κάνετε κάστινγκ για μια ταινία;

Τα «μάτια» τους. Τα «μάτια» τους είναι αυτό που αφηγείται ό,τι βρίσκεται στην καρδιά. Ακόμα και για εκείνους, οι οποίοι διαθέτουν πιο εκλεπτυσμένη έκφραση, είναι το μάτι τους ο τόπος που κατοικεί η ψυχή τους, κι αυτό δίνει δύναμη στη ρίζα του φιλμ.

Πόσο, και προς ποια κατεύθυνση, έχει αλλάξει η ιαπωνική κοινωνία, την οποία παρατηρείτε τόσο στενά, στη διάρκεια των χρόνων που γυρίζετε ταινίες;

Νομίζω ότι έχει αλλάξει πολύ. Πώς ξοδεύεται ο «χρόνος», πώς επικοινωνούμε με «ανθρώπους», αυτά τα σημαντικά πράγματα έχουν γίνει εύκολα. Αρχικά, στην ιαπωνική πολιτιστική αισθητική όσα ήταν δύσκολο να αποκτηθούν απαιτούσαν χρόνο και ζύμωση, ώσπου κάτι «αυθεντικό» να βρεθεί. Αυτός είναι ο λόγος που κάτι τέτοιο φυλασσόταν σαν θησαυρός και θεωρείτο «ξεχωριστό». Στο σημερινό κόσμο μας, η ευκολία και η άνεση έχουν προοδεύσει και αυτή η ίδια η πρόοδος έχει ως συνέπεια την καταλήστευση της παράδοσης, της κουλτούρας και της μοναδικότητας. Αφού η ανταλλαγή ήταν κάτι δύσκολο για το νησιωτικό μας έθνος, η μοναδικότητα ανθούσε, αλλά τώρα, με την εξάπλωση του ίντερνετ, η ευκολία έχει γίνει κυρίαρχη.



Υπάρχει ένα γυναικείο ή θηλυκό βλέμμα στο σινεμά και, αν ναι, κατά ποια έννοια διαφοροποιείται από το αρσενικό/αντρικό; Ποια έχει υπάρξει η μεγαλύτερη πρόκληση, την οποία βιώσατε ως γυναίκα, στην ανδροκρατούμενη κινηματογραφική βιομηχανία;

Όντως αισθάνομαι ότι αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο αλήθεια, αν και δεν μπορούμε να κατηγοριοποιούμε και να ταξινομούμε τους ανθρώπους με ευκολία. Η θηλυκότητα στους άντρες και η αρρεπωνότητα στις γυναίκες υφίστανται. Ναι ή όχι, μαύρο ή άσπρο, υπάρχει αναρίθμητη ποικιλομορφία- και υπάρχει μέσα μας, επίσης. Κατανοώ απολύτως την ανακουφιστική αίσθηση που προκύπτει με τις κατηγορίες, αλλά πιστεύω πως οι εκφράσεις, οι οποίες δεν κατηγοριοποιούνται, είναι αυτές που συνδέονται με τη γέννηση καλλιτεχνών όπως εγώ. Με αυτή την έννοια, η πρόκλησή μου είναι να μην κατηγοριοποιούμαι, αλλά να συνεχίζω να εκφράζω τη μοναδικότητά μου, η οποία μπορεί να αναχθεί στις καταβολές μου. Για να το θέσω απλά, το να μη χάσω τον «εαυτό» μου.

Από τον καιρό του ντεμπούτου σας μυθοπλασίας Suzaku, που προβλήθηκε στις Κάννες 20 χρόνια πριν, έχετε υπάρξει ανάμεσα στις «αγαπημένες» σκηνοθέτριες του φεστιβάλ ανά τα χρόνια. Αισθάνεστε έτσι; Πόυ αποδίδετε τη σταθερή εμπιστοσύνη των προγραμματιστών του στη δουλειά σας;

Αναμφίβολα, εισπράττω αγάπη απο τις Κάννες. Και πράγματι νιώθω ότι με έχουν γαλουχήσει. Όπως έχω δηλώσει κι άλλοτε, νομίζω πως αυτό συμβαίνει γιατί συνεχίζω να δημιουργώ «κάτι που μόνο η Ναόμι Καουάσε μπορεί να δημιουργήσει».  

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Ναόμι Καουάσε, η οποία βρήκε το χρόνο να απαντήσει στις ερωτήσεις μου εν μέσω post-production της καινούριας της ταινίας Radiance, και την βοηθό της Deguchi Chiharu για την πολύτιμη συνδρομή της στη διεξαγωγή της συνέντευξης.

Η ταινία της Ναόμι Καουάσε Γλυκό φασόλι προβάλλεται από τις 9 Φεβρουαρίου στους κινηματογράφους σε διανομή της Mikrokosmos/Flisvos Films.