Σάββατο 8 Απριλίου 2017

Alankrita Shrivastava: «Προσπαθώ να κάνω ταινίες με συνειδητό γυναικείο βλέμμα»


Απαγορευμένη στην Ινδία, η βραβευμένη σε διεθνή φεστιβάλ ταινία της Ινδής σκηνοθέτριας Alankrita Shrivastava Κραγιόν κάτω από την μπούργκα είναι μια φεμινιστική ματιά, επηρεασμένη από την παράδοση του Μπόλιγουντ, στην πατριαρχική καταπίεση και τις γυναικείες επιθυμίες, μέσα από την ιστορία 4 Ινδών γυναικών. Κουβεντιάζοντας με την σκηνοθέτρια, ενόψει της πανελλαδικής πρεμιέρας της δουλειάς της την Κυριακή 9 Απριλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ 50/50 Ισότητα και στον κινηματογράφο.

Αν και η ταινία σου μόνο εν μέρει περιστρέφεται γύρω από γυναίκες ντυμένες με μπούργκα ή με καλυμμένα χαρακτηριστικά, επέλεξες τον τίτλο Κραγιόν κάτω από την μπούργκα. Τη θεωρείς ένα πιο οικουμενικό σύμβολο της γυναικείας καταπίεσης;

Ο τίτλος είναι μεταφορικός. Για μένα σημαίνει ότι η εσωτερική ζωή των γυναικών πάλλεται από επιθυμίες και όνειρα, ακόμα κι αν αυτά δεν είναι προφανή στον έξω κόσμο. Σηματοδοτεί τον πόθο για ελευθερία και πάθος, που είναι εγγενή στις γυναίκες. Ακόμα κι αν πιστεύουμε πως οι γυναίκες παίζουν τους υπαγορευμένους ρόλους τους στην κοινωνία και είναι ευτυχισμένες με ό,τι έχουν, η αλήθεια είναι πως θέλουν να ζήσουν λίγο για τις ίδιες. Κανένας δεν μπορεί τις σταματήσει να κυνηγούν την ελευθερία και τα μικρά τους όνειρα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να το κάνουν κρυφά. Ο τίτλος αντανακλά το θέμα της ταινίας.

Η πόλη του Μποπάλ, όπου εκτυλίσσεται το φιλμ σου, είναι κυρίως γνωστή στον «έξω κόσμο» για τη θανατηφόρα διαρροή χημικών στο εργοστάσιο της Union Carbide India Limited το 1984. Πώς σχετίζεσαι με την πόλη αυτή, και γιατί διάλεξες να τοποθετήσεις την αφήγησή σου εκεί;

Η τραγωδία με τη διαρροή χημικών εξακολουθεί να υπάρχει στις ζωές των ανθρώπων της πόλης. Ήταν τόσο τρομακτική, που δεν πρέπει να ξεχαστεί. Τα παιδιά ακόμα υποφέρουν από τις συνέπειές της. Αλλά υπάρχουν πολύ περισσότερα στο Μποπάλ. Είναι μια όμορφη πόλη με υπέροχους ανθρώπους. Έχω περάσει πολύ καιρό εκεί, καθώς έχω δουλέψει σε ταινίες που γυρίστηκαν στην περιοχή. Είμαι πολύ εξοικειωμένη με την πόλη και την αγαπώ.

Οι κύριοι χαρακτήρες του Κραγιόν κάτω από την μπούργκα, 2 Μουσουλμάνες και 2 Ινδουίστριες, ζουν στην παλιά πόλη του Μποπάλ, ένα μέρος όπου Ινδουιστές και Μουσουλμάνοι ζουν σε πολύ κοντινή απόσταση και ειρηνικά. Ήθελα να τοποθετήσω την ταινία σε μια πόλη, στην οποία Μουσουλμάνοι και Ινδουιστές μοιράζονται το χώρο. Το Μποπάλ, λοιπόν, μου φαινόταν πολύ κατάλληλο.



Μου αρέσει, επίσης, που το Μποπάλ έχει την παλιά και την καινούρια πόλη, όπου υπάρχουν εμπορικά κέντρα, συγκροτήματα διαμερισμάτων και σικάτα γραφεία. Ήθελα να αιχμαλωτίσω ως κρυφό νόημα την ένταση ανάμεσα στην παραδοσιακή Ινδία, όπως αυτή αντιπροσωπεύεται από την παλιά πόλη, και την πρόσφατα μεταβαλλόμενη καταναλωτική Ινδία, η οποία εκπροσωπείται από τα εμπορικά κέντρα και τα γραφεία. Εντός αυτής της έντασης ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο είναι οι γυναίκες ικανές να αρθρώσουν τις δικές τους επιθυμίες.

Σε σχέση με τις 4 πρωταγωνίστριες, πόση από την πλοκή βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα σχετιζόμενα με τις ζωές γυναίκες από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα στην Ινδία;

Η ταινία δε βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Αντανακλά κάποιες αλήθειες σχετικά με τη ζωή των γυναικών στην Ινδία. Οι 4 ιστορίες θα μπορούσαν να είναι οι ιστορίες των οποιωνδήποτε 4 γυναικών στην Ινδία. Είναι μια ειλικρινής αφήγηση με αυτή την έννοια. Αλλά η Ινδία είναι μια χώρα με μεγάλη ποικιλομορφία, και υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στις καταστάσεις των 4 χαρακτήρων, που καθορίζεται από την τάξη και το εκπαιδευτικό τους επίπεδο.



Ωστόσο, τα βαθύτερα ζητήματα των γυναικών, οι οποίες δεν μπορούν να ζήσουν πλήρως όπως θέλουν, ή που εξαναγκάζονται να κρύψουν τα όνειρα και τις επιθυμίες τους, ή να τις τοποθετήσουν στον πάτο της λίστας, ή των γυναικών, οι οποίες αγωνίζονται για αυτενέργεια ή την κυριότητα του σώματός τους, είναι οικουμενικά και διαπερνούν τάξη και πολιτισμούς.

Το Κραγιόν κάτω από την μπούργκα φαντάζει σαν φεμινιστικό φιλμ στην παράδοση του Μπόλιγουντ. Σε ποιο βαθμό είσαι επηρεασμένη από αυτό το κινηματογραφικό είδος;

Μεγάλωσα με την παράδοση του Μπόλιγουντ, οπότε είναι κάπου μέσα μου. Κάνω, όμως, και μια συντονισμένη προσπάθεια να ξεμάθω ορισμένα πράγματα, διατηρώντας κάποια άλλα. Λατρεύω να χρησιμοποιώ τραγούδια στις ταινίες μου, γιατί, ως Ινδή, μου είναι ενστικτώδες. Παρόλα αυτά, προσπαθώ να τα χρησιμοποιώ με τον τρόπο μου. Όχι ως κομμάτια, τα οποία σε περισπούν από την αφήγηση, αλλά ως τμήμα της αφήγησης. Αυτό που πραγματικά προσπαθώ να αποφεύγω είναι οι μη ρεαλιστικοί υψηλοί τόνοι των μέινστριμ ινδικών ταινιών. Συχνά μπορούν να γίνουν πολύ θορυβώδεις. Προτιμώ ένα πιο πραγματικό τόνο.

Και η χρήση μιας ποικιλίας χρωμάτων στα κάδρα μου είναι εγγενώς περισσότερη απ’ ό,τι στις ευρωπαϊκές ταινίες, γιατί αυτή είναι η ινδική παλέτα. Αν περπατήσεις τριγύρω στην Ινδία, είσαι περικυκλωμένος από χρώμα. Τα κάδρα μου το αντανακλούν αυτό.



Και, το πιο σημαντικό, έχω πολλή επίγνωση του βλέμματός μου ως κινηματογραφίστριας. Προσπαθώ να κάνω ταινίες με ένα συνειδητό γυναικείο βλέμμα. Σ’ αυτό αποκλίνω από τα μέινστριμ ινδικά φιλμ, γιατί η ματιά τους τείνει να είναι αντρική και ετερο-κανονική. Οι γυναίκες αντικειμενοποιούνται, και ο τρόπος, με τον οποίο η κάμερα ταξιδεύει πάνω από τα γυναικεία σώματα ή ο μη ρεαλιστικός τρόπος που είναι ντυμένες οι γυναίκες, μου είναι ιδιαιτέρως μη ελκυστικοί. Προσπαθώ να απαλλαγώ από οποιοδήποτε ίχνος εκείνου του είδους της μάθησης.  

Θεωρείς τον εαυτό σου φεμινίστρια σκηνοθέτρια; Και, αν ναι, τι σημαίνει να είσαι φεμινίστρια και, ακόμα περισσότερο, φεμινίστρια σκηνοθέτρια στη σημερινή Ινδία;

Λοιπόν, είμαι φεμινίστρια. Και είμαι κινηματογραφίστρια. Και πιστεύω πως το σύστημα πεποιθήσεών μου διαμορφώνει τη δουλειά μου. Ελπίζω, επομένως, ότι είμαι φεμινίστρια σκηνοθέτρια. Δε νομίζω πως πρέπει να αποφασίσω ότι πρέπει να κάνω μια φεμινιστική ταινία. Λόγου του πώς βλέπω τον κόσμο και τις ιστορίες που θέλω να πω, νιώθω ότι ο φεμινισμός είναι εγγενής στις ταινίες μου. Το να είσαι φεμινίστρια σημαίνει να πιστεύεις πως οι γυναίκες πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα και ίσες ευκαιρίες.



Αλλά το να ζεις ενεργά το φεμινισμό μέσω της δουλειάς σου ως κινηματογραφίστριας στην Ινδία, σημαίνει να κάνεις διαρκώς δύσκολες επιλογές και να απευθύνεις στον εαυτό σου ειλικρινείς ερωτήσεις. Σημαίνει να έχεις επίγνωση της πρόθεσης στην αποτύπωση των χαρακτήρων, να αμφισβητείς τον εαυτό σου, όταν δημιουργεί στερεότυπα, να αποφασίζεις να μην αντικειμενοποιείς τις γυναίκες μέσω των ενδυμάτων και των τραγουδιών. Να είσαι ευαίσθητη σχετικά με το πού τοποθετείται η κάμερα. Πάνω απ’ όλα, σημαίνει να είσαι ο εαυτός σου, και να τον αφήνεις να «ρέει» στη δουλειά σου. Σημαίνει να μην το βάζεις κάτω, όταν η κοινωνία θέλει να αποτύχεις. Σημαίνει να σκέφτεσαι ενεργά για την αναπαράσταση των γυναικών, ακόμα κι αν η ταινία αφορά σε έναν άντρα. Σημαίνει να έχεις το κουράγιο να προκαλείς το σεξισμό και το  μισογυνισμό, όταν το χρειάζεσαι. Σημαίνει το να υποστηρίζεις άλλες γυναίκες και άντρες που βρίσκονται στο ίδιο μονοπάτι.

Περιμένω τη μέρα που όλο και πιο πολλές γυναίκες θα κάνουν τις δικές μας φεμινιστικές ταινίες.



Γιατί το φιλμ σου ουσιαστικά απαγορεύτηκε στην Ινδία, πέρα από τα προσχήματα που παρουσιάστηκαν;

Γιατί έγινε από μια γυναικεία σκοπιά. Το γεγονός ότι οι γυναίκες κοιτούσαν τη ζωή τους ίσως προκάλεσε το πρόβλημα. Όντως νιώθω πως υπάρχουν διαφορετικές και ανταγωνιστικές ιδέες σχετικά με το τι είναι και τι θα έπρεπε να είναι η Ινδία. Η Επιτροπή Λογοκρισίας επιδιώκει να διαιωνίσει την πατριαρχία και να φιμώσει τις γυναικείες φωνές. Υπάρχει πολλή βία και πολλές διακρίσεις σε βάρος των γυναικών στην Ινδία. Σε ευρύτερο πλαίσιο, μπορεί κάποιος να δει ότι η λογοκρισία κάθε μορφής τέχνης γίνεται για να κρατήσει ζωντανό το status quo. Το Κραγιόν κάτω από την μπούργκα είναι ένα φιλμ που αμφισβητεί το status quo. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που του αρνήθηκαν την πιστοποίηση.

Καθώς το Κραγιόν κάτω από την μπούργκα πλησιάζει προς το τέλος του, μπαίνω στον πειρασμό να συμπεράνω πως η αλληλεγγύη μεταξύ των γυναικών είναι, ίσως, ο μόνος τρόπος να πολεμήσουν την πατριαρχική καταπίεση είτε αυτή ασκείται από άντρες ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, και από γυναίκες. Αντανακλά με ακρίβεια τη δική προσέγγιση αυτό το συμπέρασμα;

Ναι, συμφωνώ ότι η αλληλεγγύη ανάμεσα στις γυναίκες είναι ένα βασικό βήμα στη μάχη ενάντια στην πατριαρχική καταπίεση. Όταν συμμαχούμε με άλλες γυναίκες, γινόμαστε ισχυρές.

Ευχαριστώ θερμά την σκηνοθέτρια Alankrita Shrivastava για την άμεση ανταπόκριση στο ενδιαφέρον μου για συνομιλία και την Ευάννα Βενάρδου από το Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ 50/50 Ισότητα και στον κινηματογράφο για την πολύτιμη συμβολή της στο συντονισμό της επικοινωνίας.  

Η ταινία της Alankrita Shrivastava Κραγιόν κάτω από την μπούργκα προβάλλεται την Κυριακή 9 Απριλίου, 20:00, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ 50/50 Ισότητα και στον κινηματογράφο. Είσοδος δωρεάν.

Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

Δομίνικος Ιγνατιάδης: «Με το “σπάσιμο” της εικόνας παραμένει κανείς “καθαρός”»


Μια γενναία, ειλικρινής και πολυεπίπεδη δουλειά, το ντοκιμαντέρ του πρωτοεμφανιζόμενου Δομίνικου Ιγνατιάδη Village Potemkin αφηγείται τις ιστορίες 6 ανθρώπων, πρώην χρηστών ουσιών, μαζί και του ίδιου του σκηνοθέτη, που παραμένουν «καθαροί», δημιουργικοί και με συνείδηση, σε μια Αθήνα που καταρρέει. Το Village Potemkin απέσπασε το βραβείο της Π.Ε.Κ.Κ. στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Συναντηθήκαμε με τον σκηνοθέτη λίγο πριν την αθηναϊκή πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ του στο πλαίσιο του CineDoc.

Το Village Potemkin είναι μια γενναία, ειλικρινής, πολυεπίπεδη κι όχι αυτοαναφορική δουλειά. Έτσι ήθελες να «βγει» προς τα έξω;

Oι άνθρωποι που μίλησαν στο ντοκιμαντέρ είχαν «προπονηθεί» εδώ και πάρα πολύ καιρό μέσα από τις ομάδες αυτοβοήθειας να ξεμπροστιάζουν τον εαυτό τους. Πιστεύω ότι με το «σπάσιμο» της εικόνας παραμένει κανείς «καθαρός», δουλεύει, δηλαδή, με τα ελαττώματα του χαρακτήρα του. Όπως, για παράδειγμα, κοιτάω πολλές φορές την εικόνα μου, είμαι νάρκισσος, είμαι αυτοαναφορικός, έχω χαμηλή αυτοεκτίμηση, ντρέπομαι.

Πώς «παντρεύεται» ο ναρκισσισμός με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση;

Αυτό το δίπολο με χαρακτηρίζει. Όχι μόνο εμένα, αλλά και πολλούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει, και δουλεύεται με το «ξεβράκωμα». Οπότε δεν ήταν δύσκολο γι’ αυτούς τους ανθρώπους να «ξεβρακωθούν» μπροστά στην κάμερα. Δε μου ήταν, εξάλλου, δύσκολο να τους πάρω συνέντευξη, αν και δεν τους γνώριζα προσωπικά. Μου ήταν πιο εύκολο να μ’ εμπιστευτούν και να δείξουν το πρόσωπό τους στην κάμερα, χωρίς να πιστεύουν ότι θα τους χειραγωγήσω ή θα τους χρησιμοποιήσω. Όσα έγιναν ήταν συνειδητά.

Με ποιο κριτήριο επέλεξες τους ανθρώπους, οι οποίοι μοιράστηκαν τα βιώματα, τις αγωνίες, τις σκέψεις τους;

Ο κάθε μου ήρωας που εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ είναι και μοναδικός και τον επέλεξα για συγκεκριμένους λόγους. Ο Μάριος Ατζέμης, για παράδειγμα, όταν τον γνώρισα ήταν ένας πολιτικός ακτιβιστής, ο οποίος παρέμενε «καθαρός» παίρνοντας μέρος σε δράσεις συλλογικοτήτων του 18 ΑΝΩ. Για μένα, είναι πολύ σημαντικό για έναν πρώην χρήστη να αποδομήσει τον παλιό του χαρακτήρα και την ταυτότητά του, που τον «έριξαν» στη χρήση, και να φροντίσει να γνωρίσει άλλους ανθρώπους, οι οποίοι κάνουν το ίδιο, να αγωνιστεί για την ελευθερία. Όταν λέω «ελευθερία», εννοώ από οποιαδήποτε εξάρτηση- και βέβαια από την εξουσία. Ο κάθε χρήστης ήταν το καλύτερο πιόνι της εκάστοτε εξουσίας. Είτε αυτή μας χρησιμοποιούσε σαν αποδιοπομπαίους τράγους, είτε έπαιρναν πακτωλό χρημάτων από την κάθε οικογένεια για την απεξάρτηση ή και σε σχέση το παράνομο μαύρο χρήμα, το οποίο δινόταν στην αγορά για τις ουσίες.

Μια μπίζνα, πολύ απλά.

Εγώ για ποιο λόγο να διακόψω αυτή τη ροή των χρημάτων. Ένας από τους λόγους που έκανα αυτό το ντοκιμαντέρ ήταν ο θυμός, τον οποίο ένιωσα με τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών.



(Μάριος Ατζέμης) Εμένα αυτή είναι η κοινότητα προέλευσής μου. Είμαι οροθετικός, ήμουν χρήστης ενδοφλέβιων ναρκωτικών. Είχα απλά το προνόμιο να είμαι άντρας και να μη με πάρουν εκείνη την περίοδο. Έχει πάρα πολύ σημασία σημασία για μένα να λέω σ’ ένα κοινό ποιος είμαι κι από πού έρχομαι. Όχι για να κάνω διαφήμιση του συλλόγου, στον οποίο εργάζομαι, αλλά για να «σπάει» το στίγμα. Όταν δεν είσαι με πλάτη κάπου, δείχνεις και λες ποιος είσαι, είναι ένας τρόπος να αποστιγματίζεσαι. Γιατί γινόμαστε ένα πολύ ιδανικό φοβικό αντικείμενο για το καθεστώς. Ένας ιδανικός «αποδιοπομπαίος τράγος» είναι το πρεζάκι με AIDS, όπως θα το έλεγε κάποιος στο δρόμο. Είναι κάτι που εμπνέει φόβο και τρόμο. Ο τρόπος για να «σπάσει» αυτό το πράγμα, είναι να βρεις το σθένος να λες κατάφατσα, συνυπολογίζοντας πάντα και τις επιπτώσεις, ποιος είσαι κι από πού έρχεσαι.

(Δομίνικος) Ένας λόγος που δείχνουμε και μεις πρόσωπα είναι επειδή βγάλανε αυτές τις γυναίκες «φόρα παρτίδα», χωρίς, βέβαια, εκείνεις να το θέλουν. Εμείς θέλουμε, και λέμε «είμαστε σαν αυτές τις γυναίκες, απλώς είμαστε “καθαροί“». Πάνω κάτω κάναμε τα ίδια πράγματα στη χρήση- δεν έχω διαφορά μ’ αυτές τις γυναίκες που διαπόμπευσε ο Λοβέρδος και ο Χρυσοχοΐδης- απλώς επέλεξα να βγω από το Μεσαίωνα και να μπω στο Διαφωτισμό. Γιατί βρισκόμουν στο Μεσαίωνα. Κανονικά. Κι όταν λέω «Μεσαίωνα», εννοώ να βρω άλλους ανθρώπους που είναι μπροστά από μένα, είναι «καθαροί», οπότε παίρνω βοήθεια απ’ αυτούς.



Πήρες βοήθεια κι από την κάμερα;

Στα 31 μου ανακάλυψα ότι μ’ αρέσω- μέχρι τότε είχα τίγκα χαμηλή αυτοεκτίμηση- και με βοηθάει να γεμίσω το κενό μου. «Ο έρωτας», που λέει ο Κωνσταντίνος στο ντοκιμαντέρ, «με έρωτα ξεπερνιέται». Εγώ τον ξεπερνάω είτε με τον κινηματογράφο, είτε με μια όμορφη γυναίκα, που θα ερωτευτώ. Τον τελευταίο καιρό δε μου πάει καλά αυτό. Αυτά τα δύο μπορώ να τα συγκρίνω λίγο με τις ουσίες.

Στο Village Potemkin πρωταγωνιστεί και η Αθήνα. Τι σε συνδέει μ’ αυτή την πόλη; Τι σε απωθεί;

Μου προκαλεί οίκτο. Είναι μια πόλη σπάταλη, με έντονη τη σκουπιδοπαραγωγή. Το χρήμα γι’ αυτή την πόλη ήταν όπως ο σαρκικός πόθος, κανείς δε μιλάει καθαρά γι’ αυτόν, ούτε το σκέφτεται καν καθαρά με τις εκλογικεύσεις. Είτε το εξαϋλώνει με τα αμέτρητα “village Potemkin” της - είτε το θεωρεί πρόστυχο καθεαυτό, όταν αυτό αντιπροσωπεύει θέματα υγείας, περίθαλψης, παιδείας και, βέβαια, το μεταναστευτικό. Η πόλη αυτή λειτουργεί σαν υπνωτικό.



Πόσα χρόνια σου πήρε να το ολοκληρώσεις;

Τέσσερα χρόνια μου πήρε να το κάνω.

Ήταν για σένα και σαν στοίχημα προσωπικό, να το φέρεις σε πέρας;

Ναι ακριβώς. Ολοκληρώθηκε, ταξιδεύει και θέλω να παιχτεί όσο το δυνατόν περισσότερο σε ευπαθείς ομάδες, έγκλειστους σε φυλακές, σε νέα παιδιά. Νομίζω πως ήδη έχει βρει το δρόμο του.

Σε ανατροφοδοτεί, σε αναζωογονεί αυτό;

Σίγουρα, απλώς πρέπει πάντοτε να μου υπενθυμίζω ότι είμαι μια εθισμένη προσωπικότητα και μπορώ να τα κάνω όλα μαντάρα. Να σηκώσω, δηλαδή, ένα ποτήρι και να μηδενιστώ. Το έχω ξαναδεί το έργο. Μπορεί να με επευφημεί κόσμος για κάτι που έκανα κι εγώ να μην αισθάνομαι τίποτα. Είχα βιώσει τέτοιες εμπειρίες κι αυτές αποτελούν τον πραγματικό θάνατο για μένα. Είναι ό,τι πιο τραγικό έχω ζήσει στη ζωή μου, η πιο ακραία συνέπεια που έχω βιώσει από πριν, από την εποχή που έπινα, συγκρινόμενος με κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι ήταν 80-φεύγα και τους έβλεπα να σηκώνονται το πρωί και να σκουπίζουν την αυλή τους. Απορούσα πώς το έκαναν.



Η τελευταία φορά που «ξανακύλησες» ήταν το 2015;

Το 2015, με αλκοόλ. Αλλά επανήλθα. Έτσι είναι. Θα ήθελα να έχω κόψει και το τσιγάρο. Το θέμα είναι να παράξω στη ζωή μου. Αν δεν παράγω, είμαι για το ψυχιατρείο. Δεν μπορώ να είμαι εισοδηματίας, δεν μπορώ να πάω διακοπές, όταν δε νιώθω πληρότητα μέσα μου και δε λέω «ναι, σου αξίζουν οι διακοπές, γιατί έχεις κάνει κάτι». Θα πάθω τραλαλά από τις ενοχές. Αυτό, βέβαια, μπορεί να μου βγεί και σε καλό, αν το χρησιμοποιήσω κάνοντας ωραία πράγματα. Ένα καινούριο ντοκιμαντέρ, ας πούμε.

«Ψήνεσαι» και για ένα επόμενο, λοιπόν.

Το πρώτο πήγε καλά. Για να θεωρήσω, όμως, τον εαυτό μου σκηνοθέτη, πρέπει να κάνω κι ένα δεύτερο.

Εξίσου προσωπικό, ή βασισμένο σε προσωπικά βιώματα, με το πρώτο;

Έχω πάλι κάποιους ανθρώπους στο μυαλό μου, τους οποίους θαυμάζω, και σκέφτομαι να δουλέψω μ’ αυτούς, να κάνω ένα ντοκιμαντέρ μ’ αυτούς τους ήρωες.

Με βάση τις μέχρι τώρα προβολές, το κοινό πώς ανταποκρίνεται;

Δείχνει αποδοχή. Ο κόσμος έχει ανάγκη από αλήθειες.

Το ντοκιμαντέρ του Δομίνικου Ιγνατιάδη Village Potemkin προβάλλεται σε επανάληψη την Κυριακή 9 Απριλίου στον κινηματογράφο Δαναό, 16:00, στο πλαίσιο του CineDoc.

Περισσότερες πληροφορίες για το ντοκιμαντέρ, μπορείτε να αναζητήσετε στο επίσημο site του http://village-potemkin-documentary.com/

Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Arnaud des Pallières: «Κάνω ταινίες για να πειραματιστώ με ζωές διαφορετικές από τη δική μου»


Μια καλειδοσκοπική, κατακερματισμένη εξερεύνηση της ταυτότητας μιας γυναίκας και του πόθου της για ελευθερία βρίσκεται στο πυρήνα της πιο πρόσφατης ταινίας του Γάλλου σκηνοθέτη Arnaud des Pallières Σε τέσσερις χρόνους. 4 γυναίκες ηθοποιοί, σαν άλλες ρωσικές κούκλες, ενσαρκώνουν την πορεία ζωής της μίας και μοναδικής πρωταγωνίστριας του αφηγηματικά απαιτητικού φιλμ από την παιδική της ηλικία μέχρι την ενήλικη- και αντίστροφα. Μια κουβέντα με τον σκηνοθέτη, με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας του από τις 30 Μαρτίου σε διανομή Weird Wave.

Ποτέ δεν είχατε αποπειραθεί να εξερευνήσετε τη νοοτροπία και την ψυχολογία ενός γυναικείου χαρακτήρα τόσο ολοκληρωμένα όσο στην τελευταία σας δουλειά Σε τέσσερις χρόνους. Τι σας οδήγησε σ’ αυτό;

To Σε τέσσερις χρόνους γεννήθηκε από μια επιθυμία να βγω από τον εαυτό μου. Ντρεπόμουν που δεν είχα δώσει τόση προσοχή στους γυναικείους χαρακτήρες μέχρι τότε, σε σύγκριση με τους αντρικούς, ήθελα, λοιπόν, να επανορθώσω χτίζοντας το πορτρέτο μιας γυναίκας όσο πλήρες και σύνθετο ήταν δυνατό. Τον Ιανουάριο του 2010 ρώτησα την Κριστέλ Μπερτεβά, συν-σεναριογράφο του Μάικλ Κόλχαας, αν συμφωνούσε να μου δώσει την προσωπική της ιστορία, την οποία ήδη γνώριζα, για μια ταινία.



Αυτή η ιστορία με πάθιαζε για δύο λόγους. Πρώτον, ήταν η ιστορία μιας γυναίκας, αλλά μιας γυναίκας από την εργατική τάξη της υπαίθρου. Προκειμένου να σκεφτώ και να ζήσω σαν γυναίκα, χρειαζόμουν πραγματικά να βασίσω την ταινία σε μια αληθινή ιστορία και όχι σε μυθιστόρημα. Έθεσα, έτσι, τον εαυτό μου υπό την εξουσία της γυναίκας, η οποία βίωσε αυτά τα γεγονότα. Ήθελα να πω αυτή την ιστορία, που μου φαινόταν αξιοσημείωτη. Το να ζήσω, κι έπειτα να κάνω τον ακροατή να ζήσει, το διαρκή αγώνα μιας γυναίκας για την ελευθερία της. Κάνω ταινίες για να πειραματιστώ με ζωές διαφορετικές από τη δική μου. Το κοινό πηγαίνει στο σινεμά για τον ίδιο λόγο, είμαι σίγουρος. Για να αυξησει τον αριθμό των πιθανών ζωών. Για να εμπλουτίσει την εμπειρία του από τον κόσμο. Για να γίνει κάποιος εντελώς διαφορετικός από αυτόν που είναι- κάτι, το οποίο η ζωή δεν επιτρέπει.

Ένας χαρακτήρας, τέσσερις ηθοποιοί. Γιατί τέσσερις, αντί για μία, και τι εισέφερε η καθεμία στη διαμόρφωση της μοναδικής γυναικείας οντότητας του Σε τέσσερις χρόνους;

Όταν φτάνεις σε μια συγκεκριμένη ηλικία, αναλογίζεσαι τη ζωή σου και συνειδητοποιείς ότι όλα όσα σε περιβάλλουν έχουν αλλάξει. Τα μέρη, οι άνθρωποι, οι συνήθειες. Η ζωή σου, χωρίς καν να το παρατηρείς, είναι χτισμένη πάνω στη διαδοχή πολλών ζωών. Η ίδια σου η ύπαρξη είναι οικοδομημένη πάνω στη διαδοχή των πολλών ανθρώπων που έχουμε υπάρξει. Ακριβώς όπως ο Αμερικανός ποιητής Ουόλτ Ουίτμαν το έθεσε: «Eίμαι μεγάλος, περιέχω πολλαπλότητες». Η ηρωίδα μιας αυτοβιογραφίας δεν μπορεί να είναι ίδια όταν είναι έξι, δεκατριών, είκοσι ή εικοσιεφτά. Γι’ αυτό και φτιάξαμε μια ταινία με τέσσερις περιόδους: παιδική ηλικία, εφηβεία, νεότητα, ενήλικη ζωή. Ο θεατής καταλαβαίνει τη σύλληψη πολύ γρήγορα: τέσσερις ηθοποιοί παίζουν τέσσερις διαφορετικές περιόδους μίας και μοναδικής γυναίκας. Δεν έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, αλλά γιατί να έχουν; Σε κάθε ηλικία, θέλει να επιβεβαιώσει την ταυτότητά της, που διαφέρει από την προηγούμενη.



Το μόνο, το οποίο έχει σημασία, είναι η συνοχή του χαρακτήρα, μέσω των τεσσάρων ηθοποιών. Όπως στην πραγματική ζωή, θα είναι ο ίδιος άνθρωπος, αλλά όχι το ίδιο. Για παράδειγμα, όταν κοιτάζεις το άλμπουμ με τις φωτογραφίες της γιαγιάς σου, λες: «Εσύ είσαι σ’ εκείνη τη φωτογραφία, γιαγιά; Δε σ’ αναγνωρίζω!» Ναι, εκείνη είναι. Αλλά και δεν είναι. Όπως στο σινεμά. Το ίδιο, αλλά διαφορετικό, 24 καρέ το δευτερόλεπτο. Εδώ είναι που το σινεμά, αντίθετα με όλες τις άλλες μορφές τέχνης, πιστεύω, επιτρέπει πραγματικά να πούμε τι είναι η ζωή ενός άντρα. Και σ’ αυτή την ταινία, μιας γυναίκας.

Πόσος από αυτό τον απελπισμένο πόθο για ελευθερία, ο οποίος χαρακτηρίζει την ηρωίδα σας, μπορεί να εντοπιστεί και στη δική σας ψυχοσύνθεση;

Δε νομίζω πως είμαι το πρόσωπο που θα μπορούσε να απαντήσει σ’ αυτή την ερώτηση. Αλλά, μιας και με ρωτάς, υποθέτω ότι κάτι έχεις στο μυαλό σου, κι ίσως θα έπρεπε να αναπτύξεις το ερώτημα (γέλιο)...

Η καλειδοσκοπική αφηγηματική δομή του φιλμ ξεδιπλώνεται με ένα, συχνά αποπροσανατολιστικό, μη γραμμικό τρόπο, μέσω flash-back και flash-forward, θυμίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, εκείνες τις ρωσικές κούκλες, που η μία είναι κρυμμένη μέσα στην άλλη. Βρίσκετε ακριβή αυτή τη μεταφορά; Κι αν ναι, γιατί αποφασίσατε να δουλέψετε έτσι;

Η Κριστέλ ξεκίνησε γράφοντας οτιδήποτε σχετιζόταν με την παιδική ηλικία και τη νεότητά της. Οι αναμνήσεις της αναδύθηκαν κατακερματισμένες, και σταδιακά τις οργανώσαμε γύρω από τέσσερις ηλικιακές γκάμες. Ένα κοριτσάκι και μια έφηβη που ζουν στην ύπαιθρο, μια νεαρή γυναίκα, η οποία μετακομίζει στο Παρίσι, έπειτα μια νεαρή ενήλικη αφοσιωμένη στη διπλή της ζωή και τη δουλειά. Τέσσερα κάδρα, αρκετά πυκνά και ανεπτυγμένα ώστε να αποτελέσουν αντικείμενα σε βάθος αφήγησης, αλλά χωρίς να ακολουθείται η κανονική σειρά στο ξετύλιγμά τους. Όπως μια ρωσική κούκλα, χρειάζεται να «ανοίξεις» την νεαρή ενήλικη, για να βρεις την νεαρή γυναίκα, την νεαρή γυναίκα, για να βρεις την έφηβη, την έφηβη, για να βρεις το παιδί- αυτό το κοριτσάκι, του οποίου η ζωή άλλαξε μετά από ένα τραγικό παιχνίδι κρυφτού.



Οι ταινίες μου είναι σαν σύνεργα. Πρέπει να τις χτίσεις μόνος σου. Είναι ο θεατής, που με την κατάλληλη ευαισθησία του γεμίζει τις τρύπες και οικοδομεί το φιλμ. Αντί να κάνω ταινίες για όλους, κάνω ταινίες για τον καθένα ξεχωριστά. Το Σε τέσσερις χρόνους προσφέρει, ελπίζω, τόσες απόψεις όσοι είναι κι οι θεατές του. Το να κάνεις μια ταινία είναι σαν να χτίζεις ένα σπίτι για τον θεατή. Συχνά, το σπίτι έχει μόνο μία πόρτα- τον κεντρικό χαρακτήρα- που οι θεατές ακολουθούν από την αρχή μέχρι το τέλος του φιλμ. Στο Σε τέσσερις χρόνους υπάρχουν τέσσερις. Κάποιοι θα συνδεθούν με το κοριτσάκι, κάνοντάς το τη ρίζα της ιστορίας, άλλοι με την έφηβη που το σκάει, ή με την νεαρή γυναίκα από την ύπαιθρο, η οποία φτάνει στο Παρίσι, ή με την έγκυο.



Το φιλμ προσπαθεί να αγγίξει τον θεατή με τον πιο προσωπικό τρόπο, γιατί του ζητά να γίνει συν-συγγραφέας. Για κάποιους λόγους που ανήκουν στο σινεμά, - από το μπουμπούκι (rosebud) του Πολίτη Κέιν-  ήξερα από νωρίς ότι τα flash-back θα ταίριαζαν περισσότερο με τον τρόπο που ήθελα να δείξω την ταινία. Το μυστικό- και μοιάζει κλισέ- είναι βαθιά κρυμμένο στην παιδική ηλικία. Όταν οι τρεις κύριες ιστορίες- η παιδική ηλικία, η εφηβική ζωή και η νεότητα- είχαν γραφτεί, ένιωθα πως κάτι έλειπε: η τωρινή ζωή. Αυτή θα άνοιγε την ταινία, και, αφού μάθουμε την ιστορία της, θα την έκλεινε. Έτσι, δημιουργήσαμε την Ρενέ. Χρειαζόμασταν μια εισαγωγή κι ένα φινάλε.

Τα συχνά κοκκώδη, κάποιες φορές «κακοφωτισμένα», κοντινά στα πρόσωπα, δίνουν μια «ακατέργαστη», ακόμα και μη κολακευτική, εντύπωση των ηθοποιών, αποπνέοντας μια ντοκιμαντερίστικη αίσθηση. Πόσο κοντά είστε στον κινηματογραφικό ρεαλισμό;

Πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, καθιέρωσα μερικούς κανόνες. Ήμουν πεπεισμένος πως κάνοντας το φιλμ να μοιάζει με ντοκιμαντέρ κάτα κάποιο τρόπο θα ενίσχυε τη δύναμη και τη διάρκειά του, καθώς ήθελα να είμαι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πραγματικότητα. Ήθελα η κάμερα να υποστηρίζει την οπτική γωνία του κεντρικού γυναικείου χαρακτήρα, για να δώσω έμφαση στη συνοχή της ερμηνείας των τεσσάρων ηθοποιών. Ήθελα να κινηματογραφήσω με ένα τρόπο τέτοιο, ώστε το καθετί να είναι ιδωμένο μέσα από τα μάτια εκείνου του χαρακτήρα.

Επομένως, όσα ο χαρακτήρας δεν έβλεπε ή δεν ήξερε, ούτε κι ο θεατής έβλεπε ή ηξερε. Τελικά, επέλεξα να χρησιμοποιήσω μόνο ένα κινηματογραφικό φακό, ώστε το φιλμ να έχει το δικό του στιλ. Αυτοί οι κανόνες είναι απλοί, δεσμευτικοί, αλλά αναγκαίοι, προκειμένου να δημιουργηθεί ισχυρό αντίκτυπο. Το ότι κράτησα εθελοντικά μόνο αυτούς τους κινηματογραφικούς τρόπους έκφρασης, είναι αυτό που πιθανόν επέτρεψε στην ταινία, παρά το πολύ δυνατό σενάριο, πρώτα να είναι μια ευαίσθητη εμπειρία για το κοινό.



Στη διάρκεια του μοντάζ, αυτή η «ηθελημένη απλότητα» έκανε το φιλμ να κερδίσει ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και γενναιότητα. Τα διαφορετικά μέρη- η Κίκι, η Καρίν, η Σάντρα, η Ρενέ- κυνηγούν το ένα το άλλο, παράγοντας ένα είδος παραισθήσεων. Χάρη στο γρήγορο ρυθμό της ταινίας και την απουσία μετάβασης ανάμεσα στα διαφορετικά μέρη, τα βιωνόμενα συναισθήματα επικαλύπτονται και στο τέλος διαμορφώνουν μόνο μία οντότητα. Διαφορετικά πρόσωπα επικαλύπτονται, για να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση μίας και μόνης συνεκτικής ύπαρξης. Προσωπικά, δε βλέπω τη χρησιμότητα τέτοιων κατηγοριών, αλλά, αν το επιθυμείς, μπορείς να τον αποκαλέσεις «κινηματογραφικό ρεαλισμό».

Στο τέλος της ταινίας, δεν είναι σαφές αν η ηρωίδα έχει όντως ξεπεράσει το παιδικό της τραύμα, ή έχει υποκύψει στον ίδιο φαύλο κύκλο. Νομίζετε πως μπορεί κάποιος να ξεφύγει από ένα παρελθόν που τον βασανίζει;

Ειλικρινά το ελπίζω! Ελπίζω, επίσης, ότι το τέλος του φιλμ είναι αρκετά ξεκάθαρο σε σχέση μ’ αυτό το ζήτημα. Ο χαρακτήρας, παρόλα τα εμπόδια που αντιμετώπισε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ποτέ δεν το έβαλε κάτω. Κάθε φορά ανέκαμπτε. Αυτή η γυναίκα αρνείται να είναι θύμα. Είναι μια αληθινή ηρωίδα. Στο τέλος της ταινίας κερδίζει, γιατί καταφέρνει να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής της.

Η φωτογραφία του σκηνοθέτη που συνοδεύει την ανάρτηση είναι του Patrice Terraz.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Ελένη Τεμπονέρα από το Γραφείο Τύπου της Weird Wave για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η ταινία του Arnaud des Pallières Σε τέσσερις χρόνους προβάλλεται στις αίθουσες από τις 30 Μαρτίου σε διανομή της Weird Wave.