Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στρατής Πασχάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στρατής Πασχάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

Στρατής Πασχάλης: «Η ποίηση είναι η νοσταλγία για κάτι που δε ζήσαμε ποτέ»

 

Στρατής Πασχάλης (Photo credit: Γιάννης Κοντός)

Ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και συγγραφέας, ο Στρατής Πασχάλης παραμένει υπαρξιακά ανήσυχος, όπως αποδεικνύει η πιο πρόσφατη δίπτυχη ποιητική σύνθεσή του Η Μεγάλη Παρασκευή, «καρπός» της «πανδημικής» εποχής.

Κουβεντιάζοντας μαζί του.

«Βρίσκω πως έχω γράψει πολλή ποίηση.  Δεν ξέρω αν έχω άλλη ιστορία να πω», μου είχατε εκμυστηρευτεί προ διετίας.

Η δίπτυχη ποιητική σύνθεση Η Μεγάλη Παρασκευή και Ο Τοίχος με την κόκκινη βουκαμβίλια είναι καινούριο υλικό;

Δεν έχω γράψει ποίηση τα δύο τελευταία χρόνια. Απλώς τη διόρθωνα, τη επεξεργαζόμουν. Μου ζητούν ποιήματα και δεν έχω.

Δεν έχετε γιατί, όπως μου είχατε επισημάνει τότε, δεν έχετε κάποια καινούρια ιστορία να αφηγηθείτε;

Ο Βαλερί έλεγε ότι συνεχώς δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να λέμε την ίδια ιστορία. Από τη στιγμή, λοιπόν, που την έχω πει έντεκα φορές -και το έντεκα είναι ωραίος αριθμός-, δε θα τον χαλούσα εύκολα.

Δεν έχω την επιθυμία να μπω στη διαδικασία της ποιητικής γραφής, εκτός κι αν βιώσω κάτι τόσο ισχυρό που θέλω να το αποτυπώσω. Δε γράφω ποτέ για να έχω ποιήματα, δεν κάνω καριέρα.

Μπορεί σε δουλειές από τις οποίες βιοπορίζομαι να είμαι πιο παραγωγικός, αλλά την ποίηση την κάνω για μένα και γι’ αυτούς που με παρακολουθούν.

Νιώθω μια ανάγκη εσωστρέφειας και τη χαρά πως ολοκλήρωσα κάτι και το αφήνω να το ανακαλύψουν οι άλλοι. .

Οπότε οι συγκεκριμένες δύο συλλογές μπορεί να αποτελούν κάποιο είδος παρακαταθήκης σε ό,τι σας αφορά;

Κάπως κλείνουν έναν κύκλο, και δεν είμαι διατεθειμένος να ανοίξω έναν καινούριο για να πω τα ίδια.

Ένας τεχνίτης δε γράφει μόνο για τον εαυτό του. Αν κάποιος μου παραγγείλει κάτι, θα ήταν ευλογία.

Μιας και μιλάμε για ανάγκες, δεν μπορεί να είναι μια τυχαία επιλογή η έκδοση αυτή της συλλογής στη συγκεκριμένη συγκυρία.

Καθόλου. Πιστεύω ότι η υγειονομική κρίση είναι συνέχεια της οικονομικής.

Ήδη με τον Άνθρωπο του λεωφορείου, το μοναδικό μυθιστόρημά μου, που είναι η καταγραφή της δεκαετίας του ’90 με την έκρηξη του καταναλωτισμού και του lifestyle, διέβλεπα ότι υπήρχαν στοιχεία που κάποια στιγμή θα οδηγούσαν σε αδιέξοδα.

Αυτός ο πολιτισμός οδηγείτο και οδηγείται σε αδιέξοδα. Κι αν δεν τα λύσει, δε θα μπορέσει να ανασάνει. Δεν πιστεύω πως πρόκειται για αδιέξοδο οικονομικό ή πολιτικό. Είναι υπαρξιακό.

Εκεί ήθελα κι εγώ να στρέψω την προσοχή μου, χωρίς φυσικά να παραγνωρίζω τις απολύτως σημαντικές υπόλοιπες διαστάσεις. Η υπαρξιακή πτυχή αναδύεται, άλλωστε, πιο έντονα από την ανάγνωση και των δύο ποιητικών σας συνθέσεων.

Αυτό που στερείται ο σύγχρονος άνθρωπος είναι να πιστέψει σε κάτι πέρα από την υλική και βιολογική του εξασφάλιση. Σε κάτι που είναι πέρα από εκείνον, στο άλλο, για να του δώσει μια ανάσα. 

Αυτό που μάς χαρακτηρίζει είναι πως καθετί το κάνουμε από συμφέρον, και τίποτα για την ομορφιά και τη χαρά τού να το κάνουμε.

Εκεί έγκειται το αδιέξοδο και η αμηχανία, στην αδυναμία να βρούμε αυτό το άλλο, για να ζωογονηθούμε από αυτό. Δε βοηθάει και κανένας, ίσως δεν έχει έρθει κι η στιγμή.

Γι’ αυτό και ονομάζω τη σύνθεση Μεγάλη Παρασκευή, γιατί είναι η στιγμή που όλα μοιάζουν νεκρά.

Η άρση του αδιεξόδου, ωστόσο, δε θα γίνει με μια στροφή στο παρελθόν, αλλά με κάτι που θα βρούμε στο μέλλον. Δε γίνεται κάποιος να νεκραναστήσει πεθαμένους τρόπους.

Στην κατεύθυνση της αναζήτησης αυτού του άλλου είναι κι ο έρωτας, νιώθω διαβάζοντας τις ποιητικές συνθέσεις σας, ένα κεντρικό αίτημα, ζητούμενο και βίωμα.

Η εποχή δεν αφήνει κανένα περιθώριο ερωτικής -με την ευρύτερη έννοια- επικοινωνίας. Είναι όλα περιορισμένα, όλα ελεγχόμενα και όλα προσδιορισμένα σε μια λειτουργία μηχανικής επικοινωνίας. Δεν είναι αυτό ο έρωτας.

Ο έρωτας είναι η στροφή στον άλλο και η ανάγκη για προσωπική υπέρβαση.

Κάτι που σε μεταμορφώνει- και ατομικά και ως κομμάτι μιας ερωτικής σχέσης.

Αν και αυτό είναι το βαθύτερο «θέλω» των ανθρώπων, δεν τους αφήνει όλη η συνθήκη.

Παρότι, όμως, μιλούμε για μια νεκρική κατάσταση αντίστοιχη με τη Μεγάλη Παρασκευή, κρύβεται ελπίδα. Γεννιέται στον άνθρωπο η ανάγκη και δημιουργεί τις προϋποθέσεις γι’ αυτή την αλλαγή που επιθυμεί βαθιά.

Πιστεύω πως είμαστε κοντά στο να συμβούν πράγματα που ούτε κι εμείς μπορούμε να φανταστούμε.

Με συγκίνησε μια σκηνή -πιο πολύ για σκηνή πρόκειται- όπου περιγράφετε το ερωτικό σμίξιμο δύο ανθρώπων με την μπαλκονόπορτα ανοιχτή και τον βοριά να λυσσομανάει έξω. Είναι ένα άνοιγμα προς μια τέτοια προοπτική.

Σαφώς.

Το θαύμα της ερωτικής ένωσης μέσα στη χρυσή μοναξιά του καλοκαιριού, αλλά μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Τη βλέπω και στην πνευματική της διάσταση, όχι μόνο στο γενετήσιο επίπεδο.

Όταν δύο άνθρωποι βρεθούν σε μια ένωση ερωτική μακριά απ’ όλους, μέσα στην απόλυτη ερημιά της αγάπης τους, εκεί πραγματώνουν ένα μυστήριο το οποίο, όπως έχουν πει κι άλλοι ποιητές, είναι η εκδίκηση του θανάτου. Εκεί θριαμβεύει η ζωή.

Είναι η στιγμή της αιωνιότητας, σύμφωνα με τον Ρεμπό.



Ο Ρεμπό είναι ένας από τους ποιητές με τους οποίους συνομιλείτε και στις δύο συνθέσεις- περισσότερο στη μία, όπου ενθέτετε και συγκεκριμένους στίχους από ποιήματα άλλων.

Αυτό συνέβη για να τονίσετε τη σχέση που ως αναγνώστης έχετε ανά τα χρόνια αναπτύξει μ’ αυτούς τους ποιητές;

Το μόνο που μπορεί να κάνει ένας ποιητής είναι να περιγράψει πώς έγραψε ένα βιβλίο. Αν πει γιατί το έκανε, θα πει ψέματα.

Όλα ξεκίνησαν όταν ξαναδιάβασα, μέρες του Πάσχα, το βιβλίο του Γιούνγκ Ψυχολογία και Θρησκεία. Εκεί, έπεσε το βλέμμα μου στο απόσπασμα που παραθέτω ως μόττο.

Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση και, καθώς ήταν τέτοιες μέρες, άρχισα να σκέφτομαι αυτό το γεγονός.

Σε λίγο καιρό, μια νέα μετάφραση της Έρημης χώρας με έκανε να ξαναδιαβάσω το βιβλίο του Έλιοτ, που βασίζεται στο ίδιο θέμα. Άρχισα να ξαναβρίσκω τον νεανικό μου εαυτό που, ως φοιτητής, είχε μαγευτεί από την Έρημη χώρα σε μετάφραση Σεφέρη.

Ξαναδιάβασα, λοιπόν, τον Χρυσό κλώνο του Φρέιζερ, στον οποίο βασίζεται η Έρημη χώρα, και συγκεκριμένα τον μύθο του νεκρού Θεού.

Όλο αυτό άρχισε να πυροδοτεί την ανάγκη να κάνω μια προσωπική μεταγραφή της Έρημης χώρας μέσα από τα βιώματά μου και τα βιώματα μιας εποχής κρίσης στην Αθήνα.

Μοιραία, άρχισα να χρησιμοποιώ στίχους όλων των ποιητών που είχαν αναφερθεί, έμμεσα ή άμεσα, στη Μεγάλη Παρασκευή, στον Επιτάφιο, στον νεκρό Θεό.

Πάνω σ’ αυτούς τους στίχους, τους οποίους ενσωμάτωσα ακέραιους, θέλησα να εκφραστώ ακόμα και υιοθετώντας τους τρόπους ενός απλού στιχοπλόκου, και όλο αυτό να μη βασιστεί σε μια σύνθεση όπου θα παίξω τον ποιητή, να βγαίνει σαν παιχνίδι.

Με συγκλόνισε επίσης η έκθεση της Γαλάζιας Περιόδου του Πικάσο που είχα δει στο Παρίσι, άλλη μια εκδοχή του μύθου του νεκρού Θεού.

Ταυτόχρονα, έγραφα τα ποιήματα του Τοίχου με την κόκκινη βουκαμβίλια, τα οποία ήταν μεμονωμένα. Τα δύο συνθέτουν ένα δίπτυχο, τις δύο όψεις του ίδιου.

Υπάρχει ένας ωραίος στίχος του Λειβαδίτη στις Βιολέτες για μια εποχή σε σχέση με την ποίηση- και είναι αλήθεια πως ανακάλεσα «αίσθηση» Λειβαδίτη,  εδώ κι εκεί, διαβάζοντας τη δίπτυχη σύνθεση.

Δεν είναι τυχαίες κι οι βιολέτες...

«Ποίηση είναι η νοσταλγία μας για κάτι ακαθόριστο που ζήσαμε κάποτε μες στ’ όνειρο», γράφει, λοιπόν, ο Λειβαδίτης. Αναρωτιέμαι αν για εσάς έχει η ποίηση μια σχέση -και ποια- με τη νοσταλγία και το όνειρο.

Απόλυτη! Η ποίηση για μένα είναι η νοσταλγία για κάτι που δε ζήσαμε ποτέ.

Σαφώς η ονειρική κατάσταση είναι η κατάσταση της ανθρώπινης αυθεντικότητας, γιατί ο νους, όταν κοιμόμαστε, δημιουργεί την αληθινή μας πραγματικότητα, όταν δεν τον ελέγχει η συνείδηση και η λογική.

Η νοσταλγία για την αναζήτηση του αληθινού μας εαυτού μέσα σε έναν προσωπικό παράδεισο και η λειτουργία του ονείρου είναι, αν τα ενώσουμε, η ποίηση. Αυτό πραγματώνουμε στην ποίηση. 

Γι’ αυτό και είναι μια λυτρωτική διαδικασία και για εμάς που τη γράφουμε, και για εκείνους που τη διαβάζουν δημιουργώντας κι εκείνοι.

Εγώ είμαι το medium, δεν κατέχω αυτό που κάνω, και δε μ’ αρέσει να το κατέχω. Άλλωστε δεν έχω καθόλου την αίσθηση της ιδιοκτησίας. Η τέχνη είναι στοιχείο κοινωνίας, όχι διαχωρισμού από τον άλλο. Αλίμονο αν ήταν!

Και η ζωή, όπως γράφετε πολύ εύστοχα, είναι «τόσο δύσκολο να τη ζήσεις και ακόμα πιο δύσκολο να την αποτυπώσεις και ακόμα χειρότερο να τη θυμηθείς».

Δεν υπάρχει δυσκολότερο πράγμα από το να έρθεις αντιμέτωπος με πραγματικότητες που έχεις βιώσει και να τις θυμηθείς. Όλοι προσπαθούμε να τις ξεχάσουμε, τα περισσότερα που έχουμε ζήσει.

Ακόμα και τα ωραία είναι δύσκολο να τα θυμηθείς, γιατί νιώθεις την αίσθηση της απώλειας. Δεν αναπολώ, όμως. Ζω στο τώρα. Μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ η εποχή μου. Με όλα της τα στραβά, είναι μια εποχή που μ’ αρέσει.

Απ’ όλες τις εποχές που έζησα, αυτή η εποχή που ζούμε έχει ενδιαφέρον. Απλώς είναι τρομακτική. Οι άλλες είχαν μεγαλύτερη ασφάλεια, ακόμα και σε σχέση μ’ αυτό που σε απειλεί.

«Το πένθος είναι η μόνη αιωνιότητα», καταλήγετε, ωστόσο, στον Τοίχο.

Ο άνθρωπος πενθεί και θα πενθεί αιωνίως, γιατί ζώντας μέσα στην ιστορικότητα πάντα θα υπάρχει ένα έλλειμμα. Αυτό δίνει νόημα στη ζωή, αλλά και λυπάσαι συνεχώς γιατί κάτι πάντα λείπει.

Είμαστε σύμφυτοι με τη μοναξιά, δεν έχουμε ο ένας τον άλλο.

Αυτή είναι μια συνειδητοποίηση πένθους διαρκής, όχι όμως κάτι δυσάρεστο, αλλά μια πραγματικότητα που πρέπει ο άνθρωπος να δεχτεί, και να αφιερώσει τη ζωή του σε μια πρόκληση, για να ζήσει και να περάσει στην άλλη διάσταση γεμάτος.

Η δίπτυχη ποιητική σύνθεση του Στρατή Πασχάλη Η Μεγάλη Παρασκευή και Ο Τοίχος με την κόκκινη βουκαμβίλια κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική.



Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

Στρατής Πασχάλης: «Ένα ποίημα πρέπει να μπορεί να γίνει κοινό κτήμα»


Ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και συγγραφέας, ο Στρατής Πασχάλης είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα και ταυτόχρονα ένας εξαιρετικά γοητευτικός συνομιλητής.


Συναντώντας τον με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία της συμπληρωμένης συγκεντρωτικής έκδοσης του ποιητικού του έργου Στίχοι ενός άλλου, Ποιήματα (1977-2013).


Μιας και αφορμή της συνάντησής μας είναι η πρόσφατη κυκλοφορία της συμπληρωμένης συγκεντρωτικής έκδοσης του ποιητικού σας έργου, τι σηματοδοτεί κάτι τέτοιο; Το κλείσιμο ενός κύκλου, το άνοιγμα ενός επόμενου;


Είναι και τα δύο.


Ένιωσα την ανάγκη να κυκλοφορήσει το 2003. Τότε εξαντλήθηκε. Θέλησα, λοιπόν, να ξαναϋπάρξουν τα ποιήματά μου συγκεντρωμένα, γιατί βρίσκω ότι την ποίησή μου δεν έχει ενδιαφέρον να τη διαβάσει κάποιος αποσπασματικά, αλλά συνολικά.


Μέσα σ’ αυτό τον κύκλο υπάρχει μια αφήγηση. Ο Πολ Βαλερί, οπαδός της «καθαρής» ποίησης, έλεγε κάπου πως με την ποίηση πάντα λέμε την ιστορία της ζωής μας. Αυτό είναι αληθεια.


Παρατήρησα, λοιπόν, ότι κάθε βιβλίο μου αποτυπώνει ένα κύκλο έρευνας της ζωής, γιατί δε γράφω ποιήματα, κάθε φορά εξερευνώ τη ζωή και τα βιώματά μου ερήμην μου. 


Αν, επομένως, έχουν εκδοθεί δέκα ποιητικές συλλογές, είναι δέκα φάσεις. Συγκεντρωμένες σε ένα σώμα δημιουργούν μια λυρική αφήγηση. Οπότε για μένα δεν είναι τα άπαντα, αλλά η ποίησή μου.


Το γεγονός ότι περιέλαβα και τις δύο ποιητικές συλλογές μου που μεσολάβησαν από το 2003 με κάνει να βλέπω το έργο μου ολοκληρωμένο. Βρίσκω πως έχω γράψει πολλή ποίηση. Αυτό ίσως αρκεί. Δεν ξέρω αν έχω άλλη ιστορία να πω.


Ταυτόχρονα, αυτή η έκδοση είναι και ένα «στοπ», που με βοηθά να ξαναρχίσω το παιχνίδι, να το σκεφτώ αλλιώς.


Αισθάνεστε, πάντως, την ανάγκη να συνεχίσετε να εξερευνάτε αυτό το εκφραστικό μέσο;


Ναι, αλλά δεν είμαι ποιητής που σώνει και καλά πιέζει τον εαυτό του να παραγάγει μια επόμενη ποιητική συλλογή. Του βάζω δύσκολα. Αν σ’ αυτή τη φάση μού δοθεί η ευκαιρία να αποτυπώσω την ποίηση αλλιώς, θα το κάνω αλλιώς.


Ομολογώ ότι το τελευταίο διάστημα δε γράφω πολλή ποίηση. Προτιμώ να σκέφτομαι ή να κάνω άλλα πράγματα. Και να περιμένω. 


Γιατί Στίχοι ενός άλλου;


Γιατί αφορούν την περιπέτεια του άλλου εαυτού, ο οποίος εκφράζεται μέσα από τη γραφή. Δεν εκφράζεται ποτέ το εγωιστικό εγώ, αλλά ένα άλλο εγώ, το αληθινό, που κρύβεται πίσω από αυτό. 


Όπως έλεγε κι ο Βάρναλης: «Το έργο σου σαν να ‘ταν άλλος κάμε». Το ποιο εγώ μιλά όταν γράφουμε είναι, λοιπόν, πολύ συζητήσιμο. 


Το βρίσκετε εσείς αυτό το εγώ;


Δεν ξέρω, αυτό θα το πουν οι άλλοι. Προσπαθώ να το ψάχνω, να βρω την αληθινή μου γλώσσα. Δεν ξέρω ποια είναι. Αν είναι χαρακτηριστική, θα το πουν οι αναγνώστες μου.


Αφιερώνετε την πρώτη ποιητική σας συλλογή, Ανακτορία, στον Οδυσσέα Ελύτη. Είναι από τους ποιητές που σας έχουν καθορίσει;


Πολύ. Τον γνώρισα και προσωπικά. Τον θαύμαζα, είχαμε κοινή καταγωγή και κοινές αγάπες- αγαπούσαμε κι οι δύο τον Σολωμό και τον Ρεμπώ. Αποτέλεσε μια πολύ σημαντική γνωριμία στην πορεία μου στο χώρο της ποίησης.


Σας βοήθησε εμπράκτως; Με κάποια παραίνεση, προτροπή, συμβουλή;


Η σχέση μας ήταν πολύ ισότιμη. Άκουγε με μεγάλη σοβαρότητα τη γνώμη μου και τη σεβόταν, δεν ήταν δασκαλίστικη η στάση του. Πολλές φορές μου έλεγε: «Έχεις μεγάλη οξυδέρκεια όταν μιλάς». Όντας νέος δεν καταλάβαινα τι εννοούσε.


Αυτό που με χαρακτηρίζει είναι η ανησυχία, η ανάγκη αλλαγής. Εκείνος ήταν πιο σταθερός στις αισθητικές επιλογές του, ενώ εγώ πειραματιζόμουν και προς άλλες κατευθύνσεις, την ελιοτική και την καβαφική.


Με ενδιέφερε και το αστικό κλίμα, ταυτόχρονα με τη φύση και τη μαγική εικόνα που ξεκινούσε από τον Ρεμπώ.


Η φύση, με διάφορους τρόπους, φαίνεται να κυριαρχεί στην ποητική σας γραφή ως εικονοποιία, ατμόσφαιρα, συναίσθημα. Πώς συνδέεστε μ’ αυτή στις διάφορες εκφάνσεις της; Βιωματικά;


Και βιωματικά, γιατί έζησα σε νησί, στη Λέσβο -και μάλιστα σε εποχές που η φύση ήταν πολύ πιο ισχυρή και παρούσα-, αλλά και γιατί πάντα υπήρχε το υλικό των λυρικών ποιητών του μεταρομαντισμού, όπου κι εγώ ανήκω, νομίζω.


Υπήρξε το υλικό της δημιουργίας μιας νέας μυθολογίας. Η φαντασία μπορεί να πλάσει μύθους παρατηρώντας τη φύση. Για μένα αυτό ήταν πάντα μια ανάγκη, να πω τα δικά μου παραμύθια. 


Δε μου αρέσει η υπαρξιακή εξομολόγηση, αλλά η μυθολογική μετουσίωση αυτού που ζω μέσα από τη φαντασία.



Η ποίησή σας έχει εξομολογητικό χαρακτήρα, πάντως.


Πολύ έμμεσο. Για μένα τα γεγονότα είναι μυθολογικά, ακόμα και τα πιο καθημερινά, αλλιώς δε μ’ ενδιαφέρουν. Η καθαρά καθημερινή αντίληψη της ζωής με αφήνει αδιάφορο.


Με ποια έννοια «η ποίηση θέλει θύματα», όπως γράφετε στο Αστείο;


Η ποίηση έχει αυτή τη θεϊκή αλαζονεία. Μας χρησιμοποιεί για να τη λατρεύουμε, αλλά στην κρίσιμη ώρα μάς αφήνει μόνους. Δεν μπορεί να μας συντροφεύσει στη δοκιμασία που απαιτεί για να δοξαστεί.


Εσάς, σας συντροφεύει;


Και τα δύο. Βρίσκω ότι δεν έρχεται εύκολα. Νομίζουν κάποιοι πως με το να γράφεις επιτυχημένα ποιήματα έχεις «καπαρώσει» την ποίηση. Δεν είναι έτσι.


Τι σημαίνει «επιτυχημένα ποιήματα»;


Ποιήματα που πληρούν τους όρους μιας καλής γραφής στο πλαίσιο μιας αντίληψης της ποίησης την οποία έχει επιβάλει μια καθεστηκυία τάξη. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι ποίηση. Η ποίηση κρίνεται μέσα στο χρόνο και στο τέλος δείχνει το πρόσωπό της.


Είναι πολύ μοχθηρή, αποκαλύπτεται όταν εκείνη κρίνει και με τον τρόπο που εκείνη θέλει. Συνήθως αυτό αργεί. Όταν, όμως, φανεί, είναι απόλυτο και για πάντα.


Γράφουμε, ο καθένας με τον τρόπο του, πολύ στις μέρες μας στην Ελλάδα. Υπάρχει «μαγιά» ποιητών και ποιητριών;


Έχουμε πολύ καλούς ποιητές. Υπάρχει παράδοση, η οποία διατηρείται. Η πληθώρα κι η ομοιομορφία, ωστόσο, δεν είναι καλό πράγμα. Δεν ξέρω, εξάλλου, κατά πόσο ενδιαφέρονται να διαβάσουν ή κυρίως να γράψουν και να εκδώσουν. 


Δεν μπορώ, πάντως, να πω ότι εύκολα στέκομαι σε μια φράση που να θέλω να ξαναδιαβάσω, η οποία να μου αποκαλύπτει κάτι που δεν ξέρω για τον κόσμο. Η ποίηση απαιτεί ένα είδος βίωσης και υπεράσπισής της μέσα στο χρόνο.


Εξιστορώντας τα ψυχολογικά σου θέματα δεν υπερασπίζεσαι κάτι. Αυτό πρέπει να είναι μια ιδέα, ένα όραμα για τον κόσμο, μια αισθητική θέση, κάτι πιο αντικειμενικό.


Το έντονα θρησκευτικό και μεταφυσικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την ποίησή σας απορρέει από τη σχέση σας με τη θρησκεία και την πίστη;


Πάντα με απασχολούσε το υπερβατικό στη ζωή, στο οποίο και πιστεύω. Είναι συνυφασμένο με τη στάση μου στα πράγματα. Δεν ήμουν ποτέ υλιστής. Οπωσδήποτε μ’ ενδιαφέρουν οι θρησκευτικές παραδόσεις, και ειδικότερα η ορθόδοξη παράδοση.


Μ’ ενδιαφέρει και ο μύθος, ο οποίος έχει χαθεί ολοκληρωτικά. Όποιος γνωρίζει το μοντερνισμό, αντιλαμβάνεται πως υπάρχει ένα στοιχείο έντονου μυστικισμού σε όλους τους ποιητές.


Η «εξωποιητική» δουλειά σας -μεταφραστική και θεατρική-, πώς επικοινωνεί με την ποιητική;


Απόλυτα! Κατά κάποιο τρόπο είναι το ακτιβιστικό μου μέρος. Βιοπορίζομαι από αυτό και βρίσκω ένα τρόπο να έχω μια κοινωνική δράση, γιατί έχω ανάγκη από αυτή. 


Σε ό,τι δε αφορά στο θέατρο, «μεταγγίζω» κάτι από την ποιητική πνοή που με απασχολεί στην καθαρά ποιητική μου παραγωγή. 


Συμβάλλω ώστε να μη χαθεί η ποιητική αίσθηση από το θέατρο, μεταδίδοντάς τη στο κοινό, για να μην εθίζεται αυτό στην πεζότητα και την πεζολογία που χαρακτηρίζουν την εποχή.


Εκείνο, όμως, που με απασχολεί δημιουργικά είναι η ποίηση. Αυτό δεν κατανοούν οι άνθρωποι του θεάτρου με τους οποίους συνεργάζομαι, γιατί είναι άνθρωποι της ερμηνευτικής τέχνης. Δεν καταλαβαίνουν την πρωτότυπη έκφραση.


Εκεί έγκειται κι η δικιά μου απορία, και ταυτόχρονα ο θαυμασμός, έναντι των ανθρώπων που παράγουν γραφή με οποιοδήποτε τρόπο.


Σας διαβεβαιώ πως το να σταθείς απέναντι σε μια λευκή κόλλα χαρτί ή μια λευκή οθόνη και να πρέπει να παράξεις κάτι είναι το πιο δύσκολο πράγμα. Είσαι εσύ και το μηδέν. Θα προκύψει κάτι, και δύσκολα.


Ως επί το πλείστον γράφετε στον υπολογιστή;


Τώρα πια ναι. 


Πολλές φορές γράφω και σε χαρτί, βέβαια, γιατί μου έρχονται στίχοι, αλλά η τελική δουλειά γίνεται στον υπολογιστή. Ποτέ δεν είχα καλή σχέση με το μολύβι και το χαρτί. Η σκέψη μου πήγαινε πιο γρήγορα απ’ το χέρι μου. Ο υπολογιστής με έσωσε.


«Ό,τι φαντάστηκα με πάθος το λέω πατρίδα», γράφετε στην Πατρίδα. Πώς νοηματοδοτείτε, λοιπόν, αυτόν τον τόσο φορτισμένο και αμφιλεγόμενο όρο;


Οι κόσμοι της φαντασίας είναι πιο πραγματικοί από τους κόσμους της πραγματικότητας- και, για μένα, πιο ελκυστικοί. Μ’ ενδιαφέρει περισσότερο η φαντασία παρά η πραγματικότητα.


Δεν πιστεύω ότι η αξία της πραγματικότητας είναι τόσο μεγάλη όσο της αποδίδεται. Πιστεύω πως οι άλλοι κόσμοι, οι νοητικοί, έχουν μεγαλύτερη σημασία. Εκεί κρίνεται η τελική μας αλήθεια με άλλους όρους κι άλλα κριτήρια.


Αν ένα βιβλίο ποίησης αποτυπώνει τη ζωή μου περασμένη από τα φίλτρα της φαντασίας, έχει πιο μεγάλη αξία από τη ζωή που έζησα. Αυτή είναι η αλήθεια μου, όχι εκείνη που θα εξομολογηθώ στον ψυχολόγο μου.


Σε κάθε περίπτωση, δεν είστε κάποιος αναχωρητής. 


Σαφώς! 


Ο λόγος, άλλωστε, που με έκανε να γράψω ποιήματα και να βγάλω βιβλία ήταν γιατί πάντα με γοήτευε πώς ένας άνθρωπος κατορθώνει να φτιάξει ένα αντικείμενο όπου έχει κλείσει κάτι από τη ζωή του- από τη ζωή που ζούμε με έναν άλλο τρόπο.


Τώρα που βλέπω τους Στίχους ενός άλλου νιώθω τέτοια ικανοποίηση που θα μπορούσα να εξαφανιστώ από την ύπαρξη! Με γεμίζει να χαρά να βλέπω αντικεμενοποιημένο σ’ αυτό τον τόμο κάτι που έζησα, το έκανα ποίηση, κι απαλλάχτηκα από αυτό.


Θα πάταγα ένα κουμπί να εξαφανιστώ! (Γέλιο)


Ελπίζω αυτή συμπληρωμένη συγκεντρωτική έκδοση της ποιητικής δουλειάς σας να λειτουργήσει ως έναυσμα και σε άλλους να την εξερευνήσουν, κι ίσως ν’ ανακαλύψουν κάτι για τους ίδιους μέσα της.


Το ελπίζω και το εύχομαι, νεότεροι άνθρωποι ν’ ανακαλύψουν πράγματα για εκείνους. Η ποίηση, άλλωστε, είναι κάτι πολύ αντικειμενικό που ανήκει στους άλλους, όχι σ’ αυτόν που την έγραψε. Αυτός -κανονικά- θα έπρεπε να είναι ανώνυμος.


Ένα ποίημα πρέπει να μπορεί να υπάρχει και χωρίς να ξέρεις ποιος το έγραψε, να γίνει κοινό κτήμα.


Photo credit (Στρατής Πασχάλης): Γιάννης Κοντός.


Ευχαριστώ θερμά την Ντόρα Τσακνάκη, Υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου των Εκδόσεων Μεταίχμιο, για τη συνδρομή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.


Η συμπληρωμένη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου του Στρατή Πασχάλη Στίχοι ενός άλλου, Ποιήματα (1977-2013) κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.