Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οντζάκι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οντζάκι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Οντζάκι: «Η κοινωνική ανισότητα είναι μια μεγάλη πανδημία»

 


Ο μαγικός ρεαλισμός «συναντά» την πολιτική σάτιρα στο ευρηματικό μυθιστόρημα-«ανατομία» της αστικής Αφρικής Οι διάφανοι, με την «πένα» του Οντζάκι, του τρομερού παιδιού της αγκολέζικης λογοτεχνίας.

Η επικοινωνία μαζί του, πάντα απρόβλεπτη και συνάμα συγκινητική. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αιώρα.

Οι διάφανοι ξεκινούν και τελειώνουν στις φλόγες. Πώς αντιλαμβάνεσαι τη φωτιά; Είναι μια δημιουργική, εξαγνιστική, καταστροφική δύναμη; Ή σύνθεση αντιθέτων, ίσως;

Δεν είμαι σίγουρος... Νομίζω ότι υπήρχαν πράγματα που όντως έλεγχα κι άλλα όχι, όταν έγραφα το βιβλίο. Ήξερα πού πήγαινε, αλλά όχι πώς θα τελείωνε.

Αλλά η φωτιά είναι φωτιά. Έχει δυνάμεις, υποθέτω. Επίσης, υπήρχε πολλή βροχή σε ένα άλλο βιβλίο, το Quantas madrugadas tem a noite. Τώρα υπάρχει η φωτιά, κι υπάρχει μια τρίτη έκπληξη που έχω αφήσει για τη Λουάντα... Άλλο ένα βιβλίο.

Mε μουσικούς όρους, το μυθιστόρημά σου θυμίζει μια σχολαστικά αλλά παθιασμένα ενορχηστρωμένη ομαδική δουλειά- σε κάποιους, φέρνει στο μυαλό την τζαζ.

Ποιος είναι ο ρόλος σου σ’ αυτή την «ορχήστρα»; Εκείνος του μαέστρου, του βιρτουόζου ή του ακροατή;

Θα ήθελα να είμαι ακροατής, ναι. Αλλά συμφωνώ πως θυμίζει συναυλία τζαζ. Μου αρέσει αυτό. Αγαπάω την τζαζ, αγαπάω την αργή τζαζ. Τον Τσετ, τον Μάιλς, όταν είναι αργός. Ακόμα κι ο Κορτάσαρ είναι τζάζι όταν γράφει.

Μου πήρε πολλά χρόνια ν’ αρχίσω, να φανταστώ, να ονειρευτώ κι έπειτα να γράψω το βιβλίο, και μετά άλλα τρία χρόνια για να το αναθεωρήσω. Οπότε ναι, είναι τζαζ.

Η ετοιμόρροπη πολυκατοικία, σπίτι της πλειονότητας των εργατικών καταβολών συμπρωταγωνιστών του βιβλίου σου, συνιστά έναν χαρακτήρα από μόνη της.

Κατά κάποιον τρόπο μού θυμίζει το Μέγαρο Γιακουμπιάν του Αλάα Αλ-Ασουάνι. Σου χρησίμευσε ως σημείο αναφοράς;

Δεν το έχω διαβάσει και δεν το ξέρω, αλλά νομίζω ότι πρέπει να το διαβάσω. Αυτό που πραγματικά μου χρησίμευσε ως σημείο αναφοράς είναι μια ιστορία που προ πολλού κάποιος μου είπε για έναν άντρα όπως ο Οντονάτο.

Έπειτα, η ίδια η πόλη. Και μετά, κάποια πράγματα που χρειαζόταν να πω γι’ αυτή. Κάποια από αυτά ήθελα να τα πω και στον εαυτό μου, κι αυτό μου πήρε λίγο χρόνο.

Και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες, ξεκινώντας από τον Οντονάτο; Είναι απλώς αποκυήματα της φαντασίας σου ή αντλούν στοιχεία από πραγματικά άτομα που ζουν ή έχουν ζήσει στην Αγκόλα;

Θυμάμαι πως κάποιοι από αυτούς είναι αληθινοί, ή όσο αληθινοί μπορούν να είναι στην αρχή ενός βιβλίου.

Ο Οντονάτο ξέρω από πού έρχεται. Αλλά υπήρχαν και ευχάριστες εκπλήξεις: ο ΠωλητήςΚοχυλιών και ο Τυφλός εμφανίστηκαν από το πουθενά.

Ή από κάπου που δεν μπορώ ν’ αναγνωρίσω. Δε χρειάζεται να τους αναγνωρίσω, χρειάζεται να τους αποδεχτώ. Τα υπόλοιπα έρχονται, όπως μια από τις 17 γιαγιάδες μου θα έλεγε.

Και βεβαίως, έχεις τον ΣτρατηγόΧόφμαν, τον ΑρτούροΑρισκάδο, τον οποίο προσπάθησα να παρουσιάσω στο βιβλίο όσο πιο κοντά γινόταν στον πραγματικό του χαρακτήρα. Σπουδαίος φίλος, νεκρός πια, εκπληκτικός άνθρωπος και χορευτής.

Ο ΝταβίντεΑϊρόζα, νομίζω, επισημαίνει πως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ανθρωπότητας είναι το ότι δε δίνει στη φαντασία τον χώρο που της αξίζει. Συμμερίζεσαι την άποψή του;

Σε κάθε περίπτωση, το μυθιστόρημά σου «ξεχειλίζει» από φαντασία, οπότε υποθέτω πως αυτή είναι ένα από τα «όπλα» σου.

Συμφωνώ. Δε δίνουμε πολύ χώρο στη φαντασία, στη δημιουργικότητα, στην ελευθερία της φαντασίας. Θέλουμε να πούμε στους ανθρώπους «ένα όριο» για να προχωρήσει η φαντασία τους.

Aκόμα και με τα παιδιά, πρέπει να αποδεχτούμε και να τα αφήσουμε να μας δώσουν τον τρόπο «τους» να φανταζόμαστε την πραγματικότητα, όχι τον δικό μας.

Λέγοντας «φαντασία» εννοώ την ποίηση, την οικολογία και το δικαίωμα κάποιου να είναι πολλαπλοί άνθρωποι ταυτόχρονα. Όχι ως σχιζοφρενής, αλλά αποδεχόμενος την ποικιλομορφία στις πεποιθήσεις και στη συμπεριφορά μας.

Ανεξάντλητη, παιχνιδιάρικη και εξαιρετικά αναζωογονητική είναι επίσης η αίσθηση του χιούμορ σου, που αποτελεσματικά εξισορροπεί τα δραματικά, αν όχι τραγικά, στοιχεία του μυθιστορήματός σου. Άλλο ένα από τα «όπλα» σου;

Είναι και μια φυσική στρατηγική -σ’ αυτό το βιβλίο-, και ένα αγκολέζικο στοιχείο όλων μας.

Είναι, νομίζω, σημαντικό να επιτρέπεις στη χαρά να εμφανίζεται εκεί που εμφανίζεται η ντροπή. Να επιτρέπεις στον καθένα να βρει το γέλιο εκεί που υπήρχε μόνο το κλάμα.

Αλλά δε θα την αποκαλούσα «δική μου αίσθηση του χιούμορ». Θα την αποκαλούσα «αγκολέζικη».

Υπάρχει μια βαθιά αίσθηση saudade (νοσταλγίας), επίσης, ιδίως στον χαρακτήρα του Οντονάτο. Στην προηγούμενη κουβέντα μας είχες αναφέρει ότι νιώθεις αποκομμένος από το παρόν. Ισχύει αυτό ακόμα;

Έχω προβλήματα, ναι, σύνδεσης με την άμεση πραγματικότητα. Εννοώ την καθημερινή μου ζωή, τον καθημερινό μας χρόνο.

Τείνω να προτιμώ το διάβασμα ή τις ταινίες, ή να μένω κάπου μέσα στη φαντασία μου. Eίναι ένα καλό μέρος για να βρίσκεσαι. Ίσως γερνάω, ίσως ήμουν πάντα έτσι.

Υπάρχουν πράγματα, καινούρια πράγματα, που θέλω να κάνω: να κάνω πιο πολύ Τάι Τσι ξανά, ίσως κάποια μέρα να διδάξω Τάι Τσι Τσουάν, να γράψω πιο πολύ για τα παιδιά, το αγαπάω αυτό. Και να δουλέψω με παιδιά, και ηλικιωμένους.

Κι όλα αυτά, κατά κάποιον τρόπο, σημαίνουν το να βρίσκομαι μακριά από την πραγματικότητά μας.

«Η ανθρωπότητα είναι άσχημη- αλλά παραμένει, γιατί ο πυρήνας της είναι καλός», γράφεις κάπου. Πιστεύεις στο εγγενές καλό των ανθρώπων, στην «καλοσύνη των ξένων»;

Πιστεύω στη Φύση ως όλο. Είμαστε μέρος της. Αυτός είναι «ο πυρήνας» που θα μπορούσε να μας σώσει. ΑΝ επανασυνδεθούμε. Δεν έχει να κάνει μόνο με το να επανασυνδεθούμε με τη φύση.

Το να κάνουμε αυτό είναι το ίδιο με το να «συνδεθούμε με τους εαυτούς μας». Είμαστε η Φύση. Αργά ή γρήγορα, νομίζω ότι θα γυρίσουμε σ’ αυτή.

Ηλικιακά, είσαι -σχεδόν- «παιδί» της ανεξαρτησίας της Αγκόλα, που τον Νοέμβριο έγινε 45 χρονών. Αν η «κυρία Ιδεολογία» μάς έχει όντως αφήσει, τι απέμεινε εκεί για να γιορτάσει κάποιος;

Η «κυρία Ιδεολογία» πεθαίνει στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου εδώ, στην Αγκόλα.

Αλλά η ήπειρος, η Αφρική ως ήπειρος, όχι ως χώρα, «ανατέλλει» πάλι. Πολιτισμικά, πνευματικά. Νέοι καλλιτέχνες, νέοι συγγραφείς, κι ας ελπίσουμε ένα νέο είδος πολιτικών.

Κάθε χρόνο, οι αφρικανικές χώρες γιορτάζουν την ανεξαρτησία τους. Και πρέπει να το χρησιμοποιήσουν αυτό για να σκεφτούν τι σημαίνει «ανεξαρτησία» στο οικουμενικό και πραγματικό μας πλαίσιο.

Αλλά ναι, πρέπει πάντα να γιορτάζεις την ανεξαρτησία και την ελευθερία, και ν’ αναρωτιέσαι αν εσύ, όλοι μας, τιμούμε εκείνους που πέθαναν για την ανεξαρτησία μας.

Η οριζόντια αλληλεγγύη, όχι η κρατικά επιχορηγούμενη/τύπου ΜΚΟ, συνδέει βαθιά τους προερχόμενους από την εργατική τάξη χαρακτήρες.

Σε καιρούς οικουμενικής πολιτικής, κοινωνικής, ψυχικής και υπαρξιακής δυστοπίας, εν μέρει λόγω της πανδημίας, νομίζεις πως αυτή χρειαζόμαστε και μας λείπει;

Δεν είμαι κάποιος ξεχωριστός για ν’ απαντήσω σε αυτή την ερώτηση.

Η πολύ μικρή συνεισφορά μου θα ήταν ότι χρειάζεται να προσέχουμε την πλειονότητα των ανθρώπων σε κάθε πλαίσιο, κάθε χώρα, κάθε τάξη ή ομάδα.

Η κοινωνική ανισότητα είναι μια μεγάλη πανδημία. Οι διακρίσεις, στη ρίζα της συμπεριφοράς μας, είναι μια μεγάλη πανδημία. Το να προστατεύονται μερικές χώρες και μέρη, ενώ ξεχνιούνται άλλες, είναι μια μεγάλη πανδημία.

Ο τρόπος που η πλειονότητα του κόσμου ασχολείται με τα χρήματα και τους αριθμούς, αντί για το ένστικτο και τις κοινωνικές πραγματικότητες, είναι κι αυτό μια μεγάλη πανδημία.

Από πού να ξεκινήσουμε; Κοιτάζοντας τον καθρέφτη. Αλλά χωρίς να ξεχνάμε τα λουλούδια, την ποίηση, την παράδοση. Ίσως.

Τελικά, χρειάζεται να γίνουμε διάφανοι για να είμαστε καλύτερα ορατοί;

Τελικά, όπως θα το έθετε ο Τζιμ Μόρισον: «Έζησες μια καλή ζωή;» Περιλάμβανε αυτή η ζωή άλλους; Τελικά, μπορείς να έχεις μικρές σπίθες παρηγοριάς και ηρεμίας στα μάτια σου, όπως, πιθανόν, ο πρόεδρος Μουχίκα έχει τώρα;

Τελικά, δεν πρέπει να είσαι καλύτερα ορατός, απλώς να ξέρεις αν έκανες κάτι για να βοηθήσεις κάποιον που μπορούσες να βοηθήσεις, ή αν έκανες κάτι για να ακολουθήσεις αυτόν που πρέπει να ακολουθήσεις.

Και πες μια καλή ιστορία. Μεταβίβασε μια καλή ιστορία. Ο χρόνος θα κρίνει τα υπόλοιπα.

Το μυθιστόρημα του Οντζάκι Οι διάφανοι κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αιώρα σε μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα.



Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Oντζάκι: «Αυτό κάνω, μεταβιβάζω ιστορίες και παραμύθια και αναμνήσεις»


Μυθιστοριογράφος, ποιητής, σκηνοθέτης και ζωγράφος, ο Αγκολέζος Οντζάκι (Ντάλου ντε Αλμέιντα) είναι από τους πιο ταλαντούχους Αφρικανούς καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς. Γραμμένο σε γλώσσα ανεπιτήδευτη κι απολαυστική, το Καλημέρα σύντροφοι, το αυτοβιογραφικό πρώτο του μυθιστόρημα που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, συνιστά μια διαπεραστική και νοσταλγική ματιά στην Αγκόλα της εφηβείας του. Συνομιλώντας με τον συγγραφέα.  

Από τότε που ξεκίνησες τη λογοτεχνική σου σταδιοδρομία επέλεξες να χρησιμοποιείς το ψευδώνυμο «Οντζάκι», το οποίο σημαίνει «πολεμιστής». Για ποιο πράγμα -ή εναντίον ποιου πράγματος- πολεμάς;

Δεν είναι κάτι σπουδαίο. Υποτίθεται ότι θα ονομαζόμουν Oντζάκι, κι έπειτα οι γονείς μου άλλαξαν γνώμη. Όταν ξεκίνησα να ζωγραφίζω και να γράφω, ξαναγύρισα σ’ αυτό το όνομα, έβγαζε νόημα για μένα. Είμαι πολύ ευτυχής που μπορώ να «είμαι» περισσότερα από ένα άτομα. Περισσότερα από δύο. Νομίζω πως όλοι πρέπει να έχουμε αυτό το δικαίωμα.

«Γνωρίζω με βεβαιότητα ότι η δουλειά του ανθρώπου δεν είναι παρά ένα μακρύ ταξίδι να ανακτήσει, διαμέσου των παρακαμπτηρίων της τέχνης, τις δύο ή τρεις σπουδαίες κι απλές εικόνες που πρώτες απέκτησαν πρόσβαση στην καρδιά του», δήλωσε κάποτε ο Καμύ. Με το Καλημέρα σύντροφοι είχες την πρόθεση να ανακτήσεις, κι ίσως να διατηρήσεις, κάποιες από εκείνες τις εικόνες, τα συναισθήματα και τις μυρωδιές;

Νομίζω ότι είναι ένα παλιό παιχνίδι... Το να λες ιστορίες είναι ένα παλιό έργο που επιτελούν οι άνθρωποι. Αν το επιτελούν σωστά; Δε νομίζω πως μπορούμε να το ξέρουμε αυτό. Μπορούμε να προσπαθήσουμε. Προσπαθώ. Προσπαθώ να λέω ιστορίες, στις οποίες προσθέτω μυρωδιές, εικόνες, βλέμματα, φιγούρες και σχέδια. Ένας τρόπος να το θέτεις είναι, ναι, ότι προσπαθούμε να τα διατηρήσουμε όλα αυτά. Ο άλλος είναι πως «λες ξανά». Και το «ξανά» είναι πάντα η δεύτερη, τρίτη, τέταρτη εκδοχή.

Συνεχίζεις να αφηγείσαι εκδοχές της πραγματικότητας, ή εκδοχές ενός παραμυθιού, οποιουδήποτε κομματιού της Ιστορίας, κι όλοι τείνουμε να νομίζουμε ότι πρόκειται για «νέα» εκδοχή. Ίσως δεν είναι. Ίσως η κάθε εκδοχή είναι μια παλαιότερη εκδοχή που επιστρέφει για να επισκεφτεί τον κόσμο. Ίσως ο χρόνος κι ο χώρος ακόμα αναμένεται να κατανοηθούν από μας.

Νομίζω πως η λογοτεχνία, συμπεριλαμβανομένης της «προφορικής λογοτεχνίας», είναι μια ευαίσθητη μορφή τέχνης... Απαιτεί ορισμένες ευαίσθητες ικανότητες: να διατηρείς, ναι, να θυμάσαι, να μεταβιβάζεις και να κρατάς. Πιο πολύ μαγικές στιγμές, παρά γραπτές...

Αν και πολλοί πρωτοεμφανιζόμενοι μυθιστοριογράφοι τείνουν να παραγεμίζουν τη δουλειά τους με πληθώρα θεμάτων και λεπτομερειών, το Καλημέρα σύντροφοι επιδεικνύει αξιοσημείωτη αφηγηματική λιτότητα κι οικονομία. Πώς και δεν έπεσες στην ίδια παγίδα;

Δεν είχα το χρόνο... Ήταν ένα ψέμα... Ένας επιμελητής με ρώτησε αν είχα ένα βιβλίο καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνδεόμενο με την ανεξαρτησία της Αγκόλα. Κι είπα ψέματα. Είπα ότι είχα. Είπα πως το είχα μισογράψει. Πήγα, λοιπόν, σπίτι και άρχισα να ακολουθώ το ψέμα μου. Μόνο που κατέληξα να ανακαλύψω ότι δεν ήταν ψέμα: η παιδική ηλικία μου σχετιζόταν απολύτως με την ανεξαρτησία της χώρας μου. Με την οικογένειά μου. Τους φίλους μου, τους δασκάλους, με τα πάντα. Χαίρομαι που δεν είχα το χρόνο, γιατί νομίζω πως -τότε- είπα αρκετά για τη συγκεκριμένη ιστορία.

Επίσης, εκείνο το βιβλίο άνοιξε ένα παράθυρο για μένα- η ίδια μου η παιδική ηλικία ήταν ένα μεγάλο βιβλίο. Ακόμα το γράφω. Πρέπει να πω ότι νόμιζα πως τα κατάφερα καλύτερα με το Granma Nineteen and the Soviets Secret. Όχι επειδή είναι καλύτερο βιβλίο. Άλλωστε όλες οι παιδικές ηλικίες είναι έτοιμες να γίνουν σπουδαία βιβλία. Είναι το «πώς» τις αφηγείσαι που κάνει τη διαφορά. Αλλά γιατί βρήκα τον τρόπο και το ρυθμό που ήθελα σεκείνη την ιστορία. Βρήκα ένα καλύτερο τρόπο να μεταφέρω την ιστορία. Πάντα έχει να κάνει με το να τη μεταφέρεις σε κάποιον. Ήδη το είχα ζήσει. Το θυμάμαι με πολλή ελευθερία- πιστεύω στην «ελευθερία του να θυμάσαι»...

Μετά από αυτό, πρέπει να τη δώσω σε κάποιον: είτε σ’ ένα παιδί, στις ανιψιές μου, στον γιο μου, ή σε χιλιάδες αναγνώστες. Αυτό κάνω, μεταβιβάζω ιστορίες και παραμύθια και αναμνήσεις.

Το άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο του πρώτου σου μυθιστορήματος είναι, βεβαίως, η γλώσσα του, η οποία, χωρίς να φαντάζει επινοημένη, επιτηδευμένη ή στιλιζαρισμένη, κατορθώνει να μεταβιβάσει με οργανικό τρόπο την απόλυτη ουσία του να είσαι έφηβος στη Λουάντα και την Αγκόλα των τελών της δεκαετίας του ’80-αρχών της δεκαετίας του ’90. Κι όμως, το Καλημέρα σύντροφοι δεν είναι ένα «παιδικό» βιβλίο. Πες μου περισσότερα για την ίδια τη συγγραφική διαδικασία.

Ήταν ένα ταξίδι. Ήξερα ότι έπρεπε να πάω «εκεί» για τη γλώσσα, για το περιεχόμενο ασφαλώς, και για τη συναισθηματική υφή. Κι αυτή η τελευταία ήταν μια μεγάλη έκπληξη. Εννοώ, ήξερα πού πήγαινα, κι ήθελα να αναζητήσω, απλώς δεν ήμουν έτοιμος για τη συναισθηματική ανατροφοδότηση. Δεν «επέστρεψα» ο ίδιος. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πως είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που επισκέφτηκα -μέσα μου- τους Κουβανούς δασκάλους, κάποια από εκείνα τα παιδιά, και κυρίως τον σύντροφο Aντόνιο.

Η αρχή ήταν εύκολη κι αστεία. Ήταν, όμως, πολύ δύσκολο να χειριστώ το τέλος του βιβλίου- η συγγραφή του με πήγε σ’ ένα παράξενο μέρος. Όχι μόνο γιατί ήταν το πρώτο μου «προσωπικό» μυθιστόρημα, αλλά και γιατί δεν ήμουν τόσο έτοιμος. Ήταν σημαντικό να γράψω γι’ αυτούς. Συνειδητοποίησα τότε ότι αυτό το βιβλίο θα «κλείσει» μόνο όταν βρω τον Άνχελ και την Mαρία. Τότε μπορώ να πεθάνω εν ειρήνη.

Θα έλεγες πως το συγγραφικό σου στιλ έχει εξελιχθεί μέσα από τα χρόνια;

Το ελπίζω... Μου είναι ακόμα πολύ δύσκολο να καταλάβω ποιο «στιλ» θα με βοηθήσει να βρω τον «τρόπο» να αφηγηθώ μια ιστορία. Δουλεύω προς διαφορετικές κατευθύνσεις, κι η γλώσσα επίσης μου λέει πού να πάω. Το ζήτημα είναι, ποτέ δεν είναι εύκολη κι ομαλή διαδικασία. Συνήθως είναι ένας εφιάλτης να κατανοήσω πώς, πότε και με ποια ένταση.

Υπάρχει ένα ορισμένο αίσθημα νοσταλγίας που κυριαρχεί στην αφήγησή σου, καθώς και μια αίσθηση «τέλους εποχής», τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Αναδρομικά, νιώθεις νοσταλγία για τη συγκεκριμένη περίοδο; Και πώς αντιμετώπισες εκείνο το «τέλος εποχής» όταν όντως συνέβη;

Νομίζω ότι είναι ανθρώπινο να αισθάνεσαι νοσταλγία για το παρελθόν. Όχι για το περιεχόμενό του, αλλά για το παρελθόν ως σύνολο, ως κάτι που «έφυγε». Συμβαίνει. Νιώθω λίγο αποσυνδεδεμένος από το παρόν. Πάντα έτσι ένιωθα. Η λογοτεχνία, λοιπόν, με βοήθησε να ταξιδέψω και να αποδεχτώ πως δεν ξέρω πάντα πώς να είναι να είμαι στο παρόν. Είναι γεγονός. Προσπαθώ, ακόμα προσπαθώ, αλλά μου αρέσει περισσότερο να βρίσκομαι νοερά στο παρελθόν, στις μέρες που πέρασαν, στα συναισθήματα του παρελθόντος, στις αλλοτινές στιγμές. Δε νομίζω, επομένως, ότι είμαι άνθρωπος του παρόντος. Αλλά αυτή είναι η κατάστασή μας, υποθέτω...

Απ’ όσο ξέρω, συνήθως ζούμε στο παρόν. Η λογοτεχνία σού δίνει, ωστόσο, εκείνη την όμορφη δυνατότητα: «κι αν»... Και ταξιδεύεις. Όταν διαβάζουμε ή γράφουμε, ταξιδεύουμε «έξω από» το παρόν. Νιώθω καλά εκείνες τις στιγμές. Νιώθω λιγότερο καλά όταν εξαναγκάζομαι να ζήσω στο παρόν. Γι’ αυτό μου αρέσουν τα παιδιά κι οι ηλικιωμένοι τόσο πολύ, έχουν έναν ξεχωριστό τρόπο να παρακάμπτουν το παρόν...

Η δουλειά σου εκτείνεται σε διαφορετικά δημιουργικά πεδία, συμπεριλαμβανομένων της λογοτεχνίας, της ποίησης, της σκηνοθεσίας και της ζωγραφικής. Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος;

Τα παραμύθια. Οι ιστορίες. Τον περισσότερο καιρό, βλέποντας πράγματα, διαβάζω. Και μερικές φορές, πριν κάτσω να γράψω, ήδη γράφω. Επομένως, όλα έχουν να κάνουν με τις ιστορίες, υποθέτω.

H πιο πρόσφατη δουλειά σου είναι, παρεμπιπτόντως, μια ποιητική συλλογή. Σε τι αφορά;

Μακάρι να μπορούσα να σου πω. Περιέχει απλά, πολύ απλά ποιήματα. Περιλαμβάνει μια μεγάλη ιστορία για ένα απόγευμα που πέρασα με τον παππού μου στη Λουάντα. Έχει ένα ή δυο πράγματα σχετικά με πρόσφατα γεγονότα στην Αγκόλα. Και ένα μεγάλο ποίημα που «έλαβα» μια νύχτα, πολύ καιρό πριν, για τους σκλάβους. Αλλά δεν είμαι σίγουρος σε τι αφορά το βιβλίο...

Γεννήθηκες στην Αγκόλα, μια πρώην πορτογαλική αποικία, σπούδασες στη Λισαβόνα και ζεις στη Βραζιλία. Νιώθεις πως αυτές οι ποικίλες ταυτοτικές αναφορές έχουν μια απελευθερωτική διάσταση, που μπορεί να λειτουργήσει ως απάντηση στα εντεινόμενα καλέσματα για κλείσιμο των συνόρων και σε πιο σαφώς προσδιορισμένα «έθνη-κράτη», υπό το φως των μεταναστευτικών ροών;

Πρέπει να πω ότι ζω στην Αγκόλα τώρα. Επέστρεψα το 2017 στη Λουάντα. Αλλά συνήθιζα να έρχομαι τόσο συχνά σπίτι, ώστε μου ήταν δύσκολο να πιστέψω πως ζούσα στη Βραζιλία. Αυτό στο οποίο εκείνα τα χρόνια με βοήθησαν πιο πολύ ήταν στην κατανόηση των διαφορών, των διαφορετικών πολιτισμικών αναφορών εκείνων των χωρών. Κατά κάποιο τρόπο πρόκειται για την ίδια γλώσσα, αλλά όχι για την ίδια κουλτούρα.

Τρεις ήπειροι, διαφορετικές θέσεις -και αντιθέσεις- στη διάρκεια των τελευταίων πέντε αιώνων. Όχι κάτι εύκολο να κατανοήσεις, όχι εύκολο να εξηγήσεις. Αλλά συνεχίζουμε να προσπαθούμε.

Photo credit (Oντζάκι): Elza fiúza/ABr.

Περισσότερες πληροφορίες για τον Oντζάκι στο προσωπικό του site.

Το μυθιστόρημα του Oντζάκι Καλημέρα σύντροφοι κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αιώρα.