Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Angela Fabre: «Επειδή προέρχομαι από διαφορετικές κουλτούρες είμαι ίσως καλλιτέχνις»

 


Γαλλικής καταγωγής, μεγαλωμένη στην Ελλάδα, κάτοικος Αθήνας και πολίτης του κόσμου, η τραγουδίστρια, τραγουδοποιός και ηθοποιός Angela Fabre διαθέτει μια μαγική φωνή που παραπέμπει σε μεγάλες μούσες της φολκ, όπως η Joni Mitchell.

Ενόψει της συναυλίας της Angela Fabre στον Μικρό Κεραμεικό την Τετάρτη 17 Ιανουαρίου συναντιόμαστε μαζί της στα Εξάρχεια.

Έχω καταμαγευτεί από την φωνη σου - κι όχι μόνο εγώ.

Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ!

Πότε ανακάλυψες την μαγεία του τραγουδιού και του να τραγουδάς;

Μ’ αρέσει να ξεκινάει η κουβέντα από την βάση.

Τραγουδάω από πολύ μικρή, λίγο διάστημα αφότου είχα αρχίσει να μιλάω. Πάντα κρατούσα το τραγούδι για μένα και για όσους με ήξεραν, ωστόσο, ήθελα να το προστατεύω. Ήταν ο μυστικός μου κήπος.

Στα δεκαοκτώ μου αποφάσισα να γίνω ηθοποιός και ξεκίνησα να σπουδάζω σε Δραματική Σχολή στο Παρίσι. Παράλληλα, συνέχιζα τα μαθήματα φωνητικής, ενώ κάποια στιγμή στράφηκα προς την τζαζ.

Γιατί δεν αισθανόσουν αρκετά άνετα ώστε να εκτεθείς σε περισσότερους ανθρώπους; Τι σε συγκρατούσε;

Δεν ήταν από ντροπή ή φόβο. Ίσως φοβόμουν την κριτική προς εμένα ως τραγουδίστρια.

Σε κάθε περίπτωση, επειδή εστίαζα πολύ στην ηθοποιία, ένιωθα ότι το τραγούδι ερχόταν δεύτερο κι επιπλέον δεν έδινα στον εαυτό μου τον χρόνο να το καλλιεργώ περισσότερο.

Μετά την σπουδή μου στην Δραματική, άρχισα να κάνω συναυλίες στο Παρίσι. Εξακολουθούσα να αφιερώνω περισσότερο χρόνο στην υποκριτική, πάντως.

Κατά την διάρκεια της πανδημίας, οπότε και δεν μπορούσα να παίζω αλλά μπορούσα να τραγουδάω, συνειδητοποίησα πως δεν μπορώ να ζω χωρίς το τραγούδι και ότι έπρεπε να βρεθεί στο ίδιο επίπεδο με την υποκριτική - αν όχι σε υψηλότερο.

«Ίσως είναι ωραίο να το μοιραστώ και με άλλους», σκέφτηκα.

Αποκτώντας το τραγούδι την «σωστή» θέση του στην ζωή σου, πού βρέθηκε -ή βρίσκεται- η υποκριτική;

Δεν της αφιερώνω πια τον ίδιο χρόνο, γιατί και η μουσική απαιτεί πολύ χρόνο. Όταν, όμως, αφήνω την υποκριτική για πολύ καιρό, αρχίζει να μου λείπει. Οπότε, προσπαθώ να τα συνδυάσω.

Το οικογενειακό περιβάλλον εντός του οποίου μεγάλωσες σε ενθάρρυνε σε σχέση με τις καλλιτεχνικές σου κλίσεις, ή δεν είχε κάποια εμπλοκή;

Ο πατέρας μου σπούδασε μουσική και πάντα του άρεσε η φολκ των δεκαετιών 1960-1970, όπως και η «έθνικ» μουσική.

Φαντάσου ότι κάποτε -τότε ήμουν μικρή- είχε προσκαλέσει κάποιους Ινδούς μουσικούς, οι οποίοι έμειναν στο σπίτι μας επί μήνες!  Ήθελε να περιβάλλεται από μουσική συνέχεια.

Ο αδερφός μου είναι επίσης μουσικός, ενώ η μητέρα μου είναι κοσμηματοπώλισσα.

Τα φολκ ακούσματα του πατέρα σου σού ήταν εξίσου αγαπητά;

Ακούγοντάς τα σε μικρή ηλικία μού έμειναν καθώς μεγάλωνα, οπότε και καταλάβαινα τις ποιότητες κάθε μουσικού είδους. Είναι σημαντικό να υπάρχει μουσική κουλτούρα.

Όταν πια πλησίαζες την ενηλικίωση -άρα είχες αρχίσει να διαμορφώνεις κριτήριο και γούστο-, ποια ήταν τα ακούσματα που σε ιντρίγκαραν πιο πολύ;

Joni Mitchell, Carole King, ψυχεδελικό ροκ, πολύ Jefferson Airplane. Δεν άκουγα εμπορική μουσική τότε.

Με άγγιζε περισσότερο η εποχή των σίξτις/σέβεντις. Ήταν κάτι ενστικτώδες, νομίζω, αλλά είχε παίξει ρόλο και το οικογενειακό περιβάλλον μου.

Ποιες ήταν οι πρώτες συνθέσεις που αποφάσισες να τραγουδήσεις μπροστά σε περισσότερους ανθρώπους;

Τραγούδια της Tracy Chapman, της Amy Winehouse - μου άρεσε η τζαζ χροιά της φωνής της. Τα απέδιδα, ωστόσο, με τον τρόπο μου, καθώς είμαι σοπράνο.

Οι φωνές τραγουδιστριών όπως η Joni Mitchell και η Joan Baez, από την άλλη, είναι τόσο εναρμονισμένες με την δική μου, που δε χρειάζεται καν να αλλάξω κλειδί.

Μοιάζεις κιόλας λιγάκι με άνθρωπο που θα μπορούσε να προέρχεται από άλλη εποχή!

(Γέλιο). Μου το έχουν ξαναπεί! Αισθάνομαι, κατά περιόδους, λιγάκι σαν μια αρχαία ψυχή, όχι πάντα εναρμονισμένη με τον καιρό μου.

Απολαμβάνεις αυτήν την αίσθηση, όταν την βιώνεις;

Δε με πειράζει, τουλάχιστον. Δε νιώθω πολύ συνδεδεμένη με την εμπορική μουσική, όταν την ακούω. Υπάρχει, βέβαια, και απίστευτη σύγχρονη μουσική, την οποία αγαπώ.

Ωστόσο, για μένα, δε συμβαίνουν και πολλά στο μέινστριμ πεδίο. Άνθρωποι της γενιάς μου νιώθουν πιο νοσταλγικά για την δεκαετία του 1990. Στην τελική, κάθε εποχή έχει τις ομορφιές της και δημιουργούνται εντός της ενδιαφέροντα πράγματα.

Και το ζητούμενο είναι πώς αναζωογονείς και ενδυναμώνεις αυτό που απολαμβάνεις μέσα από την καθημερινή ζωή σου και την καλλιτεχνική σου πρακτική.

Με αυτήν την έννοια, «ακούω» στην φωνή/στις διασκευές σου την «ηχώ» του παρελθόντος, αλλά όχι ως νοσταλγική αναπαραγωγή. Την νιώθω προσωπική.

Δεν πολυσκέφτομαι αυτήν την διαδικασία, ξέρεις. Είναι αυτή που είναι. Ο στόχος μου σε αυτήν την φάση είναι να δημιουργήσω δική μου μουσική.

Εξερευνώ τον τρόπο με τον οποίο μπορώ συνταιριάξω τις μουσικές μου «ρίζες» -την φολκ, το φολκ ροκ- με μια πιο σύγχρονη διάσταση.

Συνθέτεις κιόλας, επομένως.

Είμαι και τραγουδοποιός.

Συνεργάζομαι με έναν απίστευτο μουσικό, τον Αντρέα Γναφάκη.

Συνθέτουμε από κοινού μουσική με φολκ βάση, δουλεύοντας με έναν υπέροχο παραγωγό, τον Γιώτη Παρασκευαΐδη, που με την σειρά του συνεργάζεται με πολλούς μουσικούς της ανεξάρτητης σκηνής.

Δε θα ήθελα, ωστόσο, να περιγράψω με περισσότερα λόγια αυτό το οποίο κάνουμε, γιατί πρόκειται για κάτι φρέσκο, σε εξέλιξη, και μπορεί να αλλάξει από βδομάδα σε βδομάδα.

Πάντως, περιβάλλομαι από πολλούς απίστευτους μουσικούς - και χαίρομαι γι’ αυτό. Με εμπνέουν και με βοηθούν. Χρειάστηκα, εξάλλου, χρόνο για να αποφασίσω να κάνω κάτι δικό μου.

Aντιμετώπισες και ζόρικες καταστάσεις στο πεδίο της μουσικής, ιδίως την περίοδο που πρωτοξεκίνησες;

Μπορεί να υπάρξει άγχος, αυτό-αμφισβήτηση, σκέψη και σχεδιασμός -και σε κάποιον βαθμό πρέπει, νομίζω-, αλλά αφότου αγκάλιασα την μουσική, οι πόρτες άνοιξαν και όλα κυλάνε.

Με την υποκριτική, αντίθετα, έζησα πιο δύσκολες στιγμές και απογοητεύσεις.

Απολαμβάνεις και την συναυλιακή διάσταση της μουσικής διαδικασίας;

Το να βιώνω την ενέργεια των ανθρώπων είναι αυτό που κάνει την διαφορά.

Στο Παρίσι εμφανιζόσουν μόνη σου ή ως σαπόρτ σε άλλα σχήματα;

Εμφανιζόμουν στην σκηνή μικρών μπαρ με άλλους μουσικούς, συνήθως φίλους. Δεν το κυνηγούσα.

Το κοινό πώς σε αντιμετώπιζε;

Πολύ ζεστά. Σίγουρα βοήθησε και η υποκριτική ως προς το πώς στεκόμουν συναυλιακά, αν και υπάρχουν διαφορές.

Στην υποκριτική ενσαρκώνω έναν ρόλο, στην συναυλία είμαι ο εαυτός μου -παρόλο που μπορεί κάποιος να διαθέτει και μια σκηνική περσόνα-, προσπαθώντας να είμαι όσο πιο αυθεντική είναι δυνατόν όταν ερμηνεύω ένα τραγούδι.

Στην τελική, όμως, πρόκειται για την φωνή σου - κι αυτήν δεν μπορείς να την κρύψεις.

Θα ενδιαφερόσουν να συνεργαστείς με άλλες τραγουδίστριες;

Πραγματικά θα το ήθελα.

Κατονόμασέ μου μερικές -κατά προτίμηση εν ζωή- που θαυμάζεις και με τις οποίες θα ήθελες να συνεργαστείς: τις πρώτες που σου έρχονται κατά νου.

Υπάρχουν πολλές!

Θα ήθελα πολύ να συναντήσω την Joni Mitchell, γιατί είναι η μούσα μου. Αισθάνομαι εξαιρετικά συνδεδεμένη μαζί της: στιχουργικά, σε φωνητικό επίπεδο, σε οτιδήποτε με το οποίο καταπιάνεται.

Αγαπώ την φωνή και τους στίχους της Pomme. Θα ήθελα να δουλέψουμε μαζί. Είναι συνομήλική μου, και συνδυάζει την φολκ με την ποπ.

Όσον αφορά στην Ελλάδα, λατρεύω την Melentini. Έχει μοναδική χροιά φωνής. Με συγκινούν οι συνθέσεις της.

Το ότι είσαι καλλιτέχνις, σε βοηθάει να προσαρμόζεσαι καλύτερα στα διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα;

Στην περίπτωσή μου συμβαίνει το αντίστροφο. Επειδή προέρχομαι από διαφορετικές κουλτούρες είμαι ίσως καλλιτέχνις και τραγουδίστρια. Αλλά ισχύουν και τα δύο.

Μεγάλωσα στην Ελλάδα ως άτομο με γαλλική καταγωγή. Κατόπιν, πέρασα πολύ καιρό στις Η.Π.Α. ως Ευρωπαία και Γαλλίδα κι ένα διάστημα στον Καναδά. Νιώθω πολύ συνδεδεμένη με τις Η.Π.Α.

Από εκεί πηγάζει η αγάπη μου για την φολκ μουσική, από εκεί ξεκίνησε το καλλιτεχνικό μου ταξίδι. Γι’ αυτό κι εξακολουθώ να επιστρέφω σ’ αυτήν την χώρα.

Η ποικιλομορφία, πάντως, των τοποθεσιών, των πολιτισμών και των ανθρώπων σίγουρα με κάνει αυτή που είμαι ως καλλιτέχνιδα.

Ευχαριστώ την Angela Fabre για την παραχώρηση της φωτογραφίας της.

Η Angela Fabre εμφανίζεται live στον Μικρό Κεραμεικό (Ευμολπιδών 13, Γκάζι) την Τετάρτη 17 Ιανουαρίου, στις 21:30.

Επί σκηνής, την συνοδεύουν οι: Χάρης Μπότσης (πιάνο, ενορχηστρώσεις), Μάνος Λούτας (κοντραμπάσο), Αντρέας Γναφάκης (κιθάρα) και Θοδωρής Χριστοδούλου (ντραμς).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου