Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Κιμ Νουέν: «Το να έρχεσαι αντιμέτωπος με το κρύο σου θυμίζει πως έχεις σώμα»


Ο Κιμ Νουέν, ένας από τους πιο αξιόλογους σύγχρονους Καναδούς σκηνοθέτες, βρέθηκε για λίγες μέρες στην Αθήνα στο πλαίσιο της πρώτης Εβδομάδας Καναδικού Κινηματογράφου, που ολοκληρώνεται την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Στη διάρκεια της παραμονής του, παρουσίασε στο αθηναϊκο κοινό την πιο πρόσφατη ταινία του Δυο εραστές και μια αρκούδα, μια ιστορία αγάπης και πόνου με φόντο το αφιλόξενο αρκτικό τοπίο και πρωταγωνιστές δυο εραστές και μια... αρκούδα με φιλοσοφημένη διάθεση. Τον συναντήσαμε.

Ποια είναι η σχέση με το αρκτικό τοπίο αυτό όχι μόνο ως τέτοιο, αλλά και ως πλαίσιο αναφοράς, ως αίσθηση, ως διάθεση;

Είναι περίεργο, αλλά πρόκειται για κάτι που ξαναανακάλυψα πρόσφατα. Όταν ζεις σ’ ένα κρύο μέρος όπως ο Καναδάς, υπάρχει πάντα μια περίοδος, κατά την οποία θέλεις να απαρνηθείς τη σχέση σου με το κρύο και να μείνεις μέσα. Τον τελευταίο καιρό, ωστόσο, μέσω των χειμερινών σπορ και της διαδικασίας δημιουργίας αυτής της ταινίας, συνειδητοποίησα ότι συνδέομαι βαθιά με το κρύο, με το αρκτικό τοπίο, με τον άνεμο. Νομίζω, λοιπόν, πως η καλύτερη εξήγηση που έχω είναι ότι στις μέρες μας δε βγαίνουμε έξω πλέον. Κάνουμε παραγγελίες μέσω Amazon ή του eBay, στέλνουμε γραπτά μηνύματα. Η σχέση μας με τον εαυτό μας και τη φύση δεν υφίσταται όσο στο παρελθόν. Για μένα, έτσι, το να έρχεσαι αντιμέτωπος με το κρύο και τις ακραίες θερμοκρασίες κατά κάποιο τρόπο σου θυμίζει πως έχεις ένα σώμα, με την καλή έννοια. Είναι, επομένως, μια σύνδεση με τον εαυτό σου. Όταν εισέρχεσαι σε πολύ κρύες συνθήκες, πρέπει να γνωρίζεις ολόκληρο το σώμα σου, κι έτσι επανασυνδέεσαι μ’ αυτό.



Αυτές οι καιρικές συνθήκες είναι, επίσης, ένα είδος καταφυγίου, μια απόδραση από προβληματικές καταστάσεις.

Όχι στην περίπτωσή μου, αλλά πολλοί άνθρωποι που συναντάς στις αρκτικές περιοχές, έχουν ξεφύγει από πράγματα. Υπάρχει μια παροιμία, σύμφωνα με την οποία όσοι έρχονται από το Νότο και έχουν ζήσει εκεί για καναδυό χρόνια, βρίσκονται σ’ αυτό το μέρος είτε γιατί ξεφεύγουν από κάτι, είτε για να βρουν κάτι. Ή λίγο κι απ’ τα δύο. Κι αυτό ισχύει για τους περισσότερους ανθρώπους που συνάντησα ή τα ήπιαμε παρέα στο Βορρά και προέρχονται από το Νότο.



Αυτό πιθανότατα ισχύει και για τους πρωταγωνιστές της ταινίας σου. Κι οι δύο προσπαθούν να αποδράσουν από καταστάσεις και ανθρώπους που πάντα τους στοίχειωναν. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ταινία, η οποία αφορά και στην υπέρβαση, την κατανίκηση φόβων και φοβιών;

Νομίζω πως κάθε άνθρωπος αναζητά την επιβίωση, αλλά και το πιο σοβαρό του εμπόδιο, προσπαθώντας να προχωρήσει πέρα από αυτό. Δεν είναι ποτέ εύκολο. Σ’ αυτή την περίπτωση, μάλιστα, αυτό είναι ακόμα πιο εμφανές, μιας και βιώνουν τα εσωτερικά τους τραύματα από το παρελθόν. Όταν διάβασα τη δεκασέλιδη ιστορία, όπου βασίζεται το φιλμ, υπήρχε ένα εντυπωσιακό γεγονός, το ότι η περιοχή και οι αντίξοες συνθήκες σχεδόν γίνονται οι ίδιες ένας χαρακτήρας. Κι αυτό βοηθά στο να αποκτήσουν υλική υπόσταση οι εσωτερικοί «δαίμονες» των ηρώων. Ο αγώνας τους να αντιμετωπίσουν τις σκληρές συνθήκες συνιστά μια αναπαράσταση της εσωτερικής τους πάλης.

Το τοπίο είναι ένας χαρακτήρας που «αναπνέει», επίσης.

10 χρόνια πριν, συνήθιζα να κάνω storyboard για το καθετί, να σχεδιάζω κάθε λήψη- κι εξακολουθώ να το κάνω για τις σύνθετες σκηνές. Αλλά τώρα με ενδιαφέρει περισσότερο τι χρειάζεται η ιστορία και τι σου φέρνει η ίδια η ταινία, χρησιμοποιώντας τη ματιά του φωτογράφου. Ξαναπαίζοντας τις φωτογραφίες που είχαμε τραβήξει ήταν εκπληκτικό, γιατί έμοιαζε σαν μια γη που αναπνέει. Δεν είχα ξαναδει κάτι τέτοιο, ότι η γη έμοιαζε με μια ζωντανή ύπαρξη.

Πρώτη φορά ταξίδεψες τόσο βόρεια;

Για αυτή την ταινία ιδίως, ναι. Έκανα έρευνα, ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκα τις πραγματικές αρκτικές περιοχές. Αυτό που είναι εκπληκτικό εκεί είναι πως, κάποια στιγμή, η γραμμή των δέντρων εξαφανίζεται, σαν μια ξυριστική μηχανή να εξαφάνισε τα δέντρα. Αυτή η καθαρότητα του τοπίου το καθιστά πραγματικά εντυπωσιακό.

Ανέφερες πριν την αθηναϊκή πρεμιέρα του φιλμ ότι έχεις επηρεαστεί από την αρχαιοελληνική παράδοση. Αποτελεί για σένα πηγή έμπνευσης στο επίπεδο της αφήγησης ιστοριών και της αφηγηματικής δομής;

Είναι πιθανότατα μια από τις ισχυρότερες επιδράσεις σήμερα στη συγγραφή σεναρίων στις Η.Π.Α. Η αρχαιοελληνική τραγωδία είναι η ισχυρότερη επίδραση, θα έλεγα. Είμαι σχεδόν βέβαιος γι’ αυτό. Υπήρχε ένας «γιατρός σεναρίων», ο Σιντ Φιλντ, ο οποίος είχε κατοχυρώσει τη δομή σε 3 μέρη ισχυριζόμενος ότι την επινόησε, αλλά έχει επινοηθεί 2.000 χρόνια πριν. Και οι Ιάπωνες την έχουν. Αυτή η δομή εφαρμόζεται σχεδόν σε όλα τα δίωρης διάρκειας σενάρια. Αλλά, για μένα, το πιο βοηθητικό όταν γράφω σενάρια, ιδίως όταν δε διαθέτουν κάποιο στοιχείο τραγωδίας, είναι να προσπαθήσω να «τραγικοποιήσω» την ιστορία. Αυτό, στην ουσία του, είναι απλούστερο. Αναζητώ, λοιπόν, σύμβολα που σχετίζονται με τη σπηλιά, για παράδειγμα, ή τον σοφό άντρα. Αυτά τα οδυσσειακά σύμβολα είναι πολύ βοηθητικά. Και όσο λιγότερο ταιριάζει η ιστορία στην αρχαιοελληνική τραγωδία, τόσο περισσότερο χρήσιμα είναι, γιατί σε διευκολύνουν να της προσδώσεις δυναμική.



Πού εντάσσεται, λοιπόν, η πολική αρκούδα σ’ αυτό το πλαίσιο;

Είναι ο σοφός άντρας!

Κι η σχέση σου με τους ντόπιους; Σε βοήθησαν, έδειξαν κατανόηση, ή ένιωθαν αμήχανα που ένας ξενομερίτης σκηνοθέτης εισερχόταν στο μικρόκοσμό τους;

Για να λέμε την αλήθεια, το Ικάλουιτ, όπου έκανα τα γυρίσματα, είναι μια πολύ σύγχρονη πόλη, από τις πιο σύγχρονες στον κόσμο, γιατί έχει να αντιμετωπίσει ακραίες θερμοκρασίες και χρησιμοποιεί όλη τη διαθέσιμη τεχνολογία γι’ αυτό το σκοπό. Δεν πρόκειται, επομένως, καθόλου για τη ρομαντική τοποθεσία που θα περίμενες από το Βορρά. Είναι σαν μια σεληνιακή βάση, σαν μια πόλη βγαλμένη από την επιστημονική φαντασία. Αυτή, λοιπόν, ήταν μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις που βίωσα, και ήθελα να την ενσωματώσω στην ταινία. Κάτι το οποίο υπήρξε πραγματικά υπέροχο όσο βρισκόμουν εκεί ήταν ότι οι ιθαγενείς, όντας υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν το κρύο, πρέπει πάντα να προβλέπουν το χειρότερο σενάριο. Βγαίνεις, ας πούμε, με το χιονοέλκηθρο για μια ώρα από την πόλη, μπορεί να αποκλειστείς εν μέσω χιονοθύελλας, και άρα χρειάζεται να έχεις μαζί σου φαγητό. Δεν κάνουμε κάτι τέτοιο στην Αθήνα ή το Μόντρεαλ. Κατανόησαν, έτσι, οι ντόπιοι απόλυτα τις αρχές που διείπαν το γύρισμα ερχόμενοι προετοιμασμένοι γι’ αυτό.



Μιας και ανέφερες τους ντόπιους, είσαι παιδί μικτού γάμου, με πατέρα Βιτναμέζο και μητέρα Καναδέζα. Πώς ήταν για σένα να μεγαλώνεις στην καναδική κοινωνία των δεκαετιών του ’70 και του ’80;

Νομίζω ότι βίωσα μια από τις πιο ανοιχτόμυαλες παιδικές ηλικίες που μπορεί κάποιος να ζήσει. Όντας ελάχιστα διαφορετικός σε ένα βορειοαμερικανικό πλαίσιο, πράγματι θυμάμαι κάποια περιστατικά, όπως το να δέχομαι κάποιες προσβολές, αλλά η εμπειρία μου απέχει από αυτό που άλλοι ίσως βίωσαν. Θυμάμαι, επίσης, πως κι εγώ ήμουν ρατσιστής ως παιδί απέναντι σε άλλες κουλτούρες, γιατί ήμαστε απλώς παιδιά και ανόητα. Έπειτα μαθαίνεις, και αλλάζεις στάση. Αυτό που είναι σημαντικό είναι να μαθαίνεις και να διορθώνεις τα λάθη σου. Επιπλέον, δεν έζησα πόλεμο, ούτε κι οι γονείς μου. Στην Ελλάδα, οι περισσότεροι παππούδες και οι γιαγιάδες βίωσαν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κι όμως, πολλά από όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια θυμίζουν πολεμικές συνθήκες, κι όχι απαραίτητα σε σχέση με την ύπαρξη θυμάτων, αν και έχουν υπάρξει χιλιάδες αυτοκτονίες.

Αλήθεια; Δεν το ήξερα.



Μου έχει κάνει εντύπωση που ο Καναδάς αποτυπώνεται ευρύτατα ως ένας επίγειος παράδεισος, όπου η ποικιλομορφία και ο πολυπολιτισμός ανθούν. Είναι έτσι, βάσει της εμπειρίας σου ως Καναδός πολίτης;

Είναι πάντα μια εύθραυστη κατάσταση. Ιδίως στο Κεμπέκ, υπάρχουν πιτσιρίκια που είναι απομονωμένα στο ίντερνετ και έχουν όλο και λιγότερη επαφή με την κοινωνία. Αυτό είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα των ημερών μας, ίσως σε πολλά μέρη στη Βόρεια Αμερική. Αυτό αισθάνομαι ότι συμβαίνει λιγότερο στην Ευρώπη, ύπάρχει εδώ η παράδοση της αδελφοσύνης, της εγγύητητας στον άνθρωπο. Αντίθετα, στη Βόρεια Αμερική υπάρχει πολλή απομόνωση, λόγω της αστικοποίησης, και η έλλειψη ανεκτικότητας μπορεί να επανεμφανιστεί έτσι απλά. Και με τον Τραμπ να λέει διάφορα, πράγματα που ακούω και στο Μόντρεαλ, υπάρχει η άνοδος της δυσανεξίας και του φόβου. Όχι απαραιτήτως του ρατσισμού, περισσότερο πρόκειται για ξενοφοβία και για ένα άγχος απέναντι σε άλλες κουλτούρες. Το βλέπουμε και αλλού στον Καναδά. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να κρατήσουμε το διάλογο ζωντανό.

Αυτή η δυσανεξία αποτυπώνεται και στον πρόσφατο εμπρησμό τζαμιού στο Κεμπέκ.

Είναι τρελό. Αν είχαμε λιγότερο έλεγχο στα όπλα, όπως συμβαίνει στις Η.Π.Α., θα συνέβαιναν περισσότερα τέτοια περιστατικά. Ο έλεγχος των όπλων είναι σημαντικό να διατηρηθεί.

Ευχαριστώ θερμά την Ευάννα Βενάρδου από το Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της κουβέντας, καθώς και την Νίνα Βελιγράδη από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος για τη συνδρομή της στη διεξαγωγή της.

Η πρώτη Εβδομάδα Καναδικού Κινηματογράφου ολοκληρώνεται την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος με την προβολή των ταινιών Iqaluit (2016) του Μπενουά Πιλόν (20:00, αίθουσα 1) και Εφιάλτες (2016) του Νέιθαν Μορλάντο (22:00, αίθουσα 1).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου