Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Αμπάς Φαντέλ: «Μετά τη Γάζα και τον Λίβανο, το σινεμά δεν μπορεί να επιστρέψει στην αθωότητα»

 


Στο σπαρακτικό ντοκιμαντέρ Ιστορίες από τον πληγωμένο τόπο του Γαλλο-Ιρακινού, εγκατεστημένου στον Λίβανο, Αμπάς Φαντέλ, η ιστορία του ίδιου και της οικογένειάς του γίνεται το «όχημα» μέσα από το οποίο αναδεικνύεται το αποτύπωμα του βάρβαρου πολέμου που εξαπέλυσε το ισραηλινό κράτος.

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη ενόψει της προβολής του φιλμ στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας.

Σκηνοθέτης, σεναριογράφος και κριτικός κινηματογράφου, γεννηθήκατε στη Βαβυλώνα, μια από τις παλαιότερες σωζόμενες πόλεις στον κόσμο, και από τα 18 σας χρόνια ζείτε και στη Γαλλία, ενώ σπουδάσατε κινηματογράφο στη Σορβόννη.

Γιατί τελικά σάς κέρδισε η δημιουργία ταινιών;

Η Βαβυλώνα, με τις στρώσεις μύθων, τα ερείπια και τις θαμμένες ιστορίες της, διαμόρφωσε τη φαντασία μου πολύ πριν καν σκεφτώ να γίνω σκηνοθέτης.

Το να μεγαλώνεις ανάμεσα σε αυτά τα απομεινάρια αρχαίων πολιτισμών σε διδάσκει ότι ο χρόνος δεν είναι γραμμικός και πως κάθε πέτρα περιέχει μια αφήγηση.

Όταν έφτασα στη Γαλλία στα δεκαοκτώ μου και άρχισα να σπουδάζω κινηματογράφο στη Σορβόννη, κατάλαβα ότι ο κινηματογράφος ήταν το μόνο μέσο ικανό να συγκρατήσει όλες αυτές τις διαστάσεις:

Τη μνήμη, τη φαντασία, την πολιτική, την ποίηση.

Είχα αρχικά προσεγγίσει τον κινηματογράφο διανοητικά, μέσω της κριτικής και της θεωρίας, αλλά αυτό που τελικά με κέρδισε ήταν η μοναδική του ικανότητα να μετατρέπει τη βιωμένη εμπειρία σε κοινή εμπειρία.

Το να γράφω μόνο σε μια σελίδα μου φαινόταν ανεπαρκές· χρειαζόμουν κίνηση, αναπνοή, φως και την απρόβλεπτη παρουσία της πραγματικότητας.

Η κινηματογράφηση έγινε ο πιο φυσικός τρόπος για μένα να συμφιλιώσω την ανάλυση με το συναίσθημα και να δώσω μορφή στα φαντάσματα τα οποία με συνοδεύουν από τη Βαβυλώνα μέχρι κάθε μέρος που κατοικώ.

«Η ταινία μου γεννήθηκε από την ανάγκη να καταθέσω μαρτυρία για έναν πόλεμο που κατέστρεψε τις ζωές και τα σπίτια μας και να δείξω πώς, παρ’ όλα αυτά, η ανθεκτικότητα και η ανθρωπιά συνεχίζουν να ακμάζουν μέσα στα ερείπια», σημειώνετε για την τελευταία σας ταινία, Ιστορίες από τον πληγωμένο τόπο.

Πού μπορεί να αποδοθεί η βαθιά σας πρόσδεση/τρυφερότητα προς τον Λίβανο και τον λιβανέζικο λαό; Σχετίζεται, σε κάποιον βαθμό, με την σύζυγό σας, την διάσημη Λιβανέζα ζωγράφο και παραγωγό ταινιών, Νουρ Μπαλούκ;

Ο Λίβανος έγινε μέρος της ζωής μου πολύ πριν το συνειδητοποιήσω.

Είναι ένα από εκείνα τα μέρη τα οποία σε καλωσορίζουν όχι με μεγαλοπρεπείς χειρονομίες, αλλά με ένα είδος οικείας γενναιοδωρίας:

Mε τον τρόπο που οι άνθρωποι σου μιλούν, σε προσκαλούν στο σπίτι τους, μοιράζονται τον κόσμο μαζί σου μέσα από ένα φλιτζάνι καφέ ή το θραύσμα μιας ιστορίας.

Η πρόσδεσή μου στον Λίβανο έχει τις ρίζες της σε αυτήν την καθημερινή τρυφερότητα, στην εξαιρετική ικανότητα του λαού του να ανοικοδομείται ακόμα και όταν η γη τρέμει από κάτω του.

Φυσικά, η Νουρ έχει βαθύνει αυτόν τον δεσμό με τρόπους τους οποίους δε θα μπορούσα να προβλέψω.

Μέσα από την παρουσία της και τη δική της σχέση με τη γη, μου άνοιξε έναν άλλο Λίβανο - έναν Λίβανο απτό, συναισθηματικό, φωτεινό, ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές.

Το να την αγαπώ σήμαινε να αγαπώ τη χώρα που την δημιούργησε, τις αναμνήσεις που την διαμόρφωσαν και τους ανθρώπους των οποίων την ανθεκτικότητα κουβαλάει.

Αλλά θέλω να είμαι σαφής: η σύνδεσή μου με τον Λίβανο δεν είναι δανεική. Μεγάλωσε μέσα μου μόλις άρχισα να περπατάω στους δρόμους του και να ακούω τις πληγές του.




Στις Ιστορίες, εσείς και η οικογένειά σας γίνεστε κυριολεκτικά και μεταφορικά ο φακός/το «όχημα» μέσα από τα οποία αφηγείστε την Ιστορία/ιστορία ενός τραυματισμένου, αλλά όχι ηττημένου λαού.

Πόσο απαιτητικό -και όμως κρίσιμο- είναι να συνυφαίνουμε το μικρό με το μεγάλο, το προσωπικό με το συλλογικό, να είμαστε αναλυτικοί χωρίς να υποτιμούμε τη βαρύτητα της κοινής τραυματικής εμπειρίας;

Είναι απαιτητικό ακριβώς επειδή τα διακυβεύματα είναι τόσο υψηλά.

Όταν η προσωπική σου ζωή διασταυρώνεται με μια ιστορική τραγωδία, ο πειρασμός είναι είτε να αποσυρθείς σε μια προσωπική θλίψη είτε να διαλυθείς ολοκληρωτικά στη συλλογική αφήγηση. Ήθελα να αποφύγω και τα δύο.

Η πρόκληση ήταν να βρεθεί μια μορφή όπου η μικρή και η μεγάλη κλίμακα φωτίζουν η μία την άλλη αντί να ανταγωνίζονται.

Χρησιμοποιώντας την οικογένειά μου -το σπίτι μας, τους φόβους μας, τις καθημερινές μας τελετουργίες που διαταράσσονταν από τον πόλεμο- μου επέτρεψε να βασίσω την ταινία στη βιωμένη πραγματικότητα.

Αλλά ταυτόχρονα, χρειαζόμουν αρκετή απόσταση για να μιλήσω για τη δομική βία η οποία ασκήθηκε στον Λίβανο και σε τόσες πολλές κοινωνίες στην περιοχή.

Η αναλυτική διάσταση ήταν απαραίτητη, ωστόσο αρνήθηκα να αφήσω την ανάλυση να αποστειρώσει το συναίσθημα.

Γι' αυτό ο ηλικιωμένος Λιβανέζος, του οποίου η βιβλιοθήκη μετατράπηκε σε στάχτη, κατέχει τόσο κεντρική θέση: ενσαρκώνει, με μια μόνο χειρονομία θλίψης, την πολιτισμική εξόντωση που συνοδεύει τη φυσική καταστροφή.

Όταν μια βόμβα καταστρέφει ένα σπίτι, καταστρέφει επίσης ένα σύμπαν νοημάτων - βιβλία, αντικείμενα, αναμνήσεις, αρχεία.

Η κινηματογράφηση αυτών των απωλειών είναι ένας τρόπος να επιμείνουμε ότι ο ίδιος ο πολιτισμός είναι ένα πεδίο μάχης και ότι η διαγραφή της Ιστορίας ενός λαού είναι εξίσου καταστροφική με την απώλεια ζωών.

Γιατί η σιωνιστική οντότητα προσπαθεί, λοιπόν, συστηματικά να σβήσει κάθε ίχνος αραβικού πολιτισμού στον Λίβανο, την Παλαιστίνη και αλλού;

Και γιατί άλλες αποικιακές/φονταμενταλιστικές δυνάμεις από τη Δύση μέχρι την Ανατολή επιχειρούν να κάνουν το ίδιο σε διαφορετικά πλαίσια;

Επειδή η κυριαρχία δεν ικανοποιείται ποτέ μόνο με τη στρατιωτική υπεροχή· επιδιώκει επίσης και συμβολική υπεροχή.

Η διαγραφή του αραβικού πολιτισμού στον Λίβανο, την Παλαιστίνη και αλλού είναι μια στρατηγική τόσο παλιά όσο και η ίδια η αποικιοκρατία:

Αν αφαιρέσεις τα πολιτιστικά, ιστορικά και γλωσσικά θεμέλια ενός λαού, κάνεις την αποστέρησή του να φαίνεται φυσική, αναπόφευκτη, ακόμη και δικαιολογημένη.

Ο πολιτισμός είναι μια μορφή κυριαρχίας. Το να καις βιβλία, να βομβαρδίζεις πανεπιστήμια, να ισοπεδώνεις γειτονιές πλούσιες σε μνήμη - αυτά δεν είναι παράπλευρες απώλειες.

Είναι σκόπιμες τακτικές που αποσκοπούν στην αποκοπή ενός λαού από το παρελθόν του.

Από την Αλγερία μέχρι την Παλαιστίνη, από τους ιθαγενείς της Αμερικής μέχρι το σημερινό Σιντζιάνγκ, δυνάμεις μεθυσμένες από την κυριαρχία ανέκαθεν στοχοποιούσαν τον πολιτισμό, τη γλώσσα και τη μνήμη.

Είναι ευκολότερο να οικειοποιηθείς τη γη όταν πρώτα σβήσεις τις ιστορίες που συνδέουν τους ανθρώπους με αυτήν.

Κι όμως, αυτή η στρατηγική αποτυγχάνει πάντα μακροπρόθεσμα, επειδή ο πολιτισμός δεν εξαφανίζεται μαζί με τα τείχη τα οποία τον στέγαζαν. Μεταναστεύει, επιβιώνει, μεταλλάσσεται, επιστρέφει.




Αφιερώνετε τις Ιστορίες «στα παιδιά που έχουν μάθει να διαβάζουν στα μάτια των ενηλίκων ό,τι οι λέξεις δεν τολμούν να πουν».

Δεν μπορώ να φανταστώ τι μπορεί να περνάει από το μυαλό της μικρής σας κόρης μετά από τέτοιες τραυματικές συνθήκες. Πώς τα βγάζει πέρα, αλήθεια;

Τα παιδιά αντιλαμβάνονται τα πάντα, ακόμα και αυτά που προσπαθούμε να κρύψουμε.

Η αντιμετώπιση δεν είναι μια μεμονωμένη πράξη. Είναι μια διαδικασία. Μιλάμε στην κόρη μας χωρίς να την κατακλύζουμε. Δημιουργούμε τελετουργίες καθησυχασμού. Την περιβάλλουμε με αγάπη, μουσική, τρυφερότητα.

Κουβαλάει μέσα της αυτήν την εμπειρία, ναι, αλλά κουβαλάει και μια εξαιρετική ανθεκτικότητα.

Η ταινία είναι εν μέρει μια προσπάθεια να τιμήσει τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά διαβάζουν τον κόσμο - όχι μέσα από τις λέξεις, αλλά μέσα από το τρέμουλο στη φωνή των ενηλίκων.

Την αφιερώνετε επίσης «στους ενήλικες που περπατούν ανάμεσα σε ερείπια, κρατώντας στα χέρια τους τα κλειδιά για σπίτια τα οποία δεν υπάρχουν πια, και που, παρά τις ανοιχτές ουλές τους, ψιθυρίζουν στην πληγωμένη γη: ό,τι έχει πέσει θα ξανασηκωθεί».

Πώς φαντάζεστε λοιπόν το μέλλον του Λιβάνου, μιας χώρας σε «κύηση», όπως αναφέρεται στο ντοκιμαντέρ σας;

Ο Λίβανος είναι μια χώρα που βρίσκεται διαρκώς σε ερείπια και διαρκώς σε ανοικοδόμηση.

Το να την αποκαλούμε χώρα «σε κύηση» δεν είναι μεταφορά: κάτι πράγματι σχηματίζεται, επώδυνα, κάτω από το βάρος της διαφθοράς, της βίας και της γεωπολιτικής ασφυξίας.

Τα ερείπια είναι πραγματικά, αλλά το ίδιο ισχύει και για την απίστευτη ζωτικότητα των ανθρώπων οι οποίοι αρνούνται να εξαφανιστούν.

Οραματίζομαι το μέλλον του Λιβάνου όπως φαντάζεται κανείς ένα παιδί που μαθαίνει να περπατάει - με αβεβαιότητα, με σκουντουφλήματα, αλλά και με ακαταμάχητη αποφασιστικότητα.

Το μέλλον δε θα προέλθει από τις πολιτικές ελίτ· θα προέλθει από την πολιτική φαντασία εκείνων οι οποίοι κρατούν τα κλειδιά των χαμένων σπιτιών, από τις γυναίκες που κρατούν ζωντανές τις κοινότητες, από τους νέους που αρνούνται τον κυνισμό.

Πιστεύω ότι η ίδια η γη θέλει να επουλωθεί και πως ο λαός -παρά τις ανοιχτές πληγές- είναι ικανός να εφεύρει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο βασιζόμενο στην αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη και τη μνήμη.

Και πώς οραματίζεστε το μέλλον της κινηματογραφίας, πειραματικής ή μη, μετά τη Γάζα και τον Λίβανο, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από άλλους πολέμους, άλλες γενοκτονίες;

Η κινηματογραφική παραγωγή θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις ηθικές, πολιτικές και αισθητικές προκλήσεις της εποχής μας με πολύ περισσότερο θάρρος.

Οι πόλεμοι στη Γάζα και τον Λίβανο σηματοδοτούν ένα σημείο καμπής: εκθέτουν τα όρια των συμβατικών μορφών ντοκιμαντέρ, την ανεπάρκεια της ουδετερότητας και την ευθύνη που φέρουμε ως δημιουργοί εικόνας.

Δεν μπορούμε πλέον να προσποιούμαστε ότι ο κινηματογράφος μπορεί να παραμείνει αποστασιοποιημένος από την καταστροφή.

Νομίζω πως το μέλλον βρίσκεται στις υβριδικές μορφές - εκεί όπου η μαρτυρία συναντά την ποίηση, η ανάλυση την ευαλωτότητα, εκεί όπου η ίδια η κινηματογραφική γλώσσα γίνεται μια πράξη αντίστασης.

Ο πόλεμος ανέκαθεν διαμόρφωνε τον κινηματογράφο, αλλά σήμερα το καθήκον είναι διαφορετικό:

Πρέπει να εφεύρουμε εικόνες οι οποίες αντιτίθενται στην προπαγάνδα,  διαφυλάσσουν τις διαγραμμένες ιστορίες και τιμούν τη θλίψη χωρίς να την εκμεταλλεύονται.

Η κινηματογραφική δημιουργία πρέπει να γίνει ένας χώρος όπου μιλούν οι φιμωμένοι, διασώζονται αρχεία και η φαντασία γίνεται πολιτική δύναμη.

Με άλλα λόγια, μετά τη Γάζα και τον Λίβανο, το σινεμά δεν μπορεί να επιστρέψει στην αθωότητα. Πρέπει να γίνει πιο πορώδες, πιο ατρόμητο, πιο υπεύθυνο - και πιο ανθρώπινο.

Eυχαριστώ θερμά τον σκηνοθέτη για τον χρόνο που μου διέθεσε, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Η ταινία του Αμπάς Φαντέλ Ιστορίες από τον πληγωμένο τόπο προβάλλεται, σε πανελλήνια πρεμιέρα, στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 14ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας την Κυριακή 14 Δεκεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (αίθουσα Α, 21:00).

Στην προβολή θα παρευρεθούν ο σκηνοθέτης Αμπάς Φαντέλ και η παραγωγός του φιλμ και σύζυγός του, Νουρ Μπαλούκ.



Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Μπρένταν Κάντι: «Η κοινοτική εμπειρία με ελκύει βαθιά, ως σκηνοθέτη και άτομο»

 


Ο 17χρονος μικροπαραβατικός Κρίστι μετακομίζει από το σπίτι μιας ανάδοχης οικογένειας σε εκείνο του αδερφού του και της γυναίκας του στο Κορκ, μέχρι να αποφασιστεί η επανένταξή του.

Αιχμηρό και τρυφερό κοινωνικό δράμα και συνάμα σπουδή χαρακτήρων μιας παραμελημένης κοινότητας της εργατικής τάξης, η ταινία του Ιρλανδού Μπρένταν Κάντι Για τον Κρίστι προβάλλεται στις αίθουσες. Συζητώντας με τον σκηνοθέτη.

Η πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία, Για τον Κρίστι, δεν αφορά μόνο τον ομώνυμο πρωταγωνιστή, το παρελθόν και το μέλλον του, αλλά και το αίσθημα του ανήκειν και της κοινότητας, με ιδιαίτερη αναφορά στο Κορκ.

Πώς σχετίζεσαι με το Κορκ, κατ’ αρχάς; Πόσο σημαντικό είναι για σένα να εμβαθύνεις σε και να εξερευνήσεις την έννοια της κοινοτικής εμπειρίας, τόσο κινηματογραφικά όσο και στην καθημερινότητά σου;

Το Κορκ είναι το σπίτι μου από κάθε άποψη. Γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ, οπότε το να γυρίσω αυτή την ταινία ήταν σαν να γράφω μια ερωτική επιστολή στον τόπο ο οποίος με διαμόρφωσε.

Η κοινοτική εμπειρία είναι κάτι που με ελκύει βαθιά, τόσο ως σκηνοθέτη όσο και ως άτομο.

Από την πρώτη μου συνάντηση με τα Kabin Studios το 2019, έχω συγκινηθεί βαθιά από το πώς η κοινότητα μπορεί να θεραπεύσει τους ανθρώπους και να αλλάξει την πορεία της ζωής τους.

Αισθάνθηκα ότι ήταν μια σημαντική ιστορία να διηγηθώ, και πως η συλλογική ενέργεια -το χιούμορ, η υποστήριξη, η δημιουργικότητα- έγιναν ο παλμός του Για τον Κρίστι.

Σε ποιον βαθμό ταυτίζεσαι, συναισθηματικά ή ταξικά, με τους χαρακτήρες σου, πρωταρχικούς και δευτερεύοντες, οι οποίοι δεν είναι απαραίτητα «περιθωριακοί», ωστόσο -λίγο πολύ- «φλερτάρουν» με το περιθώριο της ιρλανδικής κοινωνίας;

Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν μικρός, οπότε μεγάλωσα κινούμενος ανάμεσα σε δύο πολύ διαφορετικούς κόσμους.

Η μαμά μου δεν είχε πολλά και ο μπαμπάς μου είχε περισσότερα, πράγμα που σήμαινε ότι μετακινούμουν μεταξύ τάξεων χωρίς ποτέ να ανήκω πλήρως σε καμία από τις δύο.

Έπαιξα ποδόσφαιρο με παιδιά από την περιοχή στην ταινία και με παιδιά που ήταν στην πρόνοια, οπότε άνθρωποι σαν τους χαρακτήρες του Για τον Κρίστι ήταν πάντα μέρος της ζωής μου.

Πάντα είχα ενσυναίσθηση, και το γεγονός πως έγινα σκηνοθέτης το έχει μόνο βαθύνει αυτό.

Όλα αυτά μου έχουν δώσει μια πραγματική κατανόηση της προέλευσης αυτών των χαρακτήρων και μια γνήσια συναισθηματική σύνδεση με όσα περνούν.

Ο Ντάνι Πάουερ, ένας ηθοποιός ο οποίος δε μιλάει πολύ αλλά είναι διαποτισμένος με τεράστια εσωτερική δύναμη και συγκρατημένο θυμό, είναι το κύριο -αλλά όχι το μοναδικό- ατού της ταινίας.

Δεδομένου ότι η συνεργασία σας ανάγεται τουλάχιστον στη μικρού μήκους εκδοχή της φιλμ, πώς έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου; Έχετε ωριμάσει μαζί, εσείς ως σκηνοθέτης και αυτός ως ηθοποιός, στην πορεία;

Η συνεργασία με τον Ντάνι έχει υπάρξει μια από τις μεγαλύτερες χαρές της καριέρας μου.

Όταν γυρίσαμε την ταινία μικρού μήκους Για τον Κρίστι -η πρώτη του φορά στην οθόνη- ήταν ήδη μαγευτικός και με τα χρόνια έχει εξελιχθεί σε έναν ηθοποιό με απίστευτη παρουσία και συναισθηματική νοημοσύνη.

Το ένστικτό του, η βιωμένη του εμπειρία και η γενναιοδωρία του τον καθιστούν σημείο αναφοράς για ολόκληρο το καστ.

Έχω ωριμάσει πολύ κι εγώ από το μικρού μήκους φιλμ, οπότε σίγουρα έχουμε ωριμάσει μαζί, αλλά και μέσα από τα ξεχωριστά πρότζεκτ που αναλάβαμε ο καθένας μας ενδιάμεσα.




Λατρεύω τον κοινωνικό ρεαλισμό στην τέχνη, ειδικά όταν συνδυάζεται με μια συγκινητική και αιχμηρή ματιά στη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα.

Υπό αυτή την έννοια, το Για τον Κρίστι δεν παρεκκλίνει από το μονοπάτι το οποίο έχουν χαράξει ο Λόουτς και οι όμοιοί του. Πόσο κοντά νιώθεις σ’ αυτήν την κινηματογραφική προσέγγιση; Θα ήθελες να επεκταθείς στιλιστικά στο μέλλον;

Σίγουρα δεν ξεστρατίζει, αλλά τονικά κλίναμε και προς κάποιες αμερικανικές ταινίες όπως το Honey Boy.

Αγαπώ τον κοινωνικό ρεαλισμό επειδή είναι φυσικός και βασισμένος στην αλήθεια και την κοινότητα, και επειδή εκτιμά τους απλούς ανθρώπους με εξαιρετικό τρόπο.

Αλλά με ελκύουν επίσης έργα τα οποία είναι πιο λυρικά ή παιχνιδιάρικα, ή ελαφρώς έντονα, αρκεί να παραμένουν ειλικρινή.

Έχω δοκιμάσει πολλά διαφορετικά στιλ στα μουσικά μου βίντεο, οπότε είμαι ενθουσιασμένος που θα συνεχίσω να πειραματίζομαι και να προάγω τη δουλειά μου περαιτέρω.

Το φιλμ σου έκανε πρεμιέρα στο φετινό τμήμα Generation 14plus του Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου κέρδισε το Grand Prix. Ωστόσο, μου φαίνεται σαν δουλειά για ενήλικες. Πού θέτεις το όριο μεταξύ εφηβικών και ενηλίκων ταινιών;

Ναι, έτσι δείχνει, αλλά οι έφηβοι είναι απίστευτα περίπλοκοι και με λεπτές αποχρώσεις, ειδικά όταν πρέπει να μεγαλώσουν γρήγορα.

Οπότε, τα όρια μεταξύ κάποιου σαν του Κρίστι και του αδερφού του, Σέιν, μου φαίνονται εντελώς αλληλένδετα.

Γι’ αυτόν τον λόγο δε χαράσσω μια αυστηρή διαχωριστική γραμμή μεταξύ εφηβικών και ενήλικων ταινιών. Το Για τον Κρίστι επικεντρώνεται σε έναν νεαρό άνθρωπο, αλλά η συναισθηματική του αλήθεια μιλάει εξίσου έντονα και στους ενήλικες.

Για μένα είναι μια ταινία για νέους και ενήλικες, και νομίζω ότι το κοινό του τμήματος Generation 14plus -και οι έφηβοι σε όλο τον κόσμο- θα συνδεθούν μαζί της εξίσου βαθιά με τους μεγαλύτερους σε ηλικία θεατές.




Επέλεξες να δώσεις ένα ελπιδοφόρο (αν όχι «ευτυχισμένο») τέλος στο φιλμ σου. Είχατε σκεφτεί εσείς ή/και ο Άλαν Ο’Γκόρμαν, συν-σεναριογράφος, να δώσετε ένα διαφορετικό; Και αν ναι, γιατί το απορρίψατε;

Παίξαμε με μερικά διαφορετικά φινάλε, αλλά ήταν πάντα ελπιδοφόρα. Θέλαμε νέοι σαν τον Κρίστι να το δουν αυτό και να νιώσουν ότι υπάρχει ελπίδα και για αυτούς.

Όλα όσα πετυχαίνει ο Κρίστι είναι σκοπίμως μικρά και προσγειωμένα, επειδή ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες χρειάζονται μόνο μερικές μικρές αλλαγές για να αλλάξει μια ζωή.

Αισθανθήκαμε πως ήταν σημαντικό να το δείξουμε αυτό, και ειλικρινά δε βλέπαμε το νόημα να γίνουμε πιο σκοτεινοί - ο κόσμος είναι ήδη αρκετά σκοτεινός, χρειάζεται περισσότερη ελπίδα.

Ένα από τα μεγάλα συμπεράσματα το οποίο έχουμε αποκομίσει από το κοινό μέχρι στιγμής είναι το πόσοι άνθρωποι περίμεναν η ταινία να τελειώσει ζοφερά και ήταν πραγματικά ενθουσιασμένοι που αυτό δε συνέβη.

Πώς θα φανταζόσουν τους/τις προερχόμενους/προερχόμενες από την εργατική τάξη ήρωες/ηρωίδες σου σε δέκα, ας πούμε, χρόνια, δεδομένης της επικρατούσας ζοφερής παγκόσμιας κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κατάστασης;

Τους/τις φαντάζομαι να κάνουν αυτό που έκαναν πάντα οι άνθρωποι της εργατικής τάξης: να προσαρμόζονται, να επιβιώνουν και να χτίζουν μικρές εστίες χαράς και κοινότητας, παρά τις πιέσεις γύρω τους.

Ο Κρίστι θα έβρισκε ακόμα τον δρόμο του, πιθανώς βοηθώντας τους άλλους με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο βοηθήθηκε κι ο ίδιος. Ο αδερφός του μπορεί να είχε μαλακώσει. Οι γείτονες θα φρόντιζαν ακόμα ο ένας τον άλλον.

Ο κόσμος μπορεί να γίνεται πιο σκληρός, αλλά ο πυρήνας αυτών των χαρακτήρων είναι η ψυχή και η ανθεκτικότητα, και δε νομίζω πως αυτό ξεθωριάζει: αν μη τι άλλο, καθίσταται πιο απαραίτητο.

Ευχαριστώ θερμά τον σκηνοθέτη για την άμεση και ενθουσιώδη ανταπόκρισή του στο αίτημα για συνέντευξη, καθώς και για την παραχώρηση της κεντρικής φωτογραφίας.

Η ταινία του Μπρένταν Κάντι Για τον Κρίστι προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 4 Δεκεμβρίου σε διανομή της Weird Wave.



Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

Πέτρα Βόλπε: «Η δημιουργία φιλμ μπορεί να αναδείξει όσα μας ενώνουν»

 


Ξεκινώντας ως ένα νευρώδες κοινωνικοπολιτικό θρίλερ με υπαρξιακές υποδηλώσεις, η Νυχτερινή Εφημερία, η τελευταία ταινία μυθοπλασίας της Πέτρα Βόλπε, αποκαλύπτει σταδιακά το βασικό της μέλημα:

Tον αντίκτυπο της αυξανόμενης έλλειψης εξειδικευμένου ιατρικού προσωπικού στα νοσοκομεία παγκοσμίως. Εξαιρετική η Λεόνι Μπένες στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μια συζήτηση με την σκηνοθέτρια.

Μέσα από το έργο σου καταπιάνεσαι με ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, ενδυνάμωσης των γυναικών και ιστορικής μνήμης. Γιατί επιθυμείς να εξερευνήσεις ειδικά αυτούς τους άξονες;

Σίγουρα αυτά τα ζητήματα με έχουν απασχολήσει πολύ ως κινηματογραφίστρια, αλλά και ως γυναίκα και πολιτικοποιημένο άτομο.

Μεγάλωσα σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης, οπότε το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης απασχολούσε την οικογένειά μου, αλλά και την πρώιμη ενήλικη ζωή μου.

Ασφαλώς και όλα όσα σχετίζονται με τον φεμινισμό με αφορούν επειδή είμαι γυναίκα σε έναν κόσμο όπου υπάρχει πολλή αδικία έναντι των γυναικών.

Είναι πολύ συνηθισμένο το να μην παίρνουν τις νοσοκόμες, οι οποίες αποτελούν το 80% του νοσηλευτικού προσωπικού, στα σοβαρά όταν έχουν ανησυχίες ή εξεγείρονται ενάντια στις εργασιακές συνθήκες.

Μου φαίνεται πως αυτό είναι ένα ζήτημα ενδιαφέρον, που αξίζει να εξερευνήσω στις ταινίες μου.

Όσον αφορά στην ιστορική μνήμη, είναι σημαντικό να την εξετάζει κάποιος υπό το πρίσμα του παρόντος. Ιδανικά, έχουμε μάθει κάτι από την Ιστορία - ή όχι. Και τα δύο, ωστόσο, έχουν ενδιαφέρον.

Ειδικά για μια χώρα όπως η Ελβετία, οι κάτοικοι της οποίας έχουν μια εξαιρετικά αποκαθαρμένη/εξιδανικευμένη αντίληψη για τον εαυτό τους, μου αρέσει να διερευνώ αν όλοι οι μύθοι που ως έθνος καλλιεργούμε για εμάς έχουν πραγματική βάση.

Ξεκινώντας ως ένα νευρώδες κοινωνικοπολιτικό θρίλερ με υπαρξιακές υποδηλώσεις, η Νυχτερινή Εφημερία, η τελευταία σου ταινία μυθοπλασίας, αποκαλύπτει σταδιακά το βασικό της μέλημα:

Tον αντίκτυπο της αυξανόμενης έλλειψης εξειδικευμένου ιατρικού προσωπικού στα νοσοκομεία παγκοσμίως. Γιατί επέλεξες να αναδείξεις κινηματογραφικά αυτό το ζήτημα;

Η έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού στις μέρες μας με απασχολούσε εδώ και πολύ καιρό, ακόμα και πριν από την περίοδο του κορονοϊού.

Εκείνη την εποχή είχαμε όλοι πολλή επίγνωση και χειροκροτούσαμε από τα μπαλκόνια μας το νοσηλευτικό προσωπικό για την προσφορά του στο σύστημα υγείας.

Όταν πέρασε η περίοδος του κορονοϊού, η κατάσταση με το νοσηλευτικό προσωπικό έπαψε να αποτελεί θέμα της πολιτικής ατζέντας.

Κι αυτό παρότι μεγάλο ποσοστό του νοσηλευτικού προσωπικού πανευρωπαϊκά έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου ότι μια κρίση βρισκόταν προ των πυλών.

Όπως εξάλλου προείπα, δεν ήταν τυχαίο πως αυτές οι προειδοποιήσεις δεν ελήφθησαν καθόλου στα σοβαρά, καθώς προέρχονταν από γυναίκες εργαζόμενες.

Οπότε, η ταινία μας είναι μια ερωτική επιστολή στις νοσοκόμες.

Στόχος μας είναι να πολλαπλασιάσουμε την ένταση της κριτικής φωνής τους και να τους δώσουμε παρουσία και προσοχή, εφόσον πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο μας αφορά όλους ως δυνητικούς ασθενείς.

Για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά μια νοσοκόμα μπορεί συχνά να είναι το πρώτο και το τελευταίο πρόσωπο στη ζωή του.

Κι αυτό μπορεί να συμβεί σε κάθε κοινωνία, γεγονός που κατέστησε την κατάσταση του νοσηλευτικού προσωπικού πολύ ενδιαφέρον θέμα.




Πώς ερμηνεύεις το γεγονός ότι επηρεάζει ανησυχητικά ακόμη και την Ελβετία, ένα από τα ελάχιστα φαινομενικά λειτουργικά καπιταλιστικά κράτη σε παγκόσμια κλίμακα;

Νομίζω πως η Ελβετία βρίσκεται σε μια κατάσταση η οποία δεν είναι τόσο κακή όσο αυτή που επικρατεί σε άλλες χώρες.

Κατόπιν μιας λαϊκής κινητοποίησης ψηφίστηκε, εξάλλου, η βελτίωση των εργασιακών συνθηκών των νοσοκόμων στην Ελβετία

Πραγματοποιήθηκε, επίσης, μια διαδήλωση στις 22 Νοεμβρίου επειδή η ελβετική κυβέρνηση δεν έχει εφαρμόσει τα όσα ψηφίστηκαν, γεγονός το οποίο αποδεικνύει και πάλι ότι η κυβέρνηση δεν παίρνει το ζήτημα στα σοβαρά και δε δίνει προσοχή.

Πάντα υποστηρίζει πως η ύπαρξη πολλών νοσοκόμων σε μια βάρδια είναι ακριβό. Κι αυτός είναι από τους μύθους που επιμένουν να επαναλαμβάνουν.

Ίσως η πιο καταξιωμένη γερμανόφωνη ηθοποιός της γενιάς της, με προοπτικές για μια λαμπρή διεθνή καριέρα, η Λεόνι Μπένες, η πρωταγωνίστρια της ταινίας στον ρόλο μιας νοσοκόμας, είναι πράγματι μια δύναμη της φύσης.

Χτίσατε από κοινού τον ευέλικτο, δυναμικό και κατά καιρούς τόσο εύθραυστο χαρακτήρα της; Και πώς αντιμετώπισες αυτήν τη δύναμη ως σκηνοθέτρια;

Η Λεόνι πάντα λέει ότι της άρεσε αυτό το σενάριο επειδή εμπεριέχει κίνηση. Αντιμετωπίσαμε τον χαρακτήρα ως μια ηρωίδα της πραγματικής ζωής. Κάθε κίνησή της περιγράφεται όντως και με πολλή ακρίβεια στο σενάριο.

Η Λεόνι φιλοδοξούσε να βρει τον ρυθμό των νοσοκόμων.

Γι’ αυτό και διεξήγε πολλή έρευνα επισκεπτόμενη νοσοκομεία, προκειμένου να παρατηρήσει πώς μιλάνε οι νοσοκόμες στους ασθενείς ώστε να μπορέσει πραγματικά να ενσαρκώσει τον χαρακτήρα.

Αυτό, λοιπόν, που προέκυψε μπροστά από την κάμερα ήταν η επιμελής έρευνά της και η ακρίβεια του σεναρίου. Η Λεόνι έγινε, άρα, το αμάλγαμα μιας αυθεντικής νοσοκόμας.

Διέθετε, επίσης, έναν σύμβουλο, ο οποίος την συμβούλευε σαν να ήταν αθλήτρια, γα να μάθει όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες που χρειάζεται να γνωρίζει μια νοσοκόμα.

Από συναισθηματικής πλευράς, νομίζω ότι η Λεόνι είναι πολύ παρούσα σε κάθε σκηνή και κατορθώνει να υπερβεί τα όσα περιγράφονται στο σενάριο και διαμείβονται ανάμεσα στην ίδια και στους/στις συναδέλφους της ηθοποιούς.

Για μένα και τον διευθυντή φωτογραφίας το να παρακολουθούμε την ίδια καθημερινά μπροστά από την κάμερα και τον χαρακτήρα της να ζωντανεύει ήταν μια γιορτή.

Ο ρυθμός της ταινίας είναι ένα ακόμη ατού της: αρχικά στην «τσίτα» χωρίς να αφήνει τα πράγματα να ξεφύγουν, σταδιακά επιβραδύνεται, επιτρέποντας στους χαρακτήρες και στις σχέσεις τους, όσο φευγαλέες κι αν είναι, να αναπνεύσουν.

Θα ήθελα το σχόλιό σου για αυτήν την επιλογή.

Από την αρχή, ήθελα να κάνω ένα φιλμ που το ένιωθα ως μια σωματική εμπειρία.

Όταν διεξήγα και τη δική μου έρευνα, αυτό το οποίο πιο πολύ παρατήρησα στις νοσοκόμες ήταν ο απίστευτος εργασιακός ρυθμός τους. Ήθελα να αισθανθούν οι θεατές σαν να έκαναν οι ίδιοι τη βάρδια.

Όποτε όλες οι προσπάθειές μας, σε κάθε τεχνικό πόστο -από την κάμερα, τη διεύθυνση φωτογραφίας, τον σχεδιασμό του ήχου, την παραγωγή- συνίσταντο στο να δημιουργήσουμε την αδιάκοπη ροή μιας βάρδιας νοσοκόμου.

Μια τέτοια βάρδια διαρκεί οκτώ ώρες και εμείς έπρεπε να αφηγηθούμε μια ιστορία διάρκειας ενενήντα λεπτών, ώστε να προκαλέσουμε στο κοινό την ψευδαίσθηση πως συνυπάρχει με την Φλόρια επί ένα οκτάωρο.

Έπρεπε, επομένως, να αποφασίσουμε ποια σκηνή θα διαρκέσει περισσότερο, όπως για παράδειγμα εκείνη στο φαρμακείο, κατά τη διάρκεια της οποίας πρέπει να ετοιμαστούν αγωγές ενώ παράλληλα χτυπούν τρία τηλέφωνα και δύο ασθενείς περιμένουν.

Πολύ εύθραυστη κατάσταση, πολλά λάθη μπορούν να συμβούν.

Από την άλλη, έπρεπε να σκεφτούμε ποιες σκηνές θα μπορούσαν να περικοπούν χωρίς να φαίνονται ψεύτικες.

Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε σε όλα τα πεδία, και βέβαια στο μοντάζ.




Κι όμως, μέσα από «όλη την ομορφιά και την αιματοχυσία», το χάος, την απελπισία, την απώλεια, το πένθος και την ένταση αναδύεται η ενσυναίσθηση και οι χαρακτήρες αγκαλιάζουν την πιθανότητα μιας πιο αξιοπρεπούς συνύπαρξης, διαποτισμένης με αλληλεγγύη.

Τι θα χρειαστεί για να εκπληρωθούν οι προοπτικές μιας τέτοιας ύπαρξης και ποιος είναι ο ρόλος τον οποίο μπορεί να χρειαστεί να διαδραματίσει το σινεμά προς αυτήν την κατεύθυνση;

Ήθελα να αναδείξω την ανθρώπινη διάσταση του νοσοκομειακού επαγγέλματος. Οι τεχνικές παράμετροι είναι στις μέρες μας εξαιρετικά περίπλοκες.

Στην καπιταλιστική κοινωνία όπου ζούμε όλοι μετράνε πόσο χρόνος χρειάζεται για την αλλαγή μιας πάνας ή ενός ορού. Αυτό, όμως, το οποίο δεν μπορεί να μετρηθεί είναι η ανθρώπινη διάσταση του νοσοκομειακού επαγγέλματος.

Κι αυτή έχει μεγάλο αντίκτυπο στην κατάσταση υγείας του/της ασθενούς. Η σημασία του αγγίγματος, της παρουσίας, της ευγένειας, της συμπόνιας δεν αποτελούν και τόσο αντικείμενα εορτασμού στις μέρες μας.

Ζούμε σε πολύ σκληρούς καιρούς. Η ταινία μας, λοιπόν, βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της συνθήκης. Στην πραγματικότητα, διαλέξαμε αυτό που μας κάνει ανθρώπους, αυτό το οποίο μπορεί να μας δώσει ελπίδα  και να μας συνδέσει με τους άλλους.

Η δημιουργία φιλμ δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο. Μπορεί, όμως, να αναδείξει όσα μας ενώνουν ως ανθρώπους.

Ζούμε σε καιρούς απομόνωσης και κατακερματισμού. Ως κινηματογραφιστές, μπορούμε να εστιάσουμε στην αντίθετη κατεύθυνση, σε όσα μας φέρνουν κοντά και δημιουργούν αλληλεγγύη.

Οπότε σίγουρα Η Νυχτερινή Βάρδια είναι μια έκκληση και ένας εορτασμός γι’ αυτά.

Πιστεύεις (ακόμα) στη μεταμορφωτική, ακόμη και απελευθερωτική, δύναμη της τέχνης -του κινηματογράφου στην περίπτωσή μας- σε μια εποχή που σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο μας κάνουν να πιστεύουμε ότι ο ατομικισμός είναι η λύση;

Αρχίζουμε να μαθαίνουμε πως ο ατομικισμός δεν είναι η λύση. Υπάρχει πολλή λαχτάρα για σύνδεση, νομίζω.

Από την άλλη, αντιμετωπίζουμε το τέρας της καταστροφής. Καταστρεφόμαστε από χιλιάδες πράγματα. Ο διαχωρισμός γιορτάζεται και μάς επιβάλλεται.

Ως κινηματογραφίστρια, πρέπει να πιστεύω στη μεταμορφωτική δύναμη της τέχνης, κι αυτό με κάνει να συνεχίζω.

Κι αν μπορώ να συγκινήσω μερικές εκατοντάδες ανθρώπους με την τέχνη μου, αν μπορούν να αποκτούν μια άλλη οπτική για τον κόσμο, αυτό είναι ήδη μια νίκη.

Αν το φιλμ μπορεί να δημιουργήσει ασθενείς οι οποίοι δε θα είναι βίαιοι έναντι των νοσοκόμων, θα έχουν μεγαλύτερη υπομονή και θα αναγνωρίζουν το συστημικό κι όχι το προσωπικό λάθος, είναι κι αυτό ένα κέρδος για μένα.

Ελπίζω, επομένως, να αλλάξω οπτικές, να ανοίξω καρδιές και να υπενθυμίζω σε όλες/όλους μας ότι ζούμε σ’ αυτά τα εύθραυστα, θνητά σώματα. Όλα, κάποια στιγμή θα μας διαψεύσουν. Γι’ αυτό και θα χρειαστούμε μια νοσοκόμα. Ας το θυμόμαστε.

Κι όταν ψηφίζουμε για την εκλογή πολιτικών, κι όταν έχουμε την ευκαιρία να υποστηρίζουμε τις νοσοκόμες, πρέπει να το κάνουμε, γιατί οι καλύτερες εργασιακές συνθήκες για εκείνες είναι προς το καλύτερο συμφέρον μας.

Η ταινία της Πέτρα Βόλπε Νυχτερινή Εφημερία συνεχίζει να προβάλλεται για δεύτερη εβδομάδα στους κινηματογράφους σε διανομή του CINOBO.



Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

John Medeski: «H μουσική είναι πέρα από το πολιτικό, είναι μια εκδήλωση πνεύματος»

 

John Medeski (Φωτογραφία: Michael Bloom)

Ξεκίνησε να παίζει πιάνο σε ηλικία 5 ετών. Στα 12, έδωσε την πρώτη του συναυλία. Έκτοτε, ποτέ δεν έχει κάνει άλλη δουλειά.

Πρόκειται για τον John Medeski, έναν από τους σημαντικότερους τζαζ (και όχι μόνο) πιανίστες της εποχής μας. Κουβεντιάζουμε μαζί του ενόψει της συναυλίας του στο Gazarte το Σάββατο 6 Δεκεμβρίου.

Είσαι ένας από τους πιο άρτιους σύγχρονους τζαζ πιανίστες, ένας από εκείνους οι οποίοι αψηφούν είδη και ταξινομήσεις.

Αντιλαμβάνεσαι την ενασχόλησή σου με το πιάνο -και μια σειρά από πλήκτρα- ως κάλεσμα ή ήταν μια ευτυχής σύμπτωση που εξελίχθηκε σε ένα επάγγελμα πλήρους απασχόλησης;

Νομίζω ότι η μουσική ήταν πάντα ένα κάλεσμα.

Ξεκίνησα να παίζω πιάνο όταν ήμουν περίπου 5 ή 6 ετών, κάνοντας μαθήματα κλασικού πιάνου. Πραγματοποίησα την πρώτη μου επαγγελματική συναυλία στα 12 και από τότε δεν έχω κάνει ποτέ άλλη δουλειά.

Όσον αφορά τα πλήκτρα που παίζω, πάντα φανταζόμουν πως θα γινόμουν πιανίστας.

Ανακάλυψα το όργανο Hammond στα 17 μου και χώθηκα βαθιά λίγα χρόνια αργότερα, όταν έπαιξα σε μια μπλουζ μπάντα στη Βοστώνη που δούλευε 5-6 νύχτες την εβδομάδα για μερικά χρόνια.

Τα υπόλοιπα πλήκτρα εξελίχθηκαν όταν οι Medeski, Martin & Wood άρχισαν να δίνουν συναυλίες. Ξεκινήσαμε ως τρίο για πιάνο, αλλά η πρώτη μας περιοδεία ήταν δύσκολη, καθώς πολλά μέρη δεν είχαν πιάνα ή τα πιάνα ήταν κατώτερα του μετρίου.

Δοκίμασα ένα ψηφιακό πιάνο και το μίσησα. Σε αντίθεση με ένα πραγματικό πιάνο, δεν μπορείς να αποκτήσεις πραγματικά τον δικό σου ήχο.

Έτσι, όταν είχαμε μια συναυλία στο παλιό Knitting Factory, το οποίο δεν είχε πιάνο, φτιάξαμε ένα σετ με εκκλησιαστικό όργανο.

Μετά από αυτό, στα ταξίδια μας, άρχισα να επιλέγω άλλα πλήκτρα για να προσθέσω περισσότερα χρώματα στον ήχο μας. Το καθένα έγινε ένα ηχητικό σύμπαν προς εξερεύνηση, το καθένα με τη δική του προσωπικότητα.

Είναι ο πειραματισμός σου με άλλα μουσικά είδη, και κυρίως με τη φανκ, προϊόν μιας εσωτερικής δημιουργικής ανάγκης; Είναι η fusion, όταν είναι γνήσια, ένα εργαλείο για την «ανασκαφή» αχαρτογράφητων μουσικών εδαφών;

Δεν έχει να κάνει τόσο με τον πειραματισμό όσο με την επιθυμία να είμαι ειλικρινής για το ποιος είμαι, όταν μεγάλωσα, τι άκουγα και ποια μουσική ήταν στον κόσμο μου.

Υποθέτω πως είμαι ένα είδος fusion. Λατρεύω τη μουσική. Δεν έχει καμία σχέση με το στυλ ή το είδος. Είναι το πνεύμα της, οπότε μου αρέσουν πολλά είδη μουσικής και πάντα προσπαθώ να βρω τη φωνή μου σε ό,τι παίζω.

Το ξαναδούλεμα του κλασικού κομματιού του Bod Dylan, A Hard Rains A-Gonna Fall, από το ομώνυμο άλμπουμ των Hudson, είναι μια από τις καλύτερες συναντήσεις της στοχαστικής, πολιτικοποιημένης ποίησης του Dylan με το ασυμβίβαστο πνεύμα της τζαζ.

Από την οπτική γωνία ενός μουσικού, πού πιστεύεις ότι βρίσκεται το σημείο σύγκλισης της ποιητικής του Dylan και της τζαζ την οποία απολαμβάνεις/«υπηρετείς»;

Η μουσική δεν είναι μόνο μια πνευματική γλώσσα. Εκφράζει εκείνο τον χώρο μεταξύ ιδέας και συναισθήματος που καμία από τις άλλες γλώσσες μας δεν εκφράζει.

Η σύγκλιση βρίσκεται στο ίδιο το πνεύμα. Είναι δύσκολο να το εκφράσω με λόγια, ίσως και αδύνατο. Είναι κωδικοποιημένη στη γλώσσα της ίδιας της μουσικής. Ο αυτοσχεδιασμός είναι αυθόρμητη σύνθεση η οποία εκφράζει τη στιγμή για τη στιγμή.

Το τραγούδι του Dylan προσφέρει μια βαθιά πηγή συναισθημάτων και ιδεών από τις οποίες μπορεί κάποιος να αντλήσει ιδέες.

Όταν διασκευάζεις το τραγούδι κάποιου άλλου, είναι σημαντικό να έχεις κάτι νέο να εκφράσεις με αυτό, κάτι που το τραγούδι ανοίγει, όχι απλώς να το παίζεις όπως είχε συντεθεί αρχικά. Ποιο είναι το νόημα;

Το Lets go everywhere των MM&W, από την άλλη, ουσιαστικά ένα άλμπουμ παιδικής μουσικής σχεδόν σε στιλ Zappa, είναι ένας παιχνιδιάρικος φόρος τιμής σε ένα σημαντικό θύμα της διαδικασίας της ενηλικίωσης: το παιδί μέσα μας.

Σε ποιον βαθμό παραμένεις σε αρμονία/επαφή με το παιδί το οποίο κρύβεις μέσα σου και, αν ναι, μήπως η λειτουργία από την οπτική γωνία ενός παιδιού επηρεάζει και τον τρόπο με τον οποίο συνθέτεις, ερμηνεύεις και ακούς μουσική;

Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να το δει κάποιος. Από παιδική οπτική γωνία, από ένα αρχάριο μυαλό, ο Chick Corea έχει ένα τραγούδι που ονομάζεται What Game Shall We Play Today.

Δεν έχει σημασία ποια ταμπέλα χρησιμοποιούμε, το θέμα είναι να παραμένουμε συνδεδεμένοι με τον αρχικό λόγο για τον οποίο δημιουργούμε μουσική.

Αυτό είναι κάτι που κάναμε φυσικά ως παιδιά, και πολλοί άνθρωποι το χάνουν καθώς μελετούν και αναλύουν στην προσπάθειά τους να μάθουν περισσότερα.

Αλλά αυτή η οπτική δεν περιορίζεται στα παιδιά. Μπορούμε να ανακαλέσουμε τις αναμνήσεις από το πώς νιώθαμε ως παιδιά και να τις διατηρήσουμε ζωντανές καθώς δημιουργούμε σε όλη μας τη ζωή.

Από την αισθητική του εξωφύλλου μέχρι την τελευταία νότα, το A Different Time, το πρώτο σου σόλο εγχείρημα, είναι ένα στοχαστικό, ονειρικό, ρευστό, μελαγχολικό πιανιστικό tour de force.

Πόσο ονειρεύεσαι ενώ συνθέτεις - ή πριν το κάνεις;

Είναι όλα όνειρα κατά κάποιον τρόπο.

Δεν ξέρω ποια είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ονείρου και της σύνθεσης ή του αυτοσχεδιασμού. Η σύνθεση -ή το να το κάνεις αυθόρμητα, ο αυτοσχεδιασμός- είναι μια σχεδόν ονειρική κατάσταση, αλλά διαυγής.

Η δημιουργία ενός μουσικού κομματιού μπορεί να μοιάζει περισσότερο με την πραγματοποίηση ενός ονείρου.

Και πώς αντιμετωπίζεις το πέρασμα του χρόνου; Νιώθεις νοσταλγία για «διαφορετικές εποχές»;

Δεν ξέρω. Η ζωή μοιάζει με ένα εξελισσόμενο μάθημα κατανόησης του χρόνου ή της ψευδαίσθησης του χρόνου.

Υποθέτω ότι έχω μια λαχτάρα για κάποια φαντασίωση την οποία κουβαλάω για μια εποχή που ήμασταν πιο συνδεδεμένοι με τη γη, με τη δημιουργικότητά μας και ο ένας με τον άλλον.

Όταν ήμασταν λιγότερο εμμονικοί με το πόσο έξυπνοι είμαστε και πιο υπεύθυνοι για το τι βάζουμε στον κόσμο.

Παραδόξως, εμφανίζεσαι ζωντανά στην Αθήνα το Σάββατο 6 Δεκεμβρίου, ανήμερα της 17ης «επετείου» της δολοφονίας ενός 15χρονου αναρχικού εφήβου από ειδικό φρουρό στο κέντρο της πόλης.

Θεωρείς τη δημιουργία μουσικής, ανεξαρτήτως είδους, πολιτική πράξη;

Κατά τη γνώμη μου, η δημιουργία μουσικής είναι σχεδόν τα πάντα - για να μας εμπνεύσει, να μας θεραπεύσει, να μας θρηνήσει, να μας γιορτάσει, να μας μεταφέρει σε ένα κομμάτι του εαυτού μας που δεν είναι προσβάσιμο με κανέναν άλλο τρόπο.

Για μένα, η μουσική είναι πέρα ​​από το πολιτικό, είναι μια εκδήλωση πνεύματος. Αλλά το να τιμάς ένα πνευματικό μονοπάτι μπορεί να είναι μια πολιτική πράξη, υποθέτω.

Η πρόθεση είναι αυτό το οποίο καθιστά τη μουσική πολιτική πράξη. Η μουσική, ειδικά με στίχους, μπορεί να επηρεάσει ή να εμπνεύσει τους ανθρώπους να αναλάβουν πολιτική δράση.

Ο τραγικός θάνατος του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου είναι ακατανόητος. Ας ελπίσουμε πως η μουσική μπορεί να μας βοηθήσει να θεραπευτούμε και να βρούμε τη δύναμη να προχωρήσουμε μπροστά.

Ευχαριστώ θερμά τον Kevin Calabro (Calabro Music Media) για την καθοριστική συμβολή του στην υλοποίηση της συνέντευξης, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του καλλιτέχνη.

Ο John Medeski εμφανίζεται ζωντανά στο Gazarte - Main Stage! (Βουτάδων 32-34, Γκάζι) το Σάββατο 6 Δεκεμβρίου.