Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

Amaro Freitas: «Όταν ανακαλύπτω μια καινούρια ιστορία, νιώθω κάτι στην καρδιά μου»

 

Amaro Freitas (Φωτογραφία: Micael Hocherman)

Μια από τις πιο αναζωογονητικές παρουσίες της σύγχρονης τζαζ, ο Βραζιλιάνος πιανίστας και συνθέτης Amaro Freitas ανεβαίνει στη σκηνή του Gazarte τη Δευτέρα 2 Ιουνίου με το τρίο του, για να μοιραστεί μαζί μας το μουσικό του χαρμάνι.

Κουβεντιάζοντας μαζί του εν μέσω της ευρωπαϊκής περιοδείας του τρίο.

Πόσο αναζωογονητική, πρωτότυπη και συναρπαστική η μουσική σου, στ’ αλήθεια - αυτός ο συνδυασμός φρι τζαζ, βραζιλιάνικων παραδόσεων, αφρικανικών ρυθμών. Σ ευχαριστώ!

Σ’ ευχαριστώ πολύ, Γιάννη! Όμορφα λόγια.

Μ’ ενδιαφέρει η «απο-αποικιοκρατική» προσέγγισή σου στην τζαζ. Θα ήθελες να μου αναλύσεις αυτή της τη διάσταση και να μου εξηγήσεις πώς καταφέρνεις να «σπας» αυτό το «καλούπι»;

Δεν ξέρω αν καταφέρνω το «σπάω», αλλά το προσπαθώ.

Ήθελα να ζω από τη μουσική μου, ξέρεις. Οι γονείς μου είχαν λίγα χρήματα στην άκρη όταν ήμουν αγοράκι.

Στο σχολείο, δε μαθαίναμε για τους αυτόχθονες κατοίκους της Βραζιλίας, τους μαύρους, μόνο την οπτική των λευκών γι’ αυτούς.

Άρχισα, λοιπόν, να παίζω πιάνο στην εκκλησία.

Χάρη στον πατέρα σου, ο οποίος σε εισήγαγε στο σύμπαν της μουσικής.

Ακριβώς! Εκείνος με δίδαξε πιάνο κι η μητέρα μου τραγουδούσε μαζί μου.

Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσω μουσική, ανακάλυψα άλλους ρυθμούς. Τότε κυκλοφόρησα το πρώτο μου άλμπουμ, το Sangue Negro. Δημιουργώντας το, δημιούργησα και τη δυνατότητα να ζω με τη μουσική.

Όταν συμβαίνει αυτό, μπορώ και να τη μελετάω περισσότερο και να ανακαλύπτω την Ιστορία μου και την Ιστορία της γενέτειράς μου, του Ρεσίφε.

Η Βραζιλία έχει αποικιστεί από την Πορτογαλία, την Ολλανδία και -λίγο- την Ισπανία. Στη γενέτειρά μου, ωστόσο, και γενικότερα στην πολιτεία του Περναμπούκο, είναι έντονο το στοιχείο της αραβικής κουλτούρας.

Οι άνθρωποι εκεί τραγουδούν όπως οι Άραβες.

Πολύ ενδιαφέρον αυτό. Δεν ήξερα ότι υπήρχαν αραβικές επιρροές στη βραζιλιάνικη κουλτούρα.

Ο τίτλος του δεύτερου άλμπουμ μου, μάλιστα, παραπέμπει ετυμολογικά στην αραβική ρίζα του ονόματος της γενέτειράς μου, δεν έχει σχέση με την περίοδο της πορτογαλικής αποικιοκρατίας.

Την περίοδο κατά την οποία ανακάλυψα αυτήν την πληροφορία ήθελα να κάνω ένα άλμπουμ-φόρο τιμής στην πόλη μου και την πολιτεία του Περναμπούκο.

Έπαιξα, λοιπόν, αυτό το άλμπουμ σε διάφορες χώρες. Στη Νέα Υόρκη, αγόρασα ένα μπλουζάκι με ένα σύμβολο πάνω του, το Σανκόφα.

Ρωτώντας, κατόπιν, έμαθα για την ύπαρξη ενός μαύρου βασιλιά στη Βραζιλία, για τον οποίο δεν είχαμε διδαχτεί ποτέ. Ένιωσα την ανάγκη να συνθέσω ένα άλμπουμ ως φόρο τιμής στη μαύρη Ιστορία.

Η ίδια ανάγκη γεννήθηκε όταν επισκέφτηκα το Μανάους στην περιοχή του Αμαζονίου, που χαρακτηρίζεται από το ναρκεμπόριο, την αποδάσωση και την περιβαλλοντική μόλυνση, και γνώρισα τους μαύρους θεραπευτές.

Αισθάνθηκα μια σύνδεση με την περιοχή του Αμαζονίου και θέλησα να αποτίσω έναν φόρο τιμής και σ’ αυτή.

Στην περιοχή, τους ανθρώπους της, το τοπίο και όλη την ατμόσφαιρα.

Αν παρατηρήσεις προσεκτικά, τα τρία τελευταία μου άλμπουμ -σε αντίθεση με το πρώτο, του οποίου ο τίτλος είναι στα πορτογαλικά- μου δεν έχουν σχέση με την αποικιοκρατία.

Το δεύτερο έχει αραβικό τίτλο, το επόμενο αφρικανικό και το πιο πρόσφατο, ιθαγενικό. Ήθελα να δημιουργήσω πραγματική βραζιλιάνικη ταυτότητα.

Πολύ φιλόδοξο εγχείρημα, αλλά είσαι στον σωστό δρόμο ως μουσικός, νομίζω. Εμβαθύνεις ιδιαίτερα στις παραδόσεις και τις ιστορίες των ανθρώπων τις οποίες εξερευνάς και, κατά κάποιον τρόπο, αναπαράγεις μέσω της μουσικής σου.

Όταν ανακαλύπτω μια καινούρια ιστορία, νιώθω κάτι στην καρδιά μου.

Για παράδειγμα, συνέθεσα το Vila Bela, έναν φόρο τιμής στην Tereza de Benguela, μια ηγέτιδα της περιοχής Vila Bela da Santissima Trinidade στην πολιτεία του Μάτο Γκρόσο.

Έκλεισα τα μάτια μου, την σκέφτηκα, την ευχαρίστησα για όσα είχε κάνει κι άρχισα να παίζω στο πιάνο.

Όταν, πάλι, ακούς το τελευταίο μου άλμπουμ, ακούς έναν τροπικό ήχο παιγμένο με ένα prepared πιάνο, αλλά όχι με τον τρόπο του John Cage, ο ήχος του οποίου δεν έχει καρδιά ή τροπικά στοιχεία.

Παίζω τροπικό prepared πιάνο κι αυτό το παίξιμο έχει ομοιότητες με τους θρύλους της περιοχής του Αμαζονίου και του Βορρά της Βραζιλίας.

Οι περισσότεροι κάτοικοι της Βραζιλίας δε γνωρίζουν αρκετή Ιστορία, ούτε ενδιαφέρονται να επισκεφτούν τον Αμαζόνιο και να μάθουν γι’ αυτόν. Οι Βραζιλιάνοι έχουν βραχεία μνήμη.

Πιστεψέ με, δεν έχουν μόνο οι Βραζιλιάνοι βραχεία μνήμη ή ελάχιστη γνώση της Ιστορίας τους ή της Ιστορίας άλλων λαών!

Και, πολλοί άλλοι, δυστυχώς, ανά τον κόσμο. Δεν είστε μόνοι σας σ’ αυτό, άρα. Η άγνοια είναι οικουμενική τάση.

(Γέλιο).

Μόνο πιάνο ονειρευόσουν να παίξεις πάντα, ή είχες σκεφτεί να δοκιμάσεις και κάποιο άλλο όργανο;

Παίζω απλά πιάνο, και το αγαπώ. Όταν είμαι σπίτι, μελετάω καθημερινά πέντε με έξι ώρες, γιατί μαθαίνεις μέσω της εξάσκησης.

Όταν βρίσκομαι σε περιοδεία, όπως συμβαίνει αυτό το διάστημα, ζητάω από τον ηχολήπτη μου να κάνει περισσότερα soundcheck, ώστε να έχω περισσότερο χρόνο για εξάσκηση και συγκέντρωση για τις συναυλίες.

Στην εποχή μας, έχουμε τη δυνατότητα να μάθουμε μουσική με διαφορετικούς τρόπους.

Είσαι πολύ νέος, πολύ ταλαντούχος, κάνεις περιοδείες και καταφθάνεις στην Αθήνα για μια συναυλία τη Δευτέρα 2 Ιουνίου. Συναρπαστική προοπτική. Σε συναρπάζει κι εσένα;

Έχω παίξει μια φορά στη Θεσσαλονίκη, αλλά θα είναι η πρώτη μου συναυλία στην Αθήνα.

«Είδα πως θα παίξεις στο Gazarte», μου είπε η φίλη μου η Arooj Aftab, «πολύ ωραίος χώρος».

Είναι τιμή για μένα που θα παίξω και θα μοιραστώ τη μουσική μου, συνδέοντας τους ανθρώπους. Αυτό είναι το σημαντικό.

Η μουσική συνδέει διαφορετικούς ανθρώπους: έχω τη ζωή μου στη Βραζιλία, έχεις τη δική σου στην Αθήνα, άλλοι στην Ιταλία, τη Νορβηγία ή τη Γαλλία, αλλά η μουσική μάς φέρνει κοντά.

«Αμάρο, σ’ ευχαριστώ πολύ για τη μουσική σου. Μπορώ να σ’ αγκαλιάσω;» με ρωτάνε μετά από συναυλίες. «Αμάρο, αγαπάμε εσένα και τη μουσική σου», μού λένε άλλοι.

Μόνο με τη μουσική συμβαίνει αυτό.

Ευχαριστώ θερμά τον Laercio Costa, μάνατζερ του Amaro Freitas, για την πολύτιμη συμβολή του στην υλοποίηση της συνέντευξης και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του καλλιτέχνη που συνοδεύει το κείμενο.

To Amaro Freitas Trio εμφανίζεται ζωντανά τη Δευτέρα 2 Ιουνίου στο Gazarte - Main Stage (Βουτάδων 32-34, Γκάζι). Ώρα προσέλευσης: 20:00. Ώρα έναρξης: 21:00.

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Sophie Lies: «Άργησα να συστηθώ με τον ενήλικα μέσα μου»

 

Sophie Lies (Φωτογραφία: Stephie Grape)

Μια από τις πιο ιδιοσυγκρασιακές και εξελισσόμενες παρουσίες της εγχώριας ποπ σκηνής, η Sophie Lies συμμετέχει στην πρώτη μέρα του Rudu Fest, το οποίο διεξάγεται στον χώρο του ΠΛΥΦΑ στις 13 και 14 Ιουνίου.

Συστηνόμαστε μαζί της με τη βοήθεια των στίχων της.

«H Sophie ζει στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στο Πέραμα, μία συνοικία του Πειραιά. Γράφει τραγούδια συχνά», διαβάζω στο λιτό, σχεδόν κρυπτικό, «βιογραφικό» σου. Θα ήθελες να γράφεις τραγούδια συχνότερα;

Η αλήθεια είναι πως αυτό το «βιογραφικό» έχει διατηρηθεί, αλλά σήμερα νιώθω πως η ταυτότητα έχει αλλάξει.

Ήταν το πρώτο βιογραφικό σημείωμα της Σόφι και τότε είχε μεγάλη ανάγκη να πει από πού έρχεται. Κυριολεκτικά. Σήμερα αισθάνεται μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και δε χρειάζεται να χωρέσει (απαραιτήτως) σε μια γεωγραφία.

Όσο για τη συχνότητα της δημιουργίας, όχι, δε θα ήθελα να γράφω συχνότερα. Θα ήθελα να γράφω καλύτερα, πιο αυθεντικά, πιο ειλικρινά, πιο αυθόρμητα.

Αυτού του τύπου οι προσδοκίες και απαιτήσεις, θεωρώ πως δεν εκλείπουν ποτέ. Και για να μην εκλείψουν ποτέ, προϋποθέτουν μια παράδοση στη ροή του χρόνου.

«Είμαστε μεγάλα παιδιά πια από πανεπιστήμια και ωδεία/ Κάνουμε γιόγκα και μουσική και ψυχοδραματοθεραπεία/ Μιλάμε αργά, συνειδητά, βρίζουμε λίγο έτσι απλά για τη φάση/ Μα εγώ κάτι άλλο θέλω να πω κι όλο κάνω πως τοʼχω ξεχάσει».

Γιατί κάνεις πώς το’ χεις ξεχάσει;

Όταν έγραψα τα Μεγάλα Παιδιά, ένιωθα πολύ μεγάλη την απόσταση από αυτό που βίωνα στην πραγματικότητα μέσα μου κι από αυτό που τελικά φανέρωνα.

Νομίζω πως ο στίχος «κάνω πως το’ χω ξεχάσει» είναι μια ειλικρινής στιγμή, που παραδέχεται αυτό ακριβώς. Άλλο λέω, άλλο θέλω, άλλο κάνω.

«Κι ό,τι μου πρόσφερε χαρά, τώρα το βλέπω νʼ αρρωσταίνει». Σχήμα λόγου ή έτσι ένιωθες όταν έγραφες το τραγούδι;

Αυτός ο στίχος φέρει μεγάλη λύπη και απόγνωση στο φορτίο του. Είναι μια αλήθεια για μένα αυτό, έχω περάσει πολύ χρόνο μέσα στη μελαγχολία και τη θλίψη.

Ευτυχώς, υπήρξαν οι συνιστώσες και οι συνθήκες στην ζωή μου, ώστε να γίνει αυτός ο μπλε μελαγχολικός τόπος της θλίψης μια φωλιά και μια δημιουργική μετουσίωση. Αλλά ο δρόμος προς τη χαρά, τότε, ήταν πολύ μακρύς.

«Κλείνοντας τα μάτια μας, στου μυαλού τη ζάλη μας/ ό,τι αληθινό μας πετάει στο κενό/ Κλείνοντας τα μάτια μας, στου μυαλού την πλάνη μας/ όλα μας τραβάν στο χορό, στο χορό, στο χορό». Τι αντλείς από τον χορό;

Α καλά, λατρεύω τον χορό. Χορεύω πάρα πολύ. Και χορεύω καλύτερα με συγκεκριμένους χορευτικούς παρτενέρ, φίλους μου, που το απολαμβάνουμε πολύ και ο χορός σε συγκεκριμένα τραγούδια έχει γίνει πολύ σημαντικός για τη σχέση μας.

Και φυσικά, το Τανγκό, το τραγούδι στο οποίο συναντάμε αυτόν τον στίχο που αναφέρεις, είναι ένα ερωτικό τραγούδι, με την έννοια ότι είναι ένα τραγούδι ακριβώς για αυτό, για το σχετίζεσθαι, για το «μαζί». It takes two to tango, που λέμε.

«Κι από εδώ πάνω τώρα όπως σας κοιτάζω, αγωνιώ μα όλο το κρύβω, το σκεπάζω, μην καταλάβετε ποτέ πως στʼ όνειρό μου, πολύ φοβάμαι μήπως βρω τον εαυτό μου». Γιατί να φοβάται κάποιος να βρει τον εαυτό του στα όνειρα;

Προσωπικά, ο ύπνος έχει υπάρξει μεγάλη αναμέτρηση. Από την πολύ μικρή ηλικία ήταν φορτωμένος με άγχος και εφιάλτες, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μια κατάσταση ξεκούρασης.

Ο ύπνος, θέλει άφημα, παράδοση - για να σε ξεκουράσει χρειάζεται να μοιάζει με βουτιά σε μια αγκαλιά. Λέμε, «παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα» και περιγράφουμε έτσι τον πιο γαλήνιο ύπνο.

Οπότε, ξαναδιαβάζοντας τώρα τον στίχο, μπορώ να πω πως σίγουρα φοβόμουν τον ύπνο γενικότερα. Τώρα, όπως το ρωτάς, σκέφτομαι πως το όνειρο είναι στην πραγματικότητα η επιθυμία μας μεταμορφωμένη.

Νομίζω πως ήθελα να πω ότι φοβάμαι να φανερώσω -κι έτσι να αντιμετωπίσω- αυτό που βαθιά μέσα μου επιθυμώ, αυτό που είμαι.

«Μοιάζει να λέω πως η πραγματικότητα δε με αφορά. Ίσως να φταίει το ότι διανύουμε αυτή την εποχή όπου η σκέψη μετατόπισε το κέντρο, τον πυρήνα, την ελπίδα, την πιο ενστικτώδη μας ορμή, λίγο πιο κει». Πού εντοπίζεις τoν πυρήνα;

Έχει πλάκα γιατί η απάντηση στην ερώτησή σου υπάρχει ήδη μέσα στον στίχο. Η στίξη αυτού του στίχου είναι [...] η σκέψη μετατόπισε το κέντρο, τον πυρήνα: την ελπίδα - την πιο ενστικτώδη μας ορμή, λίγο πιο κει.

Σήμερα δε θα έβαζα την λέξη «ελπίδα» στον πυρήνα, αλλά το νόημα παραμένει περίπου ίδιο. Θα έβαζα τη λέξη «σχέση» ή την «πίστη».

Τι βρίσκεται στην «άλλη πλευρά της συνήθειας», για να δανειστώ τον τίτλο του σαφώς πιο ώριμου συνθετικά δεύτερου άλμπουμ σου; Το/την αποζητάς ή σε τρομάζει;

Νομίζω πως τη σκαλίζω, την ψαχουλεύω. Σκέφτομαι τη συνήθεια τόσο ως την αιτία που καταλήγουμε να είμαστε κάτι, αλλά και ως τον λόγο που θέλουμε να σταματήσουμε να είμαστε αυτό το κάτι.

Είναι ένα νόμισμα διπλής όψης. Ξεβολεύομαι-νιώθω ασφαλής, ρισκάρω-αποδέχομαι, ανατρέπω-οικειοποιούμαι, ταξίδι-σπίτι. Επιτέλους, μπορώ να αναγνωρίζω ότι και τα δύο είναι πολύτιμα. 

«Τραβάω τη μάσκα μου αργά ως το σαγόνι/ τρομοκρατία είναι η σκέψη ‘είμαστε μόνοι’». Είναι. Είμαστε, όμως, (και) μόνοι, έτσι δεν είναι; Αναζητάς τον εαυτό σου και σε συλλογικές διαδικασίες οποιουδήποτε τύπου;

Πράγματι είμαστε και μόνες, μόνοι, μόνα. Ενδεχομένως να μπορούσαμε να πούμε ότι είμαστε κυρίως αυτό. Αλλά η υπαρξιακή αναμέτρηση της μοναξιάς μας είναι μια άλλη συζήτηση.

Ο στίχος αναφέρεται στην αλληλεξάρτηση εντός της κοινότητας και στην υποτίμηση της δύναμης των δεσμών μας, των συλλογικών έργων, στο ψέμα που βολεύει πολύ τον εξουσιαστικό λόγο πως «καθένας και η μοίρα του».

Δεν αναζητώ τον εαυτό μου σε συλλογικές διαδικασίες οποιουδήποτε τύπου γιατί δεν θεωρώ πως οι συλλογικότητες φύσει προάγουν τον λόγο που με αφορά.

Οι ομάδες είναι σύνθετο φαινόμενο και σίγουρα δεν έχουν όλες κοινές αφετηρίες, στόχους και τρόπο ρύθμισης.

«Κάθε μέρα τερματίζουν οι μονάδες μας/ κι όλα εντός μας επιστρέφουν σα μανάδες μας/ μα εμείς φτιάχνουμε καινούριο λεξιλόγιο/ αντλώντας απ’ την Μπάτλερ και το πιο βαθύ υπόγειο».

Διάβαζα αυτές τις μέρες το Ποιος φοβάται το φύλο; Από τα πιο σημαντικά βιβλία των τελευταίων χρόνων. Τι σε γοητεύει περισσότερο στον λόγο και τη σκέψη τ@ Μπάτλερ;

Ότι φέρνει τον Άλλο πάντα μέσα στο παιχνίδι. Παλεύει να τον κρατήσει εκεί, όσο δύσκολο κι αν είναι.

Ότι μιλάει για το πένθος, για το φύλο, για τη σεξουαλικότητα, για την ιστορία, για τη μάθηση, για τη λογοτεχνία, για, για, για, πάντα μιλώντας για τη σχέση πρώτα.

Η σχέση με τον άλλον. Τον άλλο έξω μου, μέσα μου, πριν από μένα, μετά από μένα, γνωστό, ξένο, εχθρό, φίλο.

Η ηθική που πρεσβεύει είναι ένα λουλούδι που ανθίζει ακόμη και στο σκοτεινότερο μέρος. Αγαπώ τον λόγο που φέρει - με έχει διαμορφώσει.

«Μα όσες μας μάθαν οι αλάνες να γελάμε/ με μια πέτρα στο στομάχι τραγουδάμε». Έπαιζες σε αλάνες μικρή; Κι αν ναι, τις νοσταλγείς;

Ναι, έπαιζα! Είχα αυτή την τύχη! Είχαμε φτιάξει και δεντρόσπιτο. Δεν μπορώ να πω ότι νοσταλγώ τις αλάνες, όμως, ως παρελθούσα παιδική ανάμνηση. Ωστόσο, συχνά νοσταλγώ την ελευθερία του δρόμου.

«Είναι οι λέξεις που θα δείξουνε τον τρόπο/ όχι οι πράξεις (όπως όλοι τους νομίζουν)». Εμπιστεύεσαι τις λέξεις (σου); Δε συνιστά κι ο λόγος πράξη;

Νομίζω πως αυτός ο στίχος είναι φόρος τιμής στην αγάπη μου για τη γλώσσα.

Και επειδή, φυσικά έχεις δίκιο, ο λόγος συνιστά πράξη, νομίζω ότι βοηθάει (αν θέλουμε να το σκεφτούμε όπως το σκέφτομαι εγώ - δεν είναι και απαραίτητο) να σκεφτούμε τις λέξεις ως το εργαλείο της ποίησης, της γλώσσας, της ψυχανάλυσης.

Ο στίχος χτίζει αυτή την αντίθεση για να πει πως ο ποιητικός λόγος έχει μεγάλη δύναμη, ενίοτε μπορεί να είναι πιο αληθινός από τον κυριολεκτικό.

«Τα παιδιά μου τα θλιμμένα με κοιτούν/ κι εγώ εμένα». Πώς τα πας με την παιδικότητα;

Ε, όπως τα περισσότερα άτομα της γενιάς μου, έτσι κι εγώ, άργησα να συστηθώ με τον ενήλικα μέσα μου. Γιατί η ενήλικη εαυτή μου είναι αυτή που μπορεί να «τα πάει κάπως» με παιδικότητα, όχι το παιδί. Με δυσκολεύει, για να είμαι ειλικρινής.

Ευτυχώς, όμως, όσο περνάει ο καιρός μαθαίνω να παίζω ως ενήλικας περισσότερο.

«Στο υποσυνείδητο ποντάρω τα λεφτά μου/ στην ενατένιση, τη φύση, τον Κορτές». Αποδίδει το «ποντάρισμα»;

Φουλ!

«Όπως μπερδεύονται οι κλωστές στα γόνατά μας/ παραπατώντας διεκδικούμε ισορροπία». Κι αν καμιά φορά σπάμε ποδαράκια;

Αυτός ο στίχος είναι εμπνευσμένος από το Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη του Σεφέρη. Λέει κάπου: «Τα πόδια μας μπερδεύονται στις κλωστές που δένουν τις καρδιές μας». Το να σπάμε ποδαράκια είναι τραυματικό, δεν το θέλουμε.

Αλλά μπορεί οι κλωστές κάποτε να χαλαρώσουν τόσο που να μοιάζουν με αυτό το παιχνίδι που παίζαμε στο δημοτικό με το λάστιχο.

Υπήρχε ο φόβος της πτώσης, φυσικά, αλλά κατά βάση ήταν διασκεδαστικό και είχε πλάκα, είχε ζωή και ανάμνηση, παιχνίδι και φίλες - άξιζε το ρίσκο της σαβούρας.

Ευχαριστώ την Sophie Lies για την έμπνευση και τον χρόνο της, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της που συνοδεύει το κείμενο.

H Sophie Lies ανεβαίνει στην καλοκαιρινή σκηνή του Rudu Fest την Παρασκευή 13 Ιουνίου, στον χώρο του ΠΛΥΦΑ (Κορυτσάς 39, Βοτανικός). Οι πόρτες ανοίγουν στις 19:30.

Πληροφορίες φεστιβάλ:

Rudu Fest Athens 2025 - Open Air

Παρασκευή 13 & Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Day 1 | 13 Ιουνίου 2025

Usurum, Sophie Lies, Κωστής, Σταύρος Τσαντές, Σταύρος Άλλος

Day 2 | 14 Ιουνίου 2025

Μικρός Κλέφτης, Katohos, Το Σφάλμα, Αeon, MI55T w/ Crashoverride

Link ηλεκτρονικής προπώλησης εισιτηρίων:

RUDU FEST ATHENS 2025 - OPEN AIR | Εισιτήρια online! | More.com

Ία Γένμπεργκ: «Προσπαθώ να γράφω τις μέρες που δε με κυριεύει η απελπισία για τον κόσμο»

 

Ία Γένμπεργκ (Φωτογραφία: Sara Mac Key)

Πυρετώδες αλλά ακριβές, το υποψήφιο για το Booker International 2024 μυθιστόρημα της Σουηδής συγγραφέως Ία Γένμπεργκ, Οι λεπτομέρειες, είναι μια «ωδή» στη ζωή, την απώλεια, την ταυτότητα, τη μνήμη και τη γραφή.

Συζητώντας με την συγγραφέα με αφετηρία την κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά.

Θολώνοντας τα όρια μεταξύ απομνημονευμάτων και μυθοπλασίας, το Οι λεπτομέρειες είναι το πρώτο μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί στα ελληνικά.

Πρόκειται για μια «ωδή» στη ζωή, την απώλεια, την ταυτότητα, τη μνήμη και, ουσιαστικά, στην ίδια τη διαδικασία της γραφής. Συνελήφθη εξ αρχής σ’ αυτό το πλαίσιο;

Δεν ξέρω αν πραγματικά θολώνω τα όρια - το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι μυθοπλασία.

Αφετηρία ήταν μια πολύ ζωντανή ανάμνηση στην οποία καταδύθηκα ξαφνικά την άνοιξη του 2020, όταν είχα πυρετό λόγω κορονοϊού, και βάσει αυτής της εμπειρίας άρχισα να γράφω τις Λεπτομέρειες, αλλά χωρίς να ξέρω πού θα με οδηγούσε.

Έτσι, το βιβλίο δεν αφορά σε εμένα ως άνθρωπο. Θα ήταν απίστευτα βαρετό. Αλλά φυσικά βασίζομαι στις δικές μου εμπειρίες και συναντήσεις στη συγγραφή. Νομίζω ότι όλοι οι συγγραφείς το κάνουν αυτό.

Το βιβλίο εξιστορείται σε πρώτο πρόσωπο από μια ανώνυμη γυναίκα που θυμάται θραύσματα της προηγούμενης ζωής της ενώ βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι λόγω υψηλού πυρετού.

Ποια είναι η σχέση μεταξύ των αλλοιωμένων καταστάσεων συνείδησης, συμπεριλαμβανομένων των παθολογικών, και της διαδικασίας της γραφής;

Προσπαθώ πάντα να εκμεταλλεύομαι στο έπακρο τον πυρετό, ειδικά αν είναι γύρω στους 38°C. Είναι μια καλή θερμοκρασία για να φτάσει κανείς σε άλλα βάθη μέσα στον εαυτό του και να βρει ιδέες οι οποίες ξεπερνούν λίγο τα συνηθισμένα όρια.

Πιστεύω πως ο πυρετός βοηθά να χαλαρώσει ο συνηθισμένος έλεγχος - είναι πιο εύκολο να θυμηθεί κάποιος συναισθήματα και ευκολότερο να συνδεθεί με τα πιο σκοτεινά μέρη του εαυτού του.

Αλλά δεν έχω καταφέρει ποτέ να γράψω ενώ είχα πυρετό. Αυτή η εργασία γίνεται καλύτερα όταν είσαι νηφάλια/-ος, υγιής και κάθεσαι όρθια/-ος σε μια καρέκλα.

Σύμφωνα με το Focus Vif, είναι επίσης «ένα μυθιστόρημα βουτηγμένο στη νοσταλγία». Και στη μελαγχολία, θα έλεγα. Πώς καταφέρνετε να χρησιμοποιείτε τη νοσταλγία και τη μελαγχολία ως εργαλεία, χωρίς να σας κυριεύουν;

Δε νομίζω ότι υπάρχει πολλή νοσταλγία με την έννοια της λαχτάρας για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Ωστόσο, υπάρχει πολλή μελαγχολία στο βιβλίο. Η μελαγχολία είναι ένα είδος έντονης επίγνωσης του χρόνου που περνά, ένας στοχασμός για το ίδιο το πέρασμα του χρόνου.

Για μένα, αυτή η μελαγχολία είναι συνδεδεμένη με τον τόνο με τον οποίο έγραψα την ιστορία - είναι ένα είδος ελεγείας.

Ένα άτομο που θυμάται προηγούμενες σχέσεις με ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι πλέον παρόντες - φυσικά, θα υπάρξει κάποια μελαγχολία!

Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να γράφεις για συναισθήματα και στο να γράφεις με συναίσθημα. Προσωπικά, δε με ενδιαφέρει να γράφω για συναισθήματα. Προσπαθώ να μην ονοματίζω κανένα συναίσθημα, απλώς να το απεικονίζω.

Το να έχεις συναισθήματα στη γραφή σου είναι κάτι άλλο - πιστεύω πως είναι σημαντικό και δίνει ζωή και ενέργεια στο κείμενο.

Προσωπικά συγκινήθηκα γράφοντας τα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, τα οποία αφορούν διαφορετικά είδη απώλειας. Αλλά το κλάμα είναι μέρος της δουλειάς μερικές φορές.

«[Η Γιοχάνα] έλεγε ότι η ολοκλήρωση αυτού που κάνεις είναι ένας τρόπος να κρατάς ανοιχτό τον δρόμο για το μέλλον, να δείχνεις αυτό που λέμε ‘καθαρό μητρώο’», αναλογίζεται η αφηγήτρια.

Έχει σημασία αν δεν ολοκληρώνουμε κάθε «έργο» το οποίο μπορεί να έχουμε ξεκινήσει;

Υπάρχει μια διαφορά στο πώς η αφηγήτρια και η Γιοχάνα σχετίζονται με τη ζωή.

Η αφηγήτρια είναι αρκετά ικανοποιημένη και όχι πολύ προσανατολισμένη στον στόχο, ενώ η Γιοχάνα έχει περισσότερη σκληρότητα και, ως εκ τούτου, κάνει σημαντική πρόοδο στην καριέρα της.

Μάλλον μοιάζω περισσότερο με την αφηγήτρια, αν και δεν είμαι τόσο τεμπέλα.

Η αφηγήτρια, για παράδειγμα, δε θα μπορούσε ποτέ να ολοκληρώσει τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος - αυτό απαιτεί μια συγκεκριμένη ποσότητα πειθαρχίας, την οποία δε φαίνεται να έχει.

«Μερικά βιβλία τείνουν να μένουν βαθιά στο μεδούλι πολύ καιρό αφότου οι λεπτομέρειες και τα ονόματα έχουν ξεχαστεί», επισημαίνει, αναφερόμενη κυρίως στον Πολ Όστερ.

Πέρα από την «έντονη απλότητά του» ποια είναι τα στοιχεία του αφηγηματικού του ύφους που θεωρείτε απαραίτητα;

Ο Όστερ έχει έναν τόνο που μου αρέσει πολύ και προσπαθώ πάντα να τον μιμούμαι. Το κείμενο φαίνεται να ξέρει ακριβώς πού πηγαίνει, αλλά χωρίς να βιάζεται.

Είναι δύσκολο να γράψεις με τόση ακρίβεια χωρίς να κάνεις τα πράγματα περίπλοκα. Είναι δύσκολο να γράψεις τόσο απλά.

«Το να ασχολείσαι μεθοδικά και με σύστημα με παράλογες υποθέσεις προσφέρει μια κάποια ελπίδα επιτυχίας σε αποστολές που είναι πραγματικά απελπιστικές», συνειδητοποιεί.

Υπάρχει κάτι το οποίο σας απελπίζει στη συγγραφή ή/και στην καθημερινότητα; Και αν ναι, ποια είναι η διέξοδός σας;

Αυτή τη στιγμή, είναι δύσκολο να γράψεις μυθοπλασία.

Υπάρχουν υπερβολικά πολλά στον πραγματικό κόσμο -στη σημερινή εφημερίδα, στις ειδήσεις στην Τηλεόραση και στο Ραδιόφωνο, σε συζητήσεις με ανήσυχους συνανθρώπους- που κάνουν όλη τη μυθοπλασία να φαίνεται ασήμαντη.

Είναι σαν να έχει μεγαλώσει πολύ το χάσμα μεταξύ των ιστοριών που εμφανίζονται στον υπολογιστή μου και του κόσμου στον οποίο φαντάζομαι να προσγειώνονται.

Η μυθοπλασία είναι πολυτέλεια και αυτήν τη στιγμή, φαίνεται ότι δεν μπορούμε να αντέξουμε την οποιαδήποτε πολυτέλεια. Είμαστε πολύ πιο χαμηλά στο τρίγωνο, στη βάση, ασχολούμαστε με τα θεμελιώδη πράγματα. Δημοκρατία. Ελευθερία.

Προσπαθώ, λοιπόν, να γράφω τις μέρες που δε με κυριεύει πολύ η απελπισία για τον κόσμο.

«Ζούμε τόσες πολλές ζωές μέσα στη ζωή μας, ζωές μικρότερες με ανθρώπους που έρχονται και πάνε, με φίλους που εξαφανίζονται, παιδιά που μεγαλώνουν και ποτέ δεν καταλαβαίνω ποια από τις ζωές αυτές έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα», αναρωτιέται.

Είναι αυτή η αβεβαιότητα απελευθερωτική ή εκφοβιστική;

Είναι μια λυτρωτική σκέψη. Είμαι εντελώς αντίθετη στο να βλέπω τη ζωή ως μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, με αιτίες και συνέπειες, όπου το ένα προκύπτει από το άλλο.

Πιστεύω πως η κατάσταση είναι πολύ πιο χαοτική από αυτό, το να ερμηνεύουμε τις ζωές μας, να παλεύουμε απελπισμένα για να τα ταιριάξουμε όλα.

Όταν αυτή η προσπάθεια αποτυγχάνει, και απλώς μένουμε όρθιοι με όλα τα μικρά μας πράγματα σε ένα χάος, υπάρχει μια διαφάνεια που είναι πολύ ενδιαφέρουσα από λογοτεχνική άποψη.

«Αυτοί που αναζητούν κάτι σοβαρά όλο και κάτι βρίσκουν τελικά, αν βέβαια η αναζήτηση είναι πραγματική, αν βασίζεται σε πραγματική επιθυμία να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του», «συμπεραίνει» αλλού.

Τι αναζητάτε και τι βρίσκετε (ή όχι) μέσα και και μέσα από τη λογοτεχνία, τόσο ως συγγραφέας όσο και ως αναγνώστρια;

Δε νομίζω ότι η μυθοπλασία πρέπει να εκπληρώνει κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, να είναι καλή, να παρέχει γνώση ή να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους.

Αλλά νομίζω πως μας προσφέρει περισσότερες οπτικές στη ζωή και περισσότερες λέξεις με τις οποίες να περιγράψουμε ορισμένες σκέψεις και συναισθήματα, βοηθώντας μας να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας.

Η αναγνώριση, είτε γίνεται μέσω της ανάγνωσης είτε της συνομιλίας, είναι πολύ παρηγορητική.

Κάποιος που είναι δυστυχισμένος όντας ερωτευμένος και διαβάζει την Σαπφώ μπορεί να σκεφτεί: κι εγώ. Είναι σαν να βάζεις το δικό σου πόδι σε ένα αποτύπωμα δύο χιλιάδων ετών στην άμμο την οποία άφησε το δικό της.

«Και εγώ», «Εκείνη επίσης»: είναι πραγματικά μόνο η λογοτεχνία και οι ανθρώπινες συναντήσεις που μπορούν να έχουν αυτό το αποτέλεσμα σε έναν άνθρωπο.

Το μυθιστόρημά σας λειτουργεί επίσης διακριτικά ως «tableau vivant» μιας συγκεκριμένης εποχής, ενώ χαρτογραφεί τις κοινωνικές αλλαγές στη Σουηδία τις τελευταίες τρεις περίπου δεκαετίες.

Ποιες από αυτές τις κοινωνικές αλλαγές έχουν αφήσει το πιο ορατό αποτύπωμα μέχρι στιγμής;

Αυτό που είναι πιο εντυπωσιακό για τη δεκαετία του ’90 είναι ότι ήταν μια σύγχρονη εποχή από κάθε άποψη, αλλά όχι ακόμα ψηφιακή.

Αυτό σήμαινε πως οι άνθρωποι πράγματι μιλούσαν μεταξύ τους πρόσωπο με πρόσωπο, κανόνιζαν τους χρόνους επικοινωνίας πολύ νωρίτερα ή κάθονταν στο σπίτι περιμένοντας ένα τηλεφώνημα από ένα συγκεκριμένο άτομο.

Μπορούσαν επίσης εύκολα να χάσουν τα ίχνη του άλλου σε μια ουρά μπαρ ή σε ένα μουσικό φεστιβάλ.

Επιπλέον, χάνονταν συνεχώς από το οπτικό πεδίο σου - πήγαιναν στην Ινδία, άλλαζαν αριθμούς τηλεφώνου ή μετακινούνταν χωρίς να σου το πουν.

Σήμερα, είναι δύσκολο να τους ξεφορτωθείς, ακόμα κι αν το θέλεις. Όλοι εμφανίζονται σαν φαντάσματα στα feed των άλλων.

Από λογοτεχνική άποψη, είναι πιο ενδιαφέρον να γράφεις για τη δεκαετία του ’90 από από το να γράψεις για κάποιον, στο σήμερα, που επικοινωνεί ενημερώνοντας το Instagram του.

Το Οι λεπτομέρειες έχει κερδίσει σημαντική κριτική αποδοχή και έπαινο. Πώς αξιολογείτε την αποδοχή και τον έπαινο ως άτομο το οποίο περιηγείται στον κόσμο της λογοτεχνίας;

Είναι διασκεδαστικό να προσεγγίζεις ανθρώπους με ένα βιβλίο και να συναντάς αναγνώστες σε πολλές διαφορετικές χώρες.

Είχα επίσης την ευκαιρία να περάσω χρόνο με ξένους συγγραφείς, μεταφραστές και εκδότες, κάτι που με δίδαξε πολλά και μου έδωσε μερικές νέες προοπτικές. Αλλά δε νομίζω ότι με επηρεάζει πολύ ως άτομο.

Στον κόσμο της λογοτεχνίας, η επιτυχία είναι συχνά κάπως τυχαία και τείνει να περνά γρήγορα, επομένως δε χρειάζεται να ασχοληθείς υπερβολικά μ’ αυτήν.

Ευχαριστώ θερμά την Melissa Häger (Salomonsson Agency) για την πολύτιμη συμβολή της στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Ία Γένμπεργκ Οι λεπτομέρειες κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση του Γρηγόρη Ν. Κονδύλη.



Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Gilles Bourdos: «Το ζήτημα της ηθικής είναι στην καρδιά της σκέψης του σκηνοθέτη»

 

Gilles Bourdos (Φωτογραφία: Βαγγέλης Πατσιαλός)

Μια συνάντηση με τον Γάλλο σκηνοθέτη Gilles Bourdos, με αφορμή την προβολή στις αίθουσες της ταινίας του Η Απόφαση, ενός σφιχτοδεμένου υπαρξιακού θρίλερ για την επιλογή, την ευθύνη και την οφειλή, με πρωταγωνιστή τον Βενσάν Λιντόν.

Η Απόφαση είναι μια ταινία για την επιλογή, την ευθύνη και την οφειλή. Σας ενδιαφέρουν αυτά τα ζητήματα και ως σκηνοθέτη και ως άνθρωπο/κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο;

Απολύτως!

Οι ταινίες μου αφορούν σε θέματα για τα οποία δεν έχω απάντηση και που με συγκινούν. Έχω πολλές φορές αναρωτηθεί τι θα έκανα σε μια παρόμοια κατάσταση. Επειδή, λοιπόν, δεν ήξερα τι να απαντήσω, ήθελα να κάνω αυτό το φιλμ.

Βρίσκετε απαντήσεις μέσα από τον κινηματογράφο στα ερωτήματα τα οποία κατά καιρούς θέτετε στον εαυτό σας;

Τα θέματα που με απασχολούν με βοηθούν να ζήσω κι οι ταινίες είναι ένα είδος εμβάθυνσης σ’ αυτήν την προβληματική κάθε φορά.

Έχω την αίσθηση πως όταν φτιάχνω αυτά τα φιλμ, με αλλάζουν ως άνθρωπο. Κατασκευάζω ταινίες, και με κατασκευάζουν κι εκείνες από την πλευρά τους.

Πέραν των προαναφερθέντων κεντρικών αξόνων, νομίζω ότι η ταινία αφορά και στον έλεγχο, ειδικά στον έλεγχο μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας, και πιο συγκεκριμένα μέσω της χρήσης του κινητού τηλεφώνου.

Θα ήθελα να μου σχολιάσετε το ζήτημα του ελέγχου και τον ρόλο τον οποίο διαδραματίζει η σύγχρονη τεχνολογία στην καθημερινότητά μας ως ανθρώπων.

Τη δεκαετία του 1970 δε θα μπορούσε να γυριστεί ένα τέτοιο φιλμ. (Γέλιο).

Το ουσιώδες που αναδεικνύεται μέσα από την ταινία είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να αποσυνδεθεί από τα κοινωνικά δίκτυα και τη σύγχρονη τεχνολογία.

Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται κλεισμένος μέσα σ’ ένα γυάλινο κουτί, ένα αυτοκίνητο που μετακινείται, και έχει την αυταπάτη πως είναι συνδεδεμένος με τον υπόλοιπο κόσμο.

Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι συνδεδεμένος πολύ επιφανειακά.

Υπάρχει, ωστόσο, κι ένας τρίτος πρωταγωνιστής στο φιλμ, ο οποίος είναι το φως. Θεωρώ ότι είναι το σημαντικότερο κινηματογραφικό γεγονός μέσα στην ταινία.

Γιατί;

Κάθε σκηνοθέτης, όταν φτιάχνει ένα φιλμ, έχει μέσα του αρχέγονες εικόνες: από την παιδική ηλικία του και τις ευαισθησίες, τα όνειρα ή τους εφιάλτες του εκείνης της περιόδου.

Όταν ήμουν παιδί, στη δεκαετία του ’70, ο μπαμπάς μου, που εργαζόταν στους αυτοκινητόδρομους της Γαλλίας με σκοπό τον έλεγχο του φωτισμού, με έπαιρνε μαζί του και βρισκόμουν μισοξαπλωμένος σε μια ημι-ονειρική κατάσταση.

Αυτό το οποίο έβλεπα συνεχώς ήταν να περνάει το φως και να αλλάζει καθώς κινείτο το αυτοκίνητο. Στην ταινία δεν υπάρχει ένα σταθεροποιημένο φωτεινό σημείο, αλλάζει συνέχεια.

Με το φως δεν υπάρχει κανενός είδους μονιμότητα. Αυτό θέλω να τονίσω.

Ο ίδιος ο ήρωας, πάλι, είναι ακίνητος, μέσα στο μπετόν, κινούμενος διαρκώς.

Κινούμενος διαρκώς εξωτερικά και -κυρίως- εσωτερικά.

Οι δύο αυτές κινήσεις συναντιούνται.

Ο πρωταγωνιστής αρχικά φαίνεται στιβαρός, σαν να θέλει να κρατήσει την κατάσταση υπό τον έλεγχό του.

Κατόπιν, σιγά σιγά σχηματίζονται «ρωγμές» και στον δικό του χαρακτήρα και, προς το τέλος της ταινίας, είναι σαν να «ξανασυναρμολογείται». Έχουμε, τελικά επιλογές στη ζωή μας; Κι αν ναι, τι μας εμποδίζει από το να τις υλοποιήσουμε;

Όλη η ταινία περιστρέφεται γύρω από τα ζητήματα της ηθικής και της ευθύνης, έτσι δεν είναι;

Μέχρι πού μπορεί κάποιος να φτάσει καταστρέφοντας την ίδια του τη ζωή για να ολοκληρώσει κάτι το οποίο ο ίδιος θεωρεί δίκαιο; Αυτό το ερώτημα θέτουν τόσο το φιλμ όσο και εγώ.

Ο πρωταγωνιστής είναι διατεθειμένος να χάσει τα πάντα -την σύζυγό του, τη δουλειά του, ακόμα και τα παιδιά του-, προκειμένου να υπερασπιστεί κάτι που ο ίδιος θεωρεί δίκαιο. Δεν ενδιαφέρεται για την γυναίκα η οποία θα γεννήσει το μωρό του.

Καθένας μας, άρα, θέτει συνεχώς το ζήτημα της ηθικής ευθύνης στη ζωή του.




Σε ό,τι σας αφορά, πώς τοποθετείστε ηθικά έναντι του κινηματογράφου και των θεατών;

Το ζήτημα της ηθικής τίθεται ευρύτερα στους εργασιακούς χώρους και είναι στην καρδιά της σκέψης του σκηνοθέτη. Ιδίως από τότε που εμφανίστηκε το κίνημα #MeToo οι σχέσεις εξουσίας κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων συζητιούνται συχνά.

Ωστόσο, ο πρωταγωνιστής της ταινίας είναι εξουσιαστικός απέναντι στους κοντινούς ανθρώπους.

Όλα του διαφεύγουν, όμως!

Η εξουσιαστική διάσταση του χαρακτήρα του τον κάνει λιγότερο συμπαθή, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον.

Απολύτως!

Βιώνει την αυταπάτη ότι μπορούμε να τα ελέγξουμε όλα.

Το φιλμ τελειώνει μ’ έναν ανακουφιστικό, καθησυχαστικό, λυτρωτικό -ας πούμε- τρόπο. Ως θεατής, θα ανέμενα μια ανατροπή - κυριολεκτική και μεταφορική. Είχατε σκεφτεί το ενδεχόμενο ενός διαφορετικού τέλους σ’ αυτήν την ιστορία;

Το τέλος είναι πολύ ανοιχτό σε ερμηνείες.

Έχουμε έναν άνθρωπο ο οποίος έχει πάρει την απόφαση να κινηθεί από το σημείο α στο σημείο β κι έχει αναλάβει την ευθύνη της επιλογής του. Στο τέλος, έχει πια ακινητοποιηθεί. Αυτό το τέλος ήθελα να δώσω.

Η Απόφαση έχει μια έντονη θεατρική ποιότητα. Αγαπάτε, παρακολουθείτε και θέατρο; Έχετε ποτέ σκεφτεί να ασχοληθείτε με τη συγγραφή θεατρικών κειμένων ή τη σκηνοθεσία θεατρικών παραστάσεων;

Το έκανα λίγο σ’ αυτήν την ταινία.

Θέλησα να επεξεργαστώ το συγκεκριμένο κείμενα με τα λιγότερα δυνατά κινηματογραφικά εργαλεία. Σε επίπεδο αναλογίας, είναι όπως όταν έχεις σε μια παράσταση έναν ή δύο ήρωες, ένα τραπέζι, μία καρέκλα επί σκηνής. Τίποτε άλλο.

Όλα παίζονται γύρω από αυτήν τη μινιμαλιστική προσέγγιση.

Στην Απόφαση υπάρχει μια πραγματική, και ταυτόχρονα μια αφηρημένη διαδρομή. Ποτέ δεν ξέρουμε ποιο είναι το δρομολόγιο - και δεν είναι αυτή η ουσία. Δεν ήθελα να κάνω μια απλή αναπαραγωγή της πραγματικότητας.

Αυτό που μ’ ενδιαφέρει ως σκηνοθέτη είναι να επιβάλω τα ίχνη της δικής μου άποψης πάνω σε μια πραγματικότητα.

Η συνέντευξη με τον Gilles Bourdos πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 25ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδος, όπου η ταινία του έκανε την ελληνική πρεμιέρα της.

Ευχαριστώ θερμά την Σταματίνα Στρατηγού από το Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδος για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Η ταινία του Gilles Bourdos Η Απόφαση προβάλλεται στους κινηματογράφους σε διανομή της Spentzos Film.