Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

Κούκλα: «Στα Βαλκάνια εξακολουθούν να υπάρχουν ομοφοβία και τρανσφοβία»

 

Κούκλα (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Η καθημερινότητα τριών κολλητών φιλενάδων στη Σλοβενία που καταπιέζονται από τον κοινωνικό κομφορμισμό ανατρέπεται όταν γνωρίζουν την Φάνταζι, μια χειραφετημένη τρανς γυναίκα. Μαζί, ξεκινούν ένα ταξίδι αυτοανακάλυψης.

Αιχμηρό, τρυφερό και παιχνιδιάρικο, το Φάνταζι, μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Σλοβένας σκηνοθέτριας και μουσικού Κούκλα, προβάλλεται στο πλαίσιο του 66ου ΦΚΘ. Μια συνάντηση με την καλλιτέχνιδα.

Με συγκίνησε το Φάνταζι, το μεγάλου μήκους σου ντεμπούτο σου, το οποίο πριν από λίγη ώρα παρακολούθησα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο.

Γιατί, κατ’ αρχήν, αποφάσισες να συμπεριλάβεις τον χαρακτήρα μας τρανς γυναίκας, της Φάνταζι, που λειτουργεί ως καταλύτης για τη χειραφέτηση των δύο άλλων πρωταγωνιστριών, αλλά ίσως και για τη δική της;

Η Φάνταζι ήταν ήδη παρούσα ως χαρακτήρας προς το τέλος το μικρού μήκους φιλμ μου Sisters, το οποίο μετεξελίχθηκε σε μεγάλου. Η ηθοποιός που την υποδυόταν ήταν απλώς διαφορετική.

Επειδή, όμως, το Φάνταζι είναι μια ερωτική ιστορία, ήθελα η ηθοποιός να έχει χημεία με τις συμπρωταγωνίστριές της, ιδίως με την Mιχριέ (Sarah Al Saleh).

Η ιδέα γι’ αυτόν τον χαρακτήρα εμφανίστηκε πριν από δέκα χρόνια, καθώς ερευνούσα το φαινόμενο των ορκισμένων παρθένων στην Αλβανία και το Μαυροβούνιο.

Επειδή στους τόπους καταγωγής τους δεν έχουν απομείνει ή δε γεννιούνται πολλοί άνδρες, οι γυναίκες αυτές υιοθετούν την ανδρική ταυτότητα, αναγνωρίζονται από τους πατεράδες τους όσο λιγότερο θηλυκές είναι και πολλές μισούν τη θηλυκότητά τους.

«Τι θα μπορούσε, λοιπόν, να συμβεί αν μια ορκισμένη παρθένα συναντούσε μια τρανς γυναίκα στα Βαλκάνια;» αναρωτήθηκα.

Εμπνεύστηκα και έχω επηρεαστεί, εξάλλου, από την καλλιτέχνιδα Σαλομέ, την πρώτη τρανς γυναίκα που αποκαλύφθηκε ως τέτοια δημοσίως στη Σλοβενία.

Είναι Σλοβένα;

Στην πραγματικότητα είναι κροατικής καταγωγής, αλλά ζει και δημιουργεί στη Σλοβενία. Το όνομά της σημαίνει «ειρήνη» και ο συμβολισμός του μου φαίνεται πολύ δυνατός.

Στα Βαλκάνια εξακολουθούν να υπάρχουν ομοφοβία και τρανσφοβία. Είναι πολύ παρούσες.

Όχι μόνο στα Βαλκάνια.

Παντού.

Ήθελα μεν να μιλήσω για τα Βαλκάνια, αλλά και να παρουσιάσω αυτήν την κατάσταση ως μια οικουμενική εμπειρία. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν ονοματίζω την πόλη από την οποία κατάγονται οι τρεις χαρακτήρες. Θα μπορούσε να βρίσκεται σχεδόν παντού.

Η υποκρισία μού δίνει στα νεύρα στα Βαλκάνια. Η ομοφοβία και η τρανσφοβία είναι μεν παντού, αλλά τα μέιλ σχεδόν όλων των γκέι και των τρανς φίλων μου είναι γεμάτα με μηνύματα από τέτοιους ανθρώπους, με ρομαντικό όμως χαρακτήρα.

Όντως;

Οπότε στην πραγματικότητα περισσότεροι άνθρωποι από όσοι συνειδητοποιούμε δε ζουν την αλήθεια τους. Γιατί, επομένως, να μη σκεφτόμαστε και να μην αισθανόμαστε λιγάκι πιο ανοιχτά;

Το κύριο ζήτημά μου, ωστόσο, είναι εκείνο της ταυτότητας, ιδίως της γυναικείας, καθώς και της θέσης της γυναίκας. Η ταυτότητα είναι κάτι πολύ ρευστό.

Σύμφωνα με την Σιμόν ντε Μποβουάρ, «Γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι». Κι αυτό ισχύει. Ήθελα να εξερευνήσω το γυναικείο βλέμμα.

Μπορούμε να κοιτάξουμε τις εαυτές μας μέσα από το δικό μας πρίσμα; Όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, τι ή ποιαν στην πραγματικότητα βλέπουμε; Τι πραγματικά θέλουμε; Αυτά ήταν τα αφετηριακά ερωτήματά μου.

Τόσο πολλές γυναίκες ούτε καν ξέρουν τι επιθυμούν.




Πράγματι, οι δύο από τους κεντρικούς χαρακτήρες της ταινίας σου -εξαιρουμένης της Φάνταζι- ενστικτωδώς θα ήθελαν να κινηθούν προς μια άλλη κατεύθυνση -χωρικά, κοινωνικά, ψυχικά-, αλλά δεν έχουν τον τρόπο να την ανακαλύψουν.

Ακριβώς. Επίσης, δεν έχουν και το κουράγιο, σε αντίθεση με την Φάνταζι, η οποία διένυσε ένα πολύ δύσκολο μονοπάτι για να βρεθεί στο σημείο που βρίσκεται τώρα.

Μερικές φορές, χρειαζόμαστε παραδείγματα ανθρώπων οι οποίοι είναι γενναίοι, ξέρεις. Κατόπιν, μπορούμε ίσως κι εμείς να είμαστε οι εαυτές μας.

Και οι τρεις χαρακτήρες προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα: εθνοτικά, γλωσσικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικοοικονομικά. Τι ήθελες να αποτυπώσεις μέσω της ποικιλομορφίας των χαρακτήρων;

Αυτό στην πραγματικότητα ανάγεται στην προσωπική μου ιστορία.

Για κάποιους ανθρώπους, η Σλοβενία είναι μια αλπική Αυστρία σε μικρογραφία.

Εγώ, πάλι, τη βλέπω ως μια διασπορά της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ως έναν τόπο όπου συνυφαίνονται πολλές γλώσσες, πολιτισμοί, θρησκείες.

Έτσι μεγάλωσα, έτσι μεγάλωσαν και  πολλές από τις ηθοποιούς του φιλμ.

Εντοπίζω πολλή ομορφιά στο γεγονός αυτό, επειδή στη Σλοβενία η ενσωμάτωση έχει, σε έναν βαθμό, συμβεί. Μπορούμε τώρα όντως να απολαύσουμε ο ένας τον πολιτισμό του άλλου και να αγκαλιάσουμε τις διαφορές μας.

Την ομορφιά αυτής της ποικιλομορφίας ήθελα ν’ αγκαλιάσω και με την ταινία μου, αλλά και να δείξω τι σημαίνει να είσαι μετανάστρια δεύτερης γενιάς σε μια χώρα.

Νοσταλγείς κάτι που δεν ξέρεις, το οποίο οι γονείς σου είχαν εξιδανικεύσει, σαν έναν φανταστικό ομφάλιο λώρο, αλλά είχαν εξιδανικεύσει μια χώρα η οποία ίσως δεν υπάρχει πια.

Αυτό μπορεί να σε κάνει να νιώθεις χαμένη, αλλά ίσως σε βοηθήσει να βρεις την προσωπική σου ελευθερία και να σκέφτεσαι εκτός πλαισίου, επειδή δεν είσαι «κλειδωμένη» σε μια εθνική ταυτότητα.

Σε σαγηνεύουν οι χώροι -αστικοί και ημιαστικοί, κυρίως-, κι αυτό είναι αισθητό στο Φάνταζι. Μιλήσέ μου για τη σαγήνη αυτή και για τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται με το όραμά σου ως σκηνοθέτριας.

Προσπαθώ να βλέπω τους χώρους ως σύμβολα σχέσεων ή διανοητικών και συναισθηματικών καταστάσεων και να τους υπερβαίνω.

Το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων έγινε στην Ιταλία.

Στην Τεργέστη.

Η τοποθεσία μοιάζει, όμως, πολύ με τα μπρουταλιστικά οικιστικά μπλοκ της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Μου άρεσε κυρίως γιατί έχει τη μορφή τετραγώνου. Όπου γυρίσεις να κοιτάξεις υπάρχει τοίχος. Σαν να βρίσκεσαι σε φυλακή.

Το δωμάτιο της Γιάσνα, για παράδειγμα, είναι σχεδόν άδειο. Αυτό δείχνει τι σημαίνει να βιώνεις κατάθλιψη.




Δε νιώθεις σαν στο σπίτι του ούτε καν στον προσωπικό σου χώρο.

Είναι σαν μουσείο σου.

Ο χώρος της Φάνταζι, από την άλλη, είναι μια φανταστική χώρα. Αυτό είναι το όμορφο με τους ανθρώπους οι οποίοι επιλέγουν να ζήσουν την αλήθεια τους, ότι φαίνεται παντού.

Φέρει μια παιχνιδιάρικη, ζωντανή διάσταση, κι όχι με την κοριτσίστικη «ροζ» έννοια. Ένα κεντρικό μου οπτικό μέλημα ήταν πώς να σχεδιάσω τη μετάβαση από το γκρίζο του τσιμέντου στο λιλά του χώρου της Φάνταζι.

Κατά τη διάρκεια του Q&A στο Σαράγεβο κάνατε και οι τέσσερίς σας πολύ λόγο για την αίσθηση αδερφοσύνης που βιώσατε στη διάρκεια των γυρισμάτων. Είναι το σινεμά ένας τόπος στον οποίο μια τέτοια αίσθηση μπορεί να βιωθεί;

Η δημιουργία ταινιών είναι σαν ψυχική ασθένεια, σαν εμμονή. Τρυπώνει κάτω απ’ το δέρμα σου και δύσκολα ξεφεύγεις από αυτήν.

Περνάς πολύ χρόνο με τους συνεργάτες και τις συνεργάτριές σου, και συνδέεσαι πραγματικά. Για εμάς, ωστόσο, πήγαινε πολύ πέρα από αυτό.

Όλοι μάς ρωτάνε για τα βραβεία, αλλά το πιο σημαντικό βραβείο για εμάς, σε προσωπικό επίπεδο, ήταν η δημιουργία της ταινίας. Στ’ αλήθεια ωριμάσαμε μέσα από αυτήν τη διαδικασία.

Νωρίτερα, αναφέρθηκες στη νοσταλγία. Εσύ, αισθάνεσαι νοσταλγία για το γιουγκοσλαβικό παρελθόν, σου είναι αδιάφορο, το έχεις ξεπεράσει;

Δε  νοσταλγώ την πρώην Γιουγκοσλαβία, ήθελα όμως να αποδώσω έναν φόρο τιμής στις ρίζες μου.

Το Κρούσεβο, στη Βόρεια Μακεδονία, στο οποίο πραγματοποιήθηκε μέρος των γυρισμάτων, είναι ο τόπος καταγωγής της μητέρας μου. Το δε σπίτι που βλέπεις στην ταινία είναι το σπίτι του παππού και της γιαγιάς μου.

Είναι, επομένως, αντανάκλαση της προσωπικής σου ιστορίας.

Πηγαίνοντας σταδιακά περισσότερο στη Βόρεια Μακεδονία απαλλάχτηκα από το το αίσθημα ντροπής για τη χώρα.

Ιδίως κατά τη δεκαετία του 1990 η βαλκανική κληρονομιά ήταν συνυφασμένη με πολλή ντροπή.

Κάποιοι, μάλιστα, για παράδειγμα φωτογράφοι -όχι καταγόμενοι από τα Βαλκάνια-, έβγαλαν χρήματα αποτυπώνοντας πολεμικά μνημεία που σ’ εμάς προκαλούσαν ντροπή.

Επιπλέον, σχεδόν όλα τα άτομα τα οποία συμμετείχαμε στη δημιουργία του φιλμ προερχόμαστε από χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αλλά αυτό συνέβη με πολύ φυσικό τρόπο.

Κατά τη μεταβατική περίοδο που οδήγησε στη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών, αντιλαμβανόσουν την επιθυμία να γίνουμε Δυτικοί.

Επειδή δε μολύνθηκα από τον εθνικισμό, μπορούσα να δω την ομορφιά στις ρίζες την οποία κάποιοι μπορεί να έχουν ξεχάσει.

Ήθελα, λοιπόν, να αναδείξω τη διάσταση των ριζών στο πολιτισμικό επίπεδο και να δω προς ποια κατεύθυνση μπορούμε να κινηθούμε από εδώ και πέρα επαναπλαισιώνοντάς τις.

Μια τελευταία ερώτηση: θα μπορούσε, τελικά, να μην υπάρχει καθόλου η Φάνταζι, να είναι απλώς η προβολή των πιο ενδόμυχων -αλλά όχι ανοιχτά ομολογημένων- επιθυμιών και αναγκών των υπόλοιπων χαρακτήρων;

Πολύ καλή ερώτηση, και ήθελα να τη σκεφτούν οι θεατές του φιλμ!

Κάποιες φορές, όταν συναντάς ανθρώπους κι αυτοί βγαίνουν απ’ τη ζωή σου γρήγορα, δεν ξέρεις τι πραγματικά συνέβη ή αν ήταν πραγματικά εκεί. Είναι σαν τυφώνας.

Οι προβολές μπορεί να αφορούν σε ανθρώπους, ιδέες ή -μερικές φορές- σε ένα χρυσό πουλί στον ουρανό.

Η συνέντευξη με την σκηνοθέτρια πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο, όπου οι πρωταγωνίστριες του φιλμ έλαβαν το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας (Τμήμα Διεθνούς Διαγωνιστικού Μυθοπλασίας).

Ευχαριστώ θερμά το Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ, και ιδιαιτέρως την Ντιάνα Ζίβκοβιτς, για την πολύτιμη συμβολή τους στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Η ταινία της Κούκλα Φάνταζι προβάλλεται, σε ελληνική πρεμιέρα, στο πλαίσιο του Τμήματος Meet the Neighbors+ του 66ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (30/10-9/11), παρουσία της σκηνοθέτριας.

Η πρεμιέρα πραγματοποιείται την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου (αίθουσα Φρίντα Λιάππα, 19:45) και η επαναληπτική προβολή την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου (αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη, 12:45).



Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

Στέλιος Μωραϊτίδης: «Η Ιστορία αφορά το συλλογικό, όχι το ατομικό»

 


Η Ιστορία ως συλλογικό απωθημένο/τραύμα βρίσκεται στον πυρήνα της πυκνής και υπαινικτικής μικρού μήκους ταινίας του Στέλιου Μωραϊτίδη, Οι λύκοι επιστρέφουν.

Βραβευμένη στο φετινό Φεστιβάλ Δράμας, προβάλλεται και στο πλαίσιο του 66ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (30/10-9/11). Μια κουβέντα με τον δημιουργό της.

To Οι λύκοι επιστρέφουν, η πιο πρόσφατη μικρού μήκους δουλειά σου που παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ Δράμας, θα μπορούσε να διαβαστεί ως η επιστροφή ενός συλλογικού απωθημένου;

Ο τίτλος θα μπορούσε να διαβαστεί με δύο διαφορετικούς τρόπους, τους οποίους δέχομαι χωρίς ο ίδιος να έχω μία απάντηση.

Για κάποιους θεατές, πρόκειται για την επιστροφή ενός συλλογικού απωθημένου, ενός συλλογικού τραύματος. Σ’ αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο τα ξεθαμμένα κόκαλα αποτελούν μια μεταφορά.

Από άλλους, διαβάζεται ως μια αναφορά στις αρχές που ξαναθάβουν το τραύμα όταν αυτό βγαίνει και πάλι στην επιφάνεια

Προσωπικά, δεν αποκλείω καμία από τις δύο αναγνώσεις.

Μ’ αρέσει τα έργα να έχουν μια ανοιχτή ανάγνωση - όχι απαραίτητα ένα ανοιχτό τέλος. Όταν κλείνουν με έναν τρόπο που ενθαρρύνει τον θεατή να σκέφτεται για ώρα μετά την προβολή.

Σκέψου πόσο αδύναμο ως φιλμ θα ήταν το Οι λύκοι..., αν αναφερόταν μόνο στους ομαδικούς τάφους της περιόδου του Εμφυλίου, μολονότι η νύξη είναι σαφής.

Μπορεί ένα ανοιχτό τέλος ως αφηγηματική επιλογή να εξελιχθεί και σε λύση ευκολίας, ακόμα και μανιέρα;

Πάντα μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, γιατί σε γλιτώνει από τη δυσκολία να δώσεις απαντήσεις ως δημιουργός.

Από την άλλη, πόσα και πόσα έργα -λογοτεχνικά, κινηματογραφικά και άλλα- δε διαθέτουν μια γλώσσα η οποία προτείνει διαφορετικές διαδρομές τις οποίες ως θεατής μπορεί κάποιος να ακολουθήσει εγκεφαλικά;

Σε κάθε περίπτωση, σε ενδιαφέρει ιδιαιτέρως η εξερεύνηση της Ιστορίας, η ανάπλασή της, η καταβύθιση σ’ αυτήν. Γιατί είναι τόσο σημαντική για σένα η ενασχόληση με την Ιστορία τόσο στο κινηματογραφικό πεδίο όσο και ευρύτερα;

Αν δε γνωρίζουμε την Ιστορία ή τη γνωρίζουμε παραποιημένη, δεν μπορούμε να παλέψουμε για μια κοινωνία καλύτερη από αυτήν στην οποία ζούμε και να φτιάξουμε ένα καλύτερο μέλλον.

Το να γνωρίζουμε, λοιπόν, την Ιστορία μάς βοηθά να καταλάβουμε, έστω και σε έναν βαθμό, πώς διαμορφωθήκαμε και πως καταλήξαμε στην τρέχουσα κατάσταση, και άρα να προχωρήσουμε προς μια καλύτερη κατεύθυνση βάσει της οπτικής μας.

Και ως κινηματογραφιστές υποθέτω.

Ως νέος άνθρωπος που κάνω ταινίες, βασικός μου στόχος για πολλά χρόνια ήταν να παρακολουθώ παλιά φιλμ, γιατί νομίζω ότι τα πάντα έχουν ειπωθεί.

Αν, επομένως, κάποιος εξετάσει τόσο τις πιο κλασικές όσο και τις πιο πειραματικές ταινίες, θα εντοπίσει εκεί τα περισσότερα εργαλεία της κινηματογραφικής γλώσσας και θα βρει την απάντηση στο πώς να φτιάξει και τη δικιά του γλώσσα.

Γιατί, κατά τη γνώμη σου, υπάρχει μια απροθυμία πολλών συνομηλίκων ή και νεότερων ηλικιακά συναδέλφων/συναδελφισσών σου να καταπιαστούν με την Ιστορία στη μυθοπλαστική τους αφήγηση;

Για μένα, αυτό δεν αφορά μόνο στον κινηματογράφο, αλλά έχει να κάνει συνολικά με την κοινωνία.

Αφ’ ενός, ζούμε σε μια εποχή ακραίου ατομικισμού, εντός της οποίας είναι πολύ δύσκολο να ασχοληθείς με το συλλογικό και πολύ πιο εύκολο να καταπιαστείς με το προσωπικό σου τραύμα. Η Ιστορία, όμως, αφορά το συλλογικό, όχι το ατομικό.

Αφ’ ετέρου, για τους ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν ακόμα ενηλικιωθεί στην περίοδο της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων η πολιτική σκέψη είναι κάτι που τους φαίνεται παντελώς αδιάφορο και έχει εκμηδενιστεί με έναν κυνικό τρόπο.

Δεν ενδιαφέρονται και τόσο για τη συλλογική και την πολιτική ύπαρξη της κοινωνίας, γεγονός τραγικό, κατά τη γνώμη μου.




Η ανάγκη να υπάρχεις και να λειτουργείς πολιτικά βρίσκεται στον πυρήνα της ενασχόλησης σου και με το συγκεκριμένο φιλμ;

Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τους Λύκους... την περίοδο της καραντίνας.

Κλεισμένος στο σπίτι και λόγω του ότι είχα νεογέννητο παιδί, παρακολουθούσα τα ρεπορτάζ για την επίθεση της αστυνομίας σε πολίτες στην πλατεία της Νέας Σμύρνης τον Μάρτιο του 2021.

Με «έτρωγε» όλο μου το είναι, σκεφτόμουν πως δε γίνεται να ζούμε τέτοιες καταστάσεις και να μη μιλάμε πολιτικά, να μην έχει ό,τι κάνουμε πολιτικό πρόσημο.

Στην τελική, το οφείλουμε απέναντι στα παιδιά μας. Όντας πλέον πατέρας δύο παιδιών, θέλω, όταν μεγαλώσουν, να μπορώ να τα κοιτάω στα μάτια. Και όταν διαβάσουν για την τραγική περίοδο του Covid, θα μπορώ να τους πω ότι τουλάχιστον προσπάθησα.

Έτσι όπως έχει εξελιχθεί ο κόσμος, ως καλλιτέχνες έχουμε ανάγκη να κάνουμε έργα που έχουν και πολιτικό λόγο.

Την έχω κι εγώ αυτήν την ανάγκη ως θεατής και απογοητεύομαι όταν η πολιτική διάσταση απουσιάζει και από φεστιβάλ στα οποία παρουσιάζονται αρκετές ταινίες.

Μια τέτοια απουσία συνιστά, επομένως, αντανάκλαση και μιας ευρύτερης κοινωνικής δυναμικής/τάσης ή της έλλειψής της. Έτσι δεν είναι;

Φυσικά. Από την άλλη -για να είμαστε υπερβολικά αυστηροί-, πολλά διαφορετικά έργα μπορεί να έχουν πολιτικές αναγνώσεις.

Το αντιλήφθηκα και στο φετινό Φεστιβάλ Δράμας παρακολουθώντας ταινίες που δεν ήταν καθαρά πολιτικές ως προς τη θεματολογία τους, αλλά ενείχαν την κριτική στον τρόπο με τον οποίο είναι θεσμοθετημένη η κοινωνία.

Κι ο Φελίνι, άλλωστε, ήταν πολιτικός, χωρίς να το δηλώνει σαφώς.

Επιστρέφοντας, ωστόσο, στο γιατί δεν καταπιανόμαστε πιο συχνά με την Ιστορία και την πολιτική, είναι και επειδή είναι δύσκολο να δημιουργήσουμε ένα έργο που να είναι και πολιτικό και καλό.

Ίσως οι εκάστοτε δημιουργοί ή οι δημιουργικές ομάδες να μην έχουν καν κατασταλαγμένη πολιτική αντίληψη ή -εφόσον έχουν- να μην μπορούν να τη μετασχηματίσουν σε κάτι αξιόλογο καλλιτεχνικά.

Είναι πολύ εύκολο να θέλει κάποιος να κάνει κάτι πολιτικό και να καταλήξει σε ένα γραφικό μανιφέστο, ενώ οι προθέσεις του ήταν οι καλύτερες. Το έχουμε δει να συμβαίνει πολλές φορές.

Συμπερασματικά, υπάρχουν πολλοί τρόποι να μιλήσεις, αλλά καλό είναι να μιλάς.




Η υπαινικτικότητα, η οποία χαρακτηρίζει τους Λύκους..., είναι ένας τρόπος να μιλάς πολιτικά. Θα ήθελα, λοιπόν, να μου μιλήσεις για τη σημασία την οποία έχει για σένα η νύξη, ο υπαινιγμός στην κινηματογραφική σου αφήγηση.

Πάλεψα συνειδητά γι’ αυτήν την υπαινικτικότητα, προκειμένου να διευκολύνονται οι πολλαπλές και σε πιο οικουμενικό επίπεδο αναγνώσεις, αν και πολλοί άνθρωποι από τους οποίους πέρασε το σενάριο επέμεναν να είναι πιο συγκεκριμένη η ιστορία.

Δεν κάνουμε, ωστόσο, ταινίες για να τις βλέπουμε μόνο μεταξύ μας. Θέλουμε να έχουν πρόσβαση και σε άλλα κοινά.

Ήθελα, εξάλλου, να κάνω μια μεταφορά, όχι να αντλήσω έμπνευση από ένα συγκεκριμένο γεγονός και να μιλήσω για αυτό. Τα τελευταία χρόνια, έχουν δυστυχώς συμβεί πολλά παρόμοια γεγονότα, σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο.

Μοιράστηκαν κι ηθοποιοί σου την υπαινικτική ματιά σου;

Καθένας και καθεμιά από τους/τις ηθοποιούς είχαν τις απαντήσεις που ήθελαν.

Στην πλειονότητά τους πίστευαν ότι κάνουμε μια ταινία για το προσφυγικό και μιλάμε για τους άγνωστους πρόσφυγες που έχουν πεθάνει στον Έβρο, στην Πύλο και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.

Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο περιλαμβάνεται ο χαρακτήρας του Αφγανού εργάτη.

Ο οποίος αντιλαμβάνεται με έναν βαθύτερο τρόπο τι ακριβώς συμβαίνει.

Ήμασταν, πάντως, στην ίδια σελίδα με όλο το cast, επειδή αυτή η σελίδα χωρούσε πολλά.

Ο βηματισμός σας ήταν, επομένως, κοινός. Ο δικός σου βηματισμός εκτιμάς πως θα σε οδηγήσει, τα επόμενα χρόνια, σε μεγάλου μήκους κινηματογραφικά «μονοπάτια»;

Το θέλω πάρα πολύ και ελπίζω να γίνει. Έχω κάποιες ιδέες, αλλά -όπως ξέρουμε- η υλοποίηση μιας μεγάλου μήκους ταινίας είναι πολύ δύσκολη στην Ελλάδα. Θα πάρει χρόνο.

Με καλεί η ελληνική επαρχία. Μ’ αρέσει να γυρίζω ταινίες εκεί.

Τι είδους τοπία, ανθρώπινα και μη, ανακαλύπτεις εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων;

Τα γενικά πλάνα, που μου αρέσουν πολύ. Υπάρχει μια μεγαλοπρέπεια εντός της οποίας μπορείς να δημιουργήσεις διαφορετικού τύπου εικόνες.

Το πιο σημαντικό: όταν τοποθετώ μια ιστορία σε έναν μικρότερο τόπο, μπορώ να επικεντρωθώ στο θέμα το οποίο έχω επιλέξει ν’ αναζητήσω χωρίς περισπασμούς.

Η απομόνωση ενός μικρού περιβάλλοντος μου δίνει τη δυνατότητα να εμβαθύνω στην κοινωνία και τους χαρακτήρες μου.

Δεν έχω πρόβλημα να μένω στην Αθήνα, αλλά δε μου προκαλεί κινηματογραφικό ενδιαφέρον. Ένα χωριό, κι ας είναι άσχημο, μου προκαλεί μεγαλύτερο.

Eυχαριστώ θερμά τον Στέλιο Μωραϊτίδη για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.

Η μικρού μήκους ταινία του Στέλιου Μωραϊτίδη Οι λύκοι επιστρέφουν έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Εθνικό Διαγωνιστικό του 48ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.

Στο Φεστιβάλ απέσπασε τα βραβεία της Π.Ε.Κ.Κ. και Ήχου.

Επόμενος σταθμός της είναι το 66ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο του οποίου προβάλλεται την Πέμπτη 30 Οκτωβρίου (αίθουσα Παύλος Ζάννας, 22:00) μαζί με άλλες βραβευμένες δουλειές του Φεστιβάλ Δράμας.



Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

Σεπιντέ Φαρσί: «Ζωή, τέχνη, ακτιβισμός και ανθρωπινότητα είναι ένα»

 

Σεπιντέ Φαρσί (Φωτογραφία: Σωκράτης Μπαλταγιάννης/AIFF)

Η μέσω βιντεοκλήσεων συνομιλία της Παλαιστίνιας φωτορεπόρτερ Φάτμα Χασόνα και της ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτριας Σεπιντέ Φαρσί συνιστά τον «καμβά» του σπαρακτικού ντοκιμαντέρ Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και περπάτα.

Η Φάτμα Χασόνα δολοφονήθηκε στις 16 Απριλίου 2025 μετά από βομβαρδισμό του σπιτιού της από τις ισραηλινές δυνάμεις. Συναντώντας την Σεπιντέ Φαρσί ενόψει της κυκλοφορίας του φιλμ στις αίθουσες στις 6 Νοεμβρίου.

Παρακολούθησα το ζόρικο και σπαρακτικό ντοκιμαντέρ σας Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και περπάτα στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο.

Πόσο σημαντικό θεωρείτε να προβάλλεται μια τέτοια δουλειά σε ένα περιβάλλον το οποίο έχει πολύ πρόσφατες μνήμες γενοκτονίας, τραύματος και πένθους;

Είναι πολύ σημαντικό, όπως εξίσου το να παρουσιάζεται στην Ελλάδα που έχει άλλες μνήμες -από Κατοχή, Εμφύλιο-, τις οποίες σέβομαι.

Γι’ αυτό και είμαι συναισθηματική δεμένη με την Ελλάδα, επειδή ο λαός της, σε αντίθεση με την ελληνική κυβέρνηση, εξακολουθεί να δείχνει την αλληλεγγύη του στους μετανάστες και στην Παλαιστίνη.

Υπάρχει μια τεράστια...

Αναντιστοιχία.

Αναντιστοιχία ανάμεσα στην κρατική/κυβερνητική πολιτική και τη στάση του λαού. Όχι μόνο στην Ελλάδα.

Κι όχι μόνο ανάμεσα στη στάση της τρέχουσας κυβέρνησης και τη θέληση της κοινωνίας, αλλά και των προηγούμενων. Σε μεγάλο βαθμό, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται, σε σχέση με την Παλαιστίνη, στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας».

Έχω κάνει ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Every war is the same. Η πρωταγωνίστριά του κατάγεται από το Σαράγεβο, όπου το φιλμ γυρίστηκε, και είναι μοδίστρα, μαντάρει ρούχα.

Το μαντάρισμα μοιάζει με μια χειρονομία όπως αυτή που πρέπει να κάνεις μετά τον πόλεμο.

Να «επιδιορθώσεις», να επουλώσεις τα τραύματα.

Αυτή η γυναίκα, Σέρβα αλλά Μουσουλμάνα στο θρήσκευμα, είχε φύγει από τη Σερβία και μεταναστεύσει στη Γερμανία μετά τη λήξη του πολέμου. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, μεταξύ μας μιλούσαμε στα γερμανικά, τη μόνη κοινή γλώσσα.

Κατόπιν, συνάντησα Κούρδους μετανάστες στην Ελλάδα, οι οποίοι ήθελαν να φύγουν και χρειάζονταν βοήθεια. Σε έναν από αυτούς έδωσα μερικά χρήματα για να περάσει τα σύνορα, και βρέθηκε στο Σαράγεβο.

Τα χρήματα τα παρέλαβε από την γυναίκα που είχα φιλμάρει και στην οποία τα είχα στείλει.

Για μένα ζωή, τέχνη, ακτιβισμός και ανθρωπινότητα είναι ένα.

Σωστά, λοιπόν, υπέθετα ότι δε βλέπετε τα πράγματα διαχωρισμένα, αλλά εντοπίζετε τη βαθύτερη ενότητα.

Δεν μπορείς να οδηγείς λιμουζίνα και μετά να κάνεις τέτοιες ταινίες. Υπάρχει μια λογική που συνδέει τον τρόπο με τον οποίο ζεις και εκείνον που κάνεις φιλμ ή ψηφίζεις. Όλα πάνε μαζί.


Φάτμα Χασόνα


Μερικές φορές ήταν σχεδόν ανυπόφορο να παρακολουθώ το ντοκιμαντέρ σας - όχι στο επίπεδο της εικόνας, αλλά της πραγματικότητας την οποία αποτυπώνει και επαναφέρει διαρκώς στην επιφάνεια.

Πώς αντέξατε να επιμείνετε και τι περιμένατε ή προσδοκούσατε από αυτήν τη συνάντηση, τη σχέση;

Δεν περίμενα κάτι. Αυτή η ταινία είναι η απάντησή μου στη γενοκτονία.

Από την αρχή, με ενοχλούσε πολύ ο τρόπος που έχει αποβληθεί από τα δυτικά μίντια οι Παλαιστίνιοι, σαν να μην υπάρχουν, σαν να μην είναι άνθρωποι. Είναι απαράδεκτο. Το βιώνω και το ξέρω και ως Ιρανή.

Ακόμα κι εγώ, που κατοικώ στην Ευρώπη, που μιλάω μερικές γλώσσες και μπορώ να ταξιδεύω και να εκφράζω όσα νιωθω, κάποιες φορές είμαι πολύ απογοητευμένη.

Όταν έγινε η επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν τον Ιούνιο, βρισκόμουν για το March to Gaza στο Κάιρο.

Με ρώτησαν κάποιοι δημοσιογράφοι: «Είσαι χαρούμενη;» «Χαρούμενη; Για ποιο πράγμα;» απόρησα. «Επειδή θα πέσει το καθεστώς». «Ειλικρινά, πιστεύετε ότι το καθεστώς θα πέσει με τις βόμβες;» απόρησα.

Καθόλου δεν έπεσε, χειρότερο έγινε.

Ακόμα και τα χειρότερα καθεστώτα νομίζω πως ισχυροποιούνται και αποκτούν μεγαλύτερη λαϊκή νομιμοποίηση σε συνθήκες πολέμου.

Αυτό έγινε στο Ιράν, το ίδιο γίνεται και στο Ισραήλ. Γιατί ο Νετανιάχου παραμένει στην εξουσία και δε βρίσκεται στη φυλακή, όπως θα έπρεπε; Επειδή δίνει παράσταση με τον πόλεμο, ένα σόου.

Οπότε, για να επιστρέψω στην ερώτηση, έκανα τη ταινία αρχικά για να βρω μια απάντηση για μένα. Κατόπιν, είχα την τύχη να συναντήσω την Φάτεμ και να γίνουν όσα έγιναν.

Με συγκίνησαν η αισιοδοξία της, το χαμόγελο μέσα σε όλα τα βάσανα, τις ελλείψεις, τους περιορισμούς. Πού αποδίδετε αυτήν την ανυπόκριτη αισιοδοξία, το ανεπιτήδευτο χαμόγελο;

Το χαμόγελό της είχε διαφορετικές αποχρώσεις.

Πρώτα απ’ όλα ήταν, νομίζω, το χαμόγελο της αντίδρασης και μετά της περηφάνειας. Κάποιες φορές, ήταν λίγο της κατάθλιψης και της κούρασης.

Είναι ο τρόπος των Παλαιστίνιων: γεννούν έτσι, ζουν έτσι, πεθαίνουν έτσι - με ένα χαμόγελο.

Αλλά έχει να κάνει και με την Φάτεμ. Ήταν πάνω από τα πράγματα, διέθετε περηφάνεια, αξιοπρέπεια και ελπίδα, σε βαθμό που δεν έχω ξαναδεί σε άλλον άνθρωπο. Αυτό με συγκίνησε πολύ, ήταν σαν μαγνήτης.

Μαγνητίζει και το κοινό του ντοκιμαντέρ η παρουσία της, το κάνει να βουρκώνει, να κλαίει και σίγουρα να μουδιάζει.

Παντού, περισσότερο ή λιγότερο, ο κόσμος συγκινείται πάρα πολύ και δεν μπορεί να μιλήσει μετά την προβολή, γιατί συνειδητοποιεί πόσο μοιάζουμε, πόσο κοντά είμαστε με την Φάτεμ και τι μπορεί να γίνει, αν κάνουμε κάτι.

Μπορούμε να κάνουμε πράγματα για τους Παλαιστίνιους, αλλά δε μας το επιτρέπουν ή φοβόμαστε. Γιατί, όμως;

Θαυμάζω όσους συμμετείχαν στον Στολίσκο της Ελευθερίας, διακινδυνεύοντας τον χρόνο και ενδεχομένως τη σωματική τους ακεραιότητα.

Δεν κάνουμε όλοι το ίδιο. Εσύ μπορεί να λειτουργείς μέσω της γραφής. Άλλος, μέσω της αποστολής χρημάτων.

Εξακολουθώ, πάντως, να θαυμάζω τους ανθρώπους που είναι διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν γνωρίζοντας ότι η επιλογή τους θα έχει συνέπειες.

Η Φάτεμ αισθανόταν πως την βοηθούσατε μέσα από τις συνομιλίες σας;

Το ελπίζω.

Καταφέρατε, τελικά, να έχετε κάποια επίδραση στην καθημερινότητά της, πιστεύετε;

Ναι. Ως φίλη, ως «κολλητή». Φαίνεται και στην ταινία. Μιλώντας μαζί της, κάποιες μέρες ξαλάφρωνε λίγο.

Ήθελα να μοιραστώ κι εγώ βιώματα από τη ζωή μου, ώστε να είμαι διαφανής, να μην κρύβω πράγματα. Αυτό ήθελα από εκείνη, άρα έπρεπε να το κάνω κι εγώ και να το δηλώνω, με ειλικρίνεια, αν δεν ένιωθα καλά απέναντί της.

Γι’ αυτό είναι τόσο βαθιές οι κουβέντες μας. Διαφορετικά, θα ήταν μια παράσταση.


Φάτμα Χασόνα


Είναι, πάντως, δύσκολο να επιτευχθεί μια τέτοια ισορροπία όταν η σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους είναι, αφετηριακά, ανισότιμη. Πώς μπορεί να ξεπεραστεί αυτή η ανισοτιμία;

Δεν μπορεί να ξεπεραστεί, είναι μια αντικειμενική συνθήκη.

Να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε υπό τις συνθήκες στις οποίες βρισκόμαστε, ώστε να αλλάξουμε τα πράγματα. Αυτό είναι το ζητούμενο. Όχι να υποκρινόμαστε ότι δεν υπάρχουν αυτές οι συνθήκες.

Πολλοί άνθρωποι λένε, «Δεν μπορώ να κοιτάξω τέτοιες εικόνες».

Μα η εικόνα είναι μόνο η επιφάνεια.

Θα εξαφανιστεί η πραγματικότητα αν δε βλέπεις τις εικόνες;

Πρέπει να κοιτάζουμε μια κατάσταση κατάματα και να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σταματήσει η γενοκτονία, εν προκειμένω, κάθε άνθρωπος από τη δική του πλευρά και με τα δικά του εργαλεία.

Αυτό ακριβώς. Καθένας κάνει αυτό το οποίο μπορεί.

Αρκεί να μην αντιμετωπίζουμε τον εκάστοτε «άλλον» ως κάτι εξωτικό.

Αν δεν είχα αυτή τη σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού μου, δε θα μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί της με τον τρόπο που το έκανα.

Ήταν μια ζωντανή σχέση, όπως όταν φροντίζεις ένα φυτό και μετά το παρατηρείς να αναπτύσσεται. Δεν μπορείς να το ελέγξεις.

Πόσο κρίμα που η Φάτεμ δολοφονήθηκε, αντί να μπορέσει να απολαύσει μια ανθρώπινη, αξιοπρεπή, απλή ζωή -όπως της άξιζε και όπως αξίζει στον κάθε άνθρωπο-, κι ας μην ήταν παρούσα στις Κάννες στην προβολή του φιλμ.

Ακόμα και μια τέτοια ζωή, της τη στέρησε το ισραηλινό κράτος.

«Θέλω μια απλή ζωή, αλλά μας την παίρνουν. Γιατί;» To διερωτήθηκε κι η ίδια.

Σε κάθε περίπτωση, χαίρομαι που έχετε κάνει αυτό το ντοκιμαντέρ. Βοηθάει, αν και δεν μπορώ να μετρήσω πώς ή πόσο.

Ούτε κι εγώ, άλλα έπρεπε να το κάνω, για την ισορροπία και την υγεία μου, κι ας δυσκόλεψε λίγο η ζωή μου μετά. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Το σημαντικό είναι να κυκλοφορήσουν τα λόγια της κι οι εικόνες της.

Πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει μια διέξοδος σε αυτόν τον ζόφο, με αφορμή και το λεγόμενο «ειρηνευτικό σχέδιο Τραμπ»;

Δεν ξέρω.

Είναι σαν ένα παιχνίδι που παίζουν. Θέλουν να σχηματίσουν μια διοίκηση από τα πάνω, χωρίς να ρωτούν τους Παλαιστίνιους τι λένε και θέλουν. Πάνω ακόμα και από τις επιθυμίες του Ισραήλ. Δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι. Δεν είμαι αισιόδοξη.

Από την άλλη, πρέπει να έχουμε ελπίδα, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να ζήσουμε. Περιμένω ακόμα μεγαλύτερη πίεση από τους λαούς στις κυβερνήσεις για να αλλάξουν τα πράγματα. Από τα κάτω.

Η γενοκτονία στην Παλαιστίνη δεν είναι καταστροφική μόνο για τους Παλαιστίνιους, αλλά και για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, καθώς και για το Ισραήλ. Δεν μπορείς να διαπράττεις έγκλημα και μετά να φεύγεις. Βιώνεις τραύμα.

Κι ο Covid ήταν βία. Εδώ, όμως, το επίπεδο της βίας είναι διαφορετικό και δεν είναι καθόλου καλό για τη δημοκρατία. Η κατάσταση, λοιπόν, πρέπει να αλλάξει.

Η συνέντευξη με την σκηνοθέτρια πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των 31ων Νυχτών Πρεμιέρας. Ευχαριστώ θερμά την Σοφία Αγγελίδου (One from the heart) για την καθοριστική συμβολή της στην υλοποίησή της.

Το ντοκιμαντέρ της Σεπιντέ Φαρσί Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και περπάτα έκανε την ελληνική «πρώτη» του στο πλαίσιο των 31ων Νυχτών Πρεμιέρας, όπου απέσπασε τη Χρυσή Αθηνά Καλύτερου Ντοκιμαντέρ.

Προβάλλεται στις αίθουσες από τις 6 Νοεμβρίου σε διανομή της One from the Heart.



Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

Andy Moor: «Αν παίζαμε μόνο πανκ, θα είχαμε προ πολλού αυτοπεριθωριοποιηθεί»

 


Βγαλμένοι από τα «σπλάχνα» της ολλανδικής πανκ σκηνής, οι The Ex είναι από τα πιο ιστορικά ευρωπαϊκά συγκροτήματα του είδους εδώ και σαράντα πέντε χρόνια.

Εμπλουτίζοντας τον ήχο τους με στοιχεία φρι τζαζ και παραδοσιακών μουσικών από διάφορες χώρες, έρχονται στην Ελλάδα για τρεις συναυλίες μεταξύ 31 Οκτωβρίου και 2 Νοεμβρίου. Συζητώντας με τον Andy Moor, εκ των κιθαριστών του γκρουπ.

Τι σημαίνει να είσαι μέλος ενός πανκ ή underground γκρουπ στην Ολλανδία, την πιο λειτουργική -τουλάχιστον φαινομενικά- ευρωπαϊκή χώρα με καπιταλιστικούς όρους, παρά τα όποια προβλήματα ή τις αντιφάσεις;

Πρώτα απ’ όλα, ξέρεις ότι δεν είμαι Ολλανδός, έτσι;

Το ξέρω πως είσαι Βρετανός, αλλά ζεις στην Ολλανδία για πολλά χρόνια.

Γι’ αυτό και, ως Άγγλος, αυτήν τη στιγμή απολαμβάνω το απογευματινό μου τσάι με μπισκοτάκια. Είναι πολύ σημαντικό για την άνεσή μου.

Για να είμαι ειλικρινής, όμως, η ταμπέλα «πανκ» είναι κάτι από το παρελθόν.

Κατά τα άλλα, έχεις δίκιο. H Ολλανδία είναι μια από τις πιο επιτυχημένες καπιταλιστικές χώρες στην Ευρώπη επί του παρόντος, μαζί με τη Νορβηγία. Είναι μάλιστα σχεδόν αδύνατον πλέον να ζεις στο Άμστερνταμ.

Όταν μετακόμισα εδώ, τριάντα χρόνια πριν, υπήρχε μια ζωντανή πανκ και καταληψιακή σκηνή. Ξέρεις τι είναι μια κατάληψη;

Προφανώς. Και οι The Ex, εξάλλου, όπως ίσως κι εσύ προσωπικά, έχουν και έχεις ένα τέτοιο πολιτισμικό και πολιτικό υπόβαθρο.

Ζούσα στο Εδιμβούργο, όπου οι καταλήψεις ήταν απαγορευμένες, κι έτσι δεν υπήρχαν στην πόλη όταν μετακόμισα στην Ολλανδία τη δεκαετία του 1990.

Το απόγειο των καταλήψεων στη χώρα ήταν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Την επόμενη δεκαετία, οι καταλήψεις είχαν μειωθεί πολύ ή είχαν νομιμοποιηθεί. Στις μέρες μας εξακολουθεί να υπάρχει ένα μικρό δίκτυο καταλήψεων.

Το σπίτι όπου ζω στο παρελθόν υπήρξε κατάληψη, η οποία τώρα έχει νομιμοποιηθεί. Αν δεν έμενα σ’ αυτό, πιθανόν δε θα μπορούσα να μείνω οπουδήποτε αλλού στην πόλη.

Κι ο Terrie [Hessels], ο άλλος κιθαρίστας των The Ex, ζει επίσης σε μια νομιμοποιημένη κατάληψη.

Με το εισόδημα που λαμβάνουμε από τη μουσική μας δε θα μπορούσαμε να ζούμε στο Άμστερνταμ, αν το κόστος της στέγασης, του ενοικίου δεν ήταν τόσο απίστευτα φτηνό.

Θέλουμε να κρατήσουμε τους δίσκους μας φτηνούς και την τιμή των εισιτηρίων για τις συναυλίες μας σε χαμηλό επίπεδο, όχι να κάνουμε μια μεγάλη εμπορική επιχείρηση.

Το Άμστερνταμ έχει μετατραπεί σε υπνωτήριο για εκπατρισμένα από την Αγγλία λόγω Brexit στελέχη επιχειρήσεων. Μπορείς να περάσεις σπουδαία αν έχεις πολλά λεφτά.

Όπως και παντού.

Αλλά μπορείς να περάσεις σπουδαία και χωρίς καθόλου λεφτά. Εξακολουθεί να υπάρχει ένα underground κύκλωμα το οποίο είναι ζωντανό -αν και πιο περιορισμένο σε σχέση με το παρελθόν-, καθώς και συναυλίες με φτηνότερο εισιτήριο.

Οπότε κάτι έχει απομείνει - τουλάχιστον στο Άμστερνταμ.

Υπάρχουν πανκ συναυλιακοί χώροι οι οποίοι είναι οργανωμένοι από τους μουσικούς ή από φαν της μουσικής.

Τι είδους κόσμος ή ποιο είναι το ηλικιακό εύρος των ανθρώπων που ενδιαφέρονται για τη μουσικοί την οποία οι The Ex και άλλα συγκροτήματα ή μεμονωμένα άτομα παίζουν; Είναι κυρίως νεανικό το κοινό ή υπάρχουν και μεγαλύτεροι;

Είναι αρκετά ανάμικτο.

Υπάρχει ένα ανεξάρτητο κλαμπ στην πόλη που λέγεται Occii, το οποίο φιλοξενεί συναυλίες που διοργανώνονται από νέους ανθρώπους. Παλαιότερα ασχολούνταν με DJ σετ ή techno μουσική, τώρα έχουν στραφεί περισσότερο στο πανκ.

Άλλοι άνθρωποι, επίσης νέοι, διοργανώνουν δρώμενα με αυτοσχεδιαστική μουσική. Μια τρίτη ομάδα προγραμματίζει indie rock και κιθαριστικές καταστάσεις.

Οπότε, το ηλικιακό εύρος των ενδιαφερόμενων για την underground μουσική στην Ολλανδία είναι αρκετά μεγάλο.

Όταν, όμως, ως The Ex παίζουμε σε κάποιον χώρο στη Γαλλία -για παράδειγμα-, το κοινό μας συντίθεται από άνδρες και γυναίκες, πολλοί είναι πιθανόν άνω των σαράντα, αλλά υπάρχουν και νέα παιδιά.

Προσωπικά, διαβαίνω το κατώφλι των πενήντα του χρόνου.

Εγώ είμαι εξήντα τριών ετών, ο Terrie εβδομήντα ένα. Παρόλα αυτά, ακόμα έρχονται νεαρά άτομα είκοσι πέντε, τριάντα χρονών στις συναυλίες μας, τα οποία δε μας έχουν ξαναδεί και ενθουσιάζονται.

Τις προάλλες είχαμε παίξει στο Café OTO στο Λονδίνο. Το κοινό εκεί ήταν κυρίως άνδρες και μεσήλικοι. (Γέλιο).

Αν και ως συγκρότημα ήσασταν μη ταξινομήσιμοι ακόμα ήδη από το πρώιμο στάδιο της ύπαρξής σας, στα κατοπινά χρόνια αυτό το χαρακτηριστικό γίνεται ακόμα εντονότερο.

Συνδυάζετε πανκ ή σχεδόν πανκ στοιχεία με μια πιο αυτοσχεδιαστική, κάποιες φορές φρι τζαζ - ακόμα και φολκ διάσταση, διαρκώς εξελισσόμενοι και αποφεύγοντας τα κλισέ. Γι’ αυτό και παραμένετε ζωντανή και επίκαιρη μπάντα.

Καθένας και καθεμιά από εμάς ακούμε εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής. Τριάντα χρόνια χριν, ακούγαμε παρόμοια μουσική, βασισμένη στην κιθάρα post-punk.

Προσωπικά, ακούω νοτιοαφρικανικό techno, βραζιλιάνικο φανκ, ρεμπέτικα.

Το διάβασα. Συναρπαστική ανακάλυψη.

Ο Terrie ακούει πολλή αιθιοπική μουσική, ο Arnold [de Boer] αρμενική παραδοσιακή. Όταν συναντιόμαστε για να συνθέσουμε τραγούδια κουβαλάμε όλα αυτά τα στοιχεία.

Όταν τα ανακατεύουμε, προκύπτει ο μη προσδιορίσιμος ήχος τον οποίο αποκαλούμε «η μουσική των The Ex», ακριβώς επειδή προέρχεται από τόσα πολλά διαφορετικά μέρη. Αν παίζαμε μόνο πανκ, θα είχαμε προ πολλού αυτοπεριθωριοποιηθεί.

Έχουμε έναν ήχο που βασίζεται στην κιθάρα, το μπάσο και τη φωνή ο οποίος δεν αλλάζει σημαντικά από κυκλοφορία σε κυκλοφορία. Εμπεριέχει, ωστόσο, πολλά στοιχεία που ακόμα με ενθουσιάζουν. Ξέρεις τους Chumbawamba;

Βεβαίως.

Η Alice, μια εκ των τραγουδιστριών τους, ήρθε στη συναυλία μας τις προάλλες και μας είπε:

«Δεν πιστεύω πως μετά από σαράντα έξι χρόνια συνεχίζετε, σαν το αγαπάτε αυτό που κάνετε. Έτσι το απολαμβάνω κι εγώ. Είναι μια ζωντανή διαδικασία, όχι κάτι βαρετό και νοσταλγικό».

Σίγουρα δεν ακούγεστε σαν νοσταλγοί - μουσικά, τουλάχιστον. Στιχουργικά, αντλείτε έμπνευση από τα ίδιες ή παρόμοιες πηγές με εκείνες οι οποίες σας βασάνιζαν σε προηγούμενες περιόδους;

Το συγκρότημα είναι εξαιρετικά πολιτικοποιημένο με αυτήν την έννοια.

Ο G.W. Sok ήταν πολύ πιο κυριολεκτικός με τους στίχους που συνέθετε. Στις μέρες μας τους στίχους τους γράφει ο Arnold.

Αν και η αφετηρία του εξαρχής ήταν πιο αφηρημένη, με την πάροδο του χρόνου έχουν γίνει ακόμα πιο αφηρημένοι, μολονότι κάποια από τα τραγούδια είναι αρκετά ξεκάθαρα. Έχει ένα πολύ ευρύ λεξιλόγιο.

Είμαστε πολύ ανήσυχοι με όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο και το ακούς στους στίχους μας.

Όχι μόνο στους στίχους, αλλά και στη διάθεση, την ένταση που διαπερνά και τη μουσική.

Για μένα, ο ήχος μας είναι αρκετά βαρύς. Ταυτόχρονα, όμως, έχει και μια ελαφρότητα και κάνει τους ανθρώπους να θέλουν χορεύουν.

Οπότε, όταν παίζουμε ζωντανά, ο ήχος μας είναι αταίριαστος, παράφωνος, σχεδόν ενοχλητικός και συνάμα διαπερνάται από ενέργεια, ενώ οι μελωδίες της Kat [Bornefeld] κάνουν τους ανθρώπους να θέλουν να χορέψουν όσο και να σκεφτούν.

Δύσκολη ισορροπία το να φτιάχνεις μουσική που μπορείς να την χορέψεις ή να είναι αισιόδοξη και ταυτόχρονα να σε ενθαρρύνει να σκεφτείς.

Δύσκολη, αλλά έτσι είμαστε ως άνθρωποι: ανησυχούμε, είμαστε θυμωμένοι, αλλά θέλουμε και να χορέψουμε και να περάσουμε καλά.

Στις συναυλίες γιορτάζουμε τη μουσική μας. Στο τρέχον σετ μας, μάλιστα, παίζουμε ένα τραγούδι που θυμίζει ρεμπέτικο, χωρίς να θέλουμε να ακουστούμε σαν Μάρκος Βαμβακάρης.

Δε θα το καταφέρνατε, σε κάθε περίπτωση, και θα ήταν ανούσιο. Μιας, λοιπόν, και έχεις ήδη αναφέρει την προτίμησή σου στα ρεμπέτικα, πώς τα ανακάλυψες;

Όταν ζούσα στη Σκωτία, προβαλλόταν μια εβδομαδιαία σειρά ντοκιμαντέρ στο Channel 4 αφιερωμένη στη μουσική πολλών διαφορετικών χωρών. Ένα από αυτά το ντοκιμαντέρ αφορούσε στο ρεμπέτικα. Όταν τα άκουσα, τα λάτρεψα.

Συμπτωματικά, την ίδια περίοδο αλληλογραφούσαμε με ένα άτομο ελληνικής καταγωγής το οποίο είχε προσφερθεί να μας στείλει έναν δίσκο ελληνικού πανκ.

«Δε θέλω πανκ δίσκο, έχεις καθόλου ρεμπέτικα;» είχα ρωτήσει. Μας έστειλε, λοιπόν, μια κασέτα με επιλογή ορισμένων από τα καλύτερα ρεμπέτικα που έχω ποτέ ακούσει, από τη δεκαετία του 1930

Ήταν η καλύτερη ανταλλαγή: του προσφέραμε τη μουσική μας, μάς πρόσφερε ρεμπέτικα.

Αφιέρωσα τα τριάντα επόμενα χρόνια εξερευνώντας και ακούγοντας ρεμπέτικα. Επισκέφτηκα, μάλιστα, την Ελλάδα μερικές φορές σε αναζήτηση δίσκων με ρεμπέτικα.

Παίζω επίσης ρεμπέτικα με έναν Ελληνοκύπριο συνθέτη, τον Γιάννη Κυριακίδη. Είχαμε δώσει συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Εκτός απροόπτου θα παρακολουθήσω το λάιβ σας στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή 31 Οκτωβρίου. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σου από την πόλη;

Πρωτοπήγα την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Ο κόσμος ήταν έξω, έπινε, έτρωγε και έμοιαζε πολύ χαλαρός.

Μη σε παραπλανά η εικόνα, δεν ήταν και δεν είναι αντιπροσωπευτική της ευρύτερης συνθήκης. Για την Αθήνα, τι λες;

Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε στην πόλη ως The Ex υπήρχαν παντού δακρυγόνα. Μια άλλη φορά γινόταν διαδήλωση. Επικρατούσαν πολλή αναταραχή, πολύς θυμός.

Έχω κάποιους φίλους στην Αθήνα. Η Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη είναι φίλη μου. Την τελευταία φορά κατά την οποία βρισκόμουν στην πόλη είχα κάνει παρέα με άτομα από τη σύγχρονη κινηματογραφική σκηνή της Ελλάδας.

Έψαχνα επίσης να βρω μαγαζιά που παίζουν ρεμπέτικα. Ως είδος συνδυάζουν μελαγχολία και χαρά, αυτό το οποίο προσπαθούμε να κάνουμε και ως The Ex.

Ευχαριστώ θερμά τον Andy Moor για τον χρόνο του και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγκροτήματος.

Οι The Ex εμφανίζονται ζωντανά στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή 31 Οκτωβρίου στο Eightball Club (Πίνδου 1, Λαδάδικα), στη Λάρισα το Σάββατο 1 Νοεμβρίου στο Skyland (Φαρσάλων 24) και στην Αθήνα την Κυριακή 2 Νοεμβρίου στο Gazarte- Ground Stage (Βουτάδων 32-34, Γκάζι).