![]() |
| Κούκλα (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός) |
Η καθημερινότητα
τριών κολλητών φιλενάδων στη Σλοβενία που καταπιέζονται από
τον κοινωνικό κομφορμισμό ανατρέπεται όταν γνωρίζουν την Φάνταζι,
μια χειραφετημένη τρανς γυναίκα. Μαζί, ξεκινούν ένα ταξίδι
αυτοανακάλυψης.
Αιχμηρό,
τρυφερό και παιχνιδιάρικο, το Φάνταζι, μεγάλου
μήκους ντεμπούτο της Σλοβένας σκηνοθέτριας και μουσικού Κούκλα,
προβάλλεται στο πλαίσιο του 66ου ΦΚΘ. Μια συνάντηση
με την καλλιτέχνιδα.
Με συγκίνησε το Φάνταζι,
το μεγάλου μήκους σου ντεμπούτο σου, το οποίο πριν από λίγη ώρα παρακολούθησα
στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο.
Γιατί, κατ’ αρχήν,
αποφάσισες να συμπεριλάβεις τον χαρακτήρα μας τρανς γυναίκας, της Φάνταζι, που
λειτουργεί ως καταλύτης για τη χειραφέτηση των δύο άλλων πρωταγωνιστριών, αλλά
ίσως και για τη δική της;
Η Φάνταζι ήταν ήδη
παρούσα ως χαρακτήρας προς το τέλος το μικρού μήκους φιλμ μου Sisters, το οποίο μετεξελίχθηκε
σε μεγάλου. Η ηθοποιός που την υποδυόταν ήταν απλώς διαφορετική.
Επειδή, όμως, το Φάνταζι
είναι μια ερωτική ιστορία, ήθελα η ηθοποιός να έχει χημεία με τις συμπρωταγωνίστριές
της, ιδίως με την Mιχριέ
(Sarah Al Saleh).
Η ιδέα γι’ αυτόν τον
χαρακτήρα εμφανίστηκε πριν από δέκα χρόνια, καθώς ερευνούσα το φαινόμενο των ορκισμένων
παρθένων στην Αλβανία και το Μαυροβούνιο.
Επειδή στους τόπους
καταγωγής τους δεν έχουν απομείνει ή δε γεννιούνται πολλοί άνδρες, οι γυναίκες
αυτές υιοθετούν την ανδρική ταυτότητα, αναγνωρίζονται από τους πατεράδες τους όσο
λιγότερο θηλυκές είναι και πολλές μισούν τη θηλυκότητά τους.
«Τι θα μπορούσε,
λοιπόν, να συμβεί αν μια ορκισμένη παρθένα συναντούσε μια τρανς γυναίκα στα
Βαλκάνια;» αναρωτήθηκα.
Εμπνεύστηκα και έχω
επηρεαστεί, εξάλλου, από την καλλιτέχνιδα Σαλομέ, την πρώτη τρανς γυναίκα που
αποκαλύφθηκε ως τέτοια δημοσίως στη Σλοβενία.
Είναι Σλοβένα;
Στην πραγματικότητα είναι
κροατικής καταγωγής, αλλά ζει και δημιουργεί στη Σλοβενία. Το όνομά της
σημαίνει «ειρήνη» και ο συμβολισμός του μου φαίνεται πολύ δυνατός.
Στα
Βαλκάνια εξακολουθούν να υπάρχουν ομοφοβία και τρανσφοβία.
Είναι πολύ παρούσες.
Όχι μόνο στα Βαλκάνια.
Παντού.
Ήθελα μεν να μιλήσω για
τα Βαλκάνια, αλλά και να παρουσιάσω αυτήν την κατάσταση ως μια οικουμενική
εμπειρία. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν ονοματίζω την πόλη από την οποία κατάγονται οι
τρεις χαρακτήρες. Θα μπορούσε να βρίσκεται σχεδόν παντού.
Η υποκρισία μού δίνει στα
νεύρα στα Βαλκάνια. Η ομοφοβία και η τρανσφοβία είναι μεν παντού, αλλά τα μέιλ σχεδόν
όλων των γκέι και των τρανς φίλων μου είναι γεμάτα με μηνύματα από τέτοιους
ανθρώπους, με ρομαντικό όμως χαρακτήρα.
Όντως;
Οπότε στην πραγματικότητα
περισσότεροι άνθρωποι από όσοι συνειδητοποιούμε δε ζουν την αλήθεια τους.
Γιατί, επομένως, να μη σκεφτόμαστε και να μην αισθανόμαστε λιγάκι πιο ανοιχτά;
Το κύριο ζήτημά μου,
ωστόσο, είναι εκείνο της ταυτότητας, ιδίως της γυναικείας, καθώς και της θέσης
της γυναίκας. Η ταυτότητα είναι κάτι πολύ ρευστό.
Σύμφωνα με την Σιμόν ντε
Μποβουάρ, «Γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι». Κι αυτό ισχύει. Ήθελα να
εξερευνήσω το γυναικείο βλέμμα.
Μπορούμε να κοιτάξουμε
τις εαυτές μας μέσα από το δικό μας πρίσμα; Όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, τι
ή ποιαν στην πραγματικότητα βλέπουμε; Τι πραγματικά θέλουμε; Αυτά ήταν τα αφετηριακά ερωτήματά
μου.
Τόσο πολλές γυναίκες ούτε
καν ξέρουν τι επιθυμούν.
Πράγματι, οι δύο από τους
κεντρικούς χαρακτήρες της ταινίας σου -εξαιρουμένης της Φάνταζι- ενστικτωδώς θα
ήθελαν να κινηθούν προς μια άλλη κατεύθυνση -χωρικά, κοινωνικά, ψυχικά-,
αλλά δεν έχουν τον τρόπο να την ανακαλύψουν.
Ακριβώς. Επίσης, δεν
έχουν και το κουράγιο, σε αντίθεση με την Φάνταζι, η οποία διένυσε ένα πολύ
δύσκολο μονοπάτι για να βρεθεί στο σημείο που βρίσκεται τώρα.
Μερικές φορές,
χρειαζόμαστε παραδείγματα ανθρώπων οι οποίοι είναι γενναίοι, ξέρεις. Κατόπιν,
μπορούμε ίσως κι εμείς να είμαστε οι εαυτές μας.
Και οι τρεις χαρακτήρες
προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα: εθνοτικά, γλωσσικά, εκπαιδευτικά,
κοινωνικοοικονομικά. Τι ήθελες να αποτυπώσεις μέσω της ποικιλομορφίας των
χαρακτήρων;
Αυτό στην πραγματικότητα
ανάγεται στην προσωπική μου ιστορία.
Για κάποιους ανθρώπους, η
Σλοβενία είναι μια αλπική Αυστρία σε μικρογραφία.
Εγώ, πάλι, τη βλέπω ως μια
διασπορά της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ως έναν τόπο όπου συνυφαίνονται πολλές
γλώσσες, πολιτισμοί, θρησκείες.
Έτσι μεγάλωσα, έτσι
μεγάλωσαν και πολλές από τις ηθοποιούς
του φιλμ.
Εντοπίζω πολλή ομορφιά
στο γεγονός αυτό, επειδή στη Σλοβενία η ενσωμάτωση έχει, σε έναν βαθμό, συμβεί.
Μπορούμε τώρα όντως να απολαύσουμε ο ένας τον πολιτισμό του άλλου και να
αγκαλιάσουμε τις διαφορές μας.
Την ομορφιά αυτής της
ποικιλομορφίας ήθελα ν’ αγκαλιάσω και με την ταινία μου, αλλά και να δείξω τι
σημαίνει να είσαι μετανάστρια δεύτερης γενιάς σε μια χώρα.
Νοσταλγείς κάτι που δεν
ξέρεις, το οποίο οι γονείς σου είχαν εξιδανικεύσει, σαν έναν φανταστικό ομφάλιο
λώρο, αλλά είχαν εξιδανικεύσει μια χώρα η οποία ίσως δεν υπάρχει πια.
Αυτό μπορεί να σε κάνει
να νιώθεις χαμένη, αλλά ίσως σε βοηθήσει να βρεις την προσωπική σου ελευθερία
και να σκέφτεσαι εκτός πλαισίου, επειδή δεν είσαι «κλειδωμένη» σε μια εθνική
ταυτότητα.
Σε σαγηνεύουν οι χώροι
-αστικοί και ημιαστικοί, κυρίως-, κι αυτό είναι αισθητό στο Φάνταζι.
Μιλήσέ μου για τη σαγήνη αυτή και για τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται με το
όραμά σου ως σκηνοθέτριας.
Προσπαθώ να βλέπω τους
χώρους ως σύμβολα σχέσεων ή διανοητικών και συναισθηματικών καταστάσεων και να
τους υπερβαίνω.
Το μεγαλύτερο μέρος των
γυρισμάτων έγινε στην Ιταλία.
Στην Τεργέστη.
Η τοποθεσία μοιάζει,
όμως, πολύ με τα μπρουταλιστικά οικιστικά μπλοκ της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Μου
άρεσε κυρίως γιατί έχει τη μορφή τετραγώνου. Όπου γυρίσεις να κοιτάξεις υπάρχει
τοίχος. Σαν να βρίσκεσαι σε φυλακή.
Το δωμάτιο της Γιάσνα,
για παράδειγμα, είναι σχεδόν άδειο. Αυτό δείχνει τι σημαίνει να βιώνεις
κατάθλιψη.
Δε νιώθεις σαν στο σπίτι
του ούτε καν στον προσωπικό σου χώρο.
Είναι σαν μουσείο σου.
Ο χώρος της Φάνταζι, από
την άλλη, είναι μια φανταστική χώρα. Αυτό είναι το όμορφο με τους ανθρώπους οι
οποίοι επιλέγουν να ζήσουν την αλήθεια τους, ότι φαίνεται παντού.
Φέρει μια παιχνιδιάρικη,
ζωντανή διάσταση, κι όχι με την κοριτσίστικη «ροζ» έννοια. Ένα κεντρικό μου
οπτικό μέλημα ήταν πώς να σχεδιάσω τη μετάβαση από το γκρίζο του τσιμέντου στο
λιλά του χώρου της Φάνταζι.
Κατά τη διάρκεια του Q&A στο Σαράγεβο κάνατε και
οι τέσσερίς σας πολύ λόγο για την αίσθηση αδερφοσύνης που βιώσατε στη διάρκεια
των γυρισμάτων. Είναι το σινεμά ένας τόπος στον οποίο μια τέτοια αίσθηση μπορεί
να βιωθεί;
Η δημιουργία ταινιών
είναι σαν ψυχική ασθένεια, σαν εμμονή. Τρυπώνει κάτω απ’ το δέρμα σου και
δύσκολα ξεφεύγεις από αυτήν.
Περνάς πολύ χρόνο με τους
συνεργάτες και τις συνεργάτριές σου, και συνδέεσαι πραγματικά. Για εμάς,
ωστόσο, πήγαινε πολύ πέρα από αυτό.
Όλοι μάς ρωτάνε για τα
βραβεία, αλλά το πιο σημαντικό βραβείο για εμάς, σε προσωπικό επίπεδο, ήταν η
δημιουργία της ταινίας. Στ’ αλήθεια ωριμάσαμε μέσα από αυτήν τη διαδικασία.
Νωρίτερα, αναφέρθηκες στη
νοσταλγία. Εσύ, αισθάνεσαι νοσταλγία για το γιουγκοσλαβικό παρελθόν, σου είναι
αδιάφορο, το έχεις ξεπεράσει;
Δε νοσταλγώ την πρώην Γιουγκοσλαβία, ήθελα όμως να
αποδώσω έναν φόρο τιμής στις ρίζες μου.
Το Κρούσεβο, στη Βόρεια
Μακεδονία, στο οποίο πραγματοποιήθηκε μέρος των γυρισμάτων, είναι ο τόπος
καταγωγής της μητέρας μου. Το δε σπίτι που βλέπεις στην ταινία είναι το σπίτι
του παππού και της γιαγιάς μου.
Είναι, επομένως,
αντανάκλαση της προσωπικής σου ιστορίας.
Πηγαίνοντας σταδιακά
περισσότερο στη Βόρεια Μακεδονία απαλλάχτηκα από το το αίσθημα ντροπής για τη
χώρα.
Ιδίως κατά τη δεκαετία
του 1990 η βαλκανική κληρονομιά ήταν συνυφασμένη με πολλή ντροπή.
Κάποιοι, μάλιστα, για
παράδειγμα φωτογράφοι -όχι καταγόμενοι από τα Βαλκάνια-, έβγαλαν χρήματα αποτυπώνοντας
πολεμικά μνημεία που σ’ εμάς προκαλούσαν ντροπή.
Επιπλέον, σχεδόν όλα τα άτομα τα οποία συμμετείχαμε στη δημιουργία του φιλμ προερχόμαστε από χώρες της
πρώην Γιουγκοσλαβίας, αλλά αυτό συνέβη με πολύ φυσικό τρόπο.
Κατά τη μεταβατική
περίοδο που οδήγησε στη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών, αντιλαμβανόσουν την
επιθυμία να γίνουμε Δυτικοί.
Επειδή δε μολύνθηκα από
τον εθνικισμό, μπορούσα να δω την ομορφιά στις ρίζες την οποία κάποιοι μπορεί
να έχουν ξεχάσει.
Ήθελα, λοιπόν, να
αναδείξω τη διάσταση των ριζών στο πολιτισμικό επίπεδο και να δω προς ποια
κατεύθυνση μπορούμε να κινηθούμε από εδώ και πέρα επαναπλαισιώνοντάς τις.
Μια τελευταία ερώτηση: θα
μπορούσε, τελικά, να μην υπάρχει καθόλου η Φάνταζι, να είναι απλώς η
προβολή των πιο ενδόμυχων -αλλά όχι ανοιχτά ομολογημένων- επιθυμιών και αναγκών
των υπόλοιπων χαρακτήρων;
Πολύ καλή ερώτηση, και
ήθελα να τη σκεφτούν οι θεατές του φιλμ!
Κάποιες φορές, όταν
συναντάς ανθρώπους κι αυτοί βγαίνουν απ’ τη ζωή σου γρήγορα, δεν ξέρεις τι
πραγματικά συνέβη ή αν ήταν πραγματικά εκεί. Είναι σαν τυφώνας.
Οι προβολές μπορεί να
αφορούν σε ανθρώπους, ιδέες ή -μερικές φορές- σε ένα χρυσό πουλί στον ουρανό.
Η συνέντευξη με
την σκηνοθέτρια πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 31ου
Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο, όπου οι πρωταγωνίστριες
του φιλμ έλαβαν το Βραβείο
Γυναικείας Ερμηνείας (Τμήμα Διεθνούς Διαγωνιστικού Μυθοπλασίας).
Ευχαριστώ θερμά το
Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ, και ιδιαιτέρως την Ντιάνα
Ζίβκοβιτς, για την πολύτιμη συμβολή τους στον προγραμματισμό της
συνέντευξης.
Η ταινία της Κούκλα
Φάνταζι
προβάλλεται, σε ελληνική πρεμιέρα, στο πλαίσιο του Τμήματος Meet the Neighbors+ του
66ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (30/10-9/11),
παρουσία της σκηνοθέτριας.
Η πρεμιέρα πραγματοποιείται
την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου (αίθουσα Φρίντα Λιάππα, 19:45)
και η επαναληπτική προβολή την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου (αίθουσα
Τώνια Μαρκετάκη, 12:45).













%20(2).jpg)