Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Ute Lemper: «Η ανθρωπιά της μουσικής έχει πάει κάπου αλλού»



Φλογερή τραγουδίστρια, χορεύτρια, ηθοποιός, μουσικός, ζωγράφος, μοντέλο, η γερμανικής καταγωγής Ute Lemper παρουσιάζει στο Θέατρο Παλλάς στις 3 Φεβρουαρίου τη μουσικοθεατρική παράσταση Ραντεβού με την Μαρλέν Ντίτριχ.

Μια μακρά συνομιλία με την καλλιτέχνιδα.

Αν και ευρωπαϊκής -και συγκεκριμένα γερμανικής- καταγωγής, ζείτε εδώ και χρόνια στη Νέα Υόρκη. Πώς βιώνετε αυτήν τη συνθήκη;

Έφυγα από τη Γερμανία αμέσως μετά το λύκειο για να σπουδάσω στην Αυστρία. Κατόπιν, δούλεψα για πολλά χρόνια στο Παρίσι, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Στο μεσοδιάστημα, πηγαινοερχόμουν στη Δυτική -τότε- Γερμανία, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, εργαζόμενη στο θέατρο.

Στα μέσα της δεκαετίας του’90 μετακόμισα στο Λονδίνο κι όταν μου προσφέρθηκε μια θέση στο μιούζικαλ Σικάγο στο Μπρόντγουεϊ, την αποδέχτηκα με χαρά και στη συνέχεια παρέμεινα στις Η.Π.Α.

Παντρεύτηκα Νεοϋορκέζο και κάναμε τα παιδιά μας στη Νέα Υόρκη. Μας άρεσε η αίσθηση που αποπνέει η πόλη.

Τι εκτιμάτε/απολαμβάνετε περισσότερο στη Νέα Υόρκη;

Μου αρέσει η ανοιχτότητα, η απουσία κανονικότητας, η τεράστια ποικιλομορφία της, ο γαλάζιος ουρανός, το γεγονός ότι είναι διαρκώς ζωντανή, πως ποτέ δε νιώθεις παγιδευμένος/παγιδευμένη σ’ αυτή.

Είναι, βέβαια, μια πόλη θορυβώδης που σου τσακίζει τα νεύρα, ωστόσο μπορείς να πας παντού με τα πόδια - και λατρεύω το περπάτημα, επί ώρες καθημερινά, οπουδήποτε χρειάζεται να βρεθώ.

Πότε πότε χρησιμοποιώ το ποδήλατό μου, όλα και όλοι είναι άμεσα προσβάσιμα/-οι.

Το πιο σημαντικό στοιχείο, όμως, είναι η θεατρική και η μουσική σκηνή της, κυρίως η τζαζ, αλλά και το αργεντίνικο τάνγκο, η γαλλική, η βραζιλιάνικη, η εβραϊκή κι η μεσανατολίτικη μουσική. Όλα είναι ζωντανά.

Έχω ένα ήσυχο σπιτάκι στην εξοχή, όχι μακριά από τη Νέα Υόρκη, όπου πηγαίνουμε όταν ο θόρυβος και η πολυκοσμία γίνονται ανυπόφορα. Πάντα, ωστόσο, αισθάνομαι ευτυχισμένη όταν επιστρέφω στη Νέα Υόρκη, όχι συμπιεσμένη ή παρακολουθούμενη.

Είναι και το τραγούδι -αλλά και η ηθοποιία- ο τρόπος σας να βιώνετε αυτήν την ανοιχτότητα;

Εδώ και σχεδόν σαράντα έξι χρόνια, το υπέροχο πάθος μου έχει εξελιχθεί σε δουλειά. Αυτή είμαι εγώ και είμαι ευγνώμων που έχω κοινό σ’ όλο τον κόσμο.

Δε με φαντάζομαι να ζω χωρίς μουσική και χωρίς να είμαι δημιουργική. Πάντα έχω κάτι καινούριο κατά νου, όπως επίσης και τις περιοδείες, οι οποίες, καθώς μεγαλώνω, γίνονται κάπως εξαντλητικές.

Για αρκετούς ανθρώπους - κυρίως νεότερων γενεών, στις οποίες δυστυχώς δε συγκαταλέγομαι...

Με τα γένια και τα μούσια σου θα μπορούσες να είσαι οποιασδήποτε ηλικίας. Μοιάζεις με τον Μωυσή από τη Βίβλο! (Γέλια).

Δε με έχουν παραλληλίσει με τον Μωυσή ξανά!

Για να επιστρέψω, όμως, στην ερώτηση την οποία ήθελα να σας θέσω, για πολλούς ανθρώπους είστε η πύλη εισόδου στον Μπέρτολτ Μπρεχτ, τον Κουρτ Βάιλ και την Λότε Λένια.

Το 2025 γιορτάζουμε τα 125 χρόνια από τη γέννηση του Κουρτ Βάιλ. Ετοιμάζω, μάλιστα, ένα άλμπουμ όπου προσπαθώ να ξαναφανταστώ τις συνθέσεις του.

Ποια ήταν η αντίδρασή σας όταν για πρώτη φορά εκτεθήκατε στο έργο αυτών των ανθρώπων και στην εποχή τους, μιας και αποτελείτε μια από τις πλέον αφοσιωμένες ερμηνεύτριές του;

Τραγουδώ αυτήν τη μουσική επί σχεδόν σαράντα έξι χρόνια.

Την ανακάλυψα ως έφηβη στα δεκαέξι μου, όταν παρακολουθούσα ένα σεμινάριο για τη μουσική του Κουρτ Βάιλ στην Αυστρία.

Η ευφυία του έργου του, οι προβοκατόρικοι στίχοι και οι εξωτικοί χαρακτήρες των απόβλητων μου φάνηκαν εξωπραγματικά.

Η εκ νέου ανακάλυψη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μέσω του ρεπερτορίου του Κουρτ Βάιλ υπήρξε, εξάλλου, σημαντική.

Κατόπιν, έγινε κι ο ίδιος σημαντικός συνθέτης στο Μπρόντγουεϊ, αφήνοντας πίσω του όσα τον αντιπροσώπευαν κατά τη γερμανική περίοδό του και δημιουργώντας μια μουσική εμπορική και ρομαντική.

Αρνείτο καν να μιλήσει γερμανικά αφότου έφτασε στις Η.Π.Α., εξελισσόμενος σε έναν ακόμη από τους Εβραίους μετανάστες που εμπλούτισαν τη βορειοαμερικανική κουλτούρα με τη δικιά τους.

Ο Κουρτ Βάιλ είναι, επομένως, ένας άνθρωπος απίστευτης σημασίας για μένα επειδή ήταν ένας δημιουργικός και συνεπής προς τον εαυτό του Γερμανοεβραίος, κι όμως υπέστη εξευτελισμούς και προσβολές από τους Ναζί και εντέλει εξορίστηκε.

Πώς ερμηνεύετε τη συνεχιζόμενη σαγήνη την οποία προκαλεί αυτή η μουσική, ακόμη και σε κοινά πιο νεανικά;

Δεν αισθάνομαι ότι υπάρχει και τόσο ενδιαφέρον από τις νεότερες γενιές.

Άνθρωποι ανάμεσα στα είκοσι και τα τριάντα έχουν μεγαλώσει με μια εντελώς διαφορετική ευαισθησία και γούστο όσον αφορά στη μουσική.

Με απελπίζει, λοιπόν, λίγο το πού βρισκόμαστε χωρίς γούστο στη μουσική. Η μουσική έχει εξελιχθεί σε ψηφιακή επιφάνεια και παράγεται σε κουτάκια. Η ανθρωπιά μέσα της έχει πάει κάπου αλλού.

Και βέβαια οι Η.Π.Α. επηρεάζει την παγκόσμια μουσική αγορά με χιπ χοπ και ραπ.

Από την άλλη, υπάρχουν οι παραδοσιακές μουσικές, με τις οποίες πολλοί άνθρωποι ανά τον κόσμο συνδέονται.

Για να απαντήσω, όμως, στην ερώτησή σου, η επαναστατική/εξεγερσιακή διάσταση αυτής της μουσικής και το εξωτικό στοιχείο στην αφήγηση ιστοριών προκαλούν ενδιαφέρον με έναν εναλλακτικό τρόπο στη στις νεότερες γενιές.

Κάποιες από τις μουσικές κυκλοφορίες σας θα μπορούσαν να περιγραφούν ως «ποπ», ίσως με έναν προσωπικό και ιδιοσυγκρασιακό τρόπο. Το Punishing Kiss, για παράδειγμα, είναι ένα είδος ποπ άλμπουμ.

Εναλλακτικής ποπ! (Γέλιο).

Υπο ποιες συνθήκες γεννήθηκε, στην «αυγή» σχεδόν της νέας χιλιετίας;

Ήταν ένα ενδιαφέρον πρότζεκτ που επινοήθηκε από την εταιρεία Decca Music μετά από εννέα δίσκους μου παραδοσιακής μουσικής οι οποίοι είχαν κυκλοφορήσει.

Με συνάρπασε η προοπτική να συναντήσω μερικούς από τους ήρωές μου, όπως τον Τομ Γουέιτς, τον Έλβις Κοστέλο, τον Νικ Κέιβ, τον Σκοτ Γουόκερ. Απίστευτοι άνθρωποι, με δική τους φωνή.

Ωστόσο, κάτι δε μου πήγαινε καλά σε επίπεδο παραγωγής, και εντέλει έλειπε από τα τραγούδια τους. Δεν μπορούσα να βρω τη φωνή μου στο συγκεκριμένο πρότζεκτ, και δεν ήθελα να μιμηθώ κάποιον άλλο.

Το γεγονός αυτό, όμως, αποτέλεσε για μένα την έμπνευση να αρχίσω να γράφω τη δική μου μουσική, τα δικά μου τραγούδια.

Αμέσως μετά, λοιπόν, ξεκίνησα με το πρότζεκτ για τον Τσαρλς Μπουκόφσκι.

Με το πιο πρόσφατο άλμπουμ μου, το Time Traveler, το οποίο συνέπεσε με τη συγγραφή της αυτοβιογραφίας μου, στοχάζομαι πάνω στο πέρασμα του χρόνου.

Η αίσθηση αυτού του περάσματος σας ανταμείβει ή έχετε μετανιώσει και για κάτι;

Στην πραγματικότητα δε μετανιώνω για κάτι, επειδή είμαι διαισθητικός άνθρωπος και πάντα ακολουθώ το ένστικτό μου. Επί μακρόν δεν έχω υποστεί εξαναγκασμό, απλώς ακολουθώ τον δρόμο μου.

Σίγουρα ο χρόνος περνά γρήγορα. Δεν ξέρω πού πήγαν τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια! Εσωτερικά, δεν αισθάνομαι τον χρόνο.  

Το ενδιαφέρον, ωστόσο, το οποίο συνέβη με την πανδημία είναι πως έχω ακόμα πιο έντονη τάση να βρω την εσωτερική μου γαλήνη και να μην εμπλέκομαι σε οτιδήποτε αγχωτικό και πιεστικό - σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, καλλιτεχνικό επίπεδο.

Έχω καλλιεργήσει ένα ταξίδι προς εμένα την ίδια, παρά μέσω του κόσμου. Αυτή η διαδικασία μού έχει προσφέρει γαλήνη, κι έτσι είναι ευκολότερο να αποδεχθώ τη γήρανση του σώματος.

Ενώ, λοιπόν, το σώμα μαραίνεται, μυαλό και ψυχή ισχυροποιούνται. Μέχρι που κάποια στιγμή πρέπει ν’ αποχαιρετήσεις το σώμα σου. Τι συμβαίνει μετά, δεν το γνωρίζουμε. (Γέλιο).

Εφόσον κάποιος άνθρωπος διατηρεί την πνευματική του διαύγεια και την αυτοαντίληψή του, η σωματική εξασθένηση φαντάζει λιγότερο καταστροφική.

Μερικές φορές καλό που δεν έχεις επίγνωση του εαυτού σου, ιδίως αν έχεις υπερβεί τα ενενήντα κι έχεις πλέον αποδεχτεί πως κάθε μέρα θα είναι λίγο πολύ ίδια με την προηγούμενη, αναπτύσσοντας μια συνείδηση πέρα από τον χρόνο.

Δεν έχω, πάντως, φτάσει σ’ ένα τέτοιο σημείο! Απολαμβάνω την κάθε μέρα μου και είμαι ευγνώμων για το ταξίδι το οποίο μέχρι τώρα είχα. Τα παιδιά μου μού έχουν δώσει τη μεγαλύτερη χαρά στη ζωή.

Καλλιτέχνες κι εκείνα;

Η κόρη μου είναι μυθιστοριογράφος, οι γιοι μου είναι αθλητικοί τύποι.

Ο Μαξ μου, ο μεγαλύτερος, ασχολείται με μια εταιρεία νεοφυούς επιχειρηματικότητας ζώντας με έναν εναλλακτικό τρόπο. Ο Τζούλιαν μου, ο μικρότερος, παίζει μπέιζμπολ.

Στην ηλικία τους ήμουν αγχωμένη. Μπορεί να λάτρευα το να βρίσκομαι επί σκηνής, αλλά το τίμημα ήταν τεράστιο.

Στα είκοσι δύο μου ήμουν ήδη σταρ. Περιόδευα ανά τον κόσμο και, λόγω της πίεσης, δεν μπορούσα να έχω ερωτική σχέση, η φωνή μου κουραζόταν συχνά και πάθαινα τραυματισμούς.

Αφότου, όμως, δημιούργησα οικογένεια, έθεσα προτεραιότητες. Οπότε, με την πάροδο των δεκαετιών, μεταμορφώθηκα από έναν «εκεί έξω» άνθρωπο σε έναν «εδώ μέσα». Μου αρέσει αυτή η νέα διάσταση!

Ακτινοβολείτε χαρά και εσωτερική γαλήνη. Κι αυτό αρέσει σε μένα!

Δε μιλήσαμε, όμως, καθόλου για τη συναυλία μου στο Παλλάς στις 3 Φεβρουαρίου.

Ιδού, λοιπόν.

Θα παρουσιάσω το Ραντεβού με την Μαρλέν Ντίτριχ, ένα θεατρικό έργο με μουσική την οποία συνέθεσα μόνη μου επτά χρόνια πριν και βασίζεται σε ένα τηλεφώνημα το οποίο όντως συνέβη στο Παρίσι το 1997.

Τα Μ.Μ.Ε. με περιέγραφαν τότε ως την «νέα Μαρλέν». Η Μαρλέν Ντίτριχ ήταν ακόμα ζωντανή, τότε στα ογδόντα επτά της, και ζούσε στο Παρίσι. Δεν είχε βγει από το σπίτι της επί μια δεκαετία, για να μη δείξει το γερασμένο πρόσωπό της.

Της έγραψα ένα γράμμα απολογούμενη γι’ αυτή τη σύγκριση, μιας είκοσι τετράχρονης πρωτοεμφανιζόμενης με έναν θρύλο, χωρίς να περιμένω απάντηση.

Ένα μήνα αργότερα, μου τηλεφώνησε, και είχαμε μιας τρίωρης διάρκειας πολύ σημαντική συνομιλία. Μια συνομιλία ανάμεσα σε δύο Γερμανίδες για τα πάντα:

Για την πολιτική, την Ιστορία, την αγάπη, την ποίηση, τη μουσική και -κυρίως- για τον καημό της που δεν μπορούσε να επιστρέψει στη Γερμανία επειδή είχε πολεμήσει τους Ναζί.

Ακόμα και είκοσι χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την αποκαλούσαν «προδότρια». Αυτό λέει πολλά για τη Γερμανία στην οποία μεγάλωσα.

Κράτησα το τηλεφώνημα μυστικό για πολύ καιρό μέχρι που, τριάντα χρόνια αργότερα, αποφάσισα να γράψω ένα θεατρικό βασισμένο σ’ αυτό.

Αφηγούμαι, λοιπόν, την ιστορία, τη μελαγχολία, την πικρία, τις ψευδαισθήσεις, τα όνειρά της.

Ήταν μια «γυναίκα του μέλλοντος», έτσι την αποκαλώ: στον τρόπο ζωής της, στην ελευθερία σκέψης της, της σεξουαλική χειραφέτησή της, στη διανοητική ωριμότητά της.

Δεν πρέπει να ξεχαστεί. Έγραψα, επομένως, αυτό το θεατρικό για να ξαναφέρω την ιστορία της στον κόσμο.

Ευχαριστώ θερμά την Ina Marija Ubaite (Arabella Arts) για την πολύτιμη συνδρομή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης με την Ute Lemper.

Η Ute Lemper παρουσιάζει τη μουσικοθεατρική παράσταση Ραντεβού με την Μαρλέν Ντίτριχ στο Θέατρο Παλλάς τη Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου, στις 21:00.



Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Mohammad Bakri: «Δημιουργώ αισιοδοξία από την πιο βαθιά απελπισία»

 


Ο Mohammad Bakri, εκ των πλέον καταξιωμένων Παλαιστίνιων σκηνοθετών και ηθοποιών, βρίσκεται στην Αθήνα, ενόψει της προβολής την Πέμπτη 30 Ιανουαρίου των δύο απαγορευμένων στο Ισραήλ ντοκιμαντέρ του για τη μαρτυρική Τζενίν.

Συναντηθήκαμε, και κουβεντιάσαμε για πολλά.

«Το θέατρο πρέπει να είναι προτεραιότητα σε οποιαδήποτε καλή κοινωνία. Το ίδιο ισχύει για τον κινηματογράφο», έχετε δηλώσει παλαιότερα. Γιατί προσδίδετε τέτοια σημασία στην τέχνη, γενικότερα, και στο θέατρο και το σινεμά, ειδικότερα;

Δεν ξέρω πώς να απαντήσω σ’ αυτήν την ερώτηση, γιατί κι εγώ δεν είμαι σίγουρος.

Πιστεύω, όμως, γενικότερα ότι οι σκεπτόμενοι και δημιουργικοί άνθρωποι που ασχολούνται με την τέχνη κάθε είδους δε βλέπουν τα πράγματα ασπρόμαυρα. Αντιλαμβάνονται περισσότερα επίπεδα.

Περισσότερες διαστάσεις.

Ακριβώς. Οι καθημερινοί άνθρωποι συνήθως είναι απασχολημένοι με τα προβλήματά τους και δεν ιεραρχούν ως προτεραιότητα το να σκέφτονται πολυδιάστατα. Δεν αντιλαμβάνονται τις «γκρίζες» ζώνες.

Οι άνθρωποι της τέχνης, από την άλλη, μπορούν να δημιουργούν πολύχρωμες ιδέες.

Η τέχνη, εξάλλου, είναι σημαντική γιατί ασκεί επίδραση στο συναίσθημα και στο μυαλό.

Όταν δουλεύω σε ένα θεατρικό έργο ή σε μια ταινία είναι πολύ σημαντικό να νομίζω, κάθε φορά, πως μέσω της δουλειάς μου μπορώ ν’ αλλάξω τον κόσμο. Κι ας μην αλλάζει κάτι.

Θα σου δώσω ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα. Όταν σκηνοθέτησα το πρώτο από τα δύο ντοκιμαντέρ μου για την Τζενίν, το Τζενίν Τζενίν (2002), ήμουν αρκετά αφελής ώστε να θεωρώ ότι επρόκειτο για μια ιστορία αγάπης.

Αγάπης για;

Αγάπης για τον τόπο και τους ανθρώπους του, οποίοι επιθυμούσαν έντονα την ειρήνη, την ελευθερία και τον τερματισμό της Κατοχής.

Το Τζενίν Τζενίν ήταν ένα τραγούδι για την ειρήνη.

Πίστευα πως θα επηρέαζε τους Ισραηλινούς σε τέτοιο βαθμό, που θα έλεγαν: «Να σταματήσει η Κατοχή». «Δεν είσαι ρεαλιστής. Δε ζεις σ’ αυτόν τον κόσμο, αν σκέφτεσαι τόσο αισιόδοξα», μου έλεγαν Ισραηλινοί φίλοι μου.

Νόμιζα ότι με πείραζαν, δεν πήρα την κριτική τους στα σοβαρά.

Ακόμα και σήμερα, ωστόσο, και παρά τη γενοκτονία στη Γάζα, είμαι σίγουρος πως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στο Ισραήλ -δεν ξέρω πόσοι-, κάποιοι πατεράδες και κάποιες μανάδες που, αν είδαν τι συνέβη στη Γάζα, νιώθουν άσχημα γι’ αυτό.

Αν εγώ, ο Mohammad Bakri,  ήμουν Ισραηλινός, ως πατέρας πέντε γιων και μιας κόρης και παππούς επτά εγγονών, θα ντρεπόμουν που ανήκω σ’ αυτήν την εγκληματική κοινωνία με τη ναζιστική της κυβέρνηση.

Χωρίς να θέλω να γενικεύσω, δεν είμαι σίγουρος πόσοι τέτοιοι Ισραηλινοί υπάρχουν.

Όταν ήμουν στο αεροδρόμιο, χρειαζόμουν να μετακινηθώ με καροτσάκι λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζω. Μια πολύ καλή Ισραηλινή κυρία, η Εϊνάτ, με οδήγησε με το καροτσάκι στην πύλη επιβίβασης.

Σε κάποια οθόνη, προβάλλονταν σκηνές από τη Γάζα. Ξέρεις τι μου είπε, το οποίο με εξέπληξε; «Ό,τι κάναμε στη Γάζα δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να κάψουμε τα πάντα».

«Ξέρεις ποιος είμαι;» της απευθύνθηκα. «Ο Mohammad Bakri». «Το ξέρω», μου απάντησε, «αλλά δε μιλάω για σας, αλλά για αυτούς». «Αλλά εγώ είμαι αυτοί», της αντέτεινα. Αισθάνθηκα άσχημα, είχα έντονη ταχυπαλμία.

«Βίασαν γυναίκες, σκότωσαν παιδιά», επέμεινε. «Αυτά είναι ψέματα», διαφώνησα. «Έχω φίλες που βιάστηκαν», ισχυρίστηκε. Ήμουν σίγουρος εκείνη τη στιγμή ότι έλεγε ψέματα.

Γιατί;

Επειδή είμαι ηθοποιός, μπορώ να ξέρω και να «μυρίζομαι» το «χρώμα» του ψεύδους. Κι αυτή ψευδόταν. Ο καλός ηθοποιός είναι ειλικρινής. Αν λέω ψέματα, δε σέβομαι τον εαυτό μου. Αν ψεύδομαι επί σκηνής, προδίδω τον εαυτό μου και το κοινό.

Ακόμα κι αν υπήρξαν βιασμοί Ισραηλινών γυναικών -και βιασμοί συμβαίνουν σε όλους τους πολέμους-, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκαν από τα ισραηλινά Μ.Μ.Ε. «ενορχηστρώθηκε» από τον Νετανιάχου, τον μεγαλύτερο ψεύτη που γνωρίζω.

Και βέβαια τυχόν τέτοια καταδικαστέα περιστατικά δε δικαιολογούν τη δολοφονία Παλαιστινίων αδιακρίτως από τον ισραηλινό στρατό και την καταστροφή υποδομών, ανάμεσά τους νοσοκομεία, σχολεία και πανεπιστήμια.

Ακριβώς. Γίνεται λόγος από την ισραηλινή πλευρά για «ολοκαύτωμα» στο κιμπούτζ που βρίσκεται στα σύνορα με τη Γάζα.

Ποιο «ολοκαύτωμα»; Πόσα σπίτια καταστράφηκαν εκεί, σε σύγκριση με όσα κατεδαφίστηκαν στη Γάζα; Αυτό που συνέβη στη Γάζα ήταν ολοκαύτωμα.

Παρόλα όσα σου λέω, πάντως, εξακολουθώ να πιστεύω -και προσεύχομαι γι’ αυτό- ότι μια μέρα οι Ισραηλινοί θα ξυπνήσουν από τον εφιάλτη ο οποίος έχει δημιουργηθεί από τη χειραγώγηση της ισραηλινής κυβέρνησης και των Μ.Μ.Ε.

Κάποια στιγμή, το Τζενίν Τζενίν θα ασκήσει την επίδραση που δεν άσκησε όταν κυκλοφόρησε.

Στο πιο πρόσφατο ντοκιμαντέρ σας για την Τζενίν, το Τζανίν Τζενίν (2024), το οποίο επίσης απαγορεύτηκε από τις ισραηλινές αρχές, επιστρέφετε στον μαρτυρικό αυτό τόπο.

Τέσσερα χρόνια μετά το Τζενίν Τζενίν, γύρισα το Since you left.

Θα ήθελα να το παρακολουθήσεις, επειδή θα σου πει πολλά για την προσωπική μου ιστορία, η οποία συνδέεται με την παγκόσμια Ιστορία και τη σύγκρουση Παλαιστίνης-Ισραήλ διαχρονικά.

Μόνο άνθρωποι άρρωστοι στο μυαλό δε θα άλλαζαν βλέποντας τέτοιες ταινίες.

Αυτή είναι η αισιόδοξη προσέγγιση.

Δημιουργώ αισιοδοξία από την πιο βαθιά απελπισία.

Αν μισείς και μόνο, δεν μπορείς να δημιουργήσεις, γιατί το μίσος είναι το αντίθετο της δημιουργίας, το αντίθετο της ζωής, υποστηρίζει τον θάνατο, είναι κακό. Κακό! Ακόμα κι αν κάποιες φορές είναι θεμιτό.

Αν δεν έχεις τη δύναμη να αυτοπροστατευτείς, μισείς. Κι αυτό είναι θεμιτό, αλλά όχι δημιουργικό.

Δεν μπορείς να «κατηγορήσεις» έναν λαό που μακελεύεται, βρίσκεται υπό κατοχή ή υπό πολιορκία -τον παλαιστινιακό, εν προκειμένω- επειδή μισεί τον δυνάστη του. Δεν πρόκειται για ρατσιστική στάση, αλλά για μια ανθρώπινη αντίδραση.

Γύρω στα είκοσι ένα χρόνια πριν, γνώρισα έναν πολύ μεγαλόσωμο, σαν κήτος άντρα με καταγωγή από τη Γάζα στο λιμάνι της Άκκα.

Πέρασα μαζί του τρεις μήνες στο πλαίσιο των προβών για ένα θεατρικό που θα ανέβαζα και έμοιαζε ακριβώς με έναν από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος στο οποίο βασιζόταν το θεατρικό.

Όσον αφορά στο θέατρο, πιστεύω στη μέθοδο Στανισλάφσκι, ότι πρέπει να είσαι ο εαυτός σου, κι αυτό θα «βγει» στον χαρακτήρα που υποδύεσαι.

Μια μέρα τον ρώτησα, λοιπόν: «Σ’ αρέσουν οι Ισραηλινοί; Πες μου την αλήθεια». Έκανε μια μεγάλη παύση, και μου απάντησε: «Όχι. Επειδή δεν τους αρέσω εγώ». Αυτό μου αρκούσε. Το μίσος είναι αντίδραση, επομένως, όπως προείπαμε, όχι δράση.

Όταν μισείς κάποιον για να αυτοπροστατυευτείς, είναι φυσιολογικό. Αν, όμως, μισείς κάποιον επειδή είναι διαφορετικός από σένα, τότε μιλάμε για ναζισμό και φασισμό.

Αυτή η αντίληψη για τους Άραβες, τους Παλαιστίνιους και τους Μουσουλμάνους κυριαρχεί στη Δύση.

Είναι η Δυτική οπτική γωνία και αντίληψη.

«Υπάρχουν δύο είδη ψέματος», έγραψα σήμερα στο Facebook, «το λευκό και το μαύρο. Το λευκό είναι αντίδραση. Σ’ αυτό καταφεύγουν τα παιδιά όταν φοβούνται να παραδεχτούν πως έκαναν ένα λάθος».

«Όταν, όμως, ψεύδεσαι με σκοπό να βλάψεις κάποιον, πρόκειται για μαύρο ψέμα. Το ισραηλινό ψέμα είναι μαύρο, επειδή εξαρχής ήθελε να πείσει τους ανά τον κόσμο Εβραίους ότι εγκαθίστανται σε μια γη χωρίς ανθρώπους».

Κι έτσι ήρθαν σε μια γη γεμάτη ανθρώπους, εκδιώκοντάς τους διά της βίας, ώστε να πείσουν τους Εβραίους πως δεν υπήρχαν άνθρωποι στην Παλαιστίνη. Οτιδήποτε συνέβη μετά το 1948 εντάσσεται στο πλαίσιο αυτού του ψεύδους.

Ας επιστρέψουμε στην Τζενίν, όπου βρεθήκατε εν μέσω ενός νέου κύκλου -εν εξελίξει αυτές τις μέρες- εισβολής, μακελέματος και καταστροφής. Άλλαξε κάτι από το 2002 και εξής;

Τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Αυτό που καθοδηγεί την ισραηλινή κυβέρνηση και τον ισραηλινό στρατό στη Γάζα -και τώρα στην Τζενίν- είναι η απλή εκδίκηση και το μαύρο μίσος. Δεν μπορώ να τους συγχωρήσω.

Είδα ένα βίντεο, όπου ένας Ισραηλινός διοικητής στη Γάζα τηλεφωνεί στην κόρη του για να της ευχηθεί για τα γενέθλιά της μέσω βιντεοκλήσης και της δείχνει πώς ανατίναξε ένα τεράστιο κτίριο. Το φαντάζεσαι;

Επιστρέφοντας από την Ελλάδα, θα φέρω μαζί μου για τα εγγόνια μου βιβλία, παιχνίδια, έναν πολύχρωμο πίνακα: κάτι που μπορούν ν’ απολαύσουν. Όχι όπλα. Όχι φωτογραφίες καταστροφής.

Θα ήταν διαστροφικό.

Αν αναθρέψω το παιδί μου έτσι ώστε να του αρέσει η καταστροφή και το όπλα, πώς θα μεγαλώσει; Αντιθέτως, μεγάλωσα τα παιδιά μου έτσι ώστε να τους αρέσει το θέατρο, ο κινηματογράφος, η μουσική.

Κι είμαι περήφανος γι’ αυτό και για τα παιδιά μου, επειδή όλα τους είναι ηθοποιοί.

Είμαι ευτυχής γιατί μπορώ τώρα να πεθάνω και να κοιμηθώ ήσυχα, κάτι που δυστυχώς δε μου συμβαίνει τώρα στη ζωή λόγω των εφιαλτών μου εξαιτίας όσων συμβαίνουν.

Όταν πεθάνω, όμως, θα πεθάνω ήσυχα, επειδή θα ξέρω ότι θα συνεχίσουν ν’ αγαπούν και να δημιουργούν με τον τρόπο μου.

Τα παιδιά μου δεν είναι εγκληματίες, ούτε στρατιώτες σε οποιονδήποτε στρατό, αν κι έχουν όλους τους λόγους να είναι στρατιώτες της ελευθερίας.

Κι όμως, διαλέγουν τον τρόπο μου για να υπερασπιστούν και να προστατεύσουν την αξιοπρέπεια, τη ζωή και την ελευθερία τους.

Είμαι περήφανος για τον εαυτό μου!

Κι εγώ, επειδή σας συντροφεύω. Σας ευχαριστώ!

Κι εγώ.

Ευχαριστώ θερμά την Ντόρις Χακίμ για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης με τον Mohammad Bakri.

Τα απαγορευμένα στο Ισραήλ ντοκιμαντέρ του Mohammad Bakri, Τζενίν Τζενίν (2002) και Τζανίν Τζενίν (2024), προβάλλονται την Πέμπτη 30 Ιανουαρίου στο Studio New Star Art Cinema στις 18:00 και 19:30, αντίστοιχα.

Μετά την προβολή ακολουθεί συζήτηση με τον σκηνοθέτη.



Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

Barry Adamson: «Η φιλμ νουάρ διάσταση είναι ο τρόπος που περπατώ!»

 


Γνωστός κυρίως από τη συμμετοχή του στους Magazine και στους Bad Seeds του Nick Cave, αλλά και μέσα από τη μακρά σόλο διαδρομή του, o Barry Adamson είναι ένας από τους πιο ιδιαίτερους μουσικούς των τελευταίων τριανταπέντε χρόνων.

Συνομιλώντας μαζί του για τη μουσική, τον κινηματογράφο -ίσως και την ελπίδα-, ενόψει των δύο συναυλιών του στην Αθήνα στις 7 και 8 Φεβρουαρίου.

Γεννηθήκατε στο Moss Side του Μάντσεστερ από λευκή μητέρα και μαύρο πατέρα. Ήταν μια πολυπολιτισμική περιοχή εκείνο τον καιρό; Υπήρχαν και διαφυλετικές/διαπολιτισμικές εντάσεις/συγκρούσεις;

Στα απομνημονεύματά μου, Up Above The City, Down Beneath The Stars, προσπαθώ να χαρτογραφήσω ένα κυριολεκτικό, «ασπρόμαυρο τοπίο» όπου η ιδέα του να μεγαλώνεις σε μια πολυπολιτισμική περιοχή φαντάζει σαν να είσαι σε ένα φιλμ νουάρ.

Προσπαθώ να δώσω στον αναγνώστη μια αίσθηση κινηματογράφου, κάπως απομακρυσμένη από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, «πραγματικότητα».

Η ένταση και η ανακούφιση είναι μέρος της ζωής και οι πολυπολιτισμικές πτυχές της πόλης τής προσέδιδαν για μένα αυτό το πλεονέκτημα, ένα πλεονέκτημα που δεν καταλάβαινα αλλά μπορούσα να παρατηρήσω και να νιώσω.

Και πώς ήταν να μεγαλώνετε σε ένα διαφυλετικό νοικοκυριό;

Σαν μικρογραφία του έξω κόσμου. Ένταση, ανακούφιση, αγάπη και φόβος σε ίσες δόσεις.

Ως παιδί ήμουν ανάπηρος, οπότε περνούσα πολλή ώρα κοιτάζοντας τον κόσμο από αυτήν την οπτική γωνία και καταναλώνοντας άπληστα μουσική από τα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά προγράμματα.

Τα προγράμματα αυτά είχαν μεγαλύτερη επιρροή πάνω μου από την πραγματικότητα. Μου πρόσφεραν μια διέξοδο από την καθημερινότητα. Άκουγα μουσική και των δύο φυλών και βγήκα ζωντανός.

Εγκαταλείψατε το κολέγιο επειδή θέλατε να ασχοληθείτε με την αναδυόμενη πανκ ροκ σκηνή των τελών τέλη της δεκαετίας του 1970, έτσι ενταχθήκατε στους Magazine ως μπασίστας.

Το υλικό τους είναι ποικιλόμορφο και έντονο, συνδυάζοντας πανκ ροκ διαποτισμένο με σόουλ, μεταπάνκ και new wave. Ποιος ήταν ο ρόλος σας στις συνθέσεις; Έχετε διατηρήσει λίγο από το πανκ ροκ ήθος εκείνης της εποχής;

Νομίζω ότι η ορμή και το πνεύμα εκείνης της εποχής είναι αυτά που με κάνουν να βάζω μπρος, συν μια αιώνια αγάπη για την τέχνη, τη μουσική και τον κινηματογράφο.

Οι συνθέσεις μου στους Magazine ήταν αρκετά περιορισμένες και ένιωθα ότι έφτιαχνα γραμμές στο μπάσο μου στις οποίες ο ακροατής μπορούσε να ακουμπήσει και να πιάσει μια μελωδία πέρα από τα ρυθμικά μου καθήκοντα.

Με απασχολούσε ο ήχος της μπάντας και πώς γενικά θα μπορούσα να επηρεάσω αυτόν τον ήχο.

Μετά τη διάλυση των Magazine, ενταχθήκατε στους Bad Seeds του Nick Cave, συμμετέχοντας στα άλμπουμ From Her to Eternity, The Firstborn Is Dead, Kicking Against the Pricks and Your Funeral, My Trial.

Τι κερδίσατε από τη συμετοχή σας στο συγκρότημα και γιατί φύγατε από αυτό;

Οι Bad Seeds απέχουν παρασάγγας από τους Magazine από κάθε άποψη και έτσι ήθελα να γίνω κομμάτι ενός πράγματος που ήταν πολύ πιο επικίνδυνο και δε βασιζόταν στις συνήθεις τεχνικές εκτέλεσης της μουσικής.

Η αφήγηση και το συναίσθημα του Νick έχουν τόσο αναμφισβήτητη δύναμη και αυτό είναι που με τράβηξε.

Επιπλέον, έπρεπε να προσθέσω περισσότερα όργανα στο ενεργητικό μου και να αρχίσω να σκαλίζω ιδέες για το γράψιμο.

Με ταλαιπώρησαν, ωστόσο, προσωπικά προβλήματα. Χαρτογραφώ -και πάλι στα απομνημονεύματά μου- μια «διολίσθηση στην κόλαση από τα ίδια μου τα χέρια», προς ανακούφιση μιας εσωτερικής έντασης.

Αυτή η ανακούφιση δεν μπορούσε να επιτευχθεί πριν προσκρούσω στο έδαφος. Ωθούμενος από ελπίδα, άρχισα να γράφω το Moss Side Story.

Έχοντας, λοιπόν, κυκλοφορήσει το 1989, το Moss Side Story, το ντεμπούτο άλμπουμ σας, είναι το «σάουντρακ» ενός ανύπαρκτου φιλμ νουάρ.

Γιατί σας γοήτευε πάντα το φιλμ νουάρ, η κινηματογραφική μουσική και οι ταινίες, γενικά, σε οποιοδήποτε επίπεδο;

Το Moss Side Story συνοψίζει τις εμπειρίες μου μέχρι εκείνο το σημείο της ζωής μου. Μέσω αυτού προσπάθησα να περιγράψω τον εσωτερικό μου κόσμο και τις παιδικές μου εμπειρίες, ​​αφήνοντας την ερμηνεία ανοιχτή στον ακροατή.

Η φιλμ νουάρ διάσταση είναι και αναμφίβολα θα συνεχίσει να είναι ο τρόπος που περπατώ! Είναι αυτή που με οδηγεί από το Α στο Β. Αποτελεί για μένα μια γλώσσα που με βοηθάει να κατανοήσω τον κόσμο, ασπρόμαυρο και έγχρωμο.

Πολλά από τα επόμενα άλμπουμ σας είναι επίσης ψευδοσάουντρακ και το Stranger on the Sofa κατατάσσεται μεταξύ των πιο ολοκληρωμένων. Είναι ένα ιδιαίτερο άλμπουμ και για σας; Πώς το συλλάβατε;

Ναι, ευχαριστώ. Μου αρέσει πολύ αυτό το άλμπουμ και βίωνα ένα υπέροχο συναίσθημα δημιουργώντας το.

Είχα βρει ένα μέρος στον κόσμο όπου ζούσα μια σχεδόν «Barry Adamson εμπειρία» καθημερινά. Πολύ θετικές στιγμές κατά τη διάρκεια των οποίων ένιωθα ότι η συνέπειά μου στον τομέα που επέλεξα γινόταν πλέον πιο ισχυρή.

Τριανταπέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του Moss Side Story επιστρέφετε με το πιο «Motown» άλμπουμ σας εδώ και χρόνια,  το Cut to Black. Σε τι αναφέρεται το «μαύρο» του τίτλου του;

Όπως με όλα τα έργα μου, κάθε νόημα και ερμηνεία «παίζεται!» Ό,τι μπορεί να σημαίνουν για το άτομο που τα βιώνει.

Κυρίως, ένιωσα ότι ήθελα να υλοποιήσω μια ιδέα που βρίσκεται στα σενάρια ταινιών: πώς τελειώνουν οι ταινίες με την απλή οδηγία «Cut to Black».

«Αλλά όλα είναι καλά/ Κάθομαι ακριβώς εδώ/ Περιμένοντας απλώς το τέλος των καιρών», τραγουδάτε στο Waiting for the End of Time, το αγαπημένο μου κομμάτι του άλμπουμ.

Σχεδόν τίποτα δεν πάει «καλά», φυσικά: ας σκεφτούμε μόνο τη γενοκτονία των Παλαιστινίων σε Γάζα και Δυτική Όχθη και άλλες φρικαλεότητες παγκοσμίως. Νιώθετε ότι ζούμε κυριολεκτικά σε αποκαλυπτικούς καιρούς;

Έτσι αισθάνομαι. Αλλά πάλι, πάντα αυτό ένιωθα - είτε σε εσωτερικό είτε σε εξωτερικό επίπεδο. Πάντως ναι, έγραψα το συγκεκριμένο τραγούδι ως μια χειρονομία προς τρεις κατευθύνσεις:

Προς τους καιρούς που έρχονται, σ’ εκείνους οι οποίοι παρήλθαν και για τους φίλους που έχασα και προς την ιδέα του να κρύβεσαι μακριά από τον πόνο.

Πώς, λοιπόν, μπορεί η μουσική να βοηθήσει στην επιβράδυνση ή την αντιστροφή του επιταχυνόμενου «ρυθμού της σκληρότητας» για τον οποίο τραγουδούσαν κάποτε οι Magazine;

Χαχά, μήπως στην πορεία η μουσική παρέχει την τέλεια απόδραση με την οποία θα ξεπλύνεις την ψυχή μέχρι να καθαρίσει τελείως και θα διατηρήσεις την πίστη ότι το αύριο θα μπορούσε να είναι καλύτερο;

Ευχαριστώ θερμά την Sue από το τιμ του Barry Adamson για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του καλλιτέχνη.

Ο Barry Adamson εμφανίζεται ζωντανά στην Αθήνα στις 7 και 8 Φεβρουαρίου στο Loulou is Present (Πειραιώς 105, Γκάζι), στις 21:00.