Μπερνάρντο Ατσάγα (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός) |
Πενήντα
χρόνια βασκικής Ιστορίας αναδεικνύονται
μέσα από τις ζωές των πρωταγωνιστριών και των πρωταγωνιστών τους στο στοχαστικό μυθιστόρημα Σπίτια και Τάφοι του «πατριάρχη» της βασκικής λογοτεχνίας, Μπερνάρντο
Ατσάγα.
Συναντώντας
τον
αειθαλή συγγραφέα στην Αθήνα, όπου βρέθηκε πριν από μερικούς μήνες προκειμένου να παρουσιάσει το βιβλίο του.
Διαβάζοντας
το Σπίτια και
Τάφοι είχα την αίσθηση ότι πρόκειται για μια φωτιά που πότε σιγοκαίει,
πότε φουντώνει, πότε υποχωρεί, πότε αναζωπυρώνεται. Ποιοι ήταν οι αφηγηματικοί «σπινθήρες»
που «πυροδότησαν» αυτό το μυθιστόρημα;
Είναι αλήθεια πως όταν
μιλάμε για λογοτεχνία, το ζήτημα του σημείου εκκίνησης, της «σπίθας» δηλαδή,
είναι πολύ σημαντικό.
Πρόκειται για στιγμές της
ζωής μου, όπως εκείνη που είδα το αγριογούρουνο να πέφτει στο κανάλι. Αυτή,
ενωμένη με την εικόνα από ένα γαλλικό σχολείο το οποίο παρακολούθησα.
Στη δεύτερη ιστορία το
σημείο εκκίνησης είναι οι εικόνες της καρακάξας μαζί με το στρατόπεδο όπου
έκανα τη θητεία μου.
Αυτοβιογραφική είναι και
η ανάμνηση ενός αστυνομικού, ενός προσώπου το οποίο γνώριζα.
Η τελευταία ιστορία, που
εκτυλίσσεται στο νοσοκομείο, αφορά σε μια προσωπική εμπειρία.
Το
αναφέρετε, άλλωστε, και στον επίλογο του βιβλίου.
Αυτό είναι το συνειδητό
κομμάτι της εκκίνησης της συγγραφής.
Από τη στιγμή, όμως, που
κάποιος αρχίζει να γράφει, η γλώσσα έχει τη δική της δύναμη.
Όπως συμβαίνει με τα άλογα
όταν οδηγείς μια άμαξα: προσπαθείς να τα χαλιναγωγήσεις, αλλά δεν είναι πάντα
εύκολο, και μερικές φορές σε πάνε σε μέρη που δεν έχεις σχεδιάσει.
Όταν παθαίνει το ατύχημα
ο Λουίς, κάτι που συνδυάζεται με την ταινία Ο
καλός, ο κακός και ο άσχημος, η
αφετηρία είναι μια προσωπική εμπειρία.
Ήμουν στο νοσοκομείο και
μέσα στη ζαλάδα μου μετά από μια εγχείρηση το μυαλό μου πήγε στο σφύριγμα από
το συγκεκριμένο φιλμ. Αυτή η εμπειρία μετασχηματίστηκε, λοιπόν, στην ιστορία
του Λουίς στο νοσοκομείο.
Σ’ αυτή την ταινία
υπάρχει μια σκηνή βασανιστηρίων, και ήθελα να μιλήσω για τα βασανιστήρια. Η
αναφορά στο φιλμ ήταν ένας λογοτεχνικός τρόπος να μιλήσω γι’ αυτά.
Είμαι από τους λίγους
συγγραφείς στην Ισπανία που αναφέρονται σε βασανιστήρια.
Μιας
και μιλάμε για το πού μπορεί να σε οδηγήσει η γραφή -απρόσμενα-, εξίσου
απρόσμενα είναι και τα «μονοπάτια» στα οποία μπορεί να σε οδηγήσει και η μνήμη,
όπως αυτή μεταπλάθεται, αναπλάθεται και βιώνεται μέσω της γραφής;
Η μνήμη και η ανάμνηση δεν
είναι το ίδιο πράγμα. Η ανάμνηση έχει γλώσσα και μορφή, είναι κάτι
συγκεκριμένο.
Η μνήμη είναι κάτι
μεγαλύτερο και ευρύτερο. Όταν γράφω, δεν παραθέτω τη μια ανάμνηση μετά την
άλλη. Συμβαίνουν συνειρμοί που δεν τους περιμένεις, κι όλα αυτά συνθέτουν τη
μνήμη.
Προσωπικά ξεκινώ από τις «σπίθες»
που αναφέρατε, και μετά αφήνω το μυαλό μου να με ταξιδέψει ελεύθερα εκεί που με
πάνε η γλώσσα και η γραφή.
Ταξιδεύετε
επίσης στα τοπία -τα φυσικά, τα ανθρωπογενή, τα ανθρώπινα- της νιότης σας- και
όχι μόνο.
Στόχος μου πάντα είναι να
υπάρχει μια κίνηση, τα πράγματα να μεταβάλλονται. Θέλω ο αναγνώστης να μπαίνει
στο βιβλίο και να βλέπει τους χαρακτήρες να είναι ζωντανοί και να αλλάζουν.
Γι’ αυτό και είμαι πολύ
ακριβής όταν αναφέρομαι στα τοπία που συνθέτουν αυτή την αφήγηση. Η φροντίδα
για τα τοπία σχετίζεται με την ένταση που θέλω να δίνω στην αφήγησή μου.
Υπάρχει μια άποψη του
Ρομαντισμού, την οποία υιοθετώ, ότι το τοπίο είναι μια κατάσταση της ψυχής.
Περιγράφοντας, λοιπόν, το τοπίο -τον ουρανό, ένα δάσος-, περιγράφεις και το
εσωτερικό των χαρακτήρων που θέλεις να αποδώσεις.
Η
απόδοση της ψυχικής κατάστασης των χαρακτήρων συνδέεται ακόμα περισσότερο και με
τη γλώσσα, στην περίπτωσή σας τη βασκική.
Πιστεύω πως κάθε γλώσσα
είναι μια διαδρομή.
Η δικιά μου γλώσσα είναι
η δικιά μου διαδρομή. Είναι το σπίτι μου όπου μιλούσαμε βασκικά, είναι ένας
κομμουνιστής ποιητής από το Μπιλμπάο ο οποίος ήταν ο μέντοράς μου, είναι το
πρώτο κορίτσι που χορέψαμε μαζί.
Δεν ήξερα τι να της πω,
ήμουν πολύ αγχωμένος και αμήχανος κι αυτό που σκέφτηκα να την ρωτήσω ήταν ποια
είναι η γνώμη της για τη βασκική γλώσσα.
Η γλώσσα έχει άπειρες
δυνατότητες, και η παραμικρή λεπτομέρεια έχει σημασία. Μια μικρή αλλαγή στην
προφορά μπορεί να δείχνει πολλά για κάποιον και για τους ανθρώπους γύρω του.
Για παράδειγμα, στα
βασκικά ο «πατέρας» είναι «αϊτά». Καμιά φορά, τον προφέρουν ως «ακέ». Αυτή η
λέξη μου θυμίζει, όμως, έναν βασανιστή που χρησιμοποιούσε αυτή την εκδοχή -την πιο
παιδική- της λέξης «πατέρας».
Στα καστιλιάνικα, οι συνειρμοί
θα ήταν τελείως διαφορετικοί. Είναι λέξεις με διαφορετική φόρτιση. Στα
καστιλιάνικα, ακούω τις λέξεις «πατέρας» και «μπαμπάς», και δε μου λένε τίποτα.
Ακριβώς λόγω της φόρτισης
που κάθε λέξη έχει στο συγκείμενό της, αποδίδεται και πιο δύσκολα όταν
μεταφράζω τα βιβλία μου από τα βασκικά στα καστιλιάνικα.
Δεδομένου
ότι είστε ο κύριος μεταφραστής του έργου σας από τα βασκικά στα καστιλιάνικα, πώς
λειτουργεί αυτή διαδικασία από δημιουργικής άποψης;
Για να είμαι σίγουρος, το
κάνω με μια επαγγελματία μεταφράστρια, που είναι η σύντροφός μου.
Οι γλώσσες είναι ρεύματα.
Σε καθεμιά υπάρχει μια διαφορετική «αλυσίδα» από συμφραζόμενα. Όταν, λοιπόν,
μεταφράζεις, το δύσκολο είναι να ενώσεις αυτά τα ρεύματα. Το αποτέλεσμα είναι
μια εκδοχή - η βασκική και η καστιλιάνικη.
Πέρσι αναλάβαμε με την
σύντροφό μου να μεταφράσουμε στα βασκικά κάποια έργα του Σέξπιρ. Είδαμε, μεταξύ
άλλων, τρεις ισπανικές μεταφράσεις και μια γαλλική. Μας έκανε εντύπωση πως
υπήρχαν παράγραφοι όπου καμιά λέξη δεν ήταν ίδια!
Αυτό που πρέπει να βρεις,
επομένως, είναι τι έχει αξία και ποιότητα. Η πιο δυνατή μετάφραση από την άποψη
της λογοτεχνικής λογικής ήταν μια παλιά γαλλική, την οποία είχε κάνει ο γιος
του Ουγκό.
Η μετάφραση είναι κάτι
αέρινο και άπιαστο, και οι μεταφραστές το γνωρίζουν πολύ καλά. Γι’ αυτό, όπως
προείπα, κάθε μετάφραση είναι μια διαφορετική εκδοχή.
Είστε
εκ των θεμελιωτών, θεματοφυλάκων και πιο επώνυμων εκφραστών της σύγχρονης
βασκικής λογοτεχνίας. Πώς βιώνετε τον εαυτό σας εντός αυτής της λογοτεχνικής
παράδοσης;
Όταν κάποιος γράφει σε
μια μειονοτική γλώσσα, νιώθει διαρκώς υπό πίεση.
Έρχεται, λοιπόν, ένα
δαιμόνιο και μου λέει: «Θα μετατραπείς
στον εθνικό συγγραφέα». Έπειτα ένα άλλο, που με προτρέπει: «Να γράφεις απευθείας στα καστιλιάνικα». Ένα
τρίτο με ρωτάει: «Γιατί δε γράφεις ένα
νουάρ μυθιστόρημα, που πουλάει καλύτερα;»
Όταν, επομένως, σε
πολιορκούν όλα αυτά τα δαιμόνια, το πιο σημαντικό είναι να διατηρείς τη θέση όπου
αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι.
Έγινα συγγραφέας γιατί
μου άρεσε να σκέφτομαι, κι ο μόνος τρόπος να σκέφτομαι ήταν να γράφω
μυθοπλασία. Γι’ αυτό και πάντα νιώθω ανεξάρτητος συγγραφέας.
Ο συγγραφέας γράφει όλη
του τη ζωή, και πεθαίνει γράφοντας. Όλα υπάρχουν γύρω του, αλλά δεν έχουν την
ίδια δύναμη που ο ίδιος αισθάνεται όταν γράφει. Αυτό ξέρω να κάνω, να γράφω.
Απεχθάνομαι τους
συγγραφείς που γράφουν για συμφέροντα ξένα προς το ίδιο τους το έργο.
Προ
τριετίας, ο Κίρμεν Ουρίμπε, εκ των αξιολογότερων εκπροσώπων της σύγχρονης
βασκικής λογοτεχνίας, μου είχε πει πως, κατά τη γνώμη του, η βασκική
λογοτεχνική παραγωγή διανύει μια «Xρυσή Eποχή».
Συμμερίζεστε
αυτή την εκτίμηση;
Στην οποιαδήποτε
λογοτεχνία βλέπω μόνο προβλήματα. Ο αγώνας για έναν συγγραφέα είναι να συνεχίσει
να γράφει και να εκδίδει παρά τα
προβλήματα.
Αν ταξιδεύεις με ένα αεροπλάνο
και βλέπεις το τοπίο από κάτω, σού φαίνεται πολύ όμορφο. Όταν, όμως,
προσγειωθείς και το δεις από κοντά, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Μου
φαίνεται σχεδόν αστείο να μιλάω για «χρυσές εποχές».
Η κατάσταση στη βασκική
λογοτεχνία εξαρτάται, όπως και σε κάθε λογοτεχνία, από την κατάσταση της
γλώσσας και της χώρας γενικότερα.
Και στην προ-Φράνκο
περίοδο υπήρχαν συγγραφείς με ταλέντο, αλλά αυτό χάθηκε ή εκδηλώθηκε με
περιορισμένο τρόπο λόγω των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών.
Στη γενιά του Κίρμεν
Ουρίμπε τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Υπάρχει έντονη λογοτεχνική ζωή, κι
αυτό διευκολύνει τη συγγραφή βιβλίων ενταγμένων σ’ αυτό που αποκαλείται «βασκική
λογοτεχνία».
Στις μέρες μας υπάρχει
μια τάση να «στενεύει» η λογοτεχνία: να εξαφανίζονται, για παράδειγμα, τα
διηγήματα, τα δύσκολα κείμενα ή η ποίηση. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να υπάρχει
σήμερα ένας Καβάφης που θα έγραφε όπως εκείνος έγραφε.
Υπάρχει μόνο χώρος για τα
στάνταρ, όπως και στη μουσική, και μια πίεση για την έκδοση αστυνομικών
μυθιστορημάτων.
Δεν μπορώ, άρα, να βλέπω «χρυσές
εποχές». Βλέπω προβλήματα, και συγγραφείς που δεν έχουν σχέση με τα κοινωνικά
δίκτυα, δεν είναι όμορφοι νέοι, και αντιμετωπίζονται σαν να μην υπάρχουν.
Με
αφετηρία το μυθιστόρημά σας Ένας άνθρωπος
μόνος, είναι τελικά για εσάς ο «προορισμός» ενός αντάρτη/ακτιβιστή/πολιτικού
υποκειμένου η μοναχική ζωή και η αέναη διερώτηση σχετικά με το (δικό του)
παρελθόν και παρόν;
Ίσως όλοι όσοι
αγωνίζονται για μια κοινωνία πιο δίκαιη και σωστή κάνουν ένα μικρό λάθος στο
σημείο εκκίνησης της σκέψης τους, θεωρώντας ότι όλοι oι άνθρωποι είναι στο βάθος της ψυχής
τους καλοί και ευγενικοί. Δεν ισχύει πάντα αυτό.
Γι’ αυτό και όσοι
διατηρούν μια κριτική ματιά αντιμετωπίζουν πάρα πολλά προβλήματα και πολλές
φορές καταλήγουν στο κενό: όπως ο διάσημος Βάσκος δημοσιογράφος Μαριάνο Φερέρ,
ο οποίος όταν πέθανε, πενθήθηκε στη σιωπή.
Τελικά, όλοι όσοι έχουν
αυτή την κριτική ματιά πρέπει ν’ αναλάβουν το κόστος. Σκεφτείτε τον Γάλλο
ποιητή Απολινέρ: στο τέλος, ούτε η ίδια του η μάνα δεν τον ήθελε!
Όντας
πια κατασταλαγμένος, από τι εμπνέεστε πολιτικά, φιλοσοφικά, υπαρξιακά σε
προσωπικό επίπεδο;
Για μένα στο κέντρο όλων
των προβλημάτων βρίσκεται η κοινωνική ανισότητα. Ως λογοτέχνης, το σημείο
εκκίνησής μου είναι ότι ο κόσμος είναι άπειρος.
Η πραγματική ζωή έχει
πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις. Πρέπει να καταπολεμάς τις λανθασμένες
αντιλήψεις, να υποστηρίξεις μια απεργία.
Ο συγγραφέας, όμως, δεν
μπορεί να υπηρετεί απλώς τις απαιτήσεις της πραγματικής ζωής, πρέπει να κάνει
κάτι διαφορετικό.
Τελικά, η αλήθεια είναι
κάτι πολύ πιο ευρύ και σύνθετο από τη ζωή της καθημερινής πραγματικότητας. Η
λογοτεχνία κάνει την αλήθεια μιας πραγματικότητας πολύ πιο σύνθετη απ’ ό,τι
νομίζουμε.
Οδεύει
η βασκική κοινωνία προς ένα μέλλον με δικαιοσύνη και ευημερία ή τα τραύματα
τόσο της Φρανκικής περιόδου όσο και από τις δεκαετίες δράσης της ΕΤΑ εξακολουθούν
να τη στοιχειώνουν, περισσότερο ή λιγότερο;
Η οικονομική κατάσταση
έχει αλλάξει πολύ προς το καλύτερο. Στο πνευματικό επίπεδο, ωστόσο, οι αλλαγές
είναι μηδενικές. Βλέπω, μάλιστα, μια οπισθοχώρηση.
Η κατάσταση στη Μαδρίτη
έχει επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο. Η δεξιά πολιτική ηγεσία στην Ισπανία έχει υιοθετήσει
έναν εθνικισμό ακόμα πιο Φαλαγγίτικο ορισμένες φορές, και έχει δημιουργηθεί
αυτό που θα περιγράφαμε ως «το έθνος του κέντρου».
Διεκδικεί ως κομμάτι της
ισπανικής κληρονομιάς ακόμα και την Ιστορία των Βησιγότθων. Όταν, όμως, γίνεται
λόγος για τους Άραβες που ζουν 800 χρόνια εκεί, λειτουργεί απαξιωτικά. Είναι
εντυπωσιακό αυτό το «κύμα» του εθνικισμού.
Ο «πυρήνας» του
υπερεθνικισμού στην Ισπανία αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη Μαδρίτη. Όπως
συμβαίνει στον Βορρά της Ιταλίας.
Η συνέντευξη με τον συγγραφέα
πραγματοποιήθηκε στον χώρο του βιβλιοπωλείου
των Εκδόσεων Εκκρεμές τον Ιούλιο του
2022 με διαδοχική διερμηνεία του
Κώστα Αθανασίου, τον οποίο ευχαριστώ θερμά.
Ευχαριστώ
επίσης ιδιαιτέρως την κ. Χριστίνα Ζήση (Εκδόσεις Εκκρεμές) για την πολύτιμη συμβολή της στη διοργάνωση
της διαδικασίας.
Το μυθιστόρημα του ΜπερνάρντοΑτσάγα Σπίτια
και Τάφοι κυκλοφορεί στα
ελληνικά από τις Εκδόσεις Εκκρεμές
σε μετάφραση του Κώστα Αθανασίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου