Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Πάβελ Κόχουτ: «Η Άνοιξη της Πράγας ήταν μια προσπάθεια να περπατήσεις στο ταβάνι»

 


Διακεκριμένος μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής, ο αειθαλής Τσέχος Πάβελ Κόχουτ γιόρτασε στις 20 Ιουλίου 93 χρόνια ύπαρξης!

Γιορτάζουμε κι εμείς συνομιλώντας μαζί του, με αφετηρία την πρόσφατη κυκλοφορία του μυθιστορήματός του Ο άντρας που περπατούσε ανάποδα.

Διακεκριμένος μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής, κατέχετε διπλή υπηκοότητα, τσεχική και αυστριακή.

Υπό ποια έννοια αισθάνεστε Τσέχος και Αυστριακός και πώς έχει αντικατοπτριστεί αυτή η δυαδικότητα στη δουλειά σας ανά τις δεκαετίες;

Πήρα την αυστριακή υπηκοότητα το 1980 μετά την αφαίρεση της τσεχοσλοβακικής από το καθεστώς. Μου επιστράφηκε το 1989 έπειτα από δέκα χρόνια.

Ήθελα να κρατήσω αυτή που μου αποδόθηκε τιμητικά, από ευγνωμοσύνη προς τη χώρα η οποία μου πρόσφερε ένα δεύτερο σπίτι σε περιόδους ανάγκης. Όλα αυτά έχουν εμπλουτίσει τη γραφή μου θεματικά.

Ένθερμος κομμουνιστής στα νεανικά σας χρόνια, εξελιχθήκατε σε διαφωνούντα και κατόπιν σε καταξιωμένη φυσιογνωμία της Άνοιξης της Πράγας, αποβαλλόμενος τελικά από το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Ποιο ήταν το σημείο καμπής στην πολιτική μεταμόρφωσή σας;

Μπήκα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας στην ηλικία των δεκαοκτώ το 1946.

Το 1956 έλαβα την πρώτη επίπληξη, το 1967 μια επίπληξη με προειδοποίηση και το 1969, μετά την αποτυχία της Άνοιξης της Πράγας, εκδιώχθηκα από αυτό το κόμμα.

Ήταν μια μονομαχία μεταξύ ψευδαίσθησης και εμπειρίας. Η τελευταία κέρδισε.

Τι θυμάστε πιο έντονα από την περίοδο της Άνοιξης της Πράγας, κυρίως από πολιτιστικής και πολιτικής άποψης, και τι έχει απομείνει από εκείνο το πνεύμα στις μέρες μας;

Η Άνοιξη της Πράγας στη σοβιετική εποχή ήταν στην πραγματικότητα μια προσπάθεια να περπατήσεις στο ταβάνι. Μέχρι σήμερα, είναι συναρπαστικό για μένα που έλαβε μέρος η απόλυτη πλειοψηφία της κοινωνίας.

Μπορείτε να το ονομάσετε μια γενική πρόβα για τη δημοκρατία. Τι μένει; Η δημοκρατία.

Ο κωμικοτραγικός ήρωας βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση με ολόκληρη την τότε κοινωνία. Δοκιμάζει το αδύνατο, γι' αυτό και διώκεται και ψυχολογικά καταστρέφεται.

Και όταν «θεραπεύεται», δεν μπορεί πλέον να ενταχθεί στην κοινωνία που εδώ και καιρό «περπατάει στο ταβάνι».

Είστε προσωπικά εξίσου «αλλεργικός» σε δόγματα οποιουδήποτε είδους;

Ως νέος ήμουν για πολύ καιρό σκλάβος ενός δόγματος για να μπορέσω να αντέξω αυτόν τον τρόπο σκέψης. Αλλά έτσι καταλαβαίνω καλύτερα αυτούς που βιώνουν κάτι αντίστοιχο σήμερα. Και προσπαθώ να τους προειδοποιήσω με τη γραφή μου.

Στιλιστικά μιλώντας, το μυθιστόρημά σας Ο άντρας που περπατούσε ανάποδα συνιστά έναν θρίαμβο του παραλόγου, και διατηρεί τη φρεσκάδα και τη ζωτικότητά του μέχρι σήμερα.

Εκείνα τα χρόνια, ήταν το παράλογο η νόρμα στην Τσεχοσλοβακία σε όλες της σφαίρες της ανθρώπινης εμπειρίας, εξού και επιλέξατε να το «πολεμήσετε» με τον ίδιο τρόπο;

Αντίθετα, είναι to παράλογο που ενισχύεται από το τσεχικό χιούμορ.

Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μια προσπάθεια να αφηγηθώ το παράλογο τόσο συγκεκριμένα ώστε κάθε λεπτομέρεια το κάνει να φαίνεται εφικτό.

Το εν λόγω μυθιστόρημα είναι, αν δεν απατώμαι, το τέταρτο βιβλίο σας που κυκλοφορεί στα ελληνικά.

Ποια είναι η πρώτη εικόνα ή σκέψη που σας έρχονται στο νου αναφορικά με την Ελλάδα, είτε του παρελθόντος είτε του παρόντος;

H απάντηση στην ερώτησή σας: Η ελληνική Ιστορία με την οποία μεγάλωσα χάρη στη λογοτεχνία και τα «Ελληνόπουλα» που έλαβαν άσυλο στην Τσεχοσλοβακία μετά τον εμφύλιο πόλεμο.

Έπειτα πολλοί γύρισαν και τους γνώρισα στις πρεμιέρες μου στο θέατρο στην Αθήνα. Και πολλοί έμειναν μαζί μας ως πρότυπο επιτυχημένης μετανάστευσης.

Και τελικά, ποιο, κατά τη γνώμη σας, θα είναι το «χνάρι» της πανδημίας στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και το πολιτιστική της παραγωγή; Νιώθετε καθόλου αισιοδοξία για το μέλλον;

Είμαι γεννημένος αισιόδοξος, και λέω στον εαυτό μου ότι εάν το ιατρικά ανυπεράσπιστο ανθρώπινο είδος πριν από μας επέζησε πολλαπλών επιθέσεων πανούκλας, πρέπει επίσης να τα καταφέρει και ο πολύ ανεπτυγμένος πολιτισμός μας.

Ευχαριστώ θερμά τον Klaus Mölln, προσωπικό φίλο του Πάβελ Κόχουτ, για τη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα γερμανικά και την αποστολή των απαντήσεων του συγγραφέα.

Ευχαριστώ, επίσης, ιδιαιτέρως τον φωτογράφο Dominik Bachůrek για την ευγενική παραχώρηση της φωτογραφίας του Πάβελ Κόχουτ που συνοδεύει την ανάρτηση.

Το μυθιστόρημα του Πάβελ Κόχουτ Ο άντρας που περπατούσε ανάποδα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Σόνιας Στάμου-Ντορνιάκοβα.



Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

Δημήτρης Μπαβέλλας: «Αν δεν υπήρχε φιλία, δε θα είχα κάνει καμία ταινία»

 


Ένας ύμνος στη φιλία, στη φυγή και σε όσα αγαπήσαμε κι έχουν περάσει -ίσως- ανεπιστρεπτί, η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ, η πολυβραβευμένη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Δημήτρη Μπαβέλλα, προβάλλεται από τις 22 Ιουλίου.

Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη.

Μιας και βρισκόμαστε στο Café Valparaiso, εδώ στο Κουκάκι, θα ήθελα να μου μιλήσεις λίγο για τον Μάριο, τον ιδιοκτήτη του και φίλο σου, που «έφυγε» πρόωρα στις 17 Ιουλίου του 2020.

Στις 17 Ιουλίου του 2021 συμπληρώνεται ένας χρόνος από τον θάνατο του Μάριου, καλού φίλου και συνεργάτη.

Είναι ένα γεγονός που με σημάδεψε. Από την περσινή χρονιά ήταν το χειρότερο που μου συνέβη.

Για να τον τιμήσω, έγραψε ο Ιάσων Λεοντίδης γι’ αυτόν στην ταινία, με τίτλο Ο άνθρωπος του Βαλπαραΐσο. Προσπαθώ να τον μνημονεύω με κάθε αφορμή.

Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ, δεύτερη μεγάλου μήκους δουλειά σου, αφιερώνεται σε διάφορους ανθρώπους.

Κατ’ αρχάς την αφιερώνω στον φίλο μου τον Κώστα Σταρίδα. Γνωριστήκαμε στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 και γίναμε πάρα πολύ καλοί φίλοι.

Τον βοήθησα να κάνει μια μικρού μήκους ταινία, που ακούστηκε στην εποχή της, συνυπογράφοντας τη σκηνοθεσία της. Έπειτα ακολούθησε άλλους δρόμους, Έπαιξε και στο Runaway Day. Δυστυχώς πέθανε το 2016.

Όποτε όφειλες και σε εκείνον μια μνεία.

Με την χήρα του έχουμε βάλει σκοπό να γυρίσουμε μια μικρού μήκους ταινία που ήθελε. Δεν αρέσει πολύ στους κρατικούς φορείς, αλλά πιστεύω ότι θα τα καταφέρω.

Την αφιερώνω και στον Τσιώλη.

Τον γνώριζες προσωπικά;

Τον γνώρισα όταν ήταν μεγάλος σε μια προβολή της Χαμένης Λεωφόρου του Ελληνικού Σινεμά. Είχαμε έναν πολύ καλό κοινό φίλο, τον Χάρη Μιχαλογιαννάκη, μέσω του οποίου έγινε η επαφή.

Επειδή κι ο Τσιώλης δεν είχε λεφτά, έκανε τις δουλειές του με κοινοβιακό χαρακτήρα.

Μιλήσαμε, λοιπόν, τόση πολλή ώρα, που καθυστέρησε η προβολή. Δεν ήθελε να φύγει!

Εκτιμούσες ανέκαθεν και την προσέγγισή του στο σινεμά;

Μου άρεσε πολύ η απλότητά του και ο τρόπος που δούλευε με τους ανθρώπους. Ήταν ένας γοητευτικός «τύραννος» με τους ηθοποιούς, ωστόσο!

Μου άρεσε, εξάλλου, η αγοραία σχέση του με το σινεμά, ήταν πολύ αυθεντική και «ατόφια». «Έσπαγε» το στερεότυπο του σκηνοθέτη. Φαίνεται και στις ταινίες του.

Μπορεί να είναι στον χαρακτήρα μου να είμαι λίγο έτσι. Όποτε έρχονται στα χέρια μας λεφτά, πάντα τα δίνουμε στους συντελεστές, κι έτσι είμαστε πάντα άφραγκοι. Έτσι μου λέει ο Χάρης.

Εν προκειμένω και στην Τζίνα Πετροπούλου, παραγωγό και των δύο ταινιών μου, που έχει βάλει πολλά λεφτά από την τσέπη της.

Στενοχωρήθηκα όταν «έφυγε» ο Τσιώλης. Ήθελε, μάλιστα, να κάνει καινούριο φιλμ.

Αυτή είναι η φύση του σκηνοθέτη. Αν κάνεις ταινίες, είσαι απέναντι σ’ ένα βουνό που καλείσαι ν’ ανέβεις. Το βουνό είναι το όραμά σου, και δε βρίσκεσαι καν στους πρόποδες.

Ο Δημήτρης Μπαβέλλας στο Cafe Valparaiso, στην κατά Μάριο "orange angle" (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)


Μετά την επαναληπτική προβολή της Λώρα στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας είχες πει κάτι που μου άρεσε, πως πιστεύεις στον θεό του σινεμά. Ισχύει ακόμα, σχεδόν έναν χρόνο μετά;

Έχει κλονιστεί αυτή η πίστη! (Γέλιο) Αλλά αν πιστεύω σε έναν θεό, πιστεύω σ’ αυτόν του σινεμά. Και, χαριτολογώντας, στον «καρπεντερισμό», εκ του Τζον Κάρπεντερ.

Αν δεν έχεις πολύ βαθιά πίστη σ’ αυτό το πράγμα, άλλωστε, είναι τόσο αντίξοες οι συνθήκες, που τα παρατάς.

Ο σχεδιαζόμενος νέος νόμος για τον κινηματογράφο, για παράδειγμα, αποτελεί «ταφόπλακα».

Δεν ξέρω πόσο ακόμα μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος. Υπάρχει ένα όριο. Πόσος δονκιχωτισμός πια;

Αυτός ο δονκιχωτισμός σε συνδυασμό με την αγοραία προσέγγιση στο σινεμά μού άρεσε στον Τσιώλη, τρομερά γήινος. Κι εγώ έτσι κινούμαι.

Η τελευταία αφιέρωση είναι στην Νίκη Λειβαδάρη.

Πανέμορφη, φρέσκια, εξαιρετική κοπέλα- πέθανε ξαφνικά από καρδιά κάποια στιγμή το 2019.

Εκτιμώ πολύ που δείχνεις πόσο αγαπάς και νοιάζεσαι για τους ανθρώπους γύρω σου, συνεργάτες και φίλους.

Αυτό συνδέεται και με την ίδια την Λώρα, η οποία, εκτός των άλλων, είναι μια ταινία για δυο φιλαράκια, «αποτυχημένα» με βάση τα συμβατικά κριτήρια.

Πολύ επιτυχημένοι είναι, αν και προβληματικές περσόνες! Έχουν ο ένας τον άλλο για στήριγμα. Είναι σαν ζευγάρι, όπως σε παλιές αμερικανικές ταινίες.

Ως άνθρωπος πρωτίστως -κι έπειτα ως σκηνοθέτης-, πιστεύεις, βασίζεσαι στη φιλία;

Αν δεν υπήρχε φιλία, δε θα είχα κάνει καμία ταινία.

Κυρίως κάνω ταινίες είτε με τους παλιούς συμφοιτητές από τη Σχολή Σταυράκου -εκ των οποίων, από τη χρονιά μου, 20 από τους 40 έχουν γίνει σκηνοθέτες-, είτε με μαθητές μου. Αγαπώ τους ανθρώπους.

Είμαι, άλλωστε, πολλά χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά. Ξεκίνησα πριν από 20-23 χρόνια, και 25-26 στο ραδιόφωνο. «Να δουλεύεις με τους καλύτερους ανθρώπους που μπορείς να έχεις γύρω σου ανά πάσα στιγμή», λέει μια θεωρία. Αυτό εφαρμόζω.

Είναι πολύ χειροποίητες οι δουλειές μου.



Αποπνέουν αυτή την αίσθηση, όπως και να ’χει.

Να ’σαι καλά!

Προτάσσεις ένα παράθεμα του Καραγάτση από το Χαμένο Νησί. Μάλλον σημαίνει πολλά για σένα ως συγγραφέας.

Κατά τη γνώμη μου είναι εφάμιλλος του Ιουλίου Βερν.

Σε επίπεδο δράσης είναι κάτι φοβερό, αν και ο ίδιος υπήρξε δεξιόστροφος. Η Τριλογία του είναι ό,τι πιο ανατρεπτικό έχω διαβάσει για το 1821 σε επίπεδο μυθοπλασίας.

Το δε Χαμένο Νησί το θεωρώ αριστουργηματικό, μια νουβέλα out of the blue. Τη λατρεύω!

Από εκεί και πέρα, το παράθεμα που προτάσσω για τους δραπέτες στον ίλιγγο της φαντασίας είναι ακριβώς το αμάλγαμα της ταινίας.

Είμαστε σε έναν κόσμο που είναι σκατένιος, και ο μόνος τρόπος για ν’ αποδράσουμε είναι με ένα ταξίδι στη φαντασία και στα πράγματα που μας έκαναν να συγκινούμαστε. Αυτό αρέσει σε πολλούς, πως τους βάζει σ’ έναν κόσμο που είχαν να ζήσουν χρόνια.

Είμαστε, εξάλλου, της ίδιας γενιάς, με την παλάντζα ν’ αρχίζει να «γέρνει»! (Γέλιο)

Εκτός από το ιδιαίτερο, ιδιόμορφο χιούμορ -το δικό σου και των χαρακτήρων-, η Λώρα «βγάζει» αυθεντική και πηγαία συγκίνηση, ανεξαρτήτως των επιμέρους αναφορών, με τις οποίες κάποιος μπορεί να ταυτίζεται περισσότερο ή λιγότερο.

Δεν το βιώνω συχνά με εγχώριες παραγωγές, κι ήθελα να το μοιραστώ μαζί σου.

Ευχαριστώ πολύ!

Υπάρχουν «περιοχές» όπου δεν πάμε, κι εγώ θέλω να πηγαίνω. Δε θα λογοκρίνω κάτι που μου αρέσει λέγοντας ότι δεν έχει το βάρος που πρέπει.

Προτιμώ να «στολίζω» τα πράγματα που μου αρέσουν με ένα ιδιαίτερο βάρος -καλλιτεχνικό, προσωπικό, αισθητικό- υπηρετώντας πάντα τις προτιμήσεις μου.

Η Κοινοτοπία του Κακού της Χάνα Άρεντ είναι βασικός άξονας και στο Runaway Day και στην Λώρα.

Καταφέρνεις, πάντως, να εντάξεις όλες τις προσωπικές σου εμμονές -αισθητικές και άλλες- σε ένα πολύ πειθαρχημένο αφηγηματικό σύμπαν. Παρά την ποικιλομορφία τον αναφορών, δε χάνεται το κέντρο βάρους της αφήγησης.

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ!

Αυτό ήταν και το δικό μου ζητούμενο, γιατί ήθελα να κάνω μια ταινία που θα μπορούσε να δει ο οποιοσδήποτε.

Σε σχέση μ’ αυτό που παρατήρησες, έχουν παίξει μεγάλο η Κατερίνα Κλειτσιώτη, από τις πλέον ανερχόμενες Ελληνίδες σεναριογράφους, και ο Γιώργος Γεωργόπουλος, σκηνοθέτης των Tungsten και Δε θέλω να γίνω δυσάρεστος...

Οπότε κι η Λώρα δεν είναι μόνο η Λώρα. Ο καθένας μπορεί να δει κάτι ή να βρει κάποιον διαφορετικό άνθρωπο σ’ αυτόν τον χαρακτήρα.

Η Λώρα είναι μια καλλιτέχνις εγκλωβισμένη σ’ ένα σύστημα. Το ότι είναι πορνοστάρ ή ο παραγωγός της ο Vertigo είναι παραγωγός πορνοταινιών, ελάχιστη διαφορά έχει για μένα.

Τα όρια της ώριμης showbiz είναι δυσδιάκριτα, αν όχι ανύπαρκτα. Στο επίπεδο της τέχνης, και ευρύτερα στην κοινωνία, υποκείμεθα στους ίδιους κανόνες. Η Λώρα είναι εγκλωβισμένη και προσπαθεί να ξεφύγει, όπως όλοι μας.



Οι τάσεις φυγής είναι, νομίζω, πιο έντονες στο Runaway Day, ενώ στην Λώρα λειτουργούν αλλιώς.

Σκέφτηκα κάτι που δεν είχε ξαναπεράσει από το μυαλό μου, τώρα που το είπες.

Η διαφορά ανάμεσα στα δύο φιλμ σε σχέση με την αναζήτηση ελευθερίας είναι ότι στο Runaway Day θέλει να ξεφύγει όλη η πόλη, ενώ στην Λώρα προσανατολιζόμαστε στον άνθρωπο.

Νιώθω πως απειλούμαι, η κοινωνία κι η πόλη είναι εχθροί μου, θέλουν το κακό μου. Κι οι χαρακτήρες το πληρώνουν. Η ζωή που κάνουμε είναι ένα άχαρο πράγμα. Κινούμαστε σαν ήρωες σε videogame.

Έτσι, μάλιστα, όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση δε γίνεται καν αντιληπτό αυτό. Αποδέχεσαι κι εσύ τη δυστοπία που σου επιβάλλουν με το ένα ή το άλλο πρόσχημα.

Είμαι γέννημα-θρέμμα της νότιας Αθήνας. Με πληγώνει, με διαλύει ζωή σ’ αυτή την πόλη. Πάμε σε υγειονομικό segregation α λα 60s.

Ποτέ δε λησμονείς να ρίχνεις τα αιχμηρά σου «βέλη» και προς την «ανάπτυξη», τον «εξευγενισμό» και, φυσικά, τη λαίλαπα του Airbnb.

Eίναι η κορυφή του παγόβουνου. Προφανώς είναι μια απειλή, εκτινάσσοντας το οικιστικό πρόβλημα στα ύψη στις αστικές περιοχές.

Αυτός ο εγκλωβισμός, η επίθεση και η σκληρότητα που βιώνουμε με οδηγούν να κάνω ταινίες όπου οι χαρακτήρες τρέπονται σε άτακτη φυγή, μια φυγή προς τα εμπρός.

Κι η μουσική, βέβαια, είχε για σένα ανέκαθεν μια τέτοια λειτουργία, μιας κι έχεις υπάρξει ραδιοφωνικός παραγωγός και DJ. Προφανώς αποτελεί έναν από τους πιο ισχυρούς χαρακτήρες του φιλμ.

Η μουσική είναι ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου, με ωθεί να ζω, και την εντάσσω στις ταινίες μου υπό προϋποθέσεις.

Η Λώρα ήθελα να είναι ένα συνεχόμενο trip, με δεκάδες μουσικά είδη. Ο Γιώργος Μπουσούνης έχει γράψει 18 διαφορετικά κομμάτια.

Ήθελα να είναι μια γιορτή των αισθήσεων και να «χτυπάει» στα πράγματα που κάναμε όταν ήμασταν αθώοι κι έχουν λείψει για πάντα. Είμαστε πια ψηφιακά προϊόντα προς προώθηση στο Instagram, ψηφιακά οπίσθια, στήθη, πέη.

Τουλάχιστον μετά από ένα μακρύ ταξίδι -φεστιβαλικό και όχι μόνο- ανά τις ηπείρους, τις χώρες και τις πόλεις, επιτέλους έρχεται και η ώρα της εμπορικής προβολής της Λώρα στην Αθήνα.

Ταινία που δεν έχει προβληθεί στη χώρα όπου έχει γίνει είναι μισή ταινία.

Είμαι κάθετα ενάντιος στην ιντερνετική προβολή. Ο μόνος λόγος που το κάνω είναι όταν έχω δεσμούς με ένα φεστιβάλ, όπως του Σαράγεβο, που είμαι «παιδί» του. Ή της Θεσσαλονίκης.

Έχω απορρίψει τουλάχιστον διπλάσια φεστιβάλ που δεν έκαναν κανονική προβολή. Ειδικά η Λώρα είναι φτιαγμένη για να την παίξεις σε κάδρο 2:39. Η έννοια του σινεμά είναι σύμφυτη με τη μεγάλη οθόνη.

Ελπίζω κι η επόμενη δουλειά σου, αν έχεις την αντοχή, την έμπνευση και το κέφι, να κάνει τις ίδιες και μεγαλύτερες διαδρομές και να συζητηθεί όσο η συγκεκριμένη- και, βέβαια, να προβληθεί κι αυτή στο αγαπημένο μας Σαράγεβο.

Είναι ένα φεστιβάλ που έχει πολύ χώρο για νέους, νιώθω ζεστασιά. Είναι το Φεστιβάλ μου, θεωρώ. Η ύπαρξή του μάς συντηρεί και μάς βοηθάει.

Το να βρίσκεις ένα μέρος όπου η ταινία σου μπορεί να προκαλέσει λίγο buzz είναι κομβικό για το γύρισμά της.

Έχω κάνει δύο ταινίες, και θέλω να πιστεύω πως θα συνεχίσω.

Βλέπω με πολλή χαρά παιδιά που είναι 25 χρονών και είναι πιο καλά, πιο πωρωμένα και που αντιμετωπίζουν διπλάσιες δυσκολίες. Αυτή είναι η καλύτερη απάντηση σ’ όποιον θέλει να «θάψει» αυτό το σινεμά- εδώ και έξω.

Δε θα πεθάνει ποτέ το σινεμά.

Βλέπω παιδιά που είναι 20-30 χρονών να σε κοιτάνε στα μάτια και να έχουν τόσο πάθος να κάνουν ταινία, που κανένας καριόλης νόμος ή απαγόρευση δε θα τα σταματήσει.

Ευχαριστώ θερμά το Café Valparaiso Society για τη φιλοξενία της συνέντευξης.

Η ταινία του Δημήτρη Μπαβέλλα Η αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ προβάλλεται από τις 22 Ιουλίου αποκλειστικά στον κινηματογράφο ΒΟΞ σε διανομή της Tulip Entertainment.



Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

Mehdi M. Barsaoui: «Η οικογένεια είναι μια ευρεία έννοια»

 


Μια μεσοαστική τυνησιακή οικογένεια πέφτει θύμα ένοπλης επίθεσης ισλαμιστών, και ο μικρός γιος της τραυματίζεται σοβαρά. Η αναζήτηση δωρητή οργάνου θα φέρει στην επιφάνεια ένα κρυμμένο μυστικό.

Αυτός είναι ο «καμβάς» πάνω στον οποίο φιλοτεχνείται το αξιοσημείωτο μεγάλου μήκους ντεμπούτο μυθοπλασίας του Τυνήσιου σκηνοθέτη Mehdi M. Barsaoui Ένας Γιος, που προβάλλεται από τις 15 Ιουλίου. Συνομιλώντας μαζί του.

Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο σου μυθοπλασίας, Ένας Γιος, εκτυλίσσεται το 2011. Γιατί επέλεξες τη συγκεκριμένη χρονιά;

Το 2011 ήταν μια πολύ σημαντική χρονιά για εμάς τους Τυνήσιους, για τον αραβικό κόσμο και την αραβική περιοχή, γιατί μεταβήκαμε από τη Δικτατορία στη Δημοκρατία.

Έκτοτε, όλα άλλαξαν στην Τυνησία.

Δεν ήθελα να κάνω ένα πολιτικό φιλμ. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να μιλήσω για την ιστορία μιας φυσιολογικής οικογένειας η οποία εξελίσσεται και ωριμάζει σε ένα ιδιαίτερο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο.

Η κεντρική ιδέα αφορά στο πώς ο άντρας/πατέρας, η γυναίκα/μητέρα και το ζευγάρι θα καταπιαστούν με αυτή την αλήθεια εντός ενός πολύ θρησκευτικού πλαισίου.

Πρόκειται για μια οικογένεια προερχόμενη από τα ανώτερα μεσοαστικά στρώματα της τυνησιακής κοινωνίας, θα μπορούσε να συμπεράνει κάποιος.

Είναι πλούσιοι, εμφανίσιμοι, διαθέτουν ένα Range Rover -και κάτι τέτοιο είναι πολύ ακριβό στην Τυνησία-, έχουν προνόμια. Ζουν σχεδόν σε ένα κουκούλι.

Νομίζουν, λοιπόν, ότι είναι προστατευμένοι από την πραγματικότητα. Εισερχόμαστε σ’ αυτή την πραγματικότητα όταν το αυτοκίνητο δέχεται πυροβολισμούς στο μπλόκο και το κουκούλι θρυμματίζεται.

Τοποθέτησες το ζευγάρι εντός του συγκεκριμένης τάξης για να καταστήσει τη μετάβασή τους σε μια νέα κατάσταση πιο δραματική και έντονη;

Σίγουρα.

Θεωρητικά, με τα λεφτά τους είναι προστατευμένοι από την πραγματικότητα, από τα δημόσια νοσοκομεία και μπορούν να πάνε σε οποιαδήποτε ιδιωτική κλινική και να πάρουν όλα τα φάρμακα που χρειάζονται.

Στην Τυνησία, ωστόσο, η διαδικασία δωρεάς οργάνων μπορεί να γίνει μόνο σε νοσοκομείο, κι η κεντρική ιδέα ήταν να τους εντάξω σε μια πραγματικότητα που δε βιώνουν.

Είναι απολύτως χαμένοι όταν μπαίνουν στο νοσοκομείο. Αν παρατηρήσεις πώς είναι ντυμένη η Μεριέμ, μοιάζει με εξωγήινη. Ακόμα και η φυσιογνωμία της έχει κάτι το ευρωπαϊκό. Όλοι τους κοιτάζουν πολύ παράξενα.

Στο νοσοκομείο όλα τους προνόμια χάνονται, κι είναι όπως οποιοσδήποτε άλλος Τυνήσιος.



Kαταπιάνεσαι με μια σειρά θεμάτων -από την πατρότητα και τη σχέση ενός ζευγαριού μέχρι τη θέση της γυναίκας στην τυνησιακή κοινωνία, τον πόλεμο και τη διακίνηση οργάνων.

Πόσο απαιτητικό ήταν να διατηρήσεις τον αφηγηματικό αυτοέλεγχο χωρίς το φιλμ να μοιάζει παραγεμισμένο ή υπερβολικά φιλόδοξο;

Γελάω, γιατί και τώρα που γράφω το σενάριο για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μου αντιμετωπίζω το ίδιο πρόβλημα: υπερβολικά πολλά ζητήματα!

Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ήθελα να μιλήσω για όλα αυτά τα θέματα, και αποφάσισα να το κάνω.

Από το πρώτο προσχέδιο του σεναρίου υπήρχε αυτή η δομή: μια πλούσια οικογένεια που έρχεται αντιμέτωπη με μια νέα εποχή. Το πιο δύσκολο ήταν να βρω τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στα διάφορα θέματα.

Τα τέσσερα χρόνια ανάπτυξης του σεναρίου πέρασαν με επιτυχία, γιατί σε κάθε στάδιο της συγγραφής ήμουν συγκεντρωμένος σε ένα επίπεδο του σεναρίου:

Από τον αντρικό χαρακτήρα στον γυναικείο, έπειτα στις κλινικές περιπτώσεις και στη συνέχεια στο κοινωνικό υπόβαθρο. Δούλεψα βήμα-βήμα. Για μένα ήταν ξεκάθαρο, όχι όμως και για όσους διάβαζαν το σενάριο.

Βοηθήθηκες από το έμπειρο πρωταγωνιστικό δίδυμο, τον Sami Bouajila και την Najla Ben Abdallah

Ο Sami είναι πολύ γνωστός στη Γαλλία, είναι ένας διάσημος ηθοποιός.

Η Najla, από την άλλη πλευρά, είναι σταρ εδώ, στην Τυνησία, με εκατομμύρια ακολούθους στο Instagram, αλλά όχι διεθνώς.

Οι ηθοποιοί εμφανίστηκαν πολύ όψιμα στη διαδικασία και άρχισα να δουλεύω μαζί τους έξι μήνες πριν την έναρξη των γυρισμάτων. Οι πρόβες ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Δε συνεργαστήκαμε στο σενάριο, αλλά δουλέψαμε τους διαλόγους από κοινού.

Οι διάλογοι πρέπει να ακούγονται πολύ φυσικοί. Δε μ’ αρέσει ν’ ακούγονται γραμμένοι. Είναι σημαντικό οι ηθοποιοί να έχουν τον έλεγχο των διαλόγων. Διαρκώς αναζητώ την αλήθεια. Και δεν μπορείς να την αποπνέεις αν δεν είσαι φυσικός.

Για να είσαι φυσικός πρέπει να μοιάζεις πολύ με τον χαρακτήρα που υποδύεσαι.

Γυρίσαμε την ταινία σε 36 μέρες -κι αυτό δεν είναι πολύ-, οπότε δεν είχαμε τον χρόνο να ψάξουμε, να δοκιμάσουμε και να συζητήσουμε στο πλατό. Όλα έπρεπε να γίνουν νωρίτερα.

Είναι πολύ γενναιόδωροι ηθοποιοί, και το τρίο, περιλαμβανομένου του παιδιού, δούλεψε πολύ καλά. Τους σέβομαι πραγματικά ως ανθρώπους, και νομίζω ότι τα πράγματα πήγαν καλά γιατί όλοι τους εμπιστεύτηκαν το φιλμ και την ιστορία.



Πόσο σημαντική είναι η πατρότητα για σένα σε προσωπικό επίπεδο;

Είμαι πατέρας εδώ και τρεις μήνες, έχω ένα κοριτσάκι, αλλά ανάμεσα στη συγγραφή, τα γυρίσματα και την κυκλοφορία της ταινίας δεν ήμουν. Μπορείς, όμως, να μιλήσεις για την πατρότητα, ακόμα κι αν δεν είσαι ο ίδιος πατέρας.

Όλοι είμαστε γιοι κάποιου και κάποιας, άλλωστε. Το φιλμ δεν είναι αυτοβιογραφικό, ωστόσο. Μοιάζω πολύ του πατέρα μου, οπότε δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι ο βιολογικός μου πατέρας!

Μεγάλωσα, πάντως, μαζί με τα παιδιά του πατέρα και της μητέρας μου από άλλους γάμους, επομένως για μένα η οικογένεια είναι μια ευρεία έννοια.

Ήθελα, λοιπόν, να μιλήσω για το τι σημαίνει οικογένεια, τι σημαίνει οικογένεια στην Τυνησία και στον αραβικό κόσμο, τι σημαίνει να είσαι πατέρας και μητέρα σε μια αραβική χώρα.

Αυτά τα ερωτήματα με ενδιέφεραν και προσπάθησα να τα απαντήσω με αυτή την ταινία.

Είτε πρόκειται για τον αραβικό κόσμο, είτε για τον λεγόμενο «δυτικό», όλοι και όλες ζούμε, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σε ένα πατριαρχικό σύστημα.

Νιώθεις ή νομίζεις ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει στην Τυνησία την τελευταία δεκαετία;

Είμαι πεπεισμένος πως η Τυνησία κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, ακόμα κι αν η κατάσταση είναι δύσκολη και το μονοπάτι δύσβατο και μερικές φορές σκοτεινό.

Δε θα μπορούσα να έχω γυρίσει τον Γιο υπό τη δικτατορία του Μπεν Αλί, ούτε να μιλήσω για τη διακίνηση οργάνων στον Νότο, στα σύνορα με τη Λιβύη, ή εντός των ιδιωτικών νοσοκομείων.  

Δεν μπορώ να είμαι απαισιόδοξος, λοιπόν. Το καλύτερο που κερδίσαμε με την Επανάσταση ήταν η ελευθερία του λόγου. Τώρα, στην Τυνησία μπορούμε να μιλήσουμε για τα πάντα, και ν’ αποκηρύξουμε τα πάντα, ακόμα και τον Πρόεδρο.

Ως καλλιτέχνης, σκηνοθέτης και πολίτης, είμαι πολύ περήφανος, γιατί είμαστε ελεύθεροι. Η ελευθερία είναι ανεκτίμητη. Και ευθύνη μας είναι να μιλάμε για τα προβλήματα της κοινωνίας μας.



Υπάρχει μια νύξη για ένα ελπιδοφόρο μέλλον, μια ελπιδοφόρα έκβαση στο τέλος της ταινίας, έστω και υπαινικτικά, κάτι που επιβεβαιώνει την αισιοδοξία την οποία αισθάνεσαι.

Χαίρομαι που το είδες έτσι. Ίσως ξεκινήσουν κάτι καλύτερο.

Δε θα μπορούσες, βέβαια, να έχεις προβλέψει ότι, ανάμεσα στα άλλα, θα ανέκυπτε μια τέτοια πανδημία.

Ακριβώς.

Πώς ήταν για σένα; Καθυστέρησε, δυσχέρανε τα δημιουργικά σου σχέδια; Απ’ όσο διαβάζω, έχει και πάλι επιβληθεί μερικό lockdown στην Τυνησία αυτές τις βδομάδες.

Ω, Θεέ μου! Η κατάσταση είναι πολύ δραματική εδώ, έχουμε πολλά κρούσματα και θανάτους.

Υπήρξα τυχερός, γιατί το φιλμ έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στη Βενετία το 2019, κι έπειτα ταξίδεψα σε φεστιβάλ επί ένα εξάμηνο. Δυστυχώς, η βορειομερικανική και η βραζιλιάνικη κυκλοφορία του διακόπηκαν.

Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, μόνο προσπαθήσουμε να παραμείνουμε ασφαλείς και ν’ απολαμβάνουμε τις απλές στιγμές.

Ανυπομονώ να δω το τέλος αυτής της περιόδου και του κορονοϊού. Είναι εφιάλτης.

Ευχαριστώ θερμά τον Marc Irmer, συμπαραγωγό της ταινίας, για την πολύτιμη συνδρομή του στη διεξαγωγή της συνέντευξης.

Η ταινία του Mehdi M. Barsaoui Ένας Γιος προβάλλεται από τις 15 Ιουλίου στους κινηματογράφους σε διανομή της Cinobo.



Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

Nathalie Handal: «Μουσική και φωτογραφία είναι η σάρκα και τα οστά της ποίησής μου»

 


Γεννημένη στην Αϊτή από οικογένεια παλαιστινιακής καταγωγής, η Nathalie Handal είναι μια πολύ γνωστή Γαλλοαμερικανίδα συγγραφέας και ποιήτρια.

Η πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή της, η βαθιά ερωτική, παθιασμένη και πολιτική Life in a Country Album, απέσπασε το Δημιουργικό Βραβείο των Παλαιστινιακών Bιβλίων πέρσι. Συνομιλώντας με την Nathalie Handal.  

Ερωτική, λυρική, «νομαδική», νοσταλγική, παθιασμένη, πολιτική, αισθησιακή, κοσμοπoλίτικη, κι όμως ριζωμένη σε μια κουλτούρα, είναι η ποίησή σου -κι η προσέγγισή σου στη σύνθεσή της- αντανάκλαση της πολλαπλότητας της ταυτότητάς σου;

Το να είμαι ο εαυτός μου σημαίνει το να είμαι πολλά διαφορετικά μέρη. Οι άνθρωποι συχνά θέλουν μία απάντηση, αλλά οι ερωτήσεις συχνά έχουν περισσότερες από μία σωστές απαντήσεις.

Είμαστε φτιαγμένοι από πολλούς εαυτούς, καθώς επίσης κι από από εικόνες μας που άλλοι κουβαλούν.

Και φυσιολογικά δείχνουμε μια διαφορετική πλευρά σε κάθε ομάδα, αλλά συνεχίζουμε να υπάρχουμε σε ένα σώμα και πρέπει να διαπραγματευτούμε την πολλαπλότητά μας.

Υπάρχει μια τάση να αισθανόμαστε χαμένες/-οι ανάμεσα στις πολλαπλότητές μας, αλλά έχω βρει την ποικιλομορφία εξισορροπητική. Και το γράψιμο έχει επιτρέψει σε όλους μου τους εαυτούς, τις πόλεις και τις γλώσσες να συνυπάρχουν αρμονικά.

Τo Life in a Country Album, η βραβευμένη πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή σου, δομείται ως ένα άλμπουμ -ίσως φωτογραφικό-, και τα ποιήματά σου συχνά θυμίζουν φωτογραφικά ενσταντανέ. Πώς σχετίζεσαι με τη φωτογραφία ως μέσο;  

Όταν κράτησα την πρώτη μου κάμερα -μια Canon AE-1- στα δεκατέσσερά μου, απέκτησα επίγνωση του ότι η φωτογραφία θα με δίδασκε τη γαλήνη. Συνειδητοποίησα πως οι φωτογραφίες συλλέγουν κόσμους και αιωνιότητες.

Αργότερα, όταν το περπάτημα έγινε θεμελιώδες για την ποιητική πρακτική μου, συνειδητοποίησα στη διάρκεια των περιπλανήσεών μου ότι το μυαλό μου πάντοτε φωτογραφίζει.

Με κάθε βιβλίο, χτίζω μια γεωγραφία πολλών ανθρώπων και τοποθεσιών. Το να τραβάς φωτογραφίες σημαίνει το να κατακτάς τον κόσμο. Το να συλλέγεις φωτογραφίες σημαίνει το να συλλέγεις κόσμους.

Το να φωτογραφίζεις σημαίνει το να συμμετέχεις στην παροδικότητα ενός άλλου ανθρώπου ή μέρους.

Έχει, εξάλλου, υπάρξει ένας ζωτικός τρόπος τού να παρίσταμαι ως μάρτυρας και να καταγράφω την εξαφανιζόμενη πόλη της Βηθλεέμ και τους ντόπιους κατοίκους της.

Η συλλογή αποτελείται από διαφορετικά άλμπουμ φωτογραφικά και μουσικά. Η μουσική κι η φωτογραφία είναι η σάρκα και τα οστά της ποίησής μου.

Το όνειρό μου είναι να ζω όπως η ποίηση, να είμαι ζωντανή όπως η μουσική, και να κάνω παύση όπως μια φωτογραφία.

«Η μουσική πάντα μάς γυρνά πίσω/στις πόλεις από τις οποίες είμαστε φτιαγμένοι», γράφεις στο Ορφικό. Από ποιες πόλεις -και μουσικές, ανάμεσά τους και το ρεμπέτικο- είσαι φτιαγμένη;

Η καταγωγή μου είναι από τη θάλασσα.

Είμαι φτιαγμένη από πολλές μεσογειακές πόλεις:

Τη Βηθλεέμ, τη Γιάφα, την Ιερουσαλήμ, την Άκκα, τη Βηρυτό, την Τρίπολη του Λιβάνου, τη Βενετία, τη Ρώμη, τη Νάπολη, το Παλέρμο, τη Μασσαλία, το Παρίσι, τη Θεσσαλονίκη, το Μόσταρ, το Ζάγκρεμπ, τη Μάλαγα, τη Γρανάδα.

Κανένα τοπίο δε με συγκινεί όπως εκείνο της Μεσογείου- «φυτεύει» το σώμα μου στη γη, κι όμως μαφήνει να είμαι το νερό.

Οι άλλες πόλεις μου είναι:

Tο Λονδίνο, το Πορτ-ο-Πρενς, η Πόλη του Μεξικού, το Σάντο Ντομίνγκο, η Νέα Υόρκη, και σε κάποιον βαθμό η Λωζάνη, το Δουβλίνο, το Γερεβάν, η Αγία Πετρούπολη, η Σανγκάη, το Τόκιο, το Ρίο ντε Τζανέιρο, το Μπουένος Άιρες.

Όλες έχουν παίξει έναν ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητάς μου. Αλλά το κύριο όργανό μου, το ντραμ μου, είναι η Νέα Υόρκη. Εκεί συγκλίνουν όλες οι πόλεις μου. Ποτέ δε θα είχα κατανοήσει την πολυπλοκότητά μου αν δεν είχα γίνει Νεοϋορκέζα.

Η μουσική είναι μια πόλη. Όπως η ποίηση, προέρχεται από ένα μέρος που δε γνωρίζω, κι όμως νιώθω τόσο οικεία μ’ αυτό. Η μουσική είναι ανάμνηση, είναι μελωδία, είναι μαγεία.

Η λίστα μας με τα τραγούδια, όπως τα ράφια μας, είναι μια βιογραφία- και η δικιά μου είναι γεμάτη με οικουμενικά μπιτ, γλώσσες και στιλ.

Πρώτα γνώρισα το ρεμπέτικο του τέλους του αιώνα.

Αυτό το ρεμπέτικο με οδήγησε στη Σμύρνη, στα τραγούδια που καταδύονταν στα βάθη του εκτοπισμού, της εξορίας, του πολέμου, της απώλειας, της κοινωνικής αδικίας, της ζωής των προσφύγων, στον Πειραιά, στα λιμάνια, στην αγάπη και τον θάνατο.

Ο ελληνο-τουρκικός πόλεμος κατέλαβε πολύ χώρο μέσα μου. Από ορισμένες απόψεις, τον αισθάνομαι ως μέρος της ευρύτερης ιστορίας μου. Εκείνης της Μεσογείου- των μεταναστεύσεων και του ξεριζωμού.

Επίσης, η μητέρα μου -μου λένε- έχει κωνσταντινουπολίτικο επίθετο.

Λέγεται πως όταν άφησαν την Κωνσταντινούπολη και πήγαν στη Βενετία, προσηλυτίστηκαν στον καθολικισμό, παντρεύτηκαν άτομα διαφορετικής θρησκείας κι έφτασαν στην Παλαιστίνη ως Βενετοί.

Η οικογένεια πάντα έκανε λόγο για τις ελληνο-βενετσιάνικες ρίζες της, αλλά είναι αδύνατον να εντοπιστούν οι διαδρομές της.

Αργότερα έμαθα ότι οι απαρχές του ρεμπέτικου μπορούν να αναχθούν στις φυλακές της Αθήνας της δεκαετίας του 1830 και στους ελληνικούς πληθυσμούς της Κωνσταντινούπολης και άλλων πόλεων της Ανατολίας.

Αυτές δημιούργησαν τη δικιά τους μουσική βασισμένη σε παραδοσιακούς ελληνικούς και ανατολίτικους ρυθμούς.

Κατά τη δεκαετία του ’20 οι διάφορες μουσικές παραδόσεις και τα στιλ συγχωνεύτηκαν, δημιουργώντας αυτό που είναι γνωστό ως «ρεμπέτικο».

Αυτά τα ελληνικά αστικά μπλουζ τράβηξαν την προσοχή μου από την πρώτη στιγμή που τα άκουσα.

Πολλοί θεωρούν τη δεκαετία του ’30 τη «χρυσή» εποχή του ρεμπέτικου, όταν ήταν πιο αυθεντικό. Αλλά σκέφτομαι πώς το ρεμπέτικο ένωσε την Ελλάδα μετά τη ναζιστική κατοχή και τον Εμφύλιο.

Δεν είχε σημασία σε ποια κοινωνική τάξη ανήκες, το ρεμπέτικο έγινε η φωνή των καταπιεσμένων. Είναι απίστευτο.

Ασφαλώς, οι παραδόσεις αλλάζουν, και το ίδιο συνέβη με το ρεμπέτικο, το οποίο είναι τώρα θεμελιώδες τμήμα του ελληνικού πολιτισμού.

Μια από τις αγαπημένες μου στιγμές είναι το ταξίμι. Έχω πάει σε ταβέρνες, σε μπαρ και σε χώρους συναυλιών για να ακούσω ρεμπέτικα, οπότε δεν είμαι καθαρολόγος.

Τούτου λεχθέντος, το ρεμπέτικο δεν είναι μόνο μουσική, είναι μια κατάσταση του μυαλού. Με αυτή την έννοια, ίσως υπήρχε μόνο όταν παιζόταν στο περιθώριο.

Ένα ξεχωριστό μέρος της ποιητικής σου συλλογής είναι αφιερωμένο στους «διαλόγους» σου με τον εμβληματικό Παλαιστίνιο ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς.

Τον θεωρείς μια από τις μείζονες επιρροές σου ως ποιήτρια και αναγνώστρια ποίησης;

Τον συνάντησα στο Παρίσι στα πρώιμα είκοσί μου. Μου ανέθεσε την πρώτη μου αποστολή- να πάρω συνέντευξη από τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ, ο οποίος πέθανε έναν μήνα αργότερα.

Ήταν τεράστια επιρροή. Κάθε φορά που επιστρέφω στη δουλειά του, συγκινούμαι βαθιά και διαφορετικά. Και οι συνομιλίες μας συνεχίζουν να είναι ένας χάρτης αιτημάτων.

«Αλλά ακόμα και στην αγάπη/ο πόλεμος με κατοικεί», εξομολογείσαι στο Ακόμα και στην αγάπη. Αναφέρεσαι στον πόλεμο ως μια κατάσταση του μυαλού, ή και σε συγκεκριμένους πολέμους;

Από τη στιγμή που ο πόλεμος ξεκινά, δεν τελειώνει. Συνεχίζεται μέσα μας, μάς ακολουθεί μέχρι τον θάνατο, και μένει εντός όσων αγαπάμε κι έχουν μείνει πίσω. Ο πόλεμος δε φέρνει την ειρήνη, την τερματίζει.

«Επίτρεψέ μου να ξαναρωτήσω/η αγάπη δεν είναι ένα ψέμα, αλλά μια χώρα είναι;» αναρωτιέσαι στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Είναι η αγάπη μια ήπειρος, μια χώρα, μια άγνωστη γη ή, όντως, ένας αντικατοπτρισμός;

Κάθε άνθρωπος έχει έναν χάρτη μιας χώρας στην καρδιά του, αλλά κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι εκείνη η χώρα μάς αγαπά με τον τρόπο που θέλουμε να το κάνει.

Είτε αποφασίσεις πως πρόκειται για μια ήπειρο, μια χώρα, μια άγνωστη γη, έναν αντικατοπτρισμό, όλα ή τίποτα, η αγάπη είναι δύσκολη. Απαιτεί ευφυία.

Η αγάπη δεν πρέπει να έχει να κάνει με το να ερωτεύεσαι, αλλά με το να εισέρχεσαι σε μια λευκή σελίδα, όπως με την ποίηση, και να συνδέεσαι με τη σιωπή. Και το κέντρο αυτής της σιωπής είναι η αίσθηση.

Είσαι ενθουσιώδης ταξιδεύτρια και αυθεντική ταξιδιωτική συγγραφέας.

Τι απολαμβάνεις πιο πολύ στη διανοητική προετοιμασία για ένα ταξίδι, στην υλοποίηση και στο λογοτεχνικό ξαναδούλεμά του, και σε ποιον βαθμό έχει η πανδημία επαναπροσδιορίσει την έννοια του ταξιδιού για σένα;

To να αγγίζω την απόσταση...

Γνωρίζοντας ότι ταξίδι επινοεί τον εαυτό του. Το πιο απολαυστικό είναι το μη προγραμματισμένο. Πώς το το ταξίδι σε μετασχηματίζει, αλλά αυτό το ανακαλύπτεις αργότερα, συχνά πολύ αργότερα.

Η πανδημία έχει σταματήσει το διαρκές ταξίδι, αλλά βρίσκομαι πάντα σε κίνηση. Μου λείπει ο κόσμος και ανυπομονώ να ξανανοίξει.

73 χρόνια μετά τη Νάκμπα, κι άλλος ένας βάρβαρος βομβαρδισμός της Γάζας από το ισραηλινό κράτος συνέβη τον Μάιο, με τον «Δυτικό κόσμο» να κρατά ίσες αποστάσεις από τον αποικιοκράτη δράστη και το -δικαίως- αντιστεκόμενο θύμα.

Κανένας δεν είναι ελεύθερος μέχρι όλοι να είναι ελεύθεροι. Ο Μαντέλα είχε πει: «Μοιάζει πάντοτε αδύνατο μέχρι να γίνει».

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις μιας πραγματικά δίκαιης και βιώσιμης λύσης για το Παλαιστινιακό, κατά τη γνώμη σου;

Ένα τέλος στο απαρτχάιντ, στην κατοχή, στην άρνηση των δικαιωμάτων των προσφύγων, ένα τέλος στα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας, στην εταιρική και την κρατική συνενοχή όπως στην περίπτωση των Η.Π.Α., που ενθαρρύνει την κατοχή.

Πρέπει να δοθούν στις Παλαιστίνιες και στους Παλαιστίνιους τα δικαιώματά τους βάσει του διεθνούς δικαίου.

Η φωτογραφία της Nathalie Handal που χρησιμoποιείται σε αυτή την ανάρτηση είναι ευγενική παραχώρηση της ίδιας.

Η ποιητική συλλογή Life in a Country Album κυκλοφορεί στις Η.Π.Α. από τον εκδοτικό οίκο University of Pittsburgh Press και στη Μεγάλη Βρετανία από τον flipped eye publishing.

Μπορείτε να ανακαλύψετε περισσότερα για την Nathalie Handal και την πολύπλευρη δουλειά της εντρυφώντας στο προσωπικό site της.

Η ανάρτηση είναι αφιερωμένη με πολλή αγάπη στην Άντζελα Ιωαννίδου, ωραίο άνθρωπο, συντρόφισσα, συνεργάτρια και παθιασμένη υπέρμαχο των δικαίων των Παλαιστινίων, που δυστυχώς μας άφησε πρόωρα πριν από μερικές μέρες.