Ένας ύμνος στη φιλία, στη φυγή και σε όσα αγαπήσαμε κι έχουν περάσει -ίσως- ανεπιστρεπτί, η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ, η πολυβραβευμένη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Δημήτρη Μπαβέλλα, προβάλλεται από τις 22
Ιουλίου.
Συνομιλώντας
με
τον σκηνοθέτη.
Μιας
και βρισκόμαστε στο Café
Valparaiso, εδώ στο Κουκάκι, θα ήθελα να μου
μιλήσεις λίγο για τον Μάριο, τον ιδιοκτήτη του και φίλο σου, που «έφυγε» πρόωρα
στις 17 Ιουλίου του 2020.
Στις 17 Ιουλίου του 2021
συμπληρώνεται ένας χρόνος από τον θάνατο του Μάριου, καλού φίλου και συνεργάτη.
Είναι ένα γεγονός που με
σημάδεψε. Από την περσινή χρονιά ήταν το χειρότερο που μου συνέβη.
Για να τον τιμήσω, έγραψε
ο Ιάσων Λεοντίδης γι’ αυτόν στην ταινία, με τίτλο Ο άνθρωπος του Βαλπαραΐσο. Προσπαθώ να τον μνημονεύω με κάθε αφορμή.
Η
Αναζήτηση
της Λώρα Ντουράντ, δεύτερη μεγάλου μήκους δουλειά σου, αφιερώνεται σε
διάφορους ανθρώπους.
Κατ’ αρχάς την αφιερώνω
στον φίλο μου τον Κώστα Σταρίδα. Γνωριστήκαμε στα τέλη της δεκαετίας του ΄90
και γίναμε πάρα πολύ καλοί φίλοι.
Τον βοήθησα να κάνει μια μικρού
μήκους ταινία, που ακούστηκε στην εποχή της, συνυπογράφοντας τη σκηνοθεσία της. Έπειτα
ακολούθησε άλλους δρόμους, Έπαιξε και στο Runaway Day.
Δυστυχώς πέθανε το 2016.
Όποτε
όφειλες και σε εκείνον μια μνεία.
Με την χήρα του έχουμε
βάλει σκοπό να γυρίσουμε μια μικρού μήκους ταινία που ήθελε. Δεν αρέσει πολύ
στους κρατικούς φορείς, αλλά πιστεύω ότι θα τα καταφέρω.
Την αφιερώνω και στον
Τσιώλη.
Τον
γνώριζες προσωπικά;
Τον γνώρισα όταν ήταν
μεγάλος σε μια προβολή της Χαμένης
Λεωφόρου του Ελληνικού Σινεμά. Είχαμε έναν πολύ καλό κοινό φίλο, τον Χάρη
Μιχαλογιαννάκη, μέσω του οποίου έγινε η επαφή.
Επειδή κι ο Τσιώλης δεν
είχε λεφτά, έκανε τις δουλειές του με κοινοβιακό χαρακτήρα.
Μιλήσαμε, λοιπόν, τόση πολλή ώρα, που καθυστέρησε η προβολή. Δεν ήθελε να φύγει!
Εκτιμούσες
ανέκαθεν και την προσέγγισή του στο σινεμά;
Μου άρεσε πολύ η απλότητά
του και ο τρόπος που δούλευε με τους ανθρώπους. Ήταν ένας γοητευτικός «τύραννος»
με τους ηθοποιούς, ωστόσο!
Μου άρεσε, εξάλλου, η
αγοραία σχέση του με το σινεμά, ήταν πολύ αυθεντική και «ατόφια». «Έσπαγε» το
στερεότυπο του σκηνοθέτη. Φαίνεται και στις ταινίες του.
Μπορεί να είναι στον
χαρακτήρα μου να είμαι λίγο έτσι. Όποτε έρχονται στα χέρια μας λεφτά, πάντα τα
δίνουμε στους συντελεστές, κι έτσι είμαστε πάντα άφραγκοι. Έτσι μου λέει ο
Χάρης.
Εν προκειμένω και στην
Τζίνα Πετροπούλου, παραγωγό και των δύο ταινιών μου, που έχει βάλει πολλά λεφτά
από την τσέπη της.
Στενοχωρήθηκα όταν «έφυγε» ο Τσιώλης.
Ήθελε, μάλιστα, να κάνει καινούριο φιλμ.
Αυτή είναι η φύση του
σκηνοθέτη. Αν κάνεις ταινίες, είσαι απέναντι σ’ ένα βουνό που καλείσαι
ν’ ανέβεις. Το βουνό είναι το όραμά σου, και δε βρίσκεσαι καν στους πρόποδες.
|
Ο Δημήτρης Μπαβέλλας στο Cafe Valparaiso, στην κατά Μάριο "orange angle" (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός) |
Μετά
την επαναληπτική προβολή της Λώρα
στις περσινές Νύχτες
Πρεμιέρας είχες πει κάτι που μου άρεσε, πως πιστεύεις στον θεό του σινεμά.
Ισχύει ακόμα, σχεδόν έναν χρόνο μετά;
Έχει κλονιστεί αυτή η
πίστη! (Γέλιο) Αλλά αν πιστεύω σε έναν θεό, πιστεύω σ’ αυτόν του σινεμά. Και,
χαριτολογώντας, στον «καρπεντερισμό», εκ του Τζον Κάρπεντερ.
Αν δεν έχεις πολύ βαθιά
πίστη σ’ αυτό το πράγμα, άλλωστε, είναι τόσο αντίξοες οι συνθήκες, που τα
παρατάς.
Ο σχεδιαζόμενος νέος
νόμος για τον κινηματογράφο, για παράδειγμα, αποτελεί «ταφόπλακα».
Δεν ξέρω πόσο ακόμα
μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος. Υπάρχει ένα όριο. Πόσος δονκιχωτισμός πια;
Αυτός ο δονκιχωτισμός σε
συνδυασμό με την αγοραία προσέγγιση στο σινεμά μού άρεσε στον Τσιώλη, τρομερά
γήινος. Κι εγώ έτσι κινούμαι.
Η
τελευταία αφιέρωση είναι στην Νίκη Λειβαδάρη.
Πανέμορφη, φρέσκια,
εξαιρετική κοπέλα- πέθανε ξαφνικά από καρδιά κάποια στιγμή το 2019.
Εκτιμώ
πολύ που δείχνεις πόσο αγαπάς και νοιάζεσαι για τους ανθρώπους γύρω σου,
συνεργάτες και φίλους.
Αυτό
συνδέεται και με την ίδια την Λώρα, η
οποία, εκτός των άλλων, είναι μια ταινία για δυο φιλαράκια, «αποτυχημένα» με
βάση τα συμβατικά κριτήρια.
Πολύ επιτυχημένοι είναι,
αν και προβληματικές περσόνες! Έχουν ο ένας τον άλλο για στήριγμα. Είναι σαν
ζευγάρι, όπως σε παλιές αμερικανικές ταινίες.
Ως
άνθρωπος πρωτίστως -κι έπειτα ως σκηνοθέτης-, πιστεύεις, βασίζεσαι στη φιλία;
Αν δεν υπήρχε φιλία, δε
θα είχα κάνει καμία ταινία.
Κυρίως κάνω ταινίες είτε
με τους παλιούς συμφοιτητές από τη Σχολή Σταυράκου -εκ των οποίων, από τη
χρονιά μου, 20 από τους 40 έχουν γίνει σκηνοθέτες-, είτε με μαθητές μου. Αγαπώ
τους ανθρώπους.
Είμαι, άλλωστε, πολλά
χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά. Ξεκίνησα πριν από 20-23 χρόνια, και 25-26 στο ραδιόφωνο.
«Να δουλεύεις με τους καλύτερους
ανθρώπους που μπορείς να έχεις γύρω σου ανά πάσα στιγμή», λέει μια θεωρία.
Αυτό εφαρμόζω.
Είναι πολύ χειροποίητες
οι δουλειές μου.
Αποπνέουν
αυτή την αίσθηση, όπως και να ’χει.
Να ’σαι καλά!
Προτάσσεις
ένα παράθεμα του Καραγάτση από το Χαμένο
Νησί. Μάλλον σημαίνει πολλά για σένα ως συγγραφέας.
Κατά τη γνώμη μου είναι
εφάμιλλος του Ιουλίου Βερν.
Σε επίπεδο δράσης είναι
κάτι φοβερό, αν και ο ίδιος υπήρξε δεξιόστροφος. Η Τριλογία του είναι ό,τι πιο
ανατρεπτικό έχω διαβάσει για το 1821 σε επίπεδο μυθοπλασίας.
Το δε Χαμένο Νησί το θεωρώ αριστουργηματικό,
μια νουβέλα out
of the blue. Τη λατρεύω!
Από εκεί και πέρα, το
παράθεμα που προτάσσω για τους δραπέτες στον ίλιγγο της φαντασίας είναι ακριβώς
το αμάλγαμα της ταινίας.
Είμαστε σε έναν κόσμο που
είναι σκατένιος, και ο μόνος τρόπος για ν’ αποδράσουμε είναι με ένα ταξίδι στη
φαντασία και στα πράγματα που μας έκαναν να συγκινούμαστε. Αυτό αρέσει σε
πολλούς, πως τους βάζει σ’ έναν κόσμο που είχαν να ζήσουν χρόνια.
Είμαστε, εξάλλου, της
ίδιας γενιάς, με την παλάντζα ν’ αρχίζει να «γέρνει»! (Γέλιο)
Εκτός
από το ιδιαίτερο, ιδιόμορφο χιούμορ -το δικό σου και των χαρακτήρων-, η Λώρα «βγάζει» αυθεντική και πηγαία
συγκίνηση, ανεξαρτήτως των επιμέρους αναφορών, με τις οποίες κάποιος μπορεί να
ταυτίζεται περισσότερο ή λιγότερο.
Δεν
το βιώνω συχνά με εγχώριες παραγωγές, κι ήθελα να το μοιραστώ μαζί σου.
Ευχαριστώ πολύ!
Υπάρχουν «περιοχές» όπου
δεν πάμε, κι εγώ θέλω να πηγαίνω. Δε θα λογοκρίνω κάτι που μου αρέσει λέγοντας
ότι δεν έχει το βάρος που πρέπει.
Προτιμώ να «στολίζω» τα
πράγματα που μου αρέσουν με ένα ιδιαίτερο βάρος -καλλιτεχνικό, προσωπικό,
αισθητικό- υπηρετώντας πάντα τις προτιμήσεις μου.
Η Κοινοτοπία του Κακού της Χάνα Άρεντ είναι βασικός άξονας και στο Runaway Day και
στην Λώρα.
Καταφέρνεις,
πάντως, να εντάξεις όλες τις προσωπικές σου εμμονές -αισθητικές και άλλες- σε
ένα πολύ πειθαρχημένο αφηγηματικό σύμπαν. Παρά την ποικιλομορφία τον αναφορών,
δε χάνεται το κέντρο βάρους της αφήγησης.
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ!
Αυτό ήταν και το δικό μου
ζητούμενο, γιατί ήθελα να κάνω μια ταινία που θα μπορούσε να δει ο
οποιοσδήποτε.
Σε σχέση μ’ αυτό που
παρατήρησες, έχουν παίξει μεγάλο η Κατερίνα Κλειτσιώτη, από τις πλέον
ανερχόμενες Ελληνίδες σεναριογράφους, και ο Γιώργος Γεωργόπουλος, σκηνοθέτης
των Tungsten και
Δε θέλω να γίνω δυσάρεστος...
Οπότε
κι η Λώρα δεν είναι μόνο η Λώρα. Ο
καθένας μπορεί να δει κάτι ή να βρει κάποιον διαφορετικό άνθρωπο σ’ αυτόν τον
χαρακτήρα.
Η Λώρα είναι μια
καλλιτέχνις εγκλωβισμένη σ’ ένα σύστημα. Το ότι είναι πορνοστάρ ή ο παραγωγός
της ο Vertigo
είναι
παραγωγός πορνοταινιών, ελάχιστη διαφορά έχει για μένα.
Τα όρια της ώριμης showbiz είναι δυσδιάκριτα, αν
όχι ανύπαρκτα. Στο επίπεδο της τέχνης, και ευρύτερα στην κοινωνία, υποκείμεθα
στους ίδιους κανόνες. Η Λώρα είναι εγκλωβισμένη και προσπαθεί να ξεφύγει, όπως
όλοι μας.
Οι
τάσεις φυγής είναι, νομίζω, πιο έντονες στο Runaway Day,
ενώ στην Λώρα λειτουργούν αλλιώς.
Σκέφτηκα κάτι που δεν
είχε ξαναπεράσει από το μυαλό μου, τώρα που το είπες.
Η διαφορά ανάμεσα στα δύο
φιλμ σε σχέση με την αναζήτηση ελευθερίας είναι ότι στο Runaway Day
θέλει
να ξεφύγει όλη η πόλη, ενώ στην Λώρα
προσανατολιζόμαστε στον άνθρωπο.
Νιώθω πως απειλούμαι, η κοινωνία
κι η πόλη είναι εχθροί μου, θέλουν το κακό μου. Κι οι χαρακτήρες το πληρώνουν.
Η ζωή που κάνουμε είναι ένα άχαρο πράγμα. Κινούμαστε σαν ήρωες σε videogame.
Έτσι,
μάλιστα, όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση δε γίνεται καν αντιληπτό αυτό.
Αποδέχεσαι κι εσύ τη δυστοπία που σου επιβάλλουν με το ένα ή το άλλο πρόσχημα.
Είμαι γέννημα-θρέμμα της
νότιας Αθήνας. Με πληγώνει, με διαλύει ζωή σ’ αυτή την πόλη. Πάμε σε
υγειονομικό segregation
α
λα 60s.
Ποτέ
δε λησμονείς να ρίχνεις τα αιχμηρά σου «βέλη» και προς την «ανάπτυξη», τον «εξευγενισμό»
και, φυσικά, τη λαίλαπα του Airbnb.
Eίναι η κορυφή του παγόβουνου. Προφανώς
είναι μια απειλή, εκτινάσσοντας το οικιστικό πρόβλημα στα ύψη στις αστικές
περιοχές.
Αυτός ο εγκλωβισμός, η
επίθεση και η σκληρότητα που βιώνουμε με οδηγούν να κάνω ταινίες όπου οι
χαρακτήρες τρέπονται σε άτακτη φυγή, μια φυγή προς τα εμπρός.
Κι
η μουσική, βέβαια, είχε για σένα ανέκαθεν μια τέτοια λειτουργία, μιας κι έχεις
υπάρξει ραδιοφωνικός παραγωγός και DJ. Προφανώς αποτελεί έναν από τους πιο
ισχυρούς χαρακτήρες του φιλμ.
Η μουσική είναι ένα
τεράστιο κομμάτι της ζωής μου, με ωθεί να ζω, και την εντάσσω στις ταινίες μου
υπό προϋποθέσεις.
Η Λώρα ήθελα να είναι ένα συνεχόμενο trip, με δεκάδες μουσικά είδη. Ο Γιώργος
Μπουσούνης έχει γράψει 18 διαφορετικά κομμάτια.
Ήθελα να είναι μια γιορτή
των αισθήσεων και να «χτυπάει» στα πράγματα που κάναμε όταν ήμασταν αθώοι κι
έχουν λείψει για πάντα. Είμαστε πια ψηφιακά προϊόντα προς προώθηση στο Instagram, ψηφιακά οπίσθια, στήθη,
πέη.
Τουλάχιστον
μετά από ένα μακρύ ταξίδι -φεστιβαλικό και όχι μόνο- ανά τις ηπείρους, τις χώρες
και τις πόλεις, επιτέλους έρχεται και η ώρα της εμπορικής προβολής της Λώρα στην Αθήνα.
Ταινία που δεν έχει
προβληθεί στη χώρα όπου έχει γίνει είναι μισή ταινία.
Είμαι κάθετα ενάντιος
στην ιντερνετική προβολή. Ο μόνος λόγος που το κάνω είναι όταν έχω δεσμούς με
ένα φεστιβάλ, όπως του Σαράγεβο, που είμαι «παιδί» του. Ή της Θεσσαλονίκης.
Έχω απορρίψει τουλάχιστον
διπλάσια φεστιβάλ που δεν έκαναν κανονική προβολή. Ειδικά η Λώρα είναι φτιαγμένη για να την παίξεις
σε κάδρο 2:39. Η έννοια του σινεμά είναι σύμφυτη με τη μεγάλη οθόνη.
Ελπίζω
κι η επόμενη δουλειά σου, αν έχεις την αντοχή, την έμπνευση και το κέφι, να
κάνει τις ίδιες και μεγαλύτερες διαδρομές και να συζητηθεί όσο η συγκεκριμένη-
και, βέβαια, να προβληθεί κι αυτή στο αγαπημένο μας Σαράγεβο.
Είναι ένα φεστιβάλ που
έχει πολύ χώρο για νέους, νιώθω ζεστασιά. Είναι το Φεστιβάλ μου, θεωρώ. Η ύπαρξή του μάς συντηρεί
και μάς βοηθάει.
Το να βρίσκεις ένα μέρος
όπου η ταινία σου μπορεί να προκαλέσει λίγο buzz είναι
κομβικό για το γύρισμά της.
Έχω κάνει δύο ταινίες,
και θέλω να πιστεύω πως θα συνεχίσω.
Βλέπω με πολλή χαρά παιδιά
που είναι 25 χρονών και είναι πιο καλά, πιο πωρωμένα και που αντιμετωπίζουν
διπλάσιες δυσκολίες. Αυτή είναι η καλύτερη απάντηση σ’ όποιον θέλει να «θάψει»
αυτό το σινεμά- εδώ και έξω.
Δε θα πεθάνει ποτέ το
σινεμά.
Βλέπω παιδιά που είναι
20-30 χρονών να σε κοιτάνε στα μάτια και να έχουν τόσο πάθος να κάνουν ταινία,
που κανένας καριόλης νόμος ή απαγόρευση δε θα τα σταματήσει.
Ευχαριστώ
θερμά το Café Valparaiso Society για
τη φιλοξενία της συνέντευξης.
Η ταινία του Δημήτρη Μπαβέλλα
Η
αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ προβάλλεται
από τις 22 Ιουλίου αποκλειστικά
στον κινηματογράφο ΒΟΞ σε
διανομή της Tulip Entertainment.