Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

Nathalie Handal: «Μουσική και φωτογραφία είναι η σάρκα και τα οστά της ποίησής μου»

 


Γεννημένη στην Αϊτή από οικογένεια παλαιστινιακής καταγωγής, η Nathalie Handal είναι μια πολύ γνωστή Γαλλοαμερικανίδα συγγραφέας και ποιήτρια.

Η πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή της, η βαθιά ερωτική, παθιασμένη και πολιτική Life in a Country Album, απέσπασε το Δημιουργικό Βραβείο των Παλαιστινιακών Bιβλίων πέρσι. Συνομιλώντας με την Nathalie Handal.  

Ερωτική, λυρική, «νομαδική», νοσταλγική, παθιασμένη, πολιτική, αισθησιακή, κοσμοπoλίτικη, κι όμως ριζωμένη σε μια κουλτούρα, είναι η ποίησή σου -κι η προσέγγισή σου στη σύνθεσή της- αντανάκλαση της πολλαπλότητας της ταυτότητάς σου;

Το να είμαι ο εαυτός μου σημαίνει το να είμαι πολλά διαφορετικά μέρη. Οι άνθρωποι συχνά θέλουν μία απάντηση, αλλά οι ερωτήσεις συχνά έχουν περισσότερες από μία σωστές απαντήσεις.

Είμαστε φτιαγμένοι από πολλούς εαυτούς, καθώς επίσης κι από από εικόνες μας που άλλοι κουβαλούν.

Και φυσιολογικά δείχνουμε μια διαφορετική πλευρά σε κάθε ομάδα, αλλά συνεχίζουμε να υπάρχουμε σε ένα σώμα και πρέπει να διαπραγματευτούμε την πολλαπλότητά μας.

Υπάρχει μια τάση να αισθανόμαστε χαμένες/-οι ανάμεσα στις πολλαπλότητές μας, αλλά έχω βρει την ποικιλομορφία εξισορροπητική. Και το γράψιμο έχει επιτρέψει σε όλους μου τους εαυτούς, τις πόλεις και τις γλώσσες να συνυπάρχουν αρμονικά.

Τo Life in a Country Album, η βραβευμένη πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή σου, δομείται ως ένα άλμπουμ -ίσως φωτογραφικό-, και τα ποιήματά σου συχνά θυμίζουν φωτογραφικά ενσταντανέ. Πώς σχετίζεσαι με τη φωτογραφία ως μέσο;  

Όταν κράτησα την πρώτη μου κάμερα -μια Canon AE-1- στα δεκατέσσερά μου, απέκτησα επίγνωση του ότι η φωτογραφία θα με δίδασκε τη γαλήνη. Συνειδητοποίησα πως οι φωτογραφίες συλλέγουν κόσμους και αιωνιότητες.

Αργότερα, όταν το περπάτημα έγινε θεμελιώδες για την ποιητική πρακτική μου, συνειδητοποίησα στη διάρκεια των περιπλανήσεών μου ότι το μυαλό μου πάντοτε φωτογραφίζει.

Με κάθε βιβλίο, χτίζω μια γεωγραφία πολλών ανθρώπων και τοποθεσιών. Το να τραβάς φωτογραφίες σημαίνει το να κατακτάς τον κόσμο. Το να συλλέγεις φωτογραφίες σημαίνει το να συλλέγεις κόσμους.

Το να φωτογραφίζεις σημαίνει το να συμμετέχεις στην παροδικότητα ενός άλλου ανθρώπου ή μέρους.

Έχει, εξάλλου, υπάρξει ένας ζωτικός τρόπος τού να παρίσταμαι ως μάρτυρας και να καταγράφω την εξαφανιζόμενη πόλη της Βηθλεέμ και τους ντόπιους κατοίκους της.

Η συλλογή αποτελείται από διαφορετικά άλμπουμ φωτογραφικά και μουσικά. Η μουσική κι η φωτογραφία είναι η σάρκα και τα οστά της ποίησής μου.

Το όνειρό μου είναι να ζω όπως η ποίηση, να είμαι ζωντανή όπως η μουσική, και να κάνω παύση όπως μια φωτογραφία.

«Η μουσική πάντα μάς γυρνά πίσω/στις πόλεις από τις οποίες είμαστε φτιαγμένοι», γράφεις στο Ορφικό. Από ποιες πόλεις -και μουσικές, ανάμεσά τους και το ρεμπέτικο- είσαι φτιαγμένη;

Η καταγωγή μου είναι από τη θάλασσα.

Είμαι φτιαγμένη από πολλές μεσογειακές πόλεις:

Τη Βηθλεέμ, τη Γιάφα, την Ιερουσαλήμ, την Άκκα, τη Βηρυτό, την Τρίπολη του Λιβάνου, τη Βενετία, τη Ρώμη, τη Νάπολη, το Παλέρμο, τη Μασσαλία, το Παρίσι, τη Θεσσαλονίκη, το Μόσταρ, το Ζάγκρεμπ, τη Μάλαγα, τη Γρανάδα.

Κανένα τοπίο δε με συγκινεί όπως εκείνο της Μεσογείου- «φυτεύει» το σώμα μου στη γη, κι όμως μαφήνει να είμαι το νερό.

Οι άλλες πόλεις μου είναι:

Tο Λονδίνο, το Πορτ-ο-Πρενς, η Πόλη του Μεξικού, το Σάντο Ντομίνγκο, η Νέα Υόρκη, και σε κάποιον βαθμό η Λωζάνη, το Δουβλίνο, το Γερεβάν, η Αγία Πετρούπολη, η Σανγκάη, το Τόκιο, το Ρίο ντε Τζανέιρο, το Μπουένος Άιρες.

Όλες έχουν παίξει έναν ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητάς μου. Αλλά το κύριο όργανό μου, το ντραμ μου, είναι η Νέα Υόρκη. Εκεί συγκλίνουν όλες οι πόλεις μου. Ποτέ δε θα είχα κατανοήσει την πολυπλοκότητά μου αν δεν είχα γίνει Νεοϋορκέζα.

Η μουσική είναι μια πόλη. Όπως η ποίηση, προέρχεται από ένα μέρος που δε γνωρίζω, κι όμως νιώθω τόσο οικεία μ’ αυτό. Η μουσική είναι ανάμνηση, είναι μελωδία, είναι μαγεία.

Η λίστα μας με τα τραγούδια, όπως τα ράφια μας, είναι μια βιογραφία- και η δικιά μου είναι γεμάτη με οικουμενικά μπιτ, γλώσσες και στιλ.

Πρώτα γνώρισα το ρεμπέτικο του τέλους του αιώνα.

Αυτό το ρεμπέτικο με οδήγησε στη Σμύρνη, στα τραγούδια που καταδύονταν στα βάθη του εκτοπισμού, της εξορίας, του πολέμου, της απώλειας, της κοινωνικής αδικίας, της ζωής των προσφύγων, στον Πειραιά, στα λιμάνια, στην αγάπη και τον θάνατο.

Ο ελληνο-τουρκικός πόλεμος κατέλαβε πολύ χώρο μέσα μου. Από ορισμένες απόψεις, τον αισθάνομαι ως μέρος της ευρύτερης ιστορίας μου. Εκείνης της Μεσογείου- των μεταναστεύσεων και του ξεριζωμού.

Επίσης, η μητέρα μου -μου λένε- έχει κωνσταντινουπολίτικο επίθετο.

Λέγεται πως όταν άφησαν την Κωνσταντινούπολη και πήγαν στη Βενετία, προσηλυτίστηκαν στον καθολικισμό, παντρεύτηκαν άτομα διαφορετικής θρησκείας κι έφτασαν στην Παλαιστίνη ως Βενετοί.

Η οικογένεια πάντα έκανε λόγο για τις ελληνο-βενετσιάνικες ρίζες της, αλλά είναι αδύνατον να εντοπιστούν οι διαδρομές της.

Αργότερα έμαθα ότι οι απαρχές του ρεμπέτικου μπορούν να αναχθούν στις φυλακές της Αθήνας της δεκαετίας του 1830 και στους ελληνικούς πληθυσμούς της Κωνσταντινούπολης και άλλων πόλεων της Ανατολίας.

Αυτές δημιούργησαν τη δικιά τους μουσική βασισμένη σε παραδοσιακούς ελληνικούς και ανατολίτικους ρυθμούς.

Κατά τη δεκαετία του ’20 οι διάφορες μουσικές παραδόσεις και τα στιλ συγχωνεύτηκαν, δημιουργώντας αυτό που είναι γνωστό ως «ρεμπέτικο».

Αυτά τα ελληνικά αστικά μπλουζ τράβηξαν την προσοχή μου από την πρώτη στιγμή που τα άκουσα.

Πολλοί θεωρούν τη δεκαετία του ’30 τη «χρυσή» εποχή του ρεμπέτικου, όταν ήταν πιο αυθεντικό. Αλλά σκέφτομαι πώς το ρεμπέτικο ένωσε την Ελλάδα μετά τη ναζιστική κατοχή και τον Εμφύλιο.

Δεν είχε σημασία σε ποια κοινωνική τάξη ανήκες, το ρεμπέτικο έγινε η φωνή των καταπιεσμένων. Είναι απίστευτο.

Ασφαλώς, οι παραδόσεις αλλάζουν, και το ίδιο συνέβη με το ρεμπέτικο, το οποίο είναι τώρα θεμελιώδες τμήμα του ελληνικού πολιτισμού.

Μια από τις αγαπημένες μου στιγμές είναι το ταξίμι. Έχω πάει σε ταβέρνες, σε μπαρ και σε χώρους συναυλιών για να ακούσω ρεμπέτικα, οπότε δεν είμαι καθαρολόγος.

Τούτου λεχθέντος, το ρεμπέτικο δεν είναι μόνο μουσική, είναι μια κατάσταση του μυαλού. Με αυτή την έννοια, ίσως υπήρχε μόνο όταν παιζόταν στο περιθώριο.

Ένα ξεχωριστό μέρος της ποιητικής σου συλλογής είναι αφιερωμένο στους «διαλόγους» σου με τον εμβληματικό Παλαιστίνιο ποιητή Μαχμούντ Νταρουίς.

Τον θεωρείς μια από τις μείζονες επιρροές σου ως ποιήτρια και αναγνώστρια ποίησης;

Τον συνάντησα στο Παρίσι στα πρώιμα είκοσί μου. Μου ανέθεσε την πρώτη μου αποστολή- να πάρω συνέντευξη από τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ, ο οποίος πέθανε έναν μήνα αργότερα.

Ήταν τεράστια επιρροή. Κάθε φορά που επιστρέφω στη δουλειά του, συγκινούμαι βαθιά και διαφορετικά. Και οι συνομιλίες μας συνεχίζουν να είναι ένας χάρτης αιτημάτων.

«Αλλά ακόμα και στην αγάπη/ο πόλεμος με κατοικεί», εξομολογείσαι στο Ακόμα και στην αγάπη. Αναφέρεσαι στον πόλεμο ως μια κατάσταση του μυαλού, ή και σε συγκεκριμένους πολέμους;

Από τη στιγμή που ο πόλεμος ξεκινά, δεν τελειώνει. Συνεχίζεται μέσα μας, μάς ακολουθεί μέχρι τον θάνατο, και μένει εντός όσων αγαπάμε κι έχουν μείνει πίσω. Ο πόλεμος δε φέρνει την ειρήνη, την τερματίζει.

«Επίτρεψέ μου να ξαναρωτήσω/η αγάπη δεν είναι ένα ψέμα, αλλά μια χώρα είναι;» αναρωτιέσαι στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Είναι η αγάπη μια ήπειρος, μια χώρα, μια άγνωστη γη ή, όντως, ένας αντικατοπτρισμός;

Κάθε άνθρωπος έχει έναν χάρτη μιας χώρας στην καρδιά του, αλλά κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι εκείνη η χώρα μάς αγαπά με τον τρόπο που θέλουμε να το κάνει.

Είτε αποφασίσεις πως πρόκειται για μια ήπειρο, μια χώρα, μια άγνωστη γη, έναν αντικατοπτρισμό, όλα ή τίποτα, η αγάπη είναι δύσκολη. Απαιτεί ευφυία.

Η αγάπη δεν πρέπει να έχει να κάνει με το να ερωτεύεσαι, αλλά με το να εισέρχεσαι σε μια λευκή σελίδα, όπως με την ποίηση, και να συνδέεσαι με τη σιωπή. Και το κέντρο αυτής της σιωπής είναι η αίσθηση.

Είσαι ενθουσιώδης ταξιδεύτρια και αυθεντική ταξιδιωτική συγγραφέας.

Τι απολαμβάνεις πιο πολύ στη διανοητική προετοιμασία για ένα ταξίδι, στην υλοποίηση και στο λογοτεχνικό ξαναδούλεμά του, και σε ποιον βαθμό έχει η πανδημία επαναπροσδιορίσει την έννοια του ταξιδιού για σένα;

To να αγγίζω την απόσταση...

Γνωρίζοντας ότι ταξίδι επινοεί τον εαυτό του. Το πιο απολαυστικό είναι το μη προγραμματισμένο. Πώς το το ταξίδι σε μετασχηματίζει, αλλά αυτό το ανακαλύπτεις αργότερα, συχνά πολύ αργότερα.

Η πανδημία έχει σταματήσει το διαρκές ταξίδι, αλλά βρίσκομαι πάντα σε κίνηση. Μου λείπει ο κόσμος και ανυπομονώ να ξανανοίξει.

73 χρόνια μετά τη Νάκμπα, κι άλλος ένας βάρβαρος βομβαρδισμός της Γάζας από το ισραηλινό κράτος συνέβη τον Μάιο, με τον «Δυτικό κόσμο» να κρατά ίσες αποστάσεις από τον αποικιοκράτη δράστη και το -δικαίως- αντιστεκόμενο θύμα.

Κανένας δεν είναι ελεύθερος μέχρι όλοι να είναι ελεύθεροι. Ο Μαντέλα είχε πει: «Μοιάζει πάντοτε αδύνατο μέχρι να γίνει».

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις μιας πραγματικά δίκαιης και βιώσιμης λύσης για το Παλαιστινιακό, κατά τη γνώμη σου;

Ένα τέλος στο απαρτχάιντ, στην κατοχή, στην άρνηση των δικαιωμάτων των προσφύγων, ένα τέλος στα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας, στην εταιρική και την κρατική συνενοχή όπως στην περίπτωση των Η.Π.Α., που ενθαρρύνει την κατοχή.

Πρέπει να δοθούν στις Παλαιστίνιες και στους Παλαιστίνιους τα δικαιώματά τους βάσει του διεθνούς δικαίου.

Η φωτογραφία της Nathalie Handal που χρησιμoποιείται σε αυτή την ανάρτηση είναι ευγενική παραχώρηση της ίδιας.

Η ποιητική συλλογή Life in a Country Album κυκλοφορεί στις Η.Π.Α. από τον εκδοτικό οίκο University of Pittsburgh Press και στη Μεγάλη Βρετανία από τον flipped eye publishing.

Μπορείτε να ανακαλύψετε περισσότερα για την Nathalie Handal και την πολύπλευρη δουλειά της εντρυφώντας στο προσωπικό site της.

Η ανάρτηση είναι αφιερωμένη με πολλή αγάπη στην Άντζελα Ιωαννίδου, ωραίο άνθρωπο, συντρόφισσα, συνεργάτρια και παθιασμένη υπέρμαχο των δικαίων των Παλαιστινίων, που δυστυχώς μας άφησε πρόωρα πριν από μερικές μέρες.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου