Ντομινίκ Μανοτί (Photo credit: Bonzooo/Wikipedia) |
Ένα ξέσπασμα ρατσιστικών δολοφονιών με θύματα κυρίως Αλγερινούς
συγκλονίζει τη Μασσαλία του 1973.
Με φόντο το τέλος του
πολέμου στην Αλγερία και την άνοδο του Εθνικού Μετώπου, η διακεκριμένη Γαλλίδα συγγραφέας Ντομινίκ Μανοτί
φιλοτεχνεί στο νουάρ Μασσαλία
73, που μόλις κυκλοφόρησε, το πορτρέτο
μιας κοινωνίας σε αναβρασμό.
Μια συνέντευξη μαζί της.
Είστε
καθηγήτρια Οικονομικής Ιστορίας και διακεκριμένη συγγραφέας νουάρ
μυθιστορημάτων. Σε ποιον βαθμό υιοθετείτε και εφαρμόζετε τις αρχές και τα εργαλεία
της ακαδημαϊκής έρευνας στη μυθοπλασία σας;
Στη δουλειά μου ως μυθιστοριογράφος
υπάρχει μια ισχυρή συνέχεια με το επάγγελμά μου ως ιστορικός, αλλά ασφαλώς και μια
ρήξη.
Συνέχεια στον τρόπο που επιλέγω τα θέματα των μυθιστορημάτων
μου. Ξεκινώ από πραγματικά γεγονότα, που συνέβησαν.
Ένα γεγονός ποικίλο, όπως η πυρκαγιά σ’ ένα εργοστάσιο στον Σύνδεσμο της Λορένης ή ένα κοινωνικό φαινόμενο πιο μεγάλο, όπως η γέννηση της εμπορίας πετρελαίου το 1973 στον Μαύρο χρυσό, που μ’ ενδιαφέρουν κι όπου βρίσκω κάτι
σκοτεινό, ανείπωτο, άρρητο.
Θέλω να γράψω ένα μυθιστόρημα για να τα καταλάβω.
Κατανοώντας το παρελθόν, πρόσφατο ή μακρινό, για να ρίξω φως στο παρόν, μια
προσέγγιση πολύ παρόμοια μ’ αυτή των ιστορικών.
Πριν γράψω, προβαίνω σε τεκμηρίωση, χρησιμοποιώ τις τεχνικές μου γνώσεις και τη σύνεσή μου ως ιστορικός, έρευνα λιγότερο εκτεταμένη από αυτή του ιστορικού, αλλά διεκπεραιωμένη με το ίδιο πνεύμα.
Έπειτα έρχεται η ρήξη, το καθαρά μυθιστορηματικό έργο. Επιλέγω τα γεγονότα, τα αναδιοργανώνω.
Και, κυρίως, επινοώ όλους
τους χαρακτήρες. Οι χαρακτήρες είναι η καρδιά των μυθιστορημάτων, μέσω αυτών οι
αναγνώστες εισέρχονται σ’ ένα μυθιστόρημα ή όχι.
Είναι το νουάρ, κατά τη γνώμη σας, εγγενώς -αν όχι αναπόφευκτα- πολιτικό ως λογοτεχνικό είδος;
Κι
αν ναι, σε ποια πλευρά του πολιτικού «οδοφράγματος» τοποθετείστε, δεδομένου του
ίδιου σας του πολιτικού ακτιβισμού αρχικά ως κομμουνίστρια φοιτήτρια κι έπειτα
ως συνδικαλίστρια;
Τα νουάρ μυθιστορήματα μιλάνε
για τον μεγάλο κόσμο, για τους ανθρώπους μέσα στην κοινωνία, για το έγκλημα ως γρανάζι
της κοινωνικής μηχανής και μ’ αυτό, φυσικά, συχνά κάνουν πολιτική. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να κάνουν προπαγάνδα.
Ο μεγάλος κόσμος δεν είναι το πεδίο της μάχης ανάμεσα στο Καλό και το Κακό.
Ο Απόστολος Παύλος είχε ήδη πει «Δεν
υπάρχουν δίκαιοι σ’ αυτή τη γη», και συμφωνώ μαζί του.
Ασφαλώς, οι εμπειρίες μου, η κοσμοθεωρία μου, λαμβάνονται υπόψη στις ιστορίες
μου. Είμαι εγώ αυτή που γράφει, κανένας άλλος. Αλλά προσπαθώ να καταλάβω τι κάνει κάθε χαρακτήρα μου να κινείται, να πράττει.
Μπορώ να τους φαντάζομαι και να ζω μαζί τους σ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής μόνο αν συμπάσχω μ’ αυτούς. Και ο αναγνώστης είναι ελεύθερος
στην ανάγνωσή του να κάνει τις δικές του επιλογές κι ερμηνείες.
Αυτό που λέει ο Μαρκ Φερό, ένας Γάλλος ιστορικός ο οποίος μόλις πέθανε, σχετικά με τον κινηματογράφο ισχύει και για τα μυθιστορήματα:
«Υπόθεση: το φιλμ, εικόνα της πραγματικότητας ή
όχι, είναι Ιστορία. Αυτό που δε συμβαίνει είναι εξίσου Ιστορία και ιστορία».
Το Μασσαλία 73, το τελευταίο σας μυθιστόρημα, λαμβάνει χώρα στην πόλη της Μασσαλίας το 1973, έντεκα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου στην Αλγερία, και εν μέσω μιας αύξησης στις θανατηφόρες ρατσιστικές τρομοκρατικές επιθέσεις.
Γιατί
νιώσατε υποχρεωμένη να πραγματοποιήσετε μια έρευνα και να γράψετε γι’ αυτή την
περίοδο;
Όταν ανακάλυψα αυτά τα γεγονότα
ενώ συμβουλευόμουν τυχαία πολλές εφημερίδες για ένα προηγούμενο (Μαύρος χρυσός), αισθάνθηκα «υποχρεωμένη»
να μιλήσω γι’ αυτά, καθώς είναι εντελώς κρυμμένα στην επίσημη «εθνική αφήγηση».
Είμαι πεπεισμένη πως η Γαλλία του σήμερα τόσο στους θεσμούς όσο και και στο πολιτικό και το πολιτιστικό βάρος του ρατσισμού και του αυταρχισμού, είναι το προϊόν μιας
άσχημα υλοποιημένης, βίαιης και διεφθαρμένης
αποαποικιοποίησης.
Χρειάζεται να προσεγγίσω αυτό το παρελθόν και τις συνέπειές του μ’ έναν μυθιστορηματικό τρόπο, αφηγούμενη μια ιστορία στην οποία ο αναγνώστης μπορεί να συμμετάσχει.
Αυτή η έκρηξη φόνων μάς
μιλά για την κρυμμένη καθημερινή μας ζωή, κι όλοι το ξέρουν. Δε θα είναι το τελευταίο μου μυθιστόρημα
γι’ αυτό το θέμα.
Είναι η ίδια η Μασσαλία, σ’ όλη την ποικιλομορφία και μ’ όλες τις αντιφάσεις της, μια μικρογραφία της Γαλλίας- φορέας μιας πλούσιας αντιφασιστικής/αντιρατσιστικής/προοδευτικής κληρονομιάς κι εστία ολοένα μεταβαλλόμενων (νεο)φασιστικών μορφωμάτων;
Η Μασσαλία μού μοιάζει πιο
σύνθετη από αυτό.
Οι κομμουνιστές έχασαν τον ηγετικό τους
ρόλο ήδη από
το 1947.
Οι Αμερικανοί ήταν πολύ παρόντες
εκεί στα χρόνια του ’70 και ’80 με διάφορες μορφές, συμπεριλαμβανομένης της CIA, ενδιαφερόμενοι, μεταξύ άλλων, για
τον έλεγχο του λιμανιού και τη διακίνηση ναρκωτικών.
Οι σοσιαλιστές διατήρησαν τη δημαρχία για παραπάνω από σαράντα χρόνια, συχνά συνδεόμενοι με το οργανωμένο έγκλημα, όπως από την πλευρά τους έκαναν και οι γκωλικοί, και σίγουρα με μια γραμμή πολύ
αντικομμουνιστική.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, και βασιζόμενη σ’ έναν μεγάλο πληθυσμό μαυροπόδαρων επαναπατρισθέντων από την Αλγερία, νοσταλγικών κι εκδικητικών, η ακροδεξιά του Εθνικού Μετώπου αναπτύχθηκε αργά, χωρίς να είναι πλειοψηφική.
Σήμερα, η δημαρχία μόλις κερδήθηκε από μια ενιαία εκλογική λίστα αριστερών δυνάμεων που ονομάζεται «Η άνοιξη της Μασσαλίας», από την οποία όλοι περιμένουν να δουν τι θα δώσει.
Ο αστυνομικός Ντακέν, πρωταγωνιστής του βιβλίου, δε μοιάζει με τους λογοτεχνικούς ομολόγους του- κι όχι μόνο εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας
του.
Προοριζόταν η επιλογή σας ως σχόλιο πάνω στην κυρίαρχη ομοφοβική «ματσίλα» των αστυνομικών αρχών;
Φυσικά, η γαλλική αστυνομία
ήταν από καιρό ένας ομοφοβικός θεσμός. Ένας αστυνομικός, του οποίου η
ομοφυλοφιλία αποκαλύφθηκε, χτυπήθηκε από την αστυνομία. Αλλά δεν είναι αυτή η προέλευση
της αμφιφυλοφιλίας του Ντακέν.
Το πρώτο μου μυθιστόρημα εκτυλίσσεται το 1980 στο
Sentier, στην περιοχή της βιομηχανίας ειδών ένδυσης στην καρδιά του Παρισιού, μια γειτονιά όπου σύχναζα πολύ στο πλαίσιο των συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων μου.
Όλοι οι εργάτες ήταν άντρες, παράνομοι εργάτες, με μια πολύ ισχυρή παρουσία Τούρκων.
Η ατμόσφαιρα αυτού του περιβάλλοντος «αντρών μεταξύ αντρών» ήταν απολύτως εκπληκτική, θερμή και βίαιη, έξω από κάθε νομιμότητα και ισχυρά αυτορυθμιζόμενη. Αυτή η ατμόσφαιρα της
«αντρικής φιλίας» ήταν μια ανακάλυψη για μένα.
Έφτιαξα τον χαρακτήρα του Ντακέν ώστε να είναι η
«σάρκα» αυτής της γειτονιάς. Έπειτα, τον κράτησα ζωντανό σε άλλα
τέσσερα μυθιστορήματα, προσαρμόζεται στις συνθήκες. Αλλά ο άνθρωπος του Sentier είναι πάντα εκεί.
Η
αποτύπωση της πλειονότητας των χαρακτήρων Αράβων/Αλγερινών είναι αναζωογονητικά
αξιοπρεπής και μακριά από κάθε θυματοποίηση, ιδίως εκείνων του δολοφονημένου νεαρού,
Μαλέκ, και της οικογένειάς του.
Θα
θέλατε να αναφερθείτε στη διαδικασία κατασκευής τους πιο αναλυτικά;
Δε συνάντησα ούτε πήρα συνέντευξη
από την οικογένεια του Μαλέκ πριν γράψω το μυθιστόρημα. Μου είχαν πει ότι δε ζούσαν
πλέον στη Γαλλία.
Διάβασα, όμως, όλα όσα βρήκα για τη ρατσιστική δολοφονία του 1973- άρθρα εφημερίδων, περιοδικά και μερικά κείμενα ιστορικών (σπάνια). Κι ένιωσα θαυμασμό για τα δύο αδέλφια
του θύματος.
Είναι χάρη στην επιμονή, στο κουράγιο και στην ικανότητά τους γι’ αντίσταση που αποκαλύφθηκε ο δολοφόνος.
Σταμάτησαν τον δικαστικό και τον αστυνομικό μηχανισμό από το να κατασκευάζει
ανύπαρκτα γεγονότα. Δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ.
Αναδόμησα την ιστορία, αλλά κράτησα τους δύο, με σεβασμό.
Για τον χαρακτήρα του πατέρα θυμήθηκα μερικά αποσπάσματα διαλόγων με τον πεθερό
ενός φίλου μου, αλγερινής καταγωγής και αξιωματικό του γαλλικού στρατού.
Υπάρχουν πολλοί στρατιώτες προερχόμενοι από τις αποικίες στον γαλλικό στρατό κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων.
Το Μασσαλία 73 είναι βαθιά ριζωμένο στον απόηχο του ταραχώδους αποικιακού παρελθόντος της Γαλλίας.
Έχει απαλλαγεί η γαλλική κοινωνία από την ίδια την αποικιοκρατική νοοτροπία ή
αυτή έχει απλώς μετασχηματιστεί στις μέρες μας;
Η Γαλλία δε διαχειρίστηκε
την αποαποικιοποίηση, την υπέστη: δυο βαριές ήττες, στην Ινδοκίνα και στην Αλγερία.
Και ένας βιαστικός αυτοσχεδιασμός στην υποσαχάρια Αφρική, ένας περίπλοκος συνδυασμός πλιάτσικου, διαφθοράς, συνενοχής και δικτατοριών, ένα σύστημα που στη Γαλλία αναφέρεται ως «Γαλλοαφρική» κι έχει ξεθωριάσει στη μητρόπολη.
Καμία σε βάθος πολιτική αξιολόγηση δεν έχει επιχειρηθεί από κάποια πολιτική δύναμη, αριστερή η δεξιά.
Πάντα άρνηση, συνοδευόμενη από έναν λόγο για τη χώρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ρεπουμπλικανικού οικουμενισμού, και ψήφοι για ρατσιστικούς νόμους ασφαλείας «ενάντια στον αυτονομισμό».
Το ανείπωτο της αποαποικιοποίησης μπλοκάρει τη γαλλική κοινωνία, την εμποδίζει να εξελιχθεί.
Μιας και μιλάμε για το παρόν, τι σας ανησυχεί πιο πολύ στο πολιτικό και ίσως στο πολιτιστικό επίπεδο στη Γαλλία του 21ου αιώνα;
Αυτό που με ανησυχεί είναι
η καταστροφή της Αριστεράς, η απουσία της από τις πολιτικές και πολιτιστικές συζητήσεις
και η οργανωτική της ανυπαρξία.
Η γαλλική Αριστερά έχει επίσης διαδραματίσει καταστροφικό ρόλο στην αποαποικιοποίηση από το 1955-56, δεν έχει ποτέ στοχαστεί πάνω σ’ αυτή την εμπειρία, κι αυτό εξηγεί εν μέρει -και μόνο εν μέρει- την αποσύνθεσή
της.
Υπάρχει επίσης η σοβιετική καταστροφή, η οποία δυναμίτισε τις ευρωπαϊκές Αριστερές, ανεξάρτητα από τη σχέση τους με την ΕΣΣΔ.
Στην τρέχουσα κατάσταση
της γαλλικής κοινωνίας υφίσταται πραγματικός κίνδυνος συσπείρωσης γύρω από το
Εθνικό Μέτωπο, κάτι πιθανώς θανατηφόρο μακροπρόθεσμα.
Το Μασσαλία 73 είναι το τρίτο μυθιστόρημά σας που διατίθεται στα ελληνικά.
Σας αρέσουν τα ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα/νουάρ;
Όπως, πιστεύω, πολλοί Γάλλοι, πριν από είκοσι χρόνια διάβασα με ευχαρίστηση τα μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη.
Αλλά το παράδοξο είναι
ότι όσο περισσότερο γράφω, τόσο λιγότερο μπορώ να διαβάσω. Αυτό είναι για μένα μια οδυνηρή στέρηση. Δεν έχω πρόσφατα διαβάσει ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα.
Και τελικά, αναμένετε πως η συνεχιζόμενη πανδημία -και όσες ακολουθήσουν- θα επαναπροσδιορίσουν τον τρόπο που διαβάζουμε και γράφουμε (νουάρ) μυθιστορήματα, ακόμα και που αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας;
Αυτό είναι Τζόκερ. Δεν
έχω την απάντηση.
Το μυθιστόρημα της Ντομινίκ Μανοτί Μασσαλία
73 κυκλοφορεί από
τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου σε μετάφραση του Γιάννη Καυκιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου