Στρατής Πασχάλης (Photo credit: Γιάννης Κοντός) |
Ποιητής,
μεταφραστής, δοκιμιογράφος και συγγραφέας,
ο Στρατής Πασχάλης παραμένει υπαρξιακά ανήσυχος, όπως αποδεικνύει η πιο πρόσφατη δίπτυχη ποιητική σύνθεσή του Η
Μεγάλη Παρασκευή, «καρπός»
της «πανδημικής» εποχής.
Κουβεντιάζοντας
μαζί του.
«Βρίσκω
πως έχω γράψει πολλή ποίηση. Δεν ξέρω αν
έχω άλλη ιστορία να πω», μου είχατε εκμυστηρευτεί προ διετίας.
Η
δίπτυχη ποιητική σύνθεση Η Μεγάλη Παρασκευή
και Ο Τοίχος με την κόκκινη βουκαμβίλια είναι καινούριο υλικό;
Δεν έχω γράψει ποίηση τα
δύο τελευταία χρόνια. Απλώς τη διόρθωνα, τη επεξεργαζόμουν. Μου ζητούν ποιήματα
και δεν έχω.
Δεν
έχετε γιατί, όπως μου είχατε επισημάνει τότε, δεν έχετε κάποια καινούρια
ιστορία να αφηγηθείτε;
Ο Βαλερί έλεγε ότι
συνεχώς δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να λέμε την ίδια ιστορία. Από τη στιγμή,
λοιπόν, που την έχω πει έντεκα φορές -και το έντεκα είναι ωραίος αριθμός-, δε
θα τον χαλούσα εύκολα.
Δεν έχω την επιθυμία να
μπω στη διαδικασία της ποιητικής γραφής, εκτός κι αν βιώσω κάτι τόσο ισχυρό που
θέλω να το αποτυπώσω. Δε γράφω ποτέ για
να έχω ποιήματα, δεν κάνω καριέρα.
Μπορεί σε δουλειές από
τις οποίες βιοπορίζομαι να είμαι πιο παραγωγικός, αλλά την ποίηση την κάνω για
μένα και γι’ αυτούς που με παρακολουθούν.
Νιώθω μια ανάγκη
εσωστρέφειας και τη χαρά πως ολοκλήρωσα κάτι και το αφήνω να το ανακαλύψουν οι
άλλοι. .
Οπότε
οι συγκεκριμένες δύο συλλογές μπορεί να αποτελούν κάποιο είδος παρακαταθήκης σε
ό,τι σας αφορά;
Κάπως κλείνουν έναν
κύκλο, και δεν είμαι διατεθειμένος να ανοίξω έναν καινούριο για να πω τα ίδια.
Ένας τεχνίτης δε γράφει
μόνο για τον εαυτό του. Αν κάποιος μου παραγγείλει κάτι, θα ήταν ευλογία.
Μιας
και μιλάμε για ανάγκες, δεν μπορεί να είναι μια τυχαία επιλογή η έκδοση αυτή
της συλλογής στη συγκεκριμένη συγκυρία.
Καθόλου. Πιστεύω ότι η
υγειονομική κρίση είναι συνέχεια της οικονομικής.
Ήδη με τον Άνθρωπο του λεωφορείου, το μοναδικό
μυθιστόρημά μου, που είναι η καταγραφή της δεκαετίας του ’90 με την έκρηξη του
καταναλωτισμού και του lifestyle,
διέβλεπα ότι υπήρχαν στοιχεία που κάποια στιγμή θα οδηγούσαν σε αδιέξοδα.
Αυτός ο πολιτισμός
οδηγείτο και οδηγείται σε αδιέξοδα. Κι αν δεν τα λύσει, δε θα μπορέσει να
ανασάνει. Δεν πιστεύω πως πρόκειται για αδιέξοδο οικονομικό ή πολιτικό. Είναι
υπαρξιακό.
Εκεί
ήθελα κι εγώ να στρέψω την προσοχή μου, χωρίς φυσικά να παραγνωρίζω τις
απολύτως σημαντικές υπόλοιπες διαστάσεις. Η υπαρξιακή πτυχή αναδύεται, άλλωστε,
πιο έντονα από την ανάγνωση και των δύο ποιητικών σας συνθέσεων.
Αυτό που στερείται ο
σύγχρονος άνθρωπος είναι να πιστέψει σε κάτι πέρα από την υλική και βιολογική
του εξασφάλιση. Σε κάτι που είναι πέρα από εκείνον, στο άλλο, για να του δώσει μια ανάσα.
Αυτό που μάς χαρακτηρίζει
είναι πως καθετί το κάνουμε από συμφέρον, και τίποτα για την ομορφιά και τη
χαρά τού να το κάνουμε.
Εκεί έγκειται το αδιέξοδο
και η αμηχανία, στην αδυναμία να βρούμε αυτό το άλλο, για να ζωογονηθούμε από
αυτό. Δε βοηθάει και κανένας, ίσως δεν έχει έρθει κι η στιγμή.
Γι’ αυτό και ονομάζω τη
σύνθεση Μεγάλη Παρασκευή, γιατί είναι
η στιγμή που όλα μοιάζουν νεκρά.
Η άρση του αδιεξόδου,
ωστόσο, δε θα γίνει με μια στροφή στο παρελθόν, αλλά με κάτι που θα βρούμε στο
μέλλον. Δε γίνεται κάποιος να νεκραναστήσει πεθαμένους τρόπους.
Στην
κατεύθυνση της αναζήτησης αυτού του άλλου είναι κι ο έρωτας, νιώθω διαβάζοντας
τις ποιητικές συνθέσεις σας, ένα κεντρικό αίτημα, ζητούμενο και βίωμα.
Η εποχή δεν αφήνει κανένα
περιθώριο ερωτικής -με την ευρύτερη έννοια- επικοινωνίας. Είναι όλα
περιορισμένα, όλα ελεγχόμενα και όλα προσδιορισμένα σε μια λειτουργία μηχανικής
επικοινωνίας. Δεν είναι αυτό ο έρωτας.
Ο έρωτας είναι η στροφή
στον άλλο και η ανάγκη για προσωπική υπέρβαση.
Κάτι
που σε μεταμορφώνει- και ατομικά και ως κομμάτι μιας ερωτικής σχέσης.
Αν και αυτό είναι το
βαθύτερο «θέλω» των ανθρώπων, δεν τους αφήνει όλη η συνθήκη.
Παρότι, όμως, μιλούμε για
μια νεκρική κατάσταση αντίστοιχη με τη Μεγάλη Παρασκευή, κρύβεται ελπίδα.
Γεννιέται στον άνθρωπο η ανάγκη και δημιουργεί τις προϋποθέσεις γι’ αυτή την
αλλαγή που επιθυμεί βαθιά.
Πιστεύω πως είμαστε κοντά
στο να συμβούν πράγματα που ούτε κι εμείς μπορούμε να φανταστούμε.
Με
συγκίνησε μια σκηνή -πιο πολύ για σκηνή πρόκειται- όπου περιγράφετε το ερωτικό
σμίξιμο δύο ανθρώπων με την μπαλκονόπορτα ανοιχτή και τον βοριά να λυσσομανάει
έξω. Είναι ένα άνοιγμα προς μια τέτοια προοπτική.
Σαφώς.
Το θαύμα της ερωτικής
ένωσης μέσα στη χρυσή μοναξιά του καλοκαιριού, αλλά μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο.
Τη βλέπω και στην πνευματική της διάσταση, όχι μόνο στο γενετήσιο επίπεδο.
Όταν δύο άνθρωποι βρεθούν
σε μια ένωση ερωτική μακριά απ’ όλους, μέσα στην απόλυτη ερημιά της αγάπης
τους, εκεί πραγματώνουν ένα μυστήριο το οποίο, όπως έχουν πει κι άλλοι ποιητές,
είναι η εκδίκηση του θανάτου. Εκεί θριαμβεύει η ζωή.
Είναι η στιγμή της
αιωνιότητας, σύμφωνα με τον Ρεμπό.
Ο
Ρεμπό είναι ένας από τους ποιητές με τους οποίους συνομιλείτε και στις δύο
συνθέσεις- περισσότερο στη μία, όπου ενθέτετε και συγκεκριμένους στίχους από
ποιήματα άλλων.
Αυτό
συνέβη για να τονίσετε τη σχέση που ως αναγνώστης έχετε ανά τα χρόνια αναπτύξει
μ’ αυτούς τους ποιητές;
Το μόνο που μπορεί να
κάνει ένας ποιητής είναι να περιγράψει πώς έγραψε ένα βιβλίο. Αν πει γιατί το
έκανε, θα πει ψέματα.
Όλα ξεκίνησαν όταν ξαναδιάβασα,
μέρες του Πάσχα, το βιβλίο του Γιούνγκ Ψυχολογία
και Θρησκεία. Εκεί, έπεσε το βλέμμα μου στο απόσπασμα που παραθέτω ως
μόττο.
Αυτό μου έκανε μεγάλη
εντύπωση και, καθώς ήταν τέτοιες μέρες, άρχισα να σκέφτομαι αυτό το γεγονός.
Σε λίγο καιρό, μια νέα
μετάφραση της Έρημης χώρας με έκανε
να ξαναδιαβάσω το βιβλίο του Έλιοτ, που βασίζεται στο ίδιο θέμα. Άρχισα να
ξαναβρίσκω τον νεανικό μου εαυτό που, ως φοιτητής, είχε μαγευτεί από την Έρημη χώρα σε μετάφραση Σεφέρη.
Ξαναδιάβασα, λοιπόν, τον Χρυσό κλώνο του Φρέιζερ, στον οποίο
βασίζεται η Έρημη χώρα, και συγκεκριμένα
τον μύθο του νεκρού Θεού.
Όλο αυτό άρχισε να
πυροδοτεί την ανάγκη να κάνω μια προσωπική μεταγραφή της Έρημης χώρας μέσα από τα βιώματά μου και τα βιώματα μιας εποχής
κρίσης στην Αθήνα.
Μοιραία, άρχισα να
χρησιμοποιώ στίχους όλων των ποιητών που είχαν αναφερθεί, έμμεσα ή άμεσα, στη
Μεγάλη Παρασκευή, στον Επιτάφιο, στον νεκρό Θεό.
Πάνω σ’ αυτούς τους
στίχους, τους οποίους ενσωμάτωσα ακέραιους, θέλησα να εκφραστώ ακόμα και
υιοθετώντας τους τρόπους ενός απλού στιχοπλόκου, και όλο αυτό να μη βασιστεί σε
μια σύνθεση όπου θα παίξω τον ποιητή,
να βγαίνει σαν παιχνίδι.
Με συγκλόνισε επίσης η
έκθεση της Γαλάζιας Περιόδου του
Πικάσο που είχα δει στο Παρίσι, άλλη μια εκδοχή του μύθου του νεκρού Θεού.
Ταυτόχρονα, έγραφα τα
ποιήματα του Τοίχου με την κόκκινη
βουκαμβίλια, τα οποία ήταν μεμονωμένα. Τα δύο συνθέτουν ένα δίπτυχο, τις
δύο όψεις του ίδιου.
Υπάρχει
ένας ωραίος στίχος του Λειβαδίτη στις Βιολέτες
για μια εποχή σε σχέση με την ποίηση- και είναι αλήθεια πως ανακάλεσα
«αίσθηση» Λειβαδίτη, εδώ κι εκεί,
διαβάζοντας τη δίπτυχη σύνθεση.
Δεν είναι τυχαίες κι οι
βιολέτες...
«Ποίηση
είναι η νοσταλγία μας για κάτι ακαθόριστο που ζήσαμε κάποτε μες στ’ όνειρο»,
γράφει, λοιπόν, ο Λειβαδίτης. Αναρωτιέμαι αν για εσάς έχει η ποίηση μια σχέση
-και ποια- με τη νοσταλγία και το όνειρο.
Απόλυτη! Η ποίηση για
μένα είναι η νοσταλγία για κάτι που δε ζήσαμε ποτέ.
Σαφώς η ονειρική
κατάσταση είναι η κατάσταση της ανθρώπινης αυθεντικότητας, γιατί ο νους, όταν
κοιμόμαστε, δημιουργεί την αληθινή μας πραγματικότητα, όταν δεν τον ελέγχει η
συνείδηση και η λογική.
Η νοσταλγία για την
αναζήτηση του αληθινού μας εαυτού μέσα σε έναν προσωπικό παράδεισο και η
λειτουργία του ονείρου είναι, αν τα ενώσουμε, η ποίηση. Αυτό πραγματώνουμε στην ποίηση.
Γι’ αυτό και είναι μια
λυτρωτική διαδικασία και για εμάς που τη γράφουμε, και για εκείνους που τη
διαβάζουν δημιουργώντας κι εκείνοι.
Εγώ είμαι το medium, δεν κατέχω αυτό που κάνω, και δε μ’
αρέσει να το κατέχω. Άλλωστε δεν έχω καθόλου την αίσθηση της ιδιοκτησίας. Η
τέχνη είναι στοιχείο κοινωνίας, όχι διαχωρισμού από τον άλλο. Αλίμονο αν ήταν!
Και
η ζωή, όπως γράφετε πολύ εύστοχα, είναι «τόσο
δύσκολο να τη ζήσεις και ακόμα πιο δύσκολο να την αποτυπώσεις και ακόμα
χειρότερο να τη θυμηθείς».
Δεν υπάρχει δυσκολότερο
πράγμα από το να έρθεις αντιμέτωπος με πραγματικότητες που έχεις βιώσει και να
τις θυμηθείς. Όλοι προσπαθούμε να τις ξεχάσουμε, τα περισσότερα που έχουμε
ζήσει.
Ακόμα και τα ωραία είναι
δύσκολο να τα θυμηθείς, γιατί νιώθεις την αίσθηση της απώλειας. Δεν αναπολώ,
όμως. Ζω στο τώρα. Μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ η εποχή μου. Με όλα της τα στραβά,
είναι μια εποχή που μ’ αρέσει.
Απ’ όλες τις εποχές που
έζησα, αυτή η εποχή που ζούμε έχει ενδιαφέρον. Απλώς είναι τρομακτική. Οι άλλες
είχαν μεγαλύτερη ασφάλεια, ακόμα και σε σχέση μ’ αυτό που σε απειλεί.
«Το πένθος είναι η μόνη αιωνιότητα»,
καταλήγετε, ωστόσο, στον Τοίχο.
Ο άνθρωπος πενθεί και θα
πενθεί αιωνίως, γιατί ζώντας μέσα στην ιστορικότητα πάντα θα υπάρχει ένα
έλλειμμα. Αυτό δίνει νόημα στη ζωή, αλλά και λυπάσαι συνεχώς γιατί κάτι πάντα λείπει.
Είμαστε σύμφυτοι με τη
μοναξιά, δεν έχουμε ο ένας τον άλλο.
Αυτή είναι μια
συνειδητοποίηση πένθους διαρκής, όχι όμως κάτι δυσάρεστο, αλλά μια πραγματικότητα
που πρέπει ο άνθρωπος να δεχτεί, και να αφιερώσει τη ζωή του σε μια πρόκληση,
για να ζήσει και να περάσει στην άλλη διάσταση γεμάτος.
Η δίπτυχη ποιητική σύνθεση του Στρατή
Πασχάλη Η
Μεγάλη Παρασκευή και Ο Τοίχος με την κόκκινη βουκαμβίλια κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου