Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Βιόλα Αρντόνε: «Το να λέω ιστορίες με βοηθά να κατανοώ τον εαυτό μου»

 


Με φόντο την τσακισμένη από τη φτώχεια μεταπολεμική Ιταλία, το μυθιστόρημα της Βιόλα Αρντόνε Το τρένο των παιδιών είναι μια γλυκόπικρη -και βαθιά πολιτικήιστορία απώλειας, ενηλικίωσης και νοσταλγίας.

Κουβεντιάζοντας με την συγγραφέα με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά.

Εκτός από μυθιστοριογράφος, είσαι επίσης -και μάλλον κυρίως- καθηγήτρια Λατινικών και Ιταλικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Βιώνεις τη συγγραφική διαδικασία ως επάγγελμα, κλίση ή κάτι διαφορετικό; Και πώς αλληλεπιδρά με τη διδασκαλία;

Η συγγραφή είναι μια αναγκαιότητα για μένα. Χρειάζομαι να γράφω για να καταλάβω τον κόσμο όπου ζω, τόσο όταν προετοιμάζω ένα μάθημα για τις μαθήτριες και τους μαθητές μου όσο και όταν εξερευνώ τα δικά μου συναισθήματα.

Το να λέω ιστορίες με βοηθά να κατανοώ τον εαυτό μου.

Το Τρένο των παιδιών, το πρώτο από τα μυθιστορήματά σου που εκδίδεται στα ελληνικά, εκτυλίσσεται σταδιακά σε μια μεταπολεμική Ιταλία σαρωμένη από τη φτώχεια και τις ταξικές ανισότητες.

Σε ποιον βαθμό βασίζεται σε/εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα;

Το ιστορικό υπόβαθρο είναι πραγματικό:

Ανάμεσα στο 1945 και το 1950 πολλά παιδιά φιλοξενήθηκαν από οικογένειες της κεντρικής και της βόρειας Ιταλίας χάρη σε μια εντυπωσιακή πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Συνδικάτου Ιταλίδων Γυναικών.

Εκκινώντας από αυτό το ιστορικό γεγονός, φαντάστηκα χαρακτήρες και γεγονότα, δημιούργησα μια γλώσσα και εντόπισα συναισθηματικές σχέσεις ανάμεσά τους.

Γιατί είναι αυτή η συγκεκριμένη περίοδος της ιταλικής Ιστορίας τόσο ουσιώδης για σένα- και σε λογοτεχνικό και σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο;

Πιστεύω ότι η περίοδος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν έχει μελετηθεί ακόμα, και είναι γεμάτη από μικρές και μεγάλες ιστορίες προς αφήγηση.

Μόνο μια γενιά με χωρίζει από τα παιδιά του 1945, οπότε δεν πρόκειται για ένα τόσο μακρινό παρελθόν, και τα γεγονότα που συντελέστηκαν στη διάρκειά του έχουν ακόμα συνέπειες στο παρόν μας σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο.

Υιοθετείς την οπτική γωνία του Αμερίγκο, στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου ενός παιδιού που προσπαθεί να επιβιώσει, να ενταχθεί, να νιώσει αγάπη και να μεγαλώσει, και στα τελευταία κεφάλαιά του ενός ενήλικα. Γιατί;

Ο Αμερίγκο είχε βιώσει μια πολύ δυνατή εμπειρία αποχωρισμού. Με ενδιέφερε να κατανοήσω τι είδος ενήλικα θα γινόταν αυτό το παιδί.

Αναρωτιόμουν αν εκείνη η πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος είχε παράγει μόνο ωφέλιμα αποτελέσματα ή ακόμα και αρνητικά σ’ εκείνες τις οικογένειες.

Η Νάπολη, η γενέτειρα του Αμερίγκο όπως κι η δικιά σου, κυριαρχεί στην αφήγηση. Είσαι ερωτευμένη με αυτή την πόλη; Και πόσο έχει αλλάξει από τότε που κι εσύ ήσουν παιδί;

Έχω μια αντιφατική σχέση με τη Νάπολη.

Την αγαπώ για πολλούς λόγους και τη μισώ για άλλους.

Την αγαπώ για την ομορφιά του τόπου και την ανθρωπιά των κατοίκων της. Τη μισώ για την έλλειψη υπηρεσιών, τη σύγχυση, το μποτιλιάρισμα, το πνεύμα ανοχής των ανθρώπων που συχνά μετατρέπεται σε παραίτηση.

Το Τρένο των παιδιών «ξεχειλίζει» από απώλεια, νοσταλγία, τρυφερότητα, αρώματα, γεύσεις, ήχους και χρώματα. Σε ποιο «πηγάδι» «βουτάς» για να αποσπάσεις αυτή τη βαθιά αίσθηση βιωμένης εμπειρίας;

«Βουτάω» στις αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας: στις ιστορίες των γιαγιάδων μου, στον τρόπο που μιλούσαν, στη διάλεκτό τους, στον τρόπο που μαγείρευαν το φαγητό.

Σε μια πολύχρωμη και χαοτική πόλη που αναδύεται σαν ένας ιμπρεσιονιστικός πίνακας.

Αν ήταν ταινία, πιθανότατα θα είχε γυριστεί με τον τρόπο του Νεορεαλισμού. Συμφωνείς; Παρακολουθείς κινηματογράφο;

Αγαπώ πολύ το σινεμά. Ο Νεορεαλισμός ήταν ικανός να περιγράψει την Ιταλία σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, στη μεταπολεμική περίοδο, με έναν δυνατό και πρωτότυπο τρόπο.

Αν, όμως, το βιβλίο μου γινόταν φιλμ, θα ήθελα αυτό να έχει μια πιο σύγχρονη οπτική γλώσσα, γιατί ο τρόπος που ερμηνεύουμε και αφηγούμαστε την πραγματικότητα έχει αλλάξει πολύ από τότε.

Η Μανταλένα, η άδολη, καλόκαρδη, φλογερή κομμουνίστρια, τελικά απογοητεύεται από την πολιτική στην Ιταλία όταν γίνεται ηλικιωμένη.

Ποια είναι η δικιά σου γνώμη για την πολιτική, ιδίως αυτή που λειτουργεί «από τα κάτω», και σε καιρούς πανδημίας;

Αγαπώ την πολιτική, γιατί -από ετυμολογικής άποψης- είναι η τέχνη τού να λύνεις μαζί τα προβλήματα πολλών ανθρώπων.

Η πολιτική έχει αλλάξει πολύ από τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι σήμερα.

Πιστεύω πως οι πολιτικοί εκείνης της περιόδου ασχολούνταν με τα πραγματικά προβλήματα των ανθρώπων, ενώ σήμερα μοιάζουν να ενδιαφέρονται πιο πολύ για την προπαγάνδα και την απόσπαση “likes” στο Ίντερνετ.

Παρ’ όλα αυτά, δε σταματώ να πιστεύω στην πολιτική και ελπίζω ότι θα επανέλθει σε μια λειτουργία «από τα κάτω», όπως υπαινίσσεσαι.

Είναι η οριζόντια αλληλεγγύη που τόσο γενναιόδωρο προσφέρθηκε σε παιδιά ευρισκόμενα σε ανάγκη στην Ιταλία των τελών της δεκαετίας του ’40 ακόμα πιο σημαντική σήμερα, σε αντίθεση προς τη ΜΚΟ/φιλανθρωπική εκδοχή της;

Υπάρχουν ΜΚΟ που δουλεύουν για να σώσουν ζωές.

Πιστεύω, ωστόσο, πως η αφοσίωσή τους πρέπει να ενσωματωθεί σε ένα πολιτικό εγχείρημα ικανό να προσφέρει στους μετανάστες που φτάνουν στις ακτές μας ένα αξιοπρεπές καλωσόρισμα και μια συμπερίληψη στην κοινωνία μας.

Αυτό μπορεί να είναι ωφέλιμο και για εκείνους και για εμάς.

Η αλληλεγγύη είναι αυτό: το να κάνεις τις ζωές των άλλων καλύτερες και ταυτόχρονα να βελτιώνεις επίσης τη δική σου. Αλλιώς πρόκειται για φιλανθρωπία.

Το μυθιστόρημα της Βιόλα Αρντόνε Το τρένο των παιδιών κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Φωτεινής Ζερβού.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου