Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

“Home”: Λίγα λόγια για τo καινούριο άλμπουμ της Πολωνής μουσικού Hania Rani

Photo credit: Kinga Karpati

Τηρώντας τις υποσχέσεις που είχε καλλιεργήσει με το μαγευτικό solo πιανιστικό ντεμπούτο της Esja και την αλησμόνητη συναυλία της στην Αθήνα, η πολύ ταλαντούχα Πολωνή πιανίστα και συνθέτις Hania Rani μάς προσφέρει με το Home άλλο ένα συναρπαστικό μουσικό ταξίδι.


Το Home, που κυκλοφορεί στις 29 Μαΐου από την Gondwana Records, αποτελεί τη συνέχεια του ταξιδιού που ξεκίνησε με το Esja και την «ολοκλήρωση της πρότασης», όπως η ίδια το θέτει.


«Κάποιος μπορεί να είναι χαμένος, αλλά να βρει το σπίτι στον εσωτερικό του κόσμο. Δεν έχει σημασία το πού πηγαίνουμε, αλλά το πόσο είμαστε ικανοί να δούμε και να ακούσουμε όσα συμβαίνουν  γύρω μας», γράφει σχετικά. 


«Προσπαθώ να εξερευνώ νέα είδη και να ανακαλύπτω καινούριους καλλιτέχνες. Δε θέλω να είμαι προσκολλημένη σε αυτά που ξέρω, θέλω να μαθαίνω για πράγματα που ακόμα είναι καινούρια για μένα», εξηγεί.


Η διαρκής αναζήτηση νέων εκφραστικών μέσων αποδεικνύεται και στο Home. Στις 13 συνθέσεις του άλμπουμ η Hania Rani όχι μόνο διευρύνει τη μουσική «παλέτα» της, αλλά και προσθέτει τα ιδιόμορφα φωνητικά της σε πέντε από αυτές.

Photo credit: Marta Kacprzak


Στο Tennen, για παράδειγμα, όρος που στα ιαπωνικά σημαίνει τη φυσική κατάσταση των πραγμάτων, χρησιμοποιεί πιάνο, κουιντέτο εγχόρδων, διπλό μπάσο, ντραμς και διάφορα είδη συνθεσάιζερ.


«Δε θα ήθελα να θεωρηθώ απλώς ως τραγουδίστρια, θα κρατήσω μια ισορροπία», διευκρίνιζε στην κουβέντα μας ενόψει της αθηναϊκής συναυλίας της. 


Κι είναι ακριβώς αυτά τα φωνητικά, σαν μικρού ξωτικού, που θυμίζουν λίγο Kate Bush, τα οποία αποκαλύπτουν άλλη μια πτυχή του πολύπλευρου ταλέντου της, ιδίως σε συνθέσεις όπως το Leaving ή το ομώνυμο Home.


Δε λείπουν, ασφαλώς, και οι πιο μινιμαλιστικές πιανιστικές συνθέσεις. Το Summer, τo Rurka ή το Ombelico είναι μικρές σπουδές στη γαλήνη και τη χαρμολύπη, με έντονα θεραπευτικό χαρακτήρα.


«Η μουσική είναι το καταφύγιό μου, το μαγικό νησί», μου έλεγε η Hania Rani στην ίδια συνέντευξη. 


Χαίρομαι που είναι τόσο γενναιόδωρη, ώστε να το μοιράζεται και με τους αυξανόμενους ακροατές της ανά τον κόσμο.

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

«Ο Γιώργος του Κέδρου»: Μια τρυφερή φιλμική «ωδή» στη Δονούσα και τους ανθρώπους της


Μια συγκινητική και τρυφερή φιλμική «ωδή» στον χώρο, τον χρόνο, τους ανθρώπους και τη μνήμη, το ντοκιμαντέρ των Γιάννη και Γιώργου Κολόζη Ο Γιώργος του Κέδρου προβάλλεται μέχρι και αύριο στο πλαίσιο της διαδικτυακής εκδοχής του 22ου ΦΝΘ.


Πρωτοπόρος του οικολογικού κινηματογράφου στην Ελλάδα, ο ντοκιμαντερίστας και φωτογράφος Γιώργος Κολόζης υπήρξε θερμός λάτρης της Δονούσας και των ανθρώπων της. Την επισκέφτηκε για πρώτη φορά το 1972 μετά από ταξίδι 32 ωρών!


Μια «κουκκίδα» στο Αιγαίο, χωρίς λιμάνι και ηλεκτρικό, άσκησε ιδιαίτερη γοητεία στον φοιτητή εκείνη την εποχή Γιώργο Κολόζη. 


Έκτοτε ξεκίνησε να κινηματογραφεί και να φωτογραφίζει τους ωραίους ανθρώπους της, ενώ σταδιακά συνέδραμε στα γυρίσματα και ο γιος του, Γιάννης Κολόζης.


Ο πρόωρος θάνατος του Γιώργου Κολόζη το Σεπτέμβριο του 2009 μπορεί να έβαλε τέλος στη δικιά του σχέση με τη Δονούσα, όχι όμως και σ’ εκείνη του γιου του, ο οποίος συνέχισε τα γυρίσματα και υλοποίησε το όνειρο του πατέρα του το 2020.



Ο Γιώργος του Κέδρου, ένα DIY κομψοτέχνημα, αναδεικνύει με συγκινητικό και αφτιασίδωτο τρόπο τη σχέση που συγκροτείται ανάμεσα στον ταξιδευτή και τον ντόπιο μέσα από τις δεκαετίες.


Αναδεικνύει επίσης, με έμμεσο τρόπο, την κατά κανόνα καταστροφική επίδραση του μαζικού τουρισμού σε μικρότερους και μεγαλύτερους προορισμούς, στοχασμός εξαιρετικά επίκαιρος σε καιρό πανδημίας και κρατικής διαχείρισής της.


Ο Γιώργος του Κέδρου προβάλλεται στο πλαίσιο της διαδικτυακής εκδοχής του 22ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το οποίο ολοκληρώνεται αύριο Πέμπτη, 28 Μαΐου .


Η φυσική του θέση, ωστόσο, όπως και όλων των ταινιών, βρίσκεται στη μεγάλη οθόνη, όπου ελπίζουμε να έχουμε σύντομα τη χαρά να την απολαύσουμε.

Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Widad Nabi: «Γράφω γιατί πιστεύω στη μνήμη έναντι της λήθης»


Σύρια κουρδικής καταγωγής γεννημένη στο Κομπάνι, με σπουδές στο Χαλέπι και κάτοικος Βερολίνου, η ποιήτρια και δημοσιογράφος Widad Nabi είναι δυναμική, θυμωμένη και νοσταλγική, ακριβώς όπως κι η ποίησή της. 


Κουβεντιάζοντας μαζί της για τη Συρία, την Ευρώπη, την ποίηση, την πολιτική, το προσφυγικό, την πανδημία και τα όνειρά της για το μέλλον.


Είσαι Σύρια κουρδικής καταγωγής, γεννημένη στο Κομπάνι, με σπουδές στο Χαλέπι και κάτοικος Βερολίνου. Είναι οι αναμνήσεις σου από το Κομπάνι κυρίως ευτυχισμένες; Τι θυμάσαι πιο πολύ από εκείνη την περίοδο; 


Παιδικές αναμνήσεις, κυρίως τα πρώτα έξι χρόνια στο Κομπάνι, όπου πρωτοέμαθα τη σημασία της αγάπης, του πόνου, της οικογένειας, των ιστοριών. 


Η γιαγιά μου συνήθιζε να μού λέει ιστορίες και να με παίρνει μαζί της στους αμυγδαλεώνες. Έπαιζα με πρόβατα και κατσίκια. Η ζωή τότε ήταν όμορφη και απλή. Ο πιο έντονος πόνος προέκυπτε αν τραυμάτιζες το ποδαράκι σου. 


Η δεύτερη ανάμνηση είναι από το Χαλέπι. Εκεί μεγάλωσα και πήγα σχολείο. Το αγάπησα με τη μία. Στο Χαλέπι έμαθα το νόημα του μίσους, του φόβου, της λαχτάρας, της επιθυμίας, της ελευθερίας. 


Στους δρόμους του Χαλεπίου ανακάλυψα τον εαυτό μου. Ήξερα ποια ήταν αυτή η Widad. Γνώρισα την ελευθερία, την επανάσταση. Ήξερα πώς να σπάσω το φραγμό του φόβου


Σπούδασες οικονομικά και εμπόριο στο Χαλέπι. Είχες ήδη γράψει ποίηση πριν τις σπουδές σου εκεί; 


Έγραφα ποίηση και ιστορίες όταν ήμουν 16. Οι δάσκαλοι στο σχολείο με ενθάρρυναν. Η πρώτη μου ιστορία δημοσιεύτηκε σε επίσημη εφημερίδα όταν ήμουν 19. Ποτέ δε σταμάτησα μετά από αυτό. 


Ενεπλάκης σε κάποια μορφής αντίσταση στο καθεστώς του Άσαντ όσο βρισκόσουν στο Χαλέπι;


Ναι. Συμμετείχα στις διαδηλώσεις που πραγματοποιούνταν ενάντια στο καθεστώς. Συνδιαχειριζόμουν τη μιντιακή σελίδα ενός επαναστατικού συντονισμού που διοργάνωνε διαδηλώσεις στο Χαλέπι. 


Έγραφα επίσης στον Τύπο, στα εναλλακτικά Μ.Μ.Ε. που αντιτίθεντο στο καθεστώς του Άσαντ. 


Το Βερολίνο, όπου κατέφυγες το 2014, είναι ίσως από τις λιγότερο τυπικές γερμανικές πόλεις. Πιθανόν είναι μια χώρα από μόνο του. Πώς θα περιέγραφες τον τόπο και τους ανθρώπους του; Και σε ποιο βαθμό νιώθεις λιγότερο εξόριστη εκεί; 


Στην πραγματικότητα, το Βερολίνο είναι μια πόλη όπου δεν αισθάνεσαι την ταυτότητά σου σημαντική. Μπορείς να είσαι όποιος και όποια θέλεις, χωρίς να σε ρωτάει ο οποιοσδήποτε «ποιος είσαι;» 


Στο Βερολίνο, πρόσφυγες, αλλοδαποί, καλλιτέχνες, ποιητές, τρελοί -ακόμα και ρατσιστές-, όλοι ζουν εκεί και νιώθουν ότι ανήκουν σ’ αυτό. Οι εθνικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές ταυτότητες είναι ασήμαντες. Το σημαντικό είναι το άτομο


Το Βερολίνο είναι η πόλη μου και το καταφύγιό μου. 


Το σημερινό Βερολίνο είναι παρόμοιο με το Βερολίνο της δεκαετίας του 1920. Ζει τη δεύτερη χρυσή εποχή του.


Το Kurz vor dreißig, …küss mich (Λίγο πριν τα τριάντα, ...φίλα με) είναι η πιο πρόσφατη ποιητική σου συλλογή, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Sujet. Περιλαμβάνει ποιήματα που προϋπήρχαν στα αραβικά ή και πρωτότυπο υλικό; 


Είναι μια επιλογή από καινούρια ποιήματα που έγραψα αφότου έφτασα στη Γερμανία. Υπάρχουν και μερικά από το βιβλίο μου που εκδόθηκε στα αραβικά το 2016. 


Ο πόλεμος, η αγάπη κι η νοσταλγία για μια κατεστραμμένη πατρίδα φαίνεται να κυριαρχούν στην ποίησή σου. Είναι το να γράφεις ποίηση ένας τρόπος να καταπραΰνεις ή ακόμα και να ξεπερνάς τα τραύματα εκείνων των χρόνων; 


Δεν έχω μια κατηγορηματική απάντηση, στην πραγματικότητα, γιατί ξέρω πως εκατομμύρια ποιήματα δεν μπορούν να σώσουν τη ζωή ενός παιδιού κάτω από τα συντρίμμια. 


Αλλά, ενώ γράφω, το κάνω μονάχα γιατί αισθάνομαι ότι διαφορετικά δεν μπορώ να αναπνεύσω. Το να γράφω για μένα είναι να συνεχίσω να ζω. 


Κάποιες φορές, όταν ανακαλύπτω πως οι αναγνώστες μου απαγγέλλουν τα ποιήματά μου ή τα γράφουν σε τοίχους κατεστραμμένων σπιτιών, λέω: «Ίσως η ποίηση δίνει επίσης ελπίδα στους ανθρώπους». 


Επιπλέον, θεωρείς τον εαυτό σου μια φωνή για τους Σύρους και τις Σύριες πρόσφυγες, είτε ζουν είτε όχι; Ποια είναι η γνώμη σου για τη μεταχείρισή τους από την Ε.Ε.; Και για την Ευρώπη, γενικότερα


Aρχικά ηχεί η φωνή μου. Είμαι κι εγώ πρόσφυγας. Γράφω, όμως, αυτό που αισθάνομαι πρώτα. Έπειτα αυτό που νιώθω όταν βλέπω την αδικία και τον πόνο που βιώνουν οι πρόσφυγες. Γνωρίζω πολύ καλά την εμπειρία τους, γιατί την έζησα. 


Αλλά γράφω και για γυναικεία ζητήματα. Για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για την αγάπη και την ελπίδα. Για τον πόνο παντού. Πόνο χωρίς ταυτότητα, χρώμα δέρματος και συγκεκριμένη φυλή. 


Γράφω γιατί πιστεύω στη μνήμη έναντι της λήθης. 


Νομίζω ότι η αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος από την Ε.Ε. είναι πολύ αρνητική. 


Ήμουν από εκείνους που πίστευαν πως η Ε.Ε. είναι η ελπίδα αυτού του κόσμου για διαφυγή από την εξάπλωση της Δεξιάς και του ρατσισμού και τη βαναυσότητα του καπιταλισμού. 


Ήλπιζα ότι η Ε.Ε. θα έσωζε τον κόσμο από τη βαρβαρότητα των Η.Π.Α., αλλά η πραγματικότητα ήταν πολύ δυσάρεστη. 


Η Ε.Ε. παρέμεινε σιωπηλή απέναντι σε όλους τους πολέμους και τις διαμάχες που συνέβησαν. Είναι ντροπή που ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, πουλάνε όπλα στην Τουρκία και σε άλλες δικτατορικές χώρες. 


Έπειτα έρχονται και μιλάνε για το δικαίωμά τους να κλείσουν τα σύνορά τους στους πρόσφυγες. Δεν έχουν αυτό το δικαίωμα, εφόσον συμμετέχουν στο φόνο ανθρώπων στις χώρες τους υποστηρίζοντας δικτατορίες. 


Παράδειγμα: Τι έκανε η Ε.Ε. για την Ιταλία ή την Ισπανία κατά την κρίση του κορονοϊού; Σχεδόν τίποτα. Η Ε.Ε. αποδείχτηκε ένα ψέμα που νομίζω θα τελειώσει σύντομα. 


Χρησιμοποιεί την Ελλάδα ως ένα αγκαθωτό συρματόπλεγμα για να προστατεύσει τα σύνορά της. Παρουσιάζει τους Έλληνες έναντι της παγκόσμιας κοινής γνώμης σαν τέρατα που σκοτώνουν πρόσφυγες και βυθίζουν τις βάρκες τους. 


Όλοι, όμως, ξέρουμε ποιος δίνει τα λεφτά για να γίνει κάτι τέτοιο. 


Η συνεχιζόμενη πανδημία χρησιμοποιείται από την κυριαρχία τόσο ως λόγος όσο και ως πρόσχημα για τη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου ολοκληρωτισμού.


Ποιος είναι ο αντίκτυπος αυτής της κατάστασης σε σένα- ψυχικά, διανοητικά, καλλιτεχνικά; 


Με κάνει θυμωμένη και απελπισμένη για το μέλλον αυτού του κόσμου, γιατί περιμέναμε ότι το μέλλον θα έφερνε περισσότερες ανθρώπινες ελευθερίες, περισσότερο ανθρώπινες συνθήκες. 


Αυτό που συμβαίνει, ωστόσο, θέτει όλον τον κόσμο υπό μεγαλύτερο έλεγχο, καθεστώς φόβου και περιορισμών. 


Υπάρχουν εκείνοι που εργάζονται για να κάνουν τον κόσμο ένα επίφοβο μέρος. Εκείνοι που θέλουν να τον κάνουν έναν τόπο σαν εκείνον για τον οποίο μιλούσε ο Όργουελ στο 1984


Εκτιμάς πως, εξαιτίας του παγκοσμιοποιημένου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, το μεταναστευτικό ζήτημα -τόσο σε σχέση με τους Σύρους/Σύριες πρόσφυγες, αλλά και γενικότερα- έχει προσωρινά επισκιαστεί, τουλάχιστον στη Γερμανία; 


Δυστυχώς, αυτή είναι όντως η πραγματικότητα. Θα σου δώσω ένα μικρό παράδειγμα. 


Πριν την έξαρση του ζητήματος του κορονοϊού, είχε υπάρξει μια συμφωνία ανάμεσα σε μένα κι έναν γερμανικό ραδιοφωνικό σταθμό να γράψω ένα εκτενές άρθρο σχετικά με τους πρόσφυγες που βρίσκονται εγκαταλελειμμένοι στα ελληνικά σύνορα. 


Οι άνθρωποι του σταθμού ήταν πολύ ενθουσιώδεις. 


Το ζήτημα έχει μετατεθεί, ωστόσο, λόγω του κορονοϊού. Κανένας δεν ξέρει πόσο θα διαρκέσει αυτή η καθυστέρηση. 


Δεν υπάρχει τίποτε άλλο στα μίντια πέρα από τον ιό. 


Θα επέστρεφες ποτέ στη Συρία ή η χώρα υπάρχει πλέον μόνο στις αναμνήσεις και τα όνειρά σου; 


Ο σύζυγός μου κι εγώ έχουμε ένα μικρό όνειρο: την πτώση του καθεστώτος του Άσαντ και όλων των κομμάτων που κατέχουν τη Συρία σήμερα και την επιστροφή της χώρας σε μας, τους Σύρους και τις Σύριες. 


Και να γυρίσουμε πίσω, ν’ αγοράσουμε ένα σπίτι στη Δαμασκό και να ζήσουμε εκεί. 


Photo credit (Widad Nabi): Heike Steinweg.


Ευχαριστώ θερμά τον Madjid Mohit από τις Εκδόσεις Sujet για τη συνδρομή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης


Η ποιητική συλλογή της Widad Nabi  Kurz vor dreißig, …küss mich κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Sujet.


Δείγμα μεταφρασμένων από τον Ali Znaidi ποιημάτων της στα αγγλικά μπορείτε να διαβάσετε εδώ

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Lorenzo Melegari: «Όποιος επιζητά ν’ αλλάξει το σύστημα, πρέπει να σκεφτεί νέες στρατηγικές»


Με επίκεντρο την Ιστορία του κατειλημμένου κοινωνικού κέντρου “Art Lab στην Πάρμα, ο Ιταλός ντοκιμαντερίστας Lorenzo Melegari καταπιάνεται στο Into the movement με τα ριζοσπαστικά νεολαιίστικα κινήματα βάσης.


Με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ (10-14/5) στο πλαίσιο του διαδικτυακού κινηματογραφικού φεστιβάλ “Habitats που διοργανώνει το Balkan Can Kino, συζητάμε διεξοδικά με τον σκηνοθέτη.


Ως κάτοικος της Πάρμα, θα ήξερες ήδη για για το κατειλημμένο κοινωνικό κέντρο “Art Lab” πριν αποφασίσεις να ξεκινήσεις το επταετές κινηματογραφικό σου «ταξίδι». Τι σε σαγήνευσε πιο πολύ σ’ αυτό το εγχείρημα, κατ’ αρχάς; 


Στην πραγματικότητα έμαθα για το Art Lab διαβάζοντας γι’ αυτή την κατάληψη σε μια τοπική εφημερίδα. 


Η Πάρμα είναι μια μικρή πόλη με επαναστατικό παρελθόν, ένα παρελθόν αλληλεγγύης και σημαντικών αξιών. 


Μέσα από τα χρόνια, όμως, έχει εξελιχθεί σε μια πολύ μπουρζουάδικη και επαρχιακή πόλη όπου συχνά είναι πιο σημαντικό να φαίνεσαι παρά να είσαι, και όπου η τοπική επιχειρηματικότητα κρατά σφιχτά στα χέρια της τη μοίρα της περιοχής. 


Καταλήψεις και κινήματα βάσης υφίσταντο στην Πάρμα, αλλά ελάχιστα είχαν κατορθώσει να εμπλέξουν πολλούς, εμού συμπεριλαμβανομένου. 


Μέχρι ν’ αποφασίσω να ξεκινήσω αυτό το ντοκιμαντέρ δεν είχα διεξοδική γνώση των ιταλικών κοινωνικών κέντρων και κοινωνικών κινημάτων. Ήξερα πως είχα πολλά κοινά μ’ αυτά, αλλά δεν είχα ακόμα τη δυνατότητα να συμμετέχω τακτικά. 


Πήγα, λοιπόν, απλά στο Art Lab για να μάθω και να δω και αμέσως αποφάσισα ότι θα ήθελα να κάνω το Into the movement. Το πρότεινα στα άτομα που συνάντησα εκεί, συμφώνησαν και με κάλεσαν να μιλήσω γι’ αυτό σε μια συνέλευση. 


Η απόφαση προέκυψε αμέσως, γιατί συνάντησα νέους ανθρώπους 20-25 ετών με πολλή ενέργεια, ξεκάθαρες ιδέες, ισχυρές ικανότητες πολιτικής ανάλυσης και ουσιαστική επιθυμία να αλλάξουν τον κόσμο που είχε χαθεί πρόσφατα. 


Το λέω και σε σχέση με τη δικιά μου γενιά, που είναι περίπου 15 χρόνια μεγαλύτερη. Νόμισα πως αυτό έπρεπε να ειπωθεί γιατί ήταν αναγκαίο και σημαντικό να «μολυνθούν» κι άλλοι άνθρωποι με αυτή την πρωτοποριακή δύναμη. 


Ταυτόχρονα, ένιωσα ότι ήταν και μια ευκαιρία να αλλάξω τη ζωή μου, να απελευθερωθώ από πολλές επιρροές που με είχαν οδηγήσει να κάνω μια δουλειά η οποία δε μου άρεσε και να έχω βάλει την καλλιτεχνική ευαισθησία μου στην άκρη. 


Είχα ένα υπόβαθρο στη μουσική και τα βίντεο, αλλά ήταν η απόφαση να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ που άλλαξε τα πάντα. Το να είμαι ένα κινηματογραφιστής θα ήταν το παρόν και το μέλλον μου. 


Βασικά, αισθάνθηκα το ίδιο πνεύμα χειραφέτησης που είδα στα νεαρά άτομα του Art Lab, τη θέληση ν’ αλλάξω τον εαυτό  μου και τον κόσμο γύρω μου προς το καλύτερο. 



Στις σκηνοθετικές σημειώσεις κάνεις λόγο για την εμπιστοσύνη που κερδήθηκε «μέρα τη μέρα». Πώς επιτεύχθηκε; Έγινες «ανεπίσημο» μέλος της συλλογικότητας ή παρέμεινες ένας (φιλικά) διακείμενος παρατηρητής; 


Ναι, η εμπιστοσύνη κερδήθηκε μέρα τη μέρα. Ήταν μια μακρά κι επίπονη διαδικασία και ποτέ δεν ήταν δεδομένη. Στην αρχή, η πρότασή μου για τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ έγινε δεκτή καλά. 


Εκείνοι που μου είπαν «ναι» δεν είχαν αντίληψη τού τι ήθελα να κάνω ή πόσο θα διαρκούσε. Ούτε κι εγώ ήξερα, αλλά ήξερα πως ήθελα να το ολοκληρώσω με κάθε τίμημα. 


Αργότερα, κάποιος μου εξομολογήθηκε ότι επί μήνες πολλοί υποπτεύονταν πως ήμουν αστυνομικός!


Καθημερινά επεδείκνυα την εγγύητά μου στα πολιτικά ζητήματα που έφερνε στο προσκήνιο το Art Lab. Οποτεδήποτε, όμως, η κάμερα έπρεπε να τραβήξει ευαίσθητες ή ριψοκίνδυνες καταστάσεις, πάντα κάποιος ζητούσε να μην το κάνω. 


Το πρόβλημα, εξάλλου, συνίστατο και στο ότι έπρεπε να υπάρχει ομοφωνία για να παρθεί αυτή η απόφαση, γιατί η συναίνεση κάποιων δεν ήταν πάντα επαρκής.


Έτσι, πολλές φορές έπρεπε να βάζω την κάμερα στην άκρη, χωρίς να ξέρω αν θα τραβούσα κάτι. Κι όμως, σχεδόν αμέσως μου ζητούσαν να φτιάξω μικρά βίντεο για την προώθηση των δράσεων της συλλογικότητας, επομένως γεννήθηκε μια εμπιστοσύνη. 


Από την αρχή του εγχειρήματος εξέφρασα την πρόθεσή μου να φιλμάρω συνελεύσεις, γιατί πιστεύω πως ο μηχανισμός λειτουργίας της συλλογικότητας είναι θεμελιώδης για την κατανοήση τού τι είναι και πώς δουλεύει ένα κοινωνικό κέντρο. 


Το γεγονός, όμως, ότι ευαίσθητες καταστάσεις αποκαλύπτονταν στις συνελεύσεις αντιμετωπιζόταν ως πολύ προβληματικό, κι έτσι αυτά τα πλάνα αναβάλλονταν διαρκώς. Εντέλει, έπρεπε να συμφωνήσω να τραβήξουμε κάποιες από τις συνελεύσεις. 


Κατά κάποιο τρόπο ένιωθα κι ακόμα νιώθω μέλος αυτής της συλλογικότητας λόγω της εγγύτητας, της φιλίας, των αξιών, κι όμως αισθανόμουν πως έπρεπε να κρατήσω κάποια απόσταση, αλλιώς θα έχανα την αυτονομία μου στη διαμόρφωση της ιστορίας. 


Αν πιθανόν μπορείς να μαντέψεις την πολιτική θέση του σκηνοθέτη παρακολουθώντας την ταινία, μπορείς επίσης να καταλάβεις ότι καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια να ειπωθούν τα γεγονότα με τον πιο αντικειμενικό τρόπο. 


Είμαι, λοιπόν, πεπεισμένος πως αυτή η ταινία μπορεί να είναι θέμα συζήτησης για τον καθένα κι όχι μόνο για ριζοσπάστες αριστερούς ακτιβιστές, γιατί παλεύει για μα πολύ πιο υψηλή πολιτιστική αξία. 


Όπως η δουλειά ενός πολεμικού ανταποκριτή. Τη στιγμή που κρατάς την κάμερά σου μπροστά από ένα δραματικό γεγονός κάνεις τη δουλειά σου, λες στους άλλους την πραγματικότητα- σίγουρα με τη ματιά σου κι ας ελπίσουμε με διανοητική ειλικρίνεια. 


Τη στιγμή που την αφήνεις -κι όλοι ξέρουμε ότι κάποιες φορές αυτό είναι αναγκαίο-, παύεις να είσαι ένας ηθοποιός της ιστορίας, και γίνεσαι μέρος της. Αυτό για έναν ντοκιμαντερίστα μπορεί να γίνει μόνο μερικές φορές. 


Σε τελική ανάλυση, είμαι πεπεισμένος πως ήταν αναγκαίο για μένα να διατηρήσω μια αυτονομία σκέψης για χάρη του ντοκιμαντέρ και για την κατανόηση της πολιτικής οπτικής της συλλογικότητας. 


Κρίνοντας από το πολιτικό «λεξιλόγιο» των μελών της συλλογικότητας που εμφανίζονται στην ταινία σου, θα τα ταξινομούσα ως ριζοσπάστες αριστεριστές, με κάποια αντικαπιταλιστικά στοιχεία. Είναι ακριβές αυτό


Δε μου αρέσουν οι ταμπέλες.


Αλλά ναι, υπάρχουν ξεκάθαρες αναφορές στον αριστερό ριζοσπαστισμό υπό την ευρύτερη έννοια, με διαφορετικές ψυχές εντός της συλλογικότητας, και άρα διαφορετικές αποχρώσεις, που έχουν συγκρουστεί ανά τα χρόνια. 


Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, ωστόσο, είναι αυτή η συνεχής οικοδόμηση ενός μονοπατιού που ίσως έχει μια «ράγα», αλλά μετά ήταν ελεύθερο να παρεκκλίνει ή να κινηθεί πιο μακριά. 


Λέγεται στο φιλμ ότι για να είσαι σύντροφος πρέπει να εκπληρώνεις τρεις ελάχιστες προϋποθέσεις: να είσαι αντιφασίστας, αντισεξιστής και αντιρατσιστής. 


Ασφαλώς υπάρχει η αντικαπιταλιστική διάσταση- πιο κοντά σε μια μετα-μαρξιστική, παρά αναρχική σκέψη, αλλά πιστεύω πως το να βάζεις ταμπέλες σε μια ομάδα είναι λάθος, γιατί το μονοπάτι τους διαρκώς εξελίσσεται και συζητιέται εκ νέου. 



Νομίζω ότι όταν αποφάσισαν να ασχοληθούν με το ζήτημα της στέγασης και των εξώσεων ήρθαν πιο κοντά σε μεγαλύτερα τμήματα της τοπικής κοινωνίας- είτε «ντόπιους» είτε μετανάστες. Αληθεύει


Πόσο βαθιά είναι η σύνδεση του Art Lab με τους υπόλοιπους κατοίκους της Πάρμα; 


Το δικαίωμα στη στέγαση υπήρξε πάντα κομμάτι της δουλειάς αυτής της συλλογικότητας. 


Στην πόλη, ωστόσο, υπάρχει ένα πολιτικό υποκείμενο που εξειδικεύεται στην εναντίωση στις εξώσεις, το «Δίκτυο για τα στεγαστικά δικαιώματα». Κάποιοι από τους ακτιβιστές του Art Lab είναι επίσης μέλη του. 


Αναμφίβολα ήταν μια σημαντική φάση που έφερε το Art Lab πιο κοντά σε μια ευρύτερη κατηγορία ανθρώπων: από τον εκμεταλλευόμενο μετανάστη στον ντόπιο φτωχό κάτοικο. 


Κάποιες μάχες, ιδίως εκείνη για τους λογαριασμούς, σίγουρα προσέδωσαν ορατότητα στο Art Lab και το συνέδεσαν με περισσότερους πολίτες. 


Ανά τα χρόνια, το κοινωνικό κέντρο έχει χτίσει μια σχέση με τους κατοίκους της γειτονιάς, και κυρίως με τους τοπικούς συλλόγους. Ωστόσο, μεγάλο κομμάτι των πολιτών αγνοεί την ύπαρξη αυτού του κοινωνικού κέντρου. 


Δυστυχώς, η ικανότητα να εμπλέξει όλη την πόλη είναι περίπλοκη, αλλά πιστεύω ότι θα μπορούσαν να έχουν γίνει περισσότερα με μια σειρά από έξυπνα κόλπα- ίσως κάποιες φορές ακόμα και με πιο λελογισμένες θέσεις σε κάποια ζητήματα. 


Το Art Lab πρέπει επίσης να ανακτήσει εκείνη την επιθυμία του να μιλήσει γιαυτό στους ανθρώπους. Εκείνοι που κατέλαβαν το κτίριο την έχουν αντικαταστήσει με μια κατάκτηση της οποίας την αξία γνωρίζουν καλά


Τα χρόνια περνάνε, όμως, και ίσως κάποια ενέργεια έχει χαθεί, κάποιοι μετακομίζουν σάλλες πόλεις και για τους καινούριους είναι διαφορετικά, τα βρίσκουν όλα έτοιμα. Αλλά μπορούν να μάθουν


Όλα όσα επιθυμείς βρίσκονται στην άλλη πλευρά του φόβου», γράφει ένα από τα πανό του Art Lab. Σε μια χώρα σοβαρά χτυπημένη από την πανδημία, πώς ένας πολιτικά συνειδητός άνθρωπος πολεμά το φόβο- του ιού κι εκείνου που διαδίδεται από τις κυβερνήσεις; 


Είναι πολύ δύσκολο ν’ απαντήσω σε αυτή την ερώτηση, γιατί πιστεύω ότι όλοι όσοι εμπλέκονται στον πολιτικό ακτιβισμό υποφέρουν.


Σε αυτή τη συγκυρία, η πολιτική από τα κάτω, συντεθειμένη από διαρκή αντιπαράθεση, αμφισβήτηση στις πλατείες, τη θορυβώδη διαφωνία σε αυτή τη σχεδόν σιωπηλή περίοδο, δεν μπορεί να εκφραστεί παρά μόνο διαδικτυακά, κάτι πολύ ήπιο. 


Πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για μια φάση κατά την οποία ο καπιταλισμός μαθαίνει νέα εργαλεία για την καταστολή, τεστάρει πόσο μπορεί να περιοριστεί η προσωπική ελευθερία, διά του γεωεντοπισμού επίσης των ανθρώπων. 


Στις μέρες μας, λοιπόν, συντελείται ένα παζάρι: το σύστημα επιβάλλει απόλυτο έλεγχο στους πολίτες και σε αντάλλαγμα προσφέρει προστασία της σωματικής υγείας. 


Το άτομο, όμως, δε συντίθεται μόνο από σωματική ευρωστία, είναι αναγκαία η ψυχική και κοινωνική υγεία, δεν είναι μια μάζα ζωντανών κυττάρων. 


Οι στατιστικές, ωστόσο, των νεκρών και των μολύνσεων μάς μιλάνε για μια αντικειμενικά επικίνδυνη καινούρια κατάσταση, όπου τόσο το καπιταλιστικό σύστημα όσο κι εκείνοι που το αμφισβητούν πρέπει να οργανώσουν αντίμετρα. 


Όποιος επιζητά ν’ αλλάξει αυτό το σύστημα, είτε μέσω μεταρρυθμίσεων είτε μέσω επανάστασης, πρέπει να σκεφτεί νέες στρατηγικές. Πολλά από τα δικαιώματα που κερδήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες σήμερα μπορεί να κινδυνεύουν. 


Δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσει αυτή η πανδημία, αν θα υπάρξουν νέες, αλλά κυρίως αν η εξουσία θα μάθει πώς να τις χρησιμοποιεί. 


Βασικά, λοιπόν, τίποτα δεν έχει αλλάξει: οι άνθρωποι πρέπει να είναι ενεργοί και προσεκτικοί, ένας κουραστικός αλλά αναγκαίος ρόλος, αν δε θέλουν να χάσουν τα δικαιώματά τους

Lorenzo Melegari 


Yπάρχει ακόμα το Art Lab, σε καιρούς που τα εφαρμοζόμενα περιοριστικά μέτρα παγκοσμίως συνήθως οδηγούν στην αναστολή ή, στην καλύτερη περίπτωση, στο μετασχηματισμό των περισσότερων κοινωνικο-πολιτικών δραστηριοτήτων; 


Το Art Lab εξακολουθεί να υπάρχει, η κατάσταση δεν έχει αλλάξει πολύ από το τέλος της ταινίας. 


Έχει «βαλτώσει», με την έννοια ότι ο Δήμος και το Πανεπιστήμιο της Πάρμα όπου ανήκει το κτίριο βασικά ανέχονται το κοινωνικό κέντρο, αλλά δεν υπάρχει επέμβαση- ούτε θετική, ούτε αρνητική. 


Ασφαλώς, στη συγκεκριμένη φάση το κοινωνικό κέντρο δρα όπως μπορεί: στιγμές διαδικτυακής συζήτησης σχετικά με πολλά θέματα έχουν οργανωθεί, αλλά και υποστηρικτικές δραστηριότητες για ανθρώπους.


Ο ακτιβισμός, επομένως, συνεχίζεται


Πιστεύω, πάντως, πως, αν αυτή η φάση διαρκέσει, θα είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν καινούρια εργαλεία κοινωνικού ακτιβισμού, κι είμαι σίγουρος ότι το Art Lab θα καταφέρει να το κάνει. 


Διατρέχει, ωστόσο, τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε ένα αφομοιωμένο από το σύστημα «αρτιστίκ» εγχείρημα χάνοντας κάθε πολιτική αιχμή; 


Προφανώς ο κίνδυνος είναι πάντα υπαρκτός, αλλά όλα αυτά τα χρόνια το Art Lab είχε την ικανότητα να εμπλέκει ανθρώπους και να αλλάζει τη ζωή τους με κάποιο τρόπο. 


Και δεν εννοώ μόνο όσους ωφελήθηκαν άμεσα από τη δραστηριότητά του, αλλά κυρίως όσους μέσω αυτού είχαν τη δυνατότητα να στοχαστούν για το παρόν τους, την πόλη τους, τους ανθρώπους γύρω τους, για πολιτικά ζητήματα. 


Είχαν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με μια ζώσα πραγματικότητα κι αυτό επέφερε μια αλλαγή που θα τους συνοδεύει για πάντα


Παραμένει, πάντως, τόσο το γραφειοκρατικό όσο και το «συναισθηματικό» πρόβλημα.  


Είναι πολύ δύσκολο να πω αν μια πραγματικότητα όπως εκείνη ενός κοινωνικού κέντρου που γεννιέται αυθόρμητα, ριζώνει και αναπτύσσεται πρέπει μετά να γίνει κάτι πολύ μεγαλύτερο ή «νόμιμο». 


Στο τέλος του φιλμ κάποιοι ακτιβιστές, αντί να φαντάζονται το Art Lab ως ένα όλο και μεγαλύτερο κοινωνικό κέντρο, επιχειρηματολογούν για τη σημασία της «μόλυνσης». 


Το Art Lab μπορεί να πυροδοτήσει τη γέννηση άλλων κοινωνικών κέντρων, άλλων κινημάτων βάσης, άλλων τόπων ελεύθερης σκέψης, όπου άλλοι άνθρωποι μπορούν να χτίσουν μια καινούρια κοινωνία,  πολιτική, οικονομία: αυτό είναι το πιο σημαντικό. 


Τότε συγκεκριμένα, είμαι σίγουρος ότι το Art Lab θα συνεχίσει να ζει και θα έρθει σε συμφωνία με τους τοπικούς θεσμούς, ώστε να μην είναι πλέον παράνομο. 


Το Into the movement θα προβληθεί στο πλαίσιο του διαδικτυακού φεστιβάλ “Habitats” του Balkan Can Kino στην Αθήνα. Πόσο σημαντικές είναι τέτοιες πρωτοβουλίες για την προώθηση κριτικών, ανεξάρτητων, αντισυμβατικών αφηγήσεων και φωνών; 


Πρωτοβουλίες όπως αυτές που οργανώνει το Balkan Can Kino είναι πολύ σημαντικές. Αποτελούν ευκαιρίες για συζήτηση, για ελευθερία, για προσφορά πολιτιστικών προϊόντων χαρακτηριζόμενων από ελεύθερη σκέψη. 


Πολύ συχνά, η προσφορά περιεχομένου βίντεο σε διαδικτυακές πλατφόρμες ή στην τηλεόραση αφορά σε εμπορικά προϊόντα δημιουργημένα για την ευχαρίστηση, όχι ιδιαιτέρως πολιτιστικά. 


Φεστιβάλ όπως του Balkan Can Kino είναι, συνεπώς, σημαντικά για την ανάκτηση του θεμελιώδους ρόλου της τέχνης- σίγουρα της ψυχαγωγίας, αλλά και του να σε κάνει να σκέφτεσαι και να ωριμάζεις ως άνθρωπος. 


Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό που υπάρχουν αυτά τα φεστιβάλ. Βέβαια σήμερα συντελούνται διαδικτυακά, κάτι που μπορεί να έχει και θετικές επιπτώσεις. 


Ελπίζουμε μια μέρα να καταφέρουμε να επανέλθουμε στην πρόσωπο με πρόσωπο συζήτηση, γιατί για μένα η σωματική εγγύητα και η άμεση αντιπαράθεση είναι αναντικατάστατες. 


Υπό ένα ορισμένο πρίσμα, λυπάμαι, επομένως, πολύ που δεν μπορώ να είμαι φυσικά παρών στο φεστιβάλ, να μιλάω με ανθρώπους, να παρακολουθώ άλλα φιλμ. Από την άλλη, χαίρομαι που υπάρχει μια εναλλακτική


Ευχαριστώ, άρα, το Balkan Can Kino, και είμαι πεπεισμένος ότι καταστάσεις τέτοιου τύπου πρέπει να ωριμάσουν και να αντιγραφούν, όπως τα κοινωνικά κέντρα. 


Δηλαδή, η κουλτούρα να γεννήσει κουλτούρα, άλλα φεστιβάλ να προκύψουν από αυτό το φεστιβάλ.


Ελπίζουμε πως οι άνθρωποι με περιέργεια θα αυξηθούν, άνθρωποι που δεν αρέσκονται να πατάνε ένα κουμπί και να κατακλύζονται παθητικά από περιεχόμενα χωρίς περιεχόμενο. 


Ευχαριστώ θερμά την Δήμητρα Μητσάκη, μέλος της ομάδας του Balkan Can Kino, για την πολύτιμη συνδρομή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.


Το ντοκιμαντέρ του Lorenzo Melegari Into the movement προβάλλεται στο πλαίσιο του διαδικτυακού κινηματογραφικού φεστιβάλ “Habitats που διοργανώνει το Balkan Can Kino, μεταξύ 10 και 14 Μαΐου.


Την Πέμπτη 14 Μαΐου θα πραγματοποιηθεί διαδικτυακό Q&A με τον σκηνοθέτη στις 19:00.


Περισσότερες πληροφορίες εδώ