Η παραβίαση των
συνοριακών κανονισμών της Πράσινης Γραμμής από τον σκύλο Τζίμυ «πυροδοτεί» μια απρόσμενη φιλία ανάμεσα σε έναν Ελληνοκύπριο
κι έναν Τουρκοκύπριο στην απολαυστική και πολιτικά αιχμηρή κωμωδία με δραματικά στοιχεία Αναζητώντας
τον Χέντριξ του Κύπριου
σκηνοθέτη Μάριου Πιπερίδη.
Συζητώντας
μαζί του, με αφορμή την κυκλοφορία
της ταινίας στους κινηματογράφους
από τις 30 Μαΐου.
Ένας
Ελληνοκύπριος, ο Γιάννης, κι ένας Τουρκοκύπριος, ο Χασάν, παρίες του κυπριακού
ονείρου που ασφυκτιούν ονειρευόμενοι τη φυγή στην Ευρώπη, είναι, μαζί με τον
Τζίμυ, οι πρωταγωνιστές της ταινίες σου. Γιατί θέλησες να αφηγηθείς την ιστορία
δύο «μικρών» καθημερινών ανθρώπων;
Την περίοδο που ξεκίνησα
να γράφω το σενάριο είχα πολλούς γνωστούς από το χώρο μας οι οποίοι ήταν σε
φάση «να φύγουμε από την Κύπρο το γρηγορότερο».
Πολλοί πήγαν Ολλανδία,
άλλοι Γερμανία ή Αγγλία. Δεν είχε δουλειές. Κάπως έτσι προέκυψε ο χαρακτήρας
του αποτυχημένου μουσικού Γιάννη, που του φταίνε όλα κι όλοι εκτός από τον
εαυτό του.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο,
φταίμε τους άλλους για ό,τι παθαίνουμε, και ως Έλληνες και ως Κύπριοι. Όλοι
φταίνε εκτός από μας.
Ο
άλλος κεντρικός χαρακτήρας, του Χασάν;
Ο Χασάν είναι ένας
χαρακτήρας που πρώτη φορά βλέπουμε σε μίντια ή ταινίες. Συνήθως ο έποικος είναι
ένας χαρακτήρας ταμπού, για τον οποίο δε μιλούνε πολλοί.
Κι
αυτό είναι ένα τόλμημα του δικού σου φιλμ.
Υπάρχει ένας μεγάλο
σύνολο ατόμων όπως ο Χασάν που είναι μόνο αριθμοί. Είναι 50.000, 70.000,
100.000, 150.000; Πάντα είναι αριθμοί.
Ποτέ
δεν αποκτούν πραγματική ανθρώπινη υπόσταση είτε μιντιακά είτε κινηματογραφικά.
Ποιοι είναι αυτοί οι
άνθρωποι; Χρησιμοποιούνται μονάχα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Πολλοί
Ελληνοκύπριοι λένε:
«Nα φύγουν όλοι». Πώς χειρίζεσαι αυτούς
τους ανθρώπους, τι τους λες, όταν ήδη βρισκόμαστε στην τρίτη γενιά;
Σε κάποιον που μεγάλωσε
στην Κύπρο λες: «Nα πας πίσω στη χώρα σου».
Αλλά έχει μεγαλώσει εδώ. Οπότε πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο ανθρωπιστικό
θέμα.
Για
σένα πόσο δύσκολο ήταν να μπεις ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και άνθρωπος -κυρίως-
στη θέση του «άλλου»;
Δεν ήταν εύκολο να γράψω
το σενάριο και να αμφισβητήσω πολλά πράγματα με τα οποία μεγάλωσα και στο
σχολείο και στο στρατό και μετά. Το «Δεν ξεχνώ» το έβλεπα στο τετράδιό μου κάθε
μέρα, από πέντε μέχρι δεκαοκτώ χρονών.
Έπρεπε, λοιπόν, κι εγώ να
δω την κατάσταση υπό ένα άλλο πρίσμα. Να παραδεχτώ ότι φταίμε σε κάποια
πράγματα, πως έχουμε κάνει λάθη. Πού σταματάει το έγκλημα πολέμου και πού
ξεκινάει η ανθρωπιά;
Θεωρώ
πως κατάφερες να αποδώσεις και το συγκεκριμένο χαρακτήρα ισορροπημένα και με
σεβασμό, όχι ως καρικατούρα ή σύμβολο.
Ακριβώς. Έπρεπε να
υπερασπιστώ το χαρακτήρα του από την πλευρά του χαρακτήρα του.
Είναι,
άλλωστε, εξίσου θύμα με τον οποιονδήποτε άλλο που βιώνει με το δικό του τρόπο ένα
εγκλωβισμό άλλου τύπου.
Φυσικά. Κι εκείνος να
έφταιγε όταν ήρθε το 1975, τι λες στα παιδιά ή τα εγγόνια του; Να πάνε πίσω; Όσο,
μάλιστα, περνά ο καιρός, τόσο πιο δύσκολο γίνεται το πρόβλημα.
Με
τον τρόπο της κωμωδίας θίγεις ισορροπημένα πλειάδα ευαίσθητων ζητημάτων όπως τα
τραύματα της Ιστορίας, την πρόσληψη και τη βίωση της μνήμης και την προοπτική
της συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων. Τι σε ελκύει στην -πολιτικοπoιημένη-
κωμωδία;
Πόσο καιρό μπορείς να
συζητάς το ίδιο πρόβλημα; Πόσο καιρό να συζητάς τις ίδιες διαπραγματεύσεις, να
έχεις τις ίδιες ελπίδες και να μη γίνεται τίποτα; Ήταν ένας συνδυασμός
απογοήτευσης και του «φτάνει πλέον».
Με την κωμωδία μπορείς να
σπρώξεις κάποια όρια δραματοποίησης, γιατί υπάρχει μια δόση υπερβολής. Οπότε,
χρησιμοποιώντας αυτή την υπερβολή μπορείς να πεις κάποια πράγματα για την
κατάσταση του Κυπριακού στην παρούσα φάση.
Με την κωμωδία, εξάλλου,
έχεις μεγαλύτερη ελευθερία να δημιουργήσεις καταστάσεις που μπορεί να μην είναι
τόσο αληθοφανείς, αλλά μέσω αυτών να περάσεις ορισμένα μηνύματα.
Με
λιγότερο βαρύ ή βαρύγδουπο τρόπο.
Με ψυχαγωγικό. Να δει
κάποιος την ταινία που δεν ξέρει τίποτα για το Κυπριακό.
Είχες
πολλές «μπανανόφλουδες» που έπρεπε να αποφύγεις, και δε γλίστρησες σε καμία,
εκτιμώ.
Έπρεπε να προσεγγίσω την
Ιστορία και τις σχέσεις των κοινοτήτων χωρίς να γίνω διδακτικός, χωρίς να
γίνεται η ταινία ντοκιμαντέρ. Να πω όλη αυτή την ιστορία μέσα από το εύρημα της
απώλειας του σκύλου κάποιου.
Επιστρέφοντας,
λοιπόν, στον σκύλο, ήταν ο καταλύτης ή το κοινό «νήμα» που συνέδεε τους
χαρακτήρες και τις επιμέρους ιστορίες;
Ήταν αυτός που δημιουργεί
όλο αυτό το πρόβλημα χωρίς να φταίει. «Δένει» τους χαρακτήρες μαζί. Δεν τον
ενδιαφέρει αν υπάρχουν σύνορα, τι θρησκεία έχεις, τι γλώσσα μιλάς, είναι
ανέμελος και ελεύθερος. Είναι κάπως αμοράλ χαρακτήρας.
Ίσως
όχι και τόσο. Μάλλον έχει ξεπεράσει με μη συνειδητό τρόπο κάποιους φραγμούς που
θέτουν οι άνθρωποι στους εαυτούς τους. Τον ζηλεύεις καμιά φορά έναν τέτοιο
χαρακτήρα;
Καμιά φορά είναι ωραίο να
μην καταλαβαίνεις τα προβλήματα που δημιουργείς, να ζεις στον κόσμο σου,
βασικά. (Γέλιο)
Οι
ηθοποιοί με τους οποίους επέλεξες να συνεργαστείς στην ταινία συνέβαλαν με τον
τρόπο τους στην υλοποίηση του εγχειρήματος;
Πολύ. Είχαμε συζητήσεις.
Με τον Αδάμ Μπουσδούκο, ειδικά, είχα και περισσότερο χρόνο. Δουλέψαμε μαζί. Και
με την Βίκυ Παπαδοπούλου. Αλλά και με τον Όζγκιουρ Καραντενίζ και τον Φάτιχ Αλ,
που υποδύεται τον Χασάν. Δώσανε πάρα πολλά.
Φαντάζομαι
κι από δικά τους βιώματα.
Είχαμε μια πολύ καλή
συνεργασία και πολλή ελευθερία στα γυρίσματα, αν και ο χρόνος ήταν πιεσμένος.
Δεν κάναμε σχεδόν καμία πρόβα όλοι μαζί.
Η
Λευκωσία ως πόλη λειτουργεί, επίσης, ως χαρακτήρας. Εκεί έχεις γεννηθεί;
Ναι, κατάγομαι από τη
Λευκωσία. Την περπάτησα πολύ, ειδικά τώρα, πριν την ταινία. Η παλιά πόλη αλλάζει
συνέχεια. Είναι η μοναδική στον κόσμο που είναι χωρισμένη στα δύο. Δεν ξέρω πού
αλλού θα μπορούσε να γυριστεί η ίδια ταινία.
Υπήρξαν
προβλήματα γραφειοκρατικού τύπου λόγω των γυρισμάτων;
Χρειαζόμασταν άδειες από
την Αστυνομία, το Δημαρχείο, από το Στρατό, τα Ηνωμένα Έθνη, αλλά γενικά είχαμε
καλή ανταπόκριση. Μας βοήθησαν, απλώς ήταν πολύ περιορισμένος ο χρόνος για τα
γυρίσματα.
Για
μένα, το Αναζητώντας τον Χέντριξ
αποτελεί, κατά μία έννοια, την καλύτερη ταινία που δεν έχει γυρίσει ο Φατίχ Ακίν τα τελευταία αρκετά χρόνια. Σε ποιο
βαθμό σε έχει επηρεάσει η γραφή του;
Είναι μεγάλη τιμή μου να
με συγκρίνουν είτε είναι καλός είτε κακός. Τώρα, υποσυνείδητα πώς επηρεάστηκα; Παρακολουθώ
τις δουλειές του από παλιά, αλλά σίγουρα επηρεάζεσαι από πολλές καταστάσεις και
δημιουργούς.
Ο
κυπριακός κινηματογράφος δε μας έχει συνηθίσει σε τόσο άρτιες δουλειές όπως η
δικιά σου ή της Τώνιας Μισιαλή. Ποιες δυσκολίες και προκλήσεις αντιμετωπίζεις
ως κυπριακής καταγωγής σκηνοθέτης τόσο εγχωρίως όσο και διεθνώς;
Το υπόβαθρό μου είναι η
παραγωγή. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζεις παντού είναι παρόμοιες. Και οι
Γερμανοί και οι Γάλλοι σκηνοθέτες έχουν πρόβλημα με τα λεφτά.
Εμείς κάνουμε μία με
τρεις ταινίες το χρόνο, συνεπώς η εμπειρία μας είναι περιορισμένη. Ελπίζω τα
επόμενα χρόνια να γίνονται τέσσερις με πέντε. Αν γυρνάς, όπως προηγούμενοι, μια
ταινία κάθε δέκα χρόνια, είναι δύσκολο να μαθαίνεις και να καλυτερεύεσαι.
Η πιο πολλή δουλειά
πρέπει, ωστόσο, να γίνει στο σενάριο. Να έχεις μια καλή ιδέα που να μπορείς να
αναπτύσσεις στο πλαίσιο ενός σωστού σεναρίου.
Που
βραβεύτηκε, άλλωστε, από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.
Τώρα βλέπω κι εγώ τα προβλήματα
της ταινίας και σεναριακά και σκηνοθετικά. Ελπίζω να βελτιώνομαι κάθε φορά. Το
πρόβλημα της Κύπρου είναι ότι δε δουλεύονται τα σενάρια όσο πρέπει. Αν υπήρχε
μια φόρμουλα, όλοι θα κάναμε επιτυχίες.
Η
ταινία σου έχει ταξιδέψει σε Ευρώπη και Η.Π.Α. Τη χαίρονται ως ένα φιλμ με
στρωτή αφήγηση, καλογραμμένο σενάριο και ενδιαφέροντες χαρακτήρες ή τη συνδέουν
με το Κυπριακό και ρωτάνε σχετικά;
Σε ένα πρώτο επίπεδο, την
απολαμβάνουν ως μια ψυχαγωγική, “feelgood”
ταινία.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο,
μπαίνουν λίγο πιο βαθιά στην πολυπλοκότητα του Κυπριακού. Πολλοί μου είπαν ότι
θα διαβάσουν περισσότερα. Γενικά, όμως, ήταν θετικοί.
Κατανοούν, επίσης, πόσο
τους αφορά μια ταινία που πραγματεύεται το θέμα των συνόρων, των ξένων στον
τόπο που ζουν οι ίδιοι. Είναι παγκόσμιο θέμα το πώς κλείνουμε τα σύνορα, τους
εαυτούς μας μέσα στις χώρες μας.
Επειδή
δεν πρόκειται για εθνοκεντρική ή «εθνοπρεπή» ταινία που δικαιώνει την κυρίαρχη
ελληνοκυπριακή αφήγηση, έχει ενοχλήσει στην Κύπρο;
Από την αρχή δεν ήθελα να
πάρω την οποιαδήποτε θέση. Ήθελα να πω την ιστορία από μια “bird’s eye view”. Αντιδράσεις υπήρξαν και στα social media όταν
βγήκε το τρέιλερ. Πολλοί είπαν ότι επρόκειτο για προπαγάνδα ή γιατί
χρηματοδοτείται.
Πολλοί την είδαν μετά, κι
είπαν πως πράγματι είναι καλή, παραδεχόμενοι το λάθος τους.
Σε
κάθε περίπτωση, εύχομαι να μαθευτεί και να συζητηθεί, ακόμα κι αν ενοχλήσει.
Αυτό είναι προτιμότερο από τα να «θαφτεί», για μένα.
Και για μένα!
Photo credit (Μάριος Πιπερίδης): Mustafa Önder.
Η ταινία του Μάριου Πιπερίδη Αναζητώντας τον
Χέντριξ προβάλλεται στους
κινηματογράφους από τις 30 Μαΐου σε διανομή της Seven Films.