Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Veit Helmer: «Όποτε χρησιμοποιείς διάλογο σε μια ταινία, η μαγεία του σινεμά χάνεται»


Ο Ζακ Τατί «συναντά» τον Άκι Καουρισμάκι στο διακριτικά χιουμοριστικό και χωρίς διαλόγους ηθογραφικό δράμα με κωμικά στοιχεία του Γερμανού Veit Helmer Το σουτιέν. Με επίκεντρο την ιστορία του μοναχικού οδηγού τρένου Νουρλάν (Μίκι Μανόλοβιτς), η ταινία είναι μια οπτική απόλαυση.

Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη με αφορμή την προβολή του φιλμ του στους κινηματογράφους από τις 23 Μαΐου.

Πώς προέκυψαν το εύρημα του σουτιέν, καθώς και οι τοποθεσίες, που κι αυτές λειτουργούν ως χαρακτήρες;

Η αρχική έμπνευση προήλθε πέντε χρόνια πριν από την τοποθεσία, μια γειτονιά στην πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, το Μπακού, η οποία επρόκειτο να κατεδαφιστεί.

Η γειτονιά αυτή δεν είχε δρόμους, οπότε τα σπίτια μπορούσαν να προσεγγιστούν μόνο μέσω των σιδηροδρομικών γραμμών.

Έμοιαζε με ήσυχο μέρος, αλλά τρεις-τέσσερις φορές τη μέρα ή νύχτα τεράστια τρένα περνούσαν προκαλώντας διαολεμένο θόρυβο. Όταν έφευγαν, όλα γίνονταν πάλι ήσυχα. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή μου! Υπήρχε τόσο πολύ οπτικό δράμα σ’ αυτό.

Σε είχε συνεπάρει.

Με είχε συνεπάρει, γιατί ήξερα ότι θα με οδηγούσε σε ένα πολύ καλό κινηματογραφικό δράμα.



Διαισθάνθηκες, λοιπόν, πολλές κινηματογραφικές δυνατότητες στο περιβάλλον και τους ανθρώπους.

Πυροδότησαν τη φαντασία μου, και πολύ γρήγορα σκέφτηκα την ιδέα του οδηγού του τρένου. Αν θες να αφηγηθείς την ιστορία ενός άγνωστου μέρους, ο καλύτερος τρόπος είναι υπό το πρίσμα ενός ξένου.

Αλλά στη γειτονιά ποτέ δεν υπάρχουν ξένοι. Ούτε καν οι ταξιτζήδες δεν την ξέρουν.

Η δραματουργική ερώτηση ήταν τι θα τον έκανε να επιστρέψει εκεί. Επινόησα, έτσι, τη ρουτίνα του- ενός ανθρώπου με γερμανικά χαρακτηριστικά, κατά κάποιο τρόπο, που καθαρίζει εθελοντικά το τρένο κι επιστρέφει τα χαμένα αντικείμενα στους ιδιοκτήτες τους.

Το σουτιέν είναι το πιο δελεαστικό και ντελικάτο αντικείμενο, που θα έκανε την ιστορία πιο ενδιαφέρουσα.

Δημιουργεί, εξάλλου, ένα αποτελεσματικό κοντράστ με το μοναχικό χαρακτήρα του οδηγού.

Και τον αλλάζει. Στην αρχή μοιάζει μοναχικός, αλλά εργάζεται ακόμη, αργότερα θα συνταξιοδοτηθεί. Το σουτιέν φαντάζει...

...Σαν τον καταλύτη σε μια αφύπνιση.

Ή το δόλωμα για να βρει ένα καινούριο νόημα στη ζωή. Στο χωριό όλοι είναι παντρεμένοι, τα εγγόνια ψαρεύουν με τους παππούδες τους, κάτι του λείπει. Κατά κάποιο τρόπο, ακολουθεί το σουτιέν, και το νόημα του σουτιέν εξαρτάται από το τι βλέπει σ’ αυτό. 



Με συνάρπασε η κινηματογραφική γλώσσα σου: καθόλου διάλογος, μόνο φυσικοί ήχοι και μουσική. Γιατί;

Για να είμαι ειλικρινής, η αληθινή καλλιτεχνική ταινία και ο διάλογος δεν μπορούν πραγματικά να συνδεθούν. Είναι σαν δύο στοιχεία που το ένα δεν αρέσει στο άλλο, όπως το λάδι και το ξύδι.

Ο διάλογος ταιριάζει πιο πολύ στο θέατρο, νομίζω. Όποτε αρχίζεις να χρησιμοποιείς διάλογο σε μια ταινία, η μαγεία του σινεμά χάνεται. Είμαστε, όμως, τόσο συνηθισμένοι στο διάλογο, χάνοντας όλα αυτά τα στοιχεία της οπτικής αφήγησης.

Για μένα αποτελεί πρόκληση και αποστολή το να επαναφέρω την οπτική μαγεία στα φιλμ. Είναι μια πολύ πιο δύσκολη και πολύπλοκη διαδικασία από το να γράφω απλώς διαλόγους.

Συνιστά ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση και για τον θεατή, αμφισβητεί την αντίληψη που έχει για την παρακολούθηση ταινιών.

Ισχύει αυτό. Το κοινό χρειάζεται να είναι πιο προσεκτικό, γιατί η ιστορία δεν είναι «προμαγειρεμένη», είναι πιο «ωμή» κι απαιτεί την εμπλοκή σου. Πρέπει να «διαβάσεις» τις εικόνες. Για κάποιους θεατές, η παρακολούθηση ήταν σαν πνευματική εμπειρία.

Από τη στιγμή, επίσης, που δεν υπάρχει διάλογος, ο ήχος γίνεται πιο σημαντικός, και τον χρησιμοποιώ με ένα πολύ ενεργητικό τρόπο. Δεν είναι εικονογράφηση φόντου, αλλά ένα κυρίαρχο ατμοσφαιρικό αφηγηματικό στοιχείο.



Κι οι ηθοποιοί σε μια ταινία όπως η δικιά σου έχουν πολύ πιο απαιτητικό ρόλο, πρέπει να είναι ακόμα πιο πειστικοί στην αποτύπωση των χαρακτήρων τους.

Όλοι οι ηθοποιοί είναι επαγγελματίες εκτός από το αγοράκι, το οποίο ανακάλυψα στη γειτονιά. Πιστεύω ότι το 90% της σκηνοθεσίας γίνεται αν έχεις επιλέξει τους κατάλληλους ηθοποιούς.

Καταβάλλω, λοιπόν, πολλή προσπάθεια στην αναζήτηση, τη διεξαγωγή οντισιόν και την επιλογή του cast. Αν αυτό επιτευχθεί, ως σκηνοθέτης χρειάζεται να δώσεις πολύ λίγες κατευθυντήριες γραμμές στη διάρκεια των γυρισμάτων.

Το πλεονέκτημα ενός φιλμ χωρίς διαλόγους είναι πως μπορείς να κάνεις casting ηθοποιών από όλο τον κόσμο. Γι’ αυτή την ταινία έκανα οντισιόν σε δέκα χώρες.

Το πιο σημαντικό για μένα ήταν οι ηθοποιοί να κάνουν τις λιγότερες δυνατές σωματικές κινήσεις, γιατί η κάμερα μπορεί να «δει» κάθε συναίσθημά τους, αν εκείνοι το βιώνουν. Δεν τους ήταν εύκολο, αλλά ήμουν τυχερός που με εμπιστεύτηκαν.

Όσον αφορά στον αγαπημένο Μίκι Μανόλοβιτς, τον πρωταγωνιστή;

Ο Μίκι Μανόλοβιτς ήταν σημαντικός ως κάποιος που ανοίγει πόρτες. Έχει μια αθώα και γοητευτική ποιότητα. Κατά κάποιο τρόπο, είναι σαν άγγελος. Δε θα μπορούσα να σκεφτώ κάποιον άλλο ηθοποιό για το συγκεκριμένο ρόλο. 



Τι απέγιναν οι κάτοικοι της περιοχής αφότου κατεδαφίστηκε η γειτονιά;

Το μέρος δεν ήταν ασφαλές, οπότε η μόνη λύση ήταν η μετεγκατάσταση των κατοίκων. Ήταν δυστυχείς μ’ αυτό, γιατί ζούσαν εκεί επί τριάντα χρόνια κι ήταν πολύ κεντρικά. Μπορείς, λοιπόν, να πεις ότι πρόκειται για μια διαδικασία «εξευγενισμού».

Νομίζω, όμως, πως η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν τους αποζημίωσε με αρκετά δίκαιο τρόπο, ώστε να χτίσουν καινούρια σπίτια κι επέλεξαν να μετακομίσουν στην ίδια γειτονιά, για να συνεχίσουν να ζουν μαζί.

Πολλές γειτονιές στο Μπακού υποβάλλονται, πάντως, σε αντίστοιχη διαδικασία, γεγονός με το οποίο δε συμφωνώ. Οι τουρίστες δε θα πήγαιναν εκεί για να δουν ουρανοξύστες στο στιλ του Ντουμπάι.

Το ίδιο συμβαίνει και στην Τιφλίδα, την πρωτεύουσα της Γεωργίας, την οποία επισκέφτηκα προ ετών.

Η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν δεν ήθελε να γυρίσουμε την ταινία, και κάθε μέρα μάς σταματούσε η Αστυνομία. Ολοκληρώσαμε το φιλμ στην Τιφλίδα. Εκεί γυρίσαμε σκηνές που δε θα μας είχαν επιτρέψει να γυρίσουμε στο Αζερμπαϊτζάν.

Οι κάτοικοι της γειτονιάς αντιμετώπισαν το συνεργείο και την προοπτική των γυρισμάτων με απροθυμία ή περιέργεια;

Ήταν κάπως έκπληκτοι, γιατί δεν μπορούσαν να δουν κάποια μαγεία στην περιοχή τους. Κάποιοι υποψιάζονταν ότι γυρίζαμε μια πορνογραφική ταινία, γιατί διαρκώς τοποθετούσαμε τα σουτιέν έξω από τα σπίτια.

Αλλά μιας και το αγοράκι ήταν από τη γειτονιά κι ο πατέρας του μια αξιοσέβαστη φιγούρα, αυτό τους έπεισε πως γυρίζαμε ένα σοβαρό καλλιτεχνικό φιλμ. Πιο πολύ μας ειδοποιούσαν πότε ερχόταν η Αστυνομία, παρά μας δημιουργούσαν προβλήματα.

Στην ταινία σου εκτίμησα, επίσης, τη λεπτή και συγκινητική αίσθηση του χιούμορ. Χαρακτηρίζει την προσέγγισή σου στη δημιουργία φιλμ ή προέκυψε και από την αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους και τα ποικίλα περιβάλλοντα;

(Παύση) Δεν είμαι σίγουρος αν έχω μια ξεκάθαρη απάντηση. Προκύπτει με οργανικό τρόπο. Μου αρέσει να υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία. Δε χρειάζεται να κατατάξω τον εαυτό μου σε κάποιο είδος.

Σε κάθε θλιμμένη ιστορία είναι απαραίτητο το «καρύκευμα» του χιουμοριστικού στοιχείου. Ίσως τα κωμικά στοιχεία προσφέρουν κάποια ανακούφιση στον μοναχικό οδηγό κατά την ατέρμονη αναζήτησή του.

Η ταινία του Veit Helmer Το σουτιέν προβάλλεται από τις 23 Μαΐου στους κινηματογράφους σε διανομή της Filmtrade.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου