Ο Κρίστιαν Πέτζολντ, μια από τις πιο διακριτές «φωνές» του σύγχρονου γερμανικού κινηματογράφου,
διασκευάζει με το Transit το
ομώνυμο μυθιστόρημα της Άννα Ζέγκερς εμβαθύνοντας υποδειγματικά
σε ζητήματα εξορίας, προσφυγιάς και ταυτότητας.
Μετά την πανελλήνια πρεμιέρα του στις περσινές Νύχτες
Πρεμιέρας, το φιλμ προβάλλεται στις
αίθουσες από τις 18 Απριλίου. Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη.
Η
ταινία Transit αποτελεί μια ιδιοσυγκρασιακή και πολύ
προσωπική διασκευή -ερμηνεία, ίσως- του ομώνυμου επιδραστικού μυθιστορήματος
της Άννα Ζέγκερς. Τι σε συνάρπασε περισσότερο σ’ αυτό ως αναγνώστη και
σκηνοθέτη;
Με τον φίλο μου τον
Χαρούν Φαρόκι διαβάζαμε μια φορά το χρόνο το μυθιστόρημα μαζί, γιατί αποτελεί
σημείο αναφοράς για όλα τα εγχειρήματά μας, τα οποία σχετίζονταν με ανθρώπους
σε εξορία.
Νομίζω ότι το σινεμά
εκτιμά και χρειάζεται μια τέτοια κατάσταση, προκειμένου να αφηγηθεί μια
ιστορία.
Το ίδιο το μυθιστόρημα
βρίσκεται σε μια διαδικασία διέλευσης. Από τη μία, η γλώσσα του είναι πολύ γερμανική,
πολύ εξπρεσιονιστική. Από την άλλη, είναι καθ’ οδόν προς τις Η.Π.Α. Είναι λίγο
αμερικανικό βιβλίο, στο ύφος του Ρέιμοντ Τσάντλερ ή του Ντάσιελ Χάμετ.
Πρόκειται για ένα
μυθιστόρημα που αφηγείται την ιστορία κάποιου από υποκειμενική σκοπιά, στοιχείο
το οποίο μπορείς να βρεις στα σύγχρονα αμερικανικά μυθιστορήματα.
To
Transit
γυρίστηκε
επίσης στη μνήμη του φίλου μου, που πέθανε το 2014.
Του
το αφιερώνεις, άλλωστε. Παρόλα αυτά, δεν έκανες ένα συμβατικό ή τυποποιημένο
ιστορικό δράμα εποχής. Θα ήθελες να μου μιλήσεις για την επιλογή σου να το
τοποθετήσεις στη σύγχρονη Μασσαλία και να το συνυφάνεις με το
μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα;
O φανταστικός
Γερμανός φιλόσοφος Αντόρνο τη δεκαετία του ’60 παρέδωσε ορισμένα μαθήματα στη
Φρανκφούρτη για τον Χέγκελ ξεκινώντας με τη φράση: «Η ανόητη ερώτηση σχετικά με το τι σημαίνει ο Χέγκελ για μας σήμερα
μπορεί να απαντηθεί μόνο μέσω του τι εμείς σημαίνουμε ενώπιον του Χέγκελ».
Όταν ο φασισμός
αυτοκαταστράφηκε, όλοι οι εξόριστοι Γερμανοί διανοούμενοι ένιωσαν ότι έπρεπε να
συντάξουν ένα νέο νόμο, κι όταν επέστρεψαν στη Γερμανία το έκαναν.
Σ’ αυτόν έχουμε μια
παράγραφο, σύμφωνα με την οποία όσοι είναι πρόσφυγες λόγω του σεξουαλικού τους
προσανατολισμού, της θρησκείας ή των πολιτικών τους απόψεων μπορούν να βρουν
άσυλο στη Γερμανία.
Σαράντα χρόνια αργότερα
έχουμε τους πρώτους μετανάστες στη Γερμανία. Εμείς, όμως, διαγράφουμε τις
εμπειρίες της δεκαετίας του ’40, δε θέλουμε να έχουμε καμία σχέση μ’ αυτές ή να
νιώθουμε υπεύθυνοι για την κατάσταση στον κόσμο.
Για μένα, λοιπόν, αυτή
ήταν η σύνδεση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Δε θέλω να κάνω μια
συνηθισμένη ταινία εποχής, γιατί αισθανόμαστε πως είμαστε καλύτεροι από την
Ιστορία, πως ξέρουμε περισσότερα. Και σε σχέση με το μυθιστόρημα της Ζέγκερς
πρέπει να αναρωτηθώ: «Είμαστε σε καλύτερη
κατάσταση;»
Οπότε
για σένα η Ιστορία -στη μακροσκοπική και τη μικροσκοπική της διάσταση- είναι
σαν μια παλίρροια, σαν μια αέναη ροή.
Στο Βερολίνο όπου ζω
υπάρχουν, για παράδειγμα, στους δρόμους μπροστά από τα σπίτια μικρές πλάκες,
και σ’ αυτές αναγράφονται τα ονόματα ανθρώπων που πέθαναν στο Άουσβιτς ή άλλα
στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στη σύγχρονη πόλη βρίσκονται, λοιπόν, τα ίχνη του
παρελθόντος. Και η ομορφιά του, επίσης.
Για μένα, μια ταινία
είναι σαν μια πόλη. Έχουμε το παρελθόν και το παρόν δίπλα, όχι το ένα πάνω στο
άλλο. Σκέφτηκα, επομένως, ότι το Transit έπρεπε
να είναι σαν μια πόλη, την οποία κατοικούν οι άνθρωποι του 1941-42 και του
σήμερα.
Κι
αυτό το έκανε για μένα πολύ συναρπαστικό και παιχνιδιάρικο. Έχουμε, εξάλλου,
τον Γκέοργκ, τον πρωταγωνιστή, που βρίσκεται σε μια διαδικασία διαρκούς
επανεπινόησης του εαυτού του. Νομίζεις ότι αυτή ανάγκη είναι χαρακτηριστικό του
καλλιτέχνη;
Ναι, έτσι νομίζω.
Αυτό που είπες για τη
μακρο- και τη μικρο-πολιτική σχετίζεται επίσης με την εύρεση χρημάτων για την
υλοποίηση της ταινίας. Ήταν πολύ δύσκολο να περιγράψω σ’ αυτούς που έχουν τα
λεφτά τι ήθελα να κάνω. Στην αρχή με ρωτούσαν: «Τι είναι αυτό, μια ιστορία φαντασμάτων;»
Έπειτα άλλαξα την
περιγραφή μου και δεν ενοχλούνταν πλέον, αλλά κατανοούσαν πως τα φαντάσματα του
παρελθόντος και του παρόντος επικοινωνούν.
Ακούγεται
πιο καθησυχαστικό έτσι.
Σωστά.
Από τη μία, εξάλλου,
έχουμε την ιστορία των προσφύγων κι από την άλλη του Γκέοργκ, που αποτελεί το
κέντρο της ταινίας, ο οποίος στην αρχή είναι ένα τίποτα. Δεν ξέρουμε τίποτα για
την προέλευσή του.
Από τη στιγμή που διαβάζει
το χειρόγραφο ενός νεκρού ποιητή ξεκινά να σκέφτεται για τον εαυτό του, αρχίζοντας
να αποκτά βιογραφία. Δεν είναι η δικιά του, αλλά την κάνει δικιά του, όπως και την επιθυμία να αγαπήσει την σύζυγο του
συγγραφέα. Γίνεται άνθρωπος.
Οι μετανάστες, οι πρόσφυγες,
οι άνθρωποι που είναι υπό διωγμό δεν μπορούν να κουβαλήσουν αποσκευές μαζί
τους, ξέρεις, γιατί πρέπει να είναι ευέλικτοι. Δε θέλουν, επιπλέον, να κουβαλάνε
αναμνήσεις, γιατί τους πληγώνουν- οι μνήμες του παρελθόντος τους, της πατρίδας
τους, των παλιών τραγουδιών, της γλώσσας τους.
Τις
τελευταίες δεκαετίες γυρίζονται πολλές γερμανικές ταινίες που θίγουν ζητήματα
ιστορικής φύσης κι η δικιά σου είναι μια από αυτές, με τον τρόπο της. Εκτιμάς
ότι υπάρχει μια τέτοια ανάγκη, μια κινηματογραφική τάση στη Γερμανία κι αν ναι,
πώς την ερμηνεύεις;
Μετά από δύο Παγκόσμιους Πολέμους, μετά τη Shoah,
μετά την ενοχή, οι Γερμανοί τη δεκαετία του ’50 προσπάθησαν να ξεχάσουν,
ασχολούμενοι με την οικονομική ανάπτυξη.
Μετά το 1968 άρχισαν να
πραγματοποιούν έρευνα. Έχουμε, λοιπόν, πολλές ταινίες που βασίζονται σε
γεγονότα της περιόδου 1933-1945. Για μένα, όμως, το σινεμά είναι πάντα
σύγχρονο, όχι κάτι μουσειακό. Αυτό που προέρχεται από το παρελθόν ζει στο
σύγχρονο κόσμο; Αυτό το ερώτημα θέτω πάντα.
Θεωρείς,
άρα, ότι ενυπάρχει αυτή η ανάγκη στη γερμανική κοινωνία και σε πολλούς
Γερμανούς σκηνοθέτες και σκηνοθέτριες στις μέρες μας.
Ναι, αλλά ως επί το πλείστον
κάνουν «μουσειακές» ταινίες- κι έπειτα το κοινό πληρώνει δέκα ευρώ, μπαίνει στο
μουσείο, παρατηρεί τα εκθέματα και μετά πηγαίνει στο εστιατόριο.
Το σινεμά είναι επίσης
ένα δωμάτιο περάσματος. Την ίδια στιγμή είσαι μόνος σου, με το σώμα σου, και σε
ένα δωμάτιο επιθυμίας και φαντασίας. Γι’ αυτό και ο κινηματογράφος δεν είναι
ποτέ ένα μουσείο. Όλα βρίσκονται σε εξέλιξη. Πρέπει να τον κάνω έτσι.
Η
δουλειά σου στο σύνολό της εντάσσεται στο πεδίο του “arthouse” κινηματογράφου. Ποια είναι η γνώμη
σου για τις εκφραστικές δυνατότητες και την απήχηση της σύγχρονης ευρωπαϊκής
φιλμικής παραγωγής αυτού του είδους;
Υπάρχει ένα μεγάλο
πρόβλημα με το ευρωπαϊκό σινεμά. Οι σκηνοθέτες λαμβάνουν χρήματα κυρίως όταν
κάνουν ταινίες με θέμα. Το σινεμά είναι, λοιπόν, ένα μέσο για την υλοποίηση
μιας ιδέας.
Γι’ αυτό μου αρέσει ο
αμερικανικός κινηματογράφος, γιατί οι Αμερικανοί δε σκέφτονται έτσι. Στην
Ευρώπη, από τη μία έχουμε τον καλλιτεχνικό κινηματογράφο, από την άλλη τον
μέινστριμ.
Την περίοδο της νιότης
μου, τη δεκαετία του ’70 και του ’80, η κατάσταση δεν ήταν τόσο διαχωρισμένη
όπως σήμερα. Το ίδιο συμβαίνει με το κοινό.
Πρέπει να πολεμήσουμε για
πλατφόρμες σινεμά επιμελημένες. Χρειαζόμαστε αφήγηση. Κι αυτό, νομίζω, πρέπει
να είναι το μέλλον του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Έχει,
επομένως, σημασία η εκπαίδευση του κοινού.
Οι πόλεις μας, εξάλλου,
πεθαίνουν λιγάκι, οι αγορές πεθαίνουν, ο εξευγενισμός είναι σκληρός και το
σινεμά είναι κάτι που σχετίζεται με την πόλη. Πρέπει να ζήσει, πρέπει να είναι
περίπλοκο. Έτσι πρέπει να είναι ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος, νομίζω.
Σήμερα όλες οι ταινίες
έχουν τους ίδιους «σεναριογιατρούς», την ίδια δομή. Δεν υπάρχουν επινοήσεις
πλέον. Κι αυτό με κάνει λίγο λυπημένο, αλλά, από την άλλη, ξέρω ότι θα υπάρξει
η επιθυμία να αλλάξει η κατάσταση.
Ευχαριστώ
θερμά τον Σάκη
Τσιτομενέα, υπεύθυνο Γραφείου Τύπου της Seven Films,
για την πολύτιμη συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνομιλίας με τον σκηνοθέτη.
Η ταινία του Κρίστιαν Πέτζολντ Transit
προβάλλεται
στους κινηματογράφους από τις 18 Απριλίου σε διανομή της. Seven
Films.