Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Ali Soozandeh: «Δεν είναι εύκολο να επιβιώσεις στο Ιράν ως καλλιτέχνης»


Ανατρεπτική, βαθιά, ποιητική και συγκινητική, η ταινία animation του Ιρανού σκηνοθέτη Ali Soozandeh Τα μυστικά της Τεχεράνης συνιστά μια εκ των έσω ματιά στην πολύπλοκη και γεμάτη αντιφάσεις σύγχρονη ιρανική κοινωνία, μέσα από την ιστορία τεσσάρων νεαρών ανθρώπων, τριών γυναικών και ενός άντρα, που ασφυκτιούν.

Με συμμετοχή στην Εβδομάδα Κριτικής του φετινού Φεστιβάλ Καννών και πανελλήνια πρεμιέρα στο πλαίσιο του 58ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η ταινία του Ali Soozandeh προβάλλεται στις αίθουσες από τις 28 Δεκεμβρίου. Συζητώντας με τον σκηνοθέτη.

Τα μυστικά της Τεχεράνης αποτελούν μια βαθιά, θαρραλέα, συχνά ποιητική και, κάποιες φορές, συγκινητική ματιά στην πολύπλοκη, γεμάτη αντιφάσεις και, πιθανώς, στα πρόθυρα αλλαγής σύγχρονη ιρανική κοινωνία. Πόσο βαθιά συνδέεσαι μ’ αυτή την κοινωνία, δεδομένου ότι ζεις στη Γερμανία από το 1995;

Γεννήθηκα στο Ιράν κι έζησα εκεί για 25 χρόνια. Ο χρόνος μου στο Ιράν είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Αγαπώ τη χώρα και τους ανθρώπους της. Κάθε φορά που σκέφτομαι για εκείνη την περίοδο, πολλές ερωτήσεις ανακύπτουν στο μυαλό μου.



Πώς άλλαξαν και διαμόρφωσαν τη ζωή μας οι περιορισμοί; Και γιατί είναι ταμπού να συζητάμε γι’ αυτό; Ξεκίνησα να μιλάω με ανθρώπους που ζουν στο Ιράν, να διαβάζω μπλογκ και να παρακολουθώ επίκαιρα από τη χώρα. Έτσι, μπορούσα να συγκρίνω την εμπειρία άλλων ανθρώπων με τη δική μου.

Συνεχίζοντας αναφορικά με τη φόρμα της εξαιρετικά καλοφτιαγμένης ταινίας σου, αναρωτιόμουν αν αποφάσισες να χρησιμοποιήσεις το animation λόγω της γνώσης που έχεις για το μέσο και της προηγούμενης εμπειρίας σου ή/και των κινηματογραφικών του δυνατοτήτων. Θα ήθελες να μου μιλήσεις πιο αναλυτικά γι’ αυτό το ζήτημα;

Δεν μπορούσαμε να κάνουμε γυρίσματα στο Ιράν εξαιτίας της λογοκρισίας. Για κάτι τέτοιο χρειάζεσαι άδεια από το Υπουργείο Πολιτισμού κι από αστυνομικά τμήματα. Ήταν αδύνατο για μας. Δε θέλαμε να κάνουμε γυρίσματα σε άλλες παρόμοιες πόλεις αντί για την Τεχεράνη. Καθεμιά έχει το δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα.



Από την άλλη, προέρχομαι από το πεδίο του animation. Ένα από τα δυνατά του στοιχεία είναι ότι οι εικόνες δεν είναι τόσο στέρεες όσο η ζωντανή δράση. Αφήνουν περισσότερο χώρο στο μυαλό του κοινού για τη φαντασία του. Κι αυτό το σινεμά είναι πολύ πιο ισχυρό από οποιαδήποτε εικόνα μπορούμε να δημιουργήσουμε. Γι’ αυτό και προχωρήσαμε στη συγκεκριμένη επιλογή.

Σε σχέση με την επιλογή των χαρακτήρων, τι σε ώθησε να εστιάσεις σ’ αυτούς τους τέσσερις νεαρούς πρωταγωνιστές, τρεις γυναίκες κι έναν άντρα; Φέρουν ένα ορισμένο συμβολικό «κεφάλαιο» ή αντιπροσωπεύουν υπάρχουσες τάσεις εντός της ιρανικής κοινωνίας;

Όλοι χαρακτήρες της ταινίας υποφέρουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από περιορισμούς στην κοινωνία. Γενικά, μεγάλο μέρος της κοινωνίας συντάσσεται με το σύστημα. Ένα άλλο έχει κολλήσει. Οι χαρακτήρες του φιλμ είναι αντιπροσωπευτικοί αυτού του τμήματος της κοινωνίας, δεν έχουν καμία προοπτική. Είναι ξεχασμένοι και χωρίς φωνή.



Νωρίτερα, σε ρώτησα για τη σχέση σου με την κοινωνία από την οποία προέρχεσαι και που, εν μέρει, αποτυπώνεται στο φιλμ σου. Αυτό που Τα μυστικά της Τεχεράνης με μαεστρία επιδεικνύουν είναι μια συμπαγής, συνεκτική και δυνατή αφήγηση. Νιώθεις ότι η αφήγηση ιστοριών είναι τμήμα της ιρανικής προφορικής και γραπτής λογοτεχνικής παράδοσης;

Η αφήγηση ιστοριών βεβαίως είναι κομμάτι της ιρανικής κουλτούρας. Κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους της ιστορίας μας, το Ιράν ήταν υπό την κατοχή άλλων χωρών και ανθρώπων, όπως οι Μογγόλοι, οι Άραβες, Δυτικοί. Η αφήγηση ιστοριών είναι ένα είδος αντίστασης. Νομίζω πως η τρέχουσα γενιά σκηνοθετών στο Ιράν είναι πολύ δημιουργική στο πεδίο της αφήγησης, για παράδειγμα ο Ασγκάρ Φαραντί. Δοκιμάζουν νέους τρόπους να πουν μια ιστορία.



Το 2010, επιβλήθηκε στον Τζαφάρ Παναχί 20ετής απαγόρευση να γυρίζει ταινίες, το διαβατήριο του Μοχάμαντ Ρασούλοφ πρόσφατα κατασχέθηκε και, τον περασμένο μήνα, ο Αμπντολρεζά Καχανί υποχρεώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού του Ιράν να ακυρώσει την προβολή του πιο πρόσφατου φιλμ του Delighted στον Καναδά. Πώς μάχεται ένας καλλιτέχνης ενάντια σε κάθε μορφή λογοκρισίας, η οποία σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται στο Ιράν;

Δεν είναι εύκολο να επιβιώσεις στο Ιράν ως καλλιτέχνης. Η ζωή των καλλιτεχνών είναι μια μάχη χωρίς τέλος σε κάθε στάδιο, από τη χρηματοδότηση μέχρι την παρουσίαση. Όχι μόνο για τους σκηνοθέτες, αλλά και για άλλους καλλιτέχνες που ασκούν κριτική. Η κριτική δε γίνεται ανεκτή. Γι’ αυτό και οι Ιρανοί καλλιτέχνες χρειάζεται πάντοτε να βρίσκουν τρόπο να προσπερνούν τους περιορισμούς και τη λογοκρισία. Όσοι καλλιτέχνες ζουν στο Ιράν, ωστόσο, είναι πολύ δημιουργικοί. Πάντα βρίσκουν τρόπο να παρακάμπτουν τη λογοκρισία.



Δε φαντάζομαι, πάντως, ότι θα έχει η ταινία σου την ευκαιρία να προβληθεί στο Ιράν- όχι επισήμως, τουλάχιστον. Πόσο σημαντικό είναι το feedback του ιρανικού κοινού για σένα; Και πόσο ουσιώδες να «σπάνε» τα ταμπού, και όχι μόνο κινηματογραφικά;

Ελπίζω να μπορέσω να μοιραστώ με το κοινό τις ερωτήσεις που έχω θέσει για το ρόλο μας στην κοινωνία. Νομίζω πως μεγάλο μέρος των προβλημάτων δεν προέρχεται από την πολιτική ή τη θρησκεία, αλλά από τη νοοτροπία μας. Αν καθένας από μας αρχίσει να απευθύνει στον εαυτό του τα ίδια ερωτήματα, μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία.

Τα προβλήματα που βλέπουμε στην ταινία δεν αφορούν συγκεκριμένα στο Ιράν, αλλά και σε πολλές άλλες πατριαρχικές κοινωνίες. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να μιλάμε σχετικά μ’ αυτά τα ζητήματα, κι όχι μόνο κινηματογραφικά.

Ευχαριστώ θερμά την Katharina Hoppe από την εταιρεία παραγωγής Little Dream Entertainment για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Περισσότερες πληροφορίες για τον σκηνοθέτη και τη δουλειά του μπορείτε να αναζητήσετε στο http://cartoonamoon.com/

Η ταινία του Ali Soozandeh Τα μυστικά της Τεχεράνης προβάλλεται στις αίθουσες από τις 28 Δεκεμβρίου σε διανομή της Seven Films.

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Ίβαν Σέρσεν: «Η δυτική κοινωνία, μέσω των θεσμών της, θεωρεί τους μετανάστες τα χειρότερα παράσιτα»


Ο Ίβαν Σέρσεν, μια από τις αιχμηρές φωνές της σύγχρονης κροατικής λογοτεχνίας, αποτυπώνει στο πρώτο του μυθιστόρημα Φαύλος κύκλος, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, την καθημερινότητα έγκλειστων σε βαυαρική φυλακή μεταναστριών χωρίς χαρτιά κυρίως από τη Δυτική Αφρική και τα Βαλκάνια και την ατιμωρησία της εξουσίας στο πρόσωπο του ιερέα της φυλακής.

Συναντηθήκαμε με τον συγγραφέα στην Αθήνα, όπου βρέθηκε την προηγούμενη Δευτέρα με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του.

Ο αυθεντικός τίτλος του μυθιστορήματός σου (Harmattan) είναι παρμένος από ένα ξηρό άνεμο που πνέει στην Αφρική το χειμώνα. Έχει συμβολικό χαρακτήρα;

Ναι, ασφαλώς. Πρόκειται για ένα άνεμο στην Υποσαχάρια Δυτική Αφρική που φυσά από το Bορρά στο Nότο. Στη Βόρεια Αφρική πνέει από το Nότο. Έτσι, μερικές φορές εκδηλώνεται στη Μεσόγειο στέλνοντας σκόνη από τη Σαχάρα. Πάντα προκαλεί δύσπνοια και φέρνει βρωμιά. Στη Δυτική Αφρική αυτή θεωρείται η χειρότερη μετεωρολογική περίοδος, γιατί δεν μπορείς να της κρυφτείς, επειδή τα περισσότερα σπίτια δεν έχουν ερμητικά κλειστά παράθυρα, λόγω της διαρκούς ζέστης. Επομένως, ο άνεμος εισέρχεται στο σπίτι, στο λαιμό, στα ρούχα σου.

Σε κατακλύζει.

Σε κατακλύζει. Εκεί έγκειται ο λεπτός παραλληλισμός, ότι αντίστοιχα και η Ευρώπη κατακλύζεται από τους Αφρικανούς, από τους «παράνομους» μετανάστες. Έτσι, η δυτική κοινωνία, μέσω των θεσμών της, θεωρεί τους μετανάστες τα χειρότερα δυνατά παράσιτα.

Ένα είδος μετεωρολογικής «πανούκλας».

... Που δεν μπορείς να ξεφορτωθείς. Πάει παντού: στους δρόμους, στα μαγαζιά, στα πάρκα.

Επέλεξες, επίσης, να εστιάσεις, σχεδόν αποκλειστικά, σε γυναίκες διαφόρων υποβάθρων. Γιατί;

Γιατί, όταν ασχολούμαστε με τους «παράνομους» μετανάστες, πρέπει να ξέρουμε ότι στην πραγματικότητα είναι η εργατική τάξη της Ευρώπης.

Και είναι ανάμεσα στους πιο βάναυσα και κυνικά εκμεταλλευόμενους.

Έπειτα, έχεις τις γυναίκες, που είναι σαν την υπο-τάξη της υπο-τάξης. Είναι οι ασθενέστερες της «παράνομης» εργατικής δύναμης, γιατί κυρίως προέρχονται από πατριαρχικές κοινωνίες, όπως, άλλωστε, θεωρώ και τη χώρα μου. Δε λέω, λοιπόν, ότι μόνο οι Αφρικανοί λειτουργούν πατριαρχικά. Οι περισσότεροι, λίγο πολύ. Αλλά το γεγονός αυτό επηρεάζει περισσότερο της Αφρικανές από τις οικονομικά σταθερές Ευρωπαίες.

Ήθελα να κάνω τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει ότι ακόμη και οι ασθενέστερες των ασθενέστερων έχουν ικανότητα να σκέφτονται λογικά, να έχουν αισθήματα, και να κάνουν σχέδια για το μέλλον, παρότι βρίσκονται σε κρίσιμη υπαρξιακή θέση. Κι έτσι πρέπει, για να παραμείνουν ψυχολογικά υγιείς, να επιβιώσουν και να έρθουν αντιμέτωπες με την καινούρια μέρα.

Ήθελες, λοιπόν, να τους δώσεις το πρόσωπο που συνήθως τους λείπει από τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο.

Φωνή, καλύτερα. Απλώς να τους δώσω φωνή.

Το γεγονός ότι είσαι παντρεμένος με Νιγηριανή ήταν άλλος ένας λόγος που αποφάσισες να ασχοληθείς με το ζήτημα;

Βέβαια. Αν δεν ήμουν παντρεμένος με τη γυναίκα μου, πιθανότατα δε θα έγραφα αυτό το μυθιστόρημα. Συνάντησα πολλούς συγγενείς της που ζουν σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο. Οι Νιγηριανοί έχουν μια από τις μεγαλύτερες διασπορές παγκοσμίως, πιθανώς δεκάδες εκατομμύρια ξενιτεμένων.

Τους συνάντησα στα προάστια των περισσότερων μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων: της Βαρκελώνης, του Λονδίνου, του Άμστερνταμ, του Βερολίνου, του Μιλάνου. Κάποιοι από αυτούς κατάφεραν να αποκτήσουν υπηκοότητα, άλλοι δουλεύουν 20 χρόνια, έχουν κάνει οικογένειες και δεν έχουν χαρτιά, βρίσκονται στη «σκιά».

Με το να συζητάω μαζί τους, και ακούγοντας διαφορετικές ιστορίες, αποφάσισα να πάρω εκείνα τα κομμάτια των ιστοριών και να τα χρησιμοποιήσω.

Ενσωματώνοντάς τα στο «μωσαϊκό» της αφήγησής σου. Έκανες περαιτέρω έρευνα για το θέμα; Ο Φαύλος κύκλος αποτελεί μια ακριβή και σε βάθος αποτύπωση του μεταναστευτικού βιώματος και του φαινομένου του εγκλεισμού από τη γυναικεία σκοπιά.

Αυτά τα πράγματα στην προφορική παράδοση της Δυτικής Αφρικής, ιδίως της εργατικής τάξης, είναι πολύ ισχυρά. Θεωρώ, λοιπόν, την προφορική αφήγηση του ίδιου επιπέδου με τη γραπτή. Και οι δύο ανήκουν στο ίδιο σώμα λογοτεχνίας. Είναι μια λογοτεχνική παράδοση, γιατί οι ιστορίες μεταβιβάζονται, επαναλαμβάνονται, αλλάζουν.

Το να είσαι στη φυλακή στην Ευρώπη είναι μια ιστορία που μεταφέρεται από τον ένα άνθρωπο στον άλλο, από τον έναν συγγενή στον άλλο, και εξαπλώνεται, όπως η λογοτεχνία, ανάμεσα στους μετανάστες, γιατί κανένας μετανάστης δε χρειάζεται να είναι διπλωματούχος συγκριτικής λογοτεχνίας, φιλοσοφίας ή κοινωνιολογίας, για να αναγνωρίσει τη λογοτεχνική αξία της εμπειρίας που βίωσε. Το ότι σε φυλακίζουν μόνο και μόνο επειδή δεν έχεις νομιμοποιητικά έγγραφα είναι τρέλα!

Είδα πως ο γραπτός κανόνας δεν είχε ακόμα αγγίξει αυτό το θέμα, επειδή οι Ευρωπαίοι συγγραφείς έχουν αυτή την πολιτική ορθότητα φοβούμενοι να αποτυπώσουν χαρακτήρες Αφρικανών, μήπως τους βλάψουν μιλώντας υπό προνομιούχο πρίσμα.

Από την άλλη, υπάρχουν οι Αφρικανοί συγγραφείς που είναι ακαδημαϊκά εκπαιδευμένοι και γράφουν για τα προβλήματα των αφρικανικών κοινωνιών, αλλά είναι εξίσου μακριά από αυτό που συμβαίνει στον απλό «παράνομο» μετανάστη. Το να είσαι Νιγηριανός δε σημαίνει πως συνδέεσαι μ’ αυτούς.

Κι αυτή είναι μια από τις σημαντικότερες συμβολές του μυθιστορήματός σου, ότι επιχειρείς να εξερευνήσεις αυτό το αρκετά αχαρτογράφητο πεδίο εμπειρίας, βασάνων, γνώσης. Λείπει κάτι τέτοιο, γενικότερα, και, ειδικότερα, σε σχέση με την κροατική λογοτεχνία;

Πολλοί Κροάτες συγγραφείς προσπαθούν να καταπιαστούν με τη διαστροφή της μοντέρνας κοινωνίας και τον αποκλεισμό από την αστική κοινωνία. Όταν ξεκίνησα να γράφω, είδα ομοιότητες ανάμεσα στα μοτίβα της προφορικής λογοτεχνίας της αφρικανικής παράδοσης και της βαλκανικής. Το χιούμορ είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της. Είναι πολύ σημαντικό να «νοστιμίζεις» την ιστορία με χιούμορ και ειρωνεία.



Υπάρχουν αυτά τα στοιχεία στο μυθιστόρημά σου, επίσης.

Είναι χαρακτηριστικά της σερβικής, της κροατικής, της βοσνιακής προφορικής παράδοσης και της δυτικοαφρικανικής- της νιγηριανής και της γκανέζικης. Σε πολλά επίπεδα, λοιπόν, η μοίρα των γυναικών από τα Βαλκάνια και τη Δυτική Αφρική είναι αρκετά παρόμοιες.

Αυτό που μου έδειξε ότι ήμουν στο σωστό δρόμο ήταν όταν, ερευνώντας το βαυαρικό σωφρονιστικό σύστημα, όπου σκόπιμα τοποθέτησα την πλοκή γιατί οι γερμανικές φυλακές είναι εκ των ασφαλέστερων, πιο ρυθμισμένων στην Ευρώπη, συνειδητοποίησα πως, όποτε θέλεις να επισκεφτείς κάποιον σ’ αυτές, πρέπει να συμπληρώσεις μια φόρμα που είναι διαθέσιμη στα γερμανικά, τα αγγλικά και τα σερβοκροατικά.

Κατά την αντίληψη των γερμανικών θεσμών, οι Σερβοκροάτες, οι Γιουγκοσλάβοι, είμαστε, άρα, το πρωτότυπο του εγκληματία! Γιατί η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία επί αιώνες αποίκιζε αυτή την περιοχή προσελκύοντας εργατικό δυναμικό. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι άνθρωποι που διαπράττουν «εγκλήματα» έχουν αυτή την καταγωγή.

Υπάρχει μια κοινή γλώσσα μεταξύ των έγκλειστων από την Αφρική και την πρώην Γιουγκοσλαβία, γιατί και οι μεν και οι δε πηγαίνουν σε αναζήτηση καλύτερης ζωής σε ένα μέρος με καλύτερες οικονομικές συνθήκες και καταλήγουν στη φυλακή. Γι’ αυτό και προκύπτει αυτή η συμμαχία μεταξύ των χαρακτήρων.

Αναγνωρίζουν ότι μοιράζονται τα ίδια βάσανα και πως, ίσως, μέσω ενός συλλογικού αγώνα καταφέρουν να πετύχουν κάτι καλύτερο ή περισσότερο από το να υποκύψουν στις ορέξεις του άλλου κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος, του ιερέα. Πώς προέκυψε ο χαρακτήρας αυτός; Η αποτύπωσή του συνιστά μια αιχμηρή κριτική στον τρόπο που η θεσμοποιημένη θρησκεία λειτουργεί ως μηχανισμός εξουσίας.  

Έτσι ακριβώς ένιωσα περιγράφοντας αυτόν τον ιερέα. Ήξερα ότι θα ήταν δύσκολο για έναν Κροάτη αναγνώστη να τον αποδεχτεί, αλλά το ζήτημα είναι πως η κακή χρήση της εξουσίας ενέχει δύο παρανοήσεις. Η μία, ότι η εξουσία που παραχωρείται σε κάποιον πρέπει να εκδηλώνει τις προσδοκίες μας. Περιμένεις πως αυτός που έχει την εξουσία πρέπει να κάνει κάτι καλό. Και η δεύτερη, ότι μπορείς να εμπιστεύεσαι όποιον βρίσκεται σε θέση εξουσίας.

Είσαι ένα αντικείμενο γι’ αυτόν.

Ακριβώς. Σε χρειάζεται για να επιβεβαιώσει την εξουσία του. Εσύ δεν έχεις καμία σημασία στη σχέση ανάμεσα στον εξουσιαστή και τον εξουσιαζόμενο.

Με προσέλκυσε το πώς ο Φουκό εξερεύνησε την έννοια της κοινωνικής επιτήρησης και της διαχείρισης των ανθρώπων εντός του συστήματος μέσω της παρακολούθησης και της τιμωρίας. Έτσι, η δυτική κοινωνία- και όχι μόνο- τελειοποίησε την κυριαρχία του νόμου κατά την επιτήρηση και την τιμωρία των ίδιων των μελών της.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν άντλησε τον όρο “Homo Sacer” από τη λατινική παράδοση, όπου ο ιερός άνθρωπος ήταν κάποιος, τον οποίο οποιοσδήποτε μπορούσε να σκοτώσει. Αλλά δεν μπορούσες να τον θυσιάσεις σε μια τελετουργία, έτσι ήταν στην πραγματικότητα κάποιος εκτός συστήματος, χωρίς δικαιώματα και αξία. Κατά τον Αγκάμπεν, η δυτική κοινωνία πάντα έχει έναν homo sacer, ο οποίος επιβεβαιώνει την αξία εκείνων που βρίσκονται μέσα στο σύστημα.

Στην περίπτωση του βιβλίου σου, είναι οι έγκλειστες μετανάστριες.

Και τότε, όταν κάποιος σε θέση εξουσίας νομίζει πως τα ηθικά στάνταρ δεν εφαρμόζονται σε κανέναν εκτός του κύκλου του, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και είναι προφανές πως δε θα τιμωρηθεί. Είναι ένας δρόμος μονής κατεύθυνσης. Δεν μπορεί να τιμωρηθεί επειδή τιμωρεί κάποια άτομα χωρίς δικαιώματα.

Κάποιοι Κροάτες αναγνώστες είπαν ότι ήταν υπερβολικό, αλλά αυτό ακριβώς ανέμενα. Αν είσαι προνομιούχος και βλέπεις έναν άλλο προνομιούχο να διατυπώνει το επιχείρημά του και τον μη προνομιούχο το δικό του, θα πιστέψεις τον άλλο προνομιούχο. Έχουμε μια παροιμία στην Κροατία: «όποιος έχει γεμάτο στομάχι,  δεν πιστεύει τον πεινασμένο». Αυτός είναι ο τρόπος σκέψης του καταπιεστή.

Νιώθεις ότι η δουλειά σου μπορεί να συμβάλλει στον επαναπροσδιορισμό του κυρίαρχου δημόσιου λόγου σε σχέση με την πρόσληψη, την αποτύπωση και τη μεταχείριση των μεταναστών στην Κροατία;

Λόγω του πρόσφατου πολέμου, ήξερα πως το μυθιστόρημά μου θα έβρισκε απήχηση στο μυαλό των Κροατών αναγνωστών, κατά τρόπο που θα μπορούσαν να ταυτιστούν με τους χαρακτήρες. Γι’ αυτό και είναι πιο επώδυνο γι’ αυτούς, γιατί τους δίνει μια διπλή οπτική, τους μπερδεύει. Το έκανα σκόπιμα. Ήθελα να προξενήσω σύγχυση στους δυτικούς αναγνώστες, ξεκινώντας από τους Κροάτες. Δεν ήθελα να εξηγήσω τα πάντα, αλλά να αφήσω ένα επίπεδο λόγου υπαινικτικό, όπου απαιτείται συναίσθημα για να συνδεθείς με τους χαρακτήρες.

Επισκέπτεσαι για πρώτη φορά την Αθήνα. Πώς συνδέεσαι με την Ελλάδα και την ελληνική πραγματικότητα;

Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα το 2012 για τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, ήταν η εποχή που η κρίση χρέους εκρήγνυτο. Συνειδητοποίησα ότι, λίγο πολύ, δε βρισκόμουν σε ξένη χώρα. Αμέσως κατανόησα τη δυσφορία του κόσμου με τον οποίο μιλούσα, τα επίπεδα της συζήτησης που έχουν πολλές ιστορικές παραμέτρους και περιεχόμενο. Μου φάνηκε σαν μέρος όπου μπορώ ελεύθερα να μιλήσω για ό,τι με απασχολεί. Γι’ αυτό και χαίρομαι που η πρώτη μετάφρασή βγαίνει στα ελληνικά. Του χρόνου θα εκδοθεί στα σλοβενικά.

Εκτός από συγγραφέας, μεταφραστής και αρθρογράφος, είσαι και ανεξάρτητος εκδότης. Πόσο δύσκολο είναι να συνεχίζεις να εργάζεσαι ως τέτοιος στην Κροατία;

Πάνε δέκα χρόνια που ξεκίνησα τον εκδοτικό οίκο Sandorf. Τα πρώτα 5-6 χρόνια έμοιαζε σχεδόν αδύνατο, αλλά τώρα έχουμε αναγνώστες που μας παρακολουθούν και συγγραφείς που μας προσεγγίζουν αναγνωρίζοντας πως δε θέλουμε να συμβιβαστούμε υπερβολικά. Συμβιβαζόμαστε τόσο, όσο χρειάζεται για να επιβιώσουμε.

Ο χώρος των εκδόσεων είναι κάτι πολύ δύσκολο. Πρέπει να έχεις μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, αλλά η κατάσταση είναι εντελώς αβέβαιη. Όπως η ζωή. Όταν δουλεύεις με τα βιβλία, βάζεις πολλή αγάπη σ’ αυτά. Μεγαλώνουν. Ξεκινούν από μια ιδέα, και καταλήγουν σ’ αυτό που διαβάζουν οι άνθρωποι και σου στέλνουν τα σχόλιά τους.

Η κεντρική φωτογραφία του Ίβαν Σέρσεν είναι του Μανώλη Τσάφου.

Ευχαριστώ θερμά την Ισμήνη Κουρούπη από το Γραφείο Τύπου των Εκδόσεων Καστανιώτη για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης με τον συγγραφέα.

Το μυθιστόρημα του Ίβαν Σέρσεν Φαύλος κύκλος κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.  

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Μαριάμ Χατσβάνι: «Μου αρέσει να μιλάω δυνατά, όταν υπάρχει ένα πρόβλημα»


Η Ντίνα, μια νεαρή γυναίκα καταγόμενη από μια απομακρυσμένη ορεινή περιοχή της βορειοδυτικής Γεωργίας, εξεγείρεται ενάντια σε μια καταπιεστική παράδοση αιώνων. Εμπνευσμένη από την προσωπική ιστορία της γιαγιάς της, η Γεωργιανή σκηνοθέτρια Μαριάμ Χατσβάνι αποτυπώνει στο Dede, το βραβευμένο ντεμπούτο της μυθοπλασίας, την καθημερινότητα ενός κόσμου σκληρού και συνάμα γοητευτικού με ντοκιμαντερίστικη ακρίβεια.

Συναντηθήκαμε με την Μαριάμ Χατσβάνι στην Αθήνα, όπου βρέθηκε πριν από λίγες μέρες για να παρουσιάσει την ταινία της. Το Dede προβάλλεται από τις 21 Δεκεμβρίου στον κινηματογράφο Αλκυονίς σε διανομή της New Star.

Τι σημαίνει ο τίτλος της ταινίας;

Σημαίνει «μητέρα». Το φιλμ είναι για τις μητέρες και είναι ένα όμορφο όνομα, γι’ αυτό και αποφάσισα να το χρησιμοποιήσω ως τίτλο.



Αυτός διατηρείται και διεθνώς.

Είναι εύκολο να τον καταλάβεις και να τον θυμάσαι. Δεν ξέρω γιατί δεν τον αλλάζουν, ωστόσο. Ίσως για να ρωτάνε οι θεατές τι σημαίνει. (Γέλια).

Η ταινία είναι εμπνευσμένη από την προσωπική ιστορία της γιαγιάς σου. Είναι εντελώς βιογραφική ή υπάρχουν και στοιχεία μυθοπλασίας, ίσως κάποιοι πρόσθετοι χαρακτήρες;

Όταν, όντας μικρή, πρωτοάκουσα την ιστορία της γιαγιάς μου, με σόκαρε πολύ και πραγματικά θύμωσα με την παράδοση. Το φιλμ βασίζεται μεν στην ιστορία της, αλλά δεν προέρχονται όλες οι ατάκες από αυτή. Άλλαξα ορισμένες, γιατί στην περιοχή όπου γεννήθηκα οι περισσότερες οικογένειες έχουν την ίδια ιστορία, τα ίδια προβλήματα και είναι θύματα της ίδιας παράδοσης.



Επίσης, δεν προέρχεται μόνο από την εποχή της γιαγιάς μου. 10 χρόνια πριν, η απαγωγή νεαρών γυναικών ήταν πολύ δημοφιλής στη Γεωργία και στο Σβανέτι. Τότε, ο πρόεδρος Σαακασβίλι έβγαλε ένα νόμο, βάσει του οποίου, αν ένα άτομο διέπραττε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να μπει φυλακή. Έτσι, το φαινόμενο σταμάτησε.

Εντελώς ή συνεχίζεται ακόμα;

Λίγο. Πολλοί φοβούνται να μπουν φυλακή.

Είναι και το μέρος όπου κι εσύ γεννήθηκες. Έμεινες εκεί σε όλη τη διάρκεια της εφηβείας σου; Πώς ήταν να μεγαλώνεις σε μια τέτοια τοποθεσία;

Όταν έχω χρόνο, πηγαίνω στο Ουσγκούλι, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ και προσπαθώ να περνάω πολύ χρόνο στην ευρύτερη περιοχή του Σβανέτι. Μετά από την Αθήνα, θα ταξιδέψω στο Ουσγκούλι για την Πρωτοχρονιά. Είμαι πολύ ευτυχισμένη που έχω γεννηθεί εκεί. Για μένα, είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο. Είναι σαν παράδεισος, αν και η ζωή είναι δύσκολη.

Όταν γεννήθηκα, μου είχε πει η μητέρα μου ότι είχε χιονοστιβάδες που κατέστρεψαν πολλά σπίτια και πέθαναν πολλοί άνθρωποι. Είναι πολύ επικίνδυνο να ζεις εκεί το χειμώνα- αλλά είναι κι όμορφα. Γι’ αυτό νομίζω πως οι κάτοικοί του δεν το εγκαταλείπουν.



Μια από τις κύριες αρετές της ταινίας σου είναι ότι προσφέρει μια συναρπαστική εκ των έσω ματιά στην καθημερινότητα, τις δυσκολίες και τα έθιμα του μικρόκοσμου μιας απομονωμένης ορεινής περιοχής. Ήταν πρόκληση να αποτυπώσεις αυτό το μικρόκοσμο κινηματογραφικά, σχεδόν ντοκιμαντερίστικα;

Μου αρέσει να κάνω ντοκιμαντέρ, γιατί θέλω να νιώσω καλά αυτή την ιστορία και να πιστέψω κάθε σκηνή της, και γι’ αυτό ψάχνω για αληθινά πράγματα, αληθινούς ανθρώπους. Μόνο ένας από τους ηθοποιούς, ο Τζορτζ Μπαμπλουάνι, είναι επαγγελματίας, οι υπόλοιποι είναι ντόπιοι από το Ουσγκούλι. Όταν έκανα τα γυρίσματα, ήταν λίγο δύσκολο να δουλέψω μαζί τους, γιατί κάποιοι θεωρούν πως είναι κάτι εύκολο που το απολαμβάνουν, αλλά κάποιες φορές δεν μπορούν να ακολουθήσουν το πρόγραμμα.

Δε μου αρέσει να δίνω στους ηθοποιούς σενάριο. Έρχονται, λοιπόν, για το γύρισμα και, όταν η κάμερα είναι έτοιμη, τους αφηγούμαι μια μικρή ιστορία. Μπορούν να μιλήσουν με τα δικά τους λόγια. Δε μου αρέσει να τους λέω τι να κάνουν.



Αυτή ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισες;

Η πιο μεγάλη ήταν ότι, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, κάποιοι ηθοποιοί, ανάμεσά τους και ο αδερφός μου, συνελήφθησαν, λόγω μιας μικρής αναποδιάς με την Αστυνομία. Επρόκειτο για κάτι μικρό, αλλά η Αστυνομία το μεγαλοποίησε. Δυστυχώς, στη Γεωργία το σύστημά μας είναι κάπως κακό λόγω του τελευταίου προέδρου. Οι ηθοποιοί έμειναν, έτσι, στη φυλακή περίπου 6 μήνες κι εγώ σταμάτησα τα γυρίσματα, για να τρέχω με τους δικηγόρους και την Αστυνομία.



Όλα πήγαν καλά, πάντως, και η ταινία ολοκληρώθηκε.

Βέβαια, γιατί η εταιρεία παραγωγής με βοήθησε πολύ, και τους βγάλαμε επίσης από τη φυλακή. Το καλό ήταν επίσης ότι άντλησα από τη φυλακή πολύ καλό υλικό που αφορά σε αυτή την περίοδο. Δε νομίζω, όμως, πως πρέπει να το γυρίσω επειδή συνέβη σε μένα. Όχι. Μου αρέσει να μιλάω δυνατά, όταν υπάρχει ένα πρόβλημα. Και πρέπει να μιλάμε και να αλλάζουμε λιγάκι τη ζωή μας.

Νιώθεις, επομένως, ότι η δουλειά σου ως σκηνοθέτριας είναι να ενθαρρύνεις την κοινωνική αλλαγή;

Mου αρέσει να αλλάζω την κοινωνία. Γι’ αυτό δουλεύουμε, σκεφτόμαστε και γράφουμε. Θα είναι πιο εύκολο να γυρίσω την επόμενη ταινία μου, γιατί συνέβη σε μας. Θα είναι μυθοπλασία, αλλά το ντοκιμαντερίστικο στιλ μου θα είναι παρόν.

Πώς εξηγείς ότι υπάρχουν τόσες σπουδαίες ταινίες από τη Γεωργία τα τελευταία χρόνια;

Ίσως γιατί δουλεύουμε πολύ. Είναι δύσκολο να βρεις χρηματοδότηση στη Γεωργία, να γίνεις επιτυχημένος. Στη Γαλλία με γνωρίζουν, στη Γεωργία όχι και πολύ. Γι’ αυτό και πρέπει να δουλέψεις πολύ, προκειμένου να κάνεις κάτι καλό. Έχουμε πολύ πλούσια ιστορία, από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, και οι Γεωργιανοί θυμούνται αυτές τις μεγάλες ταινίες. Πάντοτε τους αρέσει να λένε «αυτή δεν είναι καλή ταινία», ασκούν διαρκώς κριτική.



Έχει προβληθεί το Dede στη Γεωργία;

Όχι ακόμα. Θα βγει στους κινηματογράφους το Φεβρουάριο. Ελπίζω να τους αρέσει, αλλά δεν το ξέρω, γιατί είναι πολύ επικριτικοί. (Γέλια).

Τι είδους φιλμ προτιμάς να παρακολουθείς περισσότερο;

Μου αρέσουν οι δραματικές ταινίες, τα μελοδράματα και τα ιστορικά φιλμ, αλλά, δυστυχώς, δε μου αρέσει να παρακολουθώ ταινίες. Ο σύζυγός μου, που δεν είναι σκηνοθέτης, μπορεί να δει και 5 φιλμ τη μέρα και του λέω: «Είσαι τρελός; Σταμάτα». Ένα μήνα πριν, παρακολούθησα τη Θηλιά του Χίτσκοκ, μου άρεσε, και θύμωσα με τον εαυτό μου που δεν την είχα δει τόσο καιρό.

Είναι η πρώτη σου φορά στην Ελλάδα;

Ναι, και νομίζω ότι είναι η καλύτερη εποχή. Ερχόμενη από το αεροδρόμιο, και βλέποντας κάποιους κακούς δρόμους αναρωτήθηκα: «Αυτή είναι η Ελλάδα;» Μου φάνηκε σαν χωριό. Όταν, όμως, ανέβηκα στην Ακρόπολη και συνειδητοποίησα πως η παλιά ιστορία δεν έχει αλλάξει κι είναι πολύ όμορφη, ήμουν πολύ περήφανη κι ευτυχισμένη.

Δυστυχώς, επειδή η περιοχή μου είναι πολύ δημοφιλής, οι άνθρωποι αποφάσισαν να την αλλάξουν λιγάκι φτιάχνοντας ξενοδοχεία κι αυτό με θυμώνει, γιατί μου αρέσει να διασώζονται η Ιστορία και η αρχιτεκτονική. Γι’ αυτό και, μετά τη βόλτα στην Ακρόπολη, έγραψα στο Facebook: «Σας παρακαλώ, σταματήστε να αλλάζετε τη χώρα σας, γιατί είναι τόσο εκπληκτική».

Η ταινία της Μαριάμ Χατσβάνι Dede προβάλλεται από τις 21 Δεκεμβρίου στον κινηματογράφο Αλκυονίς σε διανομή της New Star.

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Ρούμπεν Έστλουντ: «Η Σουηδία γίνεται ολοένα και πιο ατομικιστική»


Το Τετράγωνο, το σατιρικό δράμα του τρομερού παιδιού του σουηδικού σινεμά Ρούμπεν Έστλουντ, χάρισε στον δημιουργό του το Χρυσό Φοίνικα του φετινού Φεστιβάλ των Καννών. Έχοντας στον πυρήνα της μια αμείλικτη κριτική της κενότητας του σύγχρονου κόσμου της τέχνης, η ταινία επανέρχεται, ταυτόχρονα, σε μια πλειάδα αγαπημένων θεματικών του Έστλουντ, από την αντρική ταυτότητα μέχρι τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη στο πλαίσιο του 58ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το οποίο φιλοξένησε ένα πλήρες αφιέρωμα στο έργο του. Το Τετράγωνο προβάλλεται από τις 7 Δεκεμβρίου στις αίθουσες.

Σου αρέσει να επικοινωνείς για τη δουλειά σου;

Ναι, νομίζω ότι είναι ένα σημαντικό κομμάτι της.

Σε κουράζει ποτέ η διαδικασία;

Αυτή τη φορά ήταν ακραία ασφαλώς. Ταξίδευα επί 2 μήνες κάνοντας παρουσιάσεις και συμμετέχοντας στα Q&A.

Το τίμημα της επιτυχίας.

Ναι, ακριβώς.

Τι σε έκανε να εγκαταλείψεις τη δημιουργία ταινιών σχετικά με το σκι;

Eίχα κουραστεί τόσο να βρίσκομαι σε θέρετρα για σκι, νομίζω. Θεωρούσα ότι ήταν απολύτως παράλογο και βαρετό περιβάλλον. Ενδιαφερόμουν, όμως, ακόμη για τη δημιουργία ταινιών, κι υπέβαλα αίτηση σε Σχολή Κινηματογράφου. Όταν έγινα δεκτός εκεί, εγκατέλειψα τον κόσμο του σκι. Όταν, ωστόσο, έκανα την Ανωτέρα βία, είχα την αίσθηση πως ήθελα να γυρίσω μια ταινία που θα εκτυλισσόταν σε ένα τέτοιο θέρετρο, γιατί, κατά μία έννοια, είναι ένα ενδιαφέρον περιβάλλον. Είναι τόσο τεχνητό, σαν γκέτο στη μέση του βουνού, και οι άνθρωποι παλεύουν να ελέγξουν τη δύναμη της φύσης. Είναι ένα πολύ μεταφορικό μέρος.



Τείνεις να αποτυπώνεις με τρυφερότητα τους ανθρώπινους χαρακτήρες με όλες τους τις ατέλειες και την ευαλωτότητα. Πώς σχετίζεσαι, λοιπόν, μ’ αυτούς;

Ταυτίζομαι μαζί τους 100%. (Γέλια). Αν μια σκηνή πρέπει να είναι ενδιαφέρουσα, τότε πρέπει να ταυτίζομαι με τη συμπεριφορά των χαρακτήρων σ’ αυτή. Αν δεν είναι δυνατό να κάνω αυτό που κάνουν, τότε δε μου αρέσει η σκηνή. Έτσι, πάντοτε ζητάω από τους ηθοποιούς να ταυτίζονται με τις πράξεις των χαρακτήρων, τους οποίους υποδύονται. Αν δεν το κάνουν, πρέπει να αλλάξουμε το στήσιμο.

Με ποια έννοια;

Για παράδειγμα, στη σκηνή της χιονοστιβάδας στην Ανωτέρα βία, αν καθόμαστε εδώ και το μεσημεριανό έρχεται από εκείνη την πλευρά, ίσως δεν είναι εύκολο στον πατέρα να τρέξει. Αν το παιδί κάθεται εκεί, ίσως δεν του είναι εύκολο να τρέξει. Αν, όμως, κάθεται εδώ, κι εκεί είναι η έξοδος, τότε ίσως έτρεχα. Αλλάζεις το σκηνικό τοποθετώντας τους ηθοποιούς σε διαφορετική θέση.



Στο Τετράγωνο, επανέρχεσαι σε κάποια από τα θέματα που σε έχουν απασχολήσει στο παρελθόν: την αντρική ταυτότητα, την έννοια της αρρεπωνότητας, τον κοινωνικό αποκλεισμό, τις ταξικές ανισότητες- συν, βεβαίως, την αμείλικτη προσέγγιση της σύγχρονης καλλιτεχνικής σκηνής. Σε τρόμαξε αρχικά η προοπτική να καταπιαστείς με όλα αυτά τα θέματα στο πλαίσιο μίας ταινίας;

Ήταν ασφαλώς πρόκληση. Ήξερα ότι η θεματική της ταινίας θα έπρεπε να περιστρέφεται γύρω από την ιδέα της πλατείας. Κι έπειτα σκέφτηκα πως ήθελα να κάνω ένα φιλμ σχετικά. Πώς προσεγγίζεις αυτή τη θεματική; Αυτή ήταν η πρόκληση. Τότε συνειδητοποίησα ότι ήθελα να εστιάσω σε ένα σύγχρονο μουσείο τέχνης, κι έπειτα να συζητήσω αυτά τα ζητήματα στο επίπεδο της κοινωνίας και ταυτόχρονα σε ατομικό. Ο πρωταγωνιστής πιστεύει στις ανθρωπιστικές αξίες.

Παράλληλα, είναι κομμάτι του κατεστημένου της τέχνης.

Ακριβώς. Στη συνέχεια ήθελα να τον δω όταν έρχεται αντιμέτωπος με αυτές τις αξίες σε ατομικό επίπεδο. Έτσι γράφτηκε η ταινία. Ήταν, όμως, μια ταινία που σου προκαλούσε πολλή σύγχυση για να τη γράψεις.

Γιατί;

Γιατί έχεις τόσα επίπεδα. Τα χρειαζόμουν, ωστόσο. Διαφορετικά, κάτι θα έλειπε. Σε ότι αφορά την Ανωτέρα βία, το πλαίσιο ήταν τόσο εύκολο στη συγγραφή. Ο πατέρας το σκάει, έπειτα επιστρέφει και πρέπει να αντιμετωπίσουν το γεγονός πως έχει ρεζιλευτεί.

Καθώς αποτελείς κομμάτι αυτού του κόσμου, είναι τόσο επιτηδευμένος, κενός, και ρηχός όσο φαίνεται;

Εύχομαι να μην ήταν, αλλά είναι.



Εντός ενός καπιταλιστικού πλαισίου παραγωγής, θα μπορούσε να είναι αλλιώς;

Η μητέρα μου είναι δασκάλα. Τη στιγμή που εισέπραξαν ατομικούς μισθούς δεν μπορούσαν να ενωθούν και να λειτουργήσουν, οι δάσκαλοι, ως συλλογικότητα. Δεν προχώρησαν σε απεργία, όταν άλλαξαν οι εργασιακές τους συνθήκες, και το σχολείο υποχώρησε από άποψη ποιότητας. Έτσι, επειδή δεν μπορούσαν να ενωθούν, να απεργήσουν και να πουν «αυτό δεν το δεχόμαστε», συνέβη αυτό που συνέβη. Μόλις, λοιπόν, γινόμαστε εξαρτώμενοι οικονομικά, τότε θα αντιμετωπίσουμε μαλακίες.

Τη στιγμή, άρα, που τα οικονομικά ζητήματα μπαίνουν υπερβολικά στη μέση, οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τις φιλοδοξίες τους. Αυτό είναι λυπηρό. Το ίδιο συμβαίνει και στη σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή. Είναι διακόσμηση εσωτερικών χώρων για πλούσιους ανθρώπους.

Είσαι ικανοποιημένος από τον τρόπο με τον οποίο καταπιάνεσαι με τη δική σου τέχνη;

Έτσι νομίζω. Είμαι πολύ ικανοποιημένος με τους ανθρώπους που συνεργάζομαι  και επειδή οι ίδιοι αποφασίζουμε πότε ξεκινάμε ένα εγχείρημα ή πότε θα αναλάβουμε ένα οικονομικό ρίσκο. Αν χάσουμε το ενδιαφέρον στη δουλειά μας, τότε ο λόγος να είμαι σκηνοθέτης εξαφανίζεται.



Ποιος είναι ο λόγος σου;

Το περιεχόμενο πρέπει να είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Ένα περιεχόμενο για το οποίο να μου αρέσει να μιλάω.

Νιώθεις και μια ηθική ευθύνη απέναντι στην τέχνη σου και την κοινωνία.

Αν δε συνειδητοποιείς ότι οι εικόνες που παράγεις αναδημιουργούν μια συμπεριφορά, τότε η δουλειά σου θα είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα.



Υπάρχει, επίσης, πολλή σάτιρα και μια καλή «δόση» δράματος στις ταινίες σου. Πόσο σημαντικό είναι να διατηρείς μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο;

Είναι ενδιαφέρον να κοιτάξεις τον κόσμο του κινηματογράφου. Αν ασχολείσαι με το arthouse σινεμά, τότε είσαι πολύ σοβαρός. Αφηγείσαι το φιλμ με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Αλλά για μένα Το τετράγωνο είναι μια ταινία είδους όπως η ρομαντική κωμωδία, γιατί παριστάνεις πως ασχολείσαι με ένα σημαντικό θέμα. Υπάρχει ένα κενό ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο κόσμους. Στην ενδιάμεση περιοχή μπορείς να δημιουργήσεις κάτι πραγματικά συναρπαστικό και ψυχαγωγικό, το οποίο την ίδια στιγμή να θέτει ερωτήματα.

Υπάρχει μια σουηδική αίσθηση του χιούμορ ή, στη δική σου περίπτωση, είναι κάτι πιο οικουμενικό, φιλτραρισμένο μέσα από τα βιώματά σου;

Είναι κάπως οικουμενικό. Αλλά υπάρχει μια «μαύρη» αυτοειρωνεία που μου αρέσει. Όπως στον Άκι Καουρισμάκι, τον Ρόι Άντερσον- αλλά και στον Μπουνιουέλ. Νομίζω ότι ο καλύτερος τίτλος ταινίας είναι Η διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας.



Πώς έχει αλλάξει η κοινωνική κατάσταση στη Σουηδία τα τελευταία χρόνια;

Όταν άνοιξαν τα σύνορα της Ε.Ε., ξαφνικά άρχισαν να έρχονται Ιρανοί επαίτες στους δρόμους και έπρεπε να διαχειριστούμε το αίσθημα της ενοχής. Το 2008 χτίστηκαν οι πρώτες περιφραγμένες κοινότητες στη Σουηδία. Εντός αυτών βρισκόταν το πεδίο των ευθυνών μας. Οτιδήποτε εκτός το αντιμετωπίζουμε ως απειλή. Υποθέτω, λοιπόν, ότι η Σουηδία γίνεται ολοένα και πιο ατομικιστική. Η αμερικανική κουλτούρα είναι τόσο ισχυρή, που δημιουργεί αυτές τις ατομικιστικές πεποιθήσεις.

Αντιλαμβάνεσαι, πάντως, τον εαυτό σου ως έναν από τους Ευρωπαίους σκηνοθέτες που ανήκουν σε μια νέα γενιά δημιουργών, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται η Μάρεν Άντε και ο Γιώργος Λάνθιμος. Τι συνιστά για σένα στις μέρες μας μια ευρωπαϊκή ταινία;

Αυτό που μου αρέσει στην Μάρεν και τον Γιώργο είναι ότι έχουν μια συναρπαστική, άγρια προσέγγιση. Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να κάνουμε στην Ευρώπη και δεν το κάνουν στις Η.Π.Α. Στις Η.Π.Α. έχουν σοβαρό πρόβλημα με το περιεχόμενο. Η παράδοση του σινεμά του δημιουργού που καταπιάνεται με τον κινηματογράφο ως μορφή τέχνης είναι μια παράδοση στην οποία πρέπει να επιμείνουμε.

Κάτι τελευταίο. Θα είναι και η επόμενη ταινία σου, που βάζει στο στόχαστρό της τον κόσμο της μόδας, εξίσου αμείλικτη;

Κανένας δε θα γλιτώσει στην επόμενη ταινία μου! Όταν κοιτάζεις τους ανθρώπους στη βιομηχανία της μόδας, έχεις συνηθίσει να τους αντιμετωπίζεις ως κυνικούς. Αλλά θα τους αποτυπώσω πολύ ανθρώπινα. Νομίζω ότι θα τελειώσουμε το 2020.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Δήμητρα Νικολοπούλου από το Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την αποφασιστική συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης με τον Ρούμπεν Έστλουντ στο πλαίσιο του Φεστιβάλ.

Η ταινία Το Τετράγωνο του Ρούμπεν Έστλουντ προβάλλεται στις αίθουσες από τις 7 Δεκεμβρίου σε διανομή της Feelgood Entertainment.