Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

Anders Ølholm: «Είναι σημαντικό να έχεις κατά νου και την ιδέα του άλλου»

 


Συνδυασμός ταινίας δράσης και πολιτικού θρίλερ, το ντεμπούτο μυθοπλασίας των Δανών Frederik Louis Hviid και Anders Ølholm Παγιδευμένοι θίγει οξυδερκώς τα ζητήματα της αστυνομικής βίας, των οικονομικών ανισοτήτων και του ρατσισμού.

Το φιλμ απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας και το βραβείο της FIPRESCI στο περσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και προβάλλεται από τις 10 Ιουνίου στους κινηματογράφους. Συζητώντας με τον Anders Ølholm.

Ένα από τα πολύ πρώτα κάδρα της ταινίας θυμίζει πολύ τη βάναυση δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Ενυπήρχε στην αρχική εκδοχή του σεναρίου  ή ενσωματώθηκε σ’ αυτό εκ των υστέρων;

Στην πραγματικότητα είχαμε ολοκληρώσει το φιλμ όταν σκοτώθηκε ο Τζορτζ Φλόιντ, και μοντάραμε το τρέιλερ.

Αναστατωθήκαμε και σοκαριστήκαμε πολύ από αυτό το περιστατικό και από τον παραλληλισμό πραγματικότητας και μυθοπλασίας.

Κουβεντιάσαμε πολύ σχετικά αν θα έπρεπε ν’ αλλάξουμε ή να μοντάρουμε εκ νέου την ταινία ή όχι, αλλά τελικά αποφασίσαμε ότι ήταν σημαντικό να έχουμε αυτού του είδους τις συζητήσεις.

Δουλέψατε πάνω στο σενάριο από κοινού με τον συν-σκηνοθέτη Frederik Louis Hviid ή το ξεκίνησες εσύ και κατόπιν εντάχθηκε κι εκείνος στη διαδικασία;

Άρχισα να δουλεύω πάνω στο σενάριο σχεδόν πέντε χρόνια πριν από τα γυρίσματα. Eίχα τη βασική ιδέα για το φιλμ πιθανόν περίπου δέκα χρόνια πριν και δεν ήξερα τι να την κάνω.

Στο μεταξύ, ο Frederik κι εγώ συζητούσαμε πολύ για το ότι θέλαμε να σκηνοθετήσουμε κάτι μαζί.

Ανέφερα, λοιπόν, αυτό το πρότζεκτ και ήταν εντυπωσιακό πόσες ομοιότητες υπήρχαν στο πώς έβλεπα εγώ την ταινία και πώς εκείνος έβλεπε ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί.

Ρωτήσαμε τους παραγωγούς αν μπορούσαμε να τη σκηνοθετήσουμε μαζί και, προς μεγάλη μου έκπληξη, απάντησαν θετικά, οπότε τους χρωστάμε ευγνωμοσύνη.

Εμπνευστήκαμε πολύ από την υπόθεση του Benjamin η οποία είχε συμβεί στη Δανία, όπου ένας νεαρός είχε συλληφθεί από την αστυνομία παραμονή Πρωτοχρονιάς και δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Κατέληξε να υποστεί εγκεφαλική βλάβη.

Frederik Louis Hviid και Anders Ølholm (Photo: Thomas A.)


Η ταινία εκτυλίσσεται σε μια συγκεκριμένη δανέζικη πόλη και γειτονιά. Θα δίσταζα να την αποκαλέσω «γκέτο», γιατί πολλά νοήματα και παρανοήσεις συνάπτονται μ’έναν τέτοιο όρο.

Θα ήθελα να μου πεις περισσότερα για την επιλογή αυτής της τοποθεσίας στο πλαίσιο της αφήγησης.

Δεν πρόκειται για πραγματικό μέρος, είναι μυθοπλαστικό συγκρότημα κοινωνικής κατοικίας. Από πολύ νωρίς αποφασίσαμε πως δε θέλαμε να είναι πραγματικό μέρος.

Θέλαμε ν’ αποπνέει μια λαβυρινθώδη, μεγαλύτερη-από-τη-ζωή αίσθηση και σχεδόν να είναι ένας χαρακτήρας το ίδιο. Το δημιουργήσαμε κάνοντας γυρίσματα σε πολλές διαφορετικές τοποθεσίες, λοιπόν.

Δεν «ψηνόμασταν» να δαιμονοποιήσουμε ούτε και να δείξουμε με το δάχτυλο κάποιο μέρος.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μυθοπλαστικά περιγράφετε συμβαίνει σε μη μυθοπλαστικό επίπεδο σε πολλές χώρες, πόλεις και γειτονιές στον κόσμο, είτε μιλάμε για αστυνομική βαναυσότητα ή για φυλετικές/οικονομικές ανισότητες.

Σίγουρα, ωστόσο, η αίσθηση του εγκλωβισμού κυριαρχεί έντονα, και σχετίζεται με το πώς δομούνται οι βασικοί χαρακτήρες. Έχω την εντύπωση ότι όλοι είναι παγιδευμένοι.

Ο Tarek Zayat έχει βιώσει πολλά από όσα περνάει ο Άμος, ο χαρακτήρας που υποδύεται: να τον σταματάει τυχαία και να τον ψάχνει η αστυνομία, κάποιοι άνθρωποι να τον υποψιάζονται.

Δεν είναι εκπαιδευμένος ηθοποιός, είναι φοιτητής νομικής: ένας πολύ φιλόδοξος, ευφυής, συμπαθητικός, ευπαρουσίαστος νεαρός άντρας, που ποτέ δεν υπήρξε ζόρικος ή o στερεοτυπικός ταραχοποιός. Κι έτσι, όμως, υφίσταται την ίδια μεταχείριση.

Στην έρευνά μας βρήκαμε πως υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στους νεαρούς και στους αστυνομικούς, που έχουν συνηθίσει να τους δαιμονοποιούν.

Όχι άδικα, αν με ρωτήσεις. Αλλά βέβαια, η δανέζικη πραγματικότητα μπορεί να διαφέρει ελαφρώς από την ελληνική.

Πάντως, μου φαίνεται καλό για την ταινία που είστε γενναιόδωροι προς τους χαρακτήρες σας και αισιόδοξοι για την ικανότητά τους να μεταμορφωθούν. Πιστεύεις ότι οι άνθρωποι μπορούν ν’ αλλάξουν;

Θέλω να πιστεύω πως οι περισσότεροι έχουν αυτή την ικανότητα. Οι περισσότεροι αστυνομικοί δε μοιάζουν με τον Μάικ (Jacob Lohmann). Κάποιοι μοιάζουν, κάποιοι είναι χειρότεροι.

Η ιδέα ότι όλοι οι μπάτσοι είναι μπάσταρδοι, όπως λέει το γνωμικό, είναι σχεδόν εξίσου προβληματική με την ιδέα πως οι μετανάστες πιτσιρικάδες είναι εγκληματίες.

Είναι ανθρώπινες υπάρξεις, και οι άνθρωποι δρουν όπως δρουν για κάποιον λόγο -όχι πάντα καλό-, εκτός κι αν κάποιος είναι απολύτως ψυχοπαθής.

Για μένα, ο πραγματικός κόσμος είναι πιο σύνθετος.

Συμφωνώ μ’ αυτό.

Είναι σαφές ότι ορισμένοι δε θα έπρεπε να είναι αστυνομικοί.

Αν δεις τον αστυνομικό που είχε το γόνατό του πάνω στον λαιμό Τζορτζ Φλόιντ επί σχεδόν δέκα λεπτά, δεν έχει καμιά δουλειά να είναι αστυνομικός. Δεν έχει τις ικανότητες ή την ψυχολογία ή όπως αλλιώς θέλεις να το ονομάσεις.

Είναι, ωστόσο, προϊόν ενός πολύ συγκεκριμένου συστήματος -πολιτισμικού, πολιτικού, οικονομικού-, όχι ένα μεμονωμένο άτομο που δρα παρορμητικά.

Πρέπει να το λαβαίνουμε αυτό υπόψη όταν προσπαθούμε να ερμηνεύουμε γεγονότα, αλλιώς απαλλάσσεται των ευθυνών του ένα ευρύτερο σύστημα.

Σίγουρα υπάρχουν συστημικά, δομικά ζητήματα.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω γιατί έκανε αυτό που έκανε, αλλά ήταν λάθος, μια τραγωδία. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Σίγουρα υπάρχει πρόβλημα.

Το πρόβλημα στη Δανία δεν είναι τόσο εξωφρενικό όσο είναι στις Η.Π.Α., κι είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί αυτό.

Κι η δανέζικη κοινωνία, πάντως, έχει αλλάξει, απ’ όσο διαβάζω. Δε θα ισχυριζόμουν πως έχει πάψει να αποτελεί προπύργιο ανεκτικότητας και πλουραλισμού, αλλά έχει πληγεί αυτή η εικόνα.

Απολύτως.

Απλώς προσπαθώ να βλέπω τα πράγματα όσο πιο σύνθετα μπορώ, και η ρητορική σ’ αυτούς τους καιρούς τείνει να γίνεται απλοϊκή, κι από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος.

Eίναι πάντα σημαντικό να βλέπεις όλους τους ανθρώπους ως ανθρώπινες υπάρξεις.

Από εκεί και πέρα, ο συστημικός ρατσισμός είναι ασφαλώς ένα ζήτημα. Στην τελική, όμως, η ταινία έχει πιο πολύ να κάνει με τις προκαταλήψεις ως σύνολο.

Ο Μάικ αντιμετωπίζει όλους τους πολίτες υπό το πρίσμα της ίδιας πωρωμένης κοσμοθεωρίας. Κι αν υπάρχει μια ελπίδα, είναι ότι του γίνεται υπόμνηση όχι μόνο της δικιάς τους ανθρωπιάς, αλλά και των άλλων.

Είναι σημαντικό, λοιπόν, να έχεις κατά νου και την ιδέα του άλλου.

Η ταινία των Frederik Louis Hviid και Anders Ølholm Παγιδευμένοι προβάλλεται από την Πέμπτη 10 Ιουνίου στους κινηματογράφους σε διανομή της One from the Heart.



Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

Martin Phillipps: “Sometimes the right words can really help other people”

 


Musically uplifting, Scatterbrain, The Chills’ latest pop “confection”, does, however, sound like an honest and profound personal and creative testament, as is evident in several songs.

In conversation with Martin Phillipps, the creative mastermind behind the legendary New Zealand band.

Musically uplifting, Scatterbrain does, however, -at least in terms of lyrics- sound like an honest and profound personal and creative testament, as is evident in several songs. Has it indeed stemmed from such a pressing internal need?

Following my recent health scare, as documented in the film The Chills: The Triumph and Tragedy of Martin Phillipps, and also the death of my mother, I have found myself thinking more about mortality and how much control we have over our own destiny.

It became apparent that these were common themes amongst my age-group and now was the time to talk about it. Sometimes the right words can really help other people cope with difficult situations.

Who’s the “scatterbrained”, in fact? Is it you, certain others, the era we live in?

All of the above! It was my own confused state of mind, it was watching the rise of stupidity as a valid intellectual stance and it is watching the shutting down of rational discussion in the face of the armies of ‘the offended’.

Dark times- nothing left to say/Black holes draining all the light away,” you lament ominously in Hourglass.

Although the so-called “pandemic era” has been more lightly felt in New Zealand, how much has it darkened your outlook on life and humanity?

The lyrics and themes of Scatterbrain were completed before we’d even heard of Covid but it has turned out to be an oddly prophetic album.

The early months of lockdown were a time of strange, quiet beauty but also of growing terror as I wondered whether this was how life would be forever.

On the positive side it gave us extra time to share sound-files and really fine-tune what the album was about before we regrouped for the final recording sessions and it really has benefited from that.

I know I won’t avoid the void eternally/And mortality- well, it must be met alone,” you confess in Destiny. You’ve come face to face with void in the past.

Do you feel more prepared to fight it at present, creatively as well as biologically, to “weather the ages”?

Scatterbrain is possibly the best of the recent three albums and I now feel I can step back and take stock of where I am in my life and where The Chills need to explore next.

I am relieved that the saga of this band has been brought up to date and no longer rests entirely on achievements made in the eighties and early nineties.

The old people (like me) want to feel more involved but they also know that their time of influence has largely passed,” you write about You’re Immortal.

Assuming that your time has passed, what’s the imprint that The Chills have left on the world of music?

It appears to us that there are a lot of people only just discovering our band for the first time and it speaks well of our legacy that so much of the music has aged well and can still feel relevant to new listeners.

While we are often referred to as just a pop band we have, in fact, covered a lot of ground musically and the new fans do find a large world of music to explore.

What kind of music do you most fondly listen to when you feel like it?

I have moods.

Recently I had a night of listening to very loud Deep Purple and Motörhead and the next night I binged on Scott Walker - from his early works right through to the later more experimental albums.

I don’t do Spotify, on principle, but I fear that I will have to adapt just to keep up with more of the amazing music that is being made today.

Legendary graphic designer and musician David Costa, whom I interviewed last year, is responsible for the highly imaginative cover art of the album. I assume this has been a rewarding collaboration. Is that so?

I was thrilled with his artwork. We quickly established a good relationship through email and I had one or two suggestions about the color palette and script but everything else was David’s natural response to hearing Chills music for the first time.

And I’ve really been enjoying discovering more of Trees through the wonderful Fire Records box set.

Each time the listening experience of Scatterbrain is over, I keep wishing there was more of it, somewhere. So, revisiting my initial question, is there any chance of a follow-up to this brilliant, introspective pop creation?

There were three other songs completed and mastered and one epic song we nearly started but realized we did not have the time to do it justice. We hope to record that soon and perhaps release all four tracks as the modern equivalent of an E.P.

Other than that there are the usual plans for beginning the process of writing the next album - although this time I don’t see any need to be hurried.

I would like to warmly thank Alice Gros of Fire Records for facilitating the realization of this interview, and Martin Phillipps for “carrying the flag”. Creatively may he go on!

The Chills’ Scatterbrain is released by Fire Records.



Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

Αρμάντο Ρομέρο: «Η συγγραφή είναι ένα ταξίδι, ή το αντίστροφο»

 


«Χαρμάνι» νουάρ, προσωπικού ημερολογίου, ταξιδιωτικού χρονικού και ανθρωπολογικής πραγματείας, το μυθιστόρημα του Αρμάντο Ρομέρο, Καχάμπρε, είναι ένας φόρος τιμής στις Αφροαμερικανίδες των κολομβιανών κοινοτήτων.

Μια συνομιλία με τον σημαντικό Κολομβιανό συγγραφέα και ποιητή με αφορμή το βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.

Καθηγητής Ιβηροαμερικανικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, συγγραφέας και ποιητής, συμμετείχατε, στη δεκαετία του ’60, στο πρωτοποριακό κολομβιανό λογοτεχνικό κίνημα του Nadaísmo.

Θα θέλατε ν’ αναφερθείτε στα χαρακτηριστικά του;

Η Κολομβία είναι μια χώρα σημαδεμένη από την πολιτική βία από τη δημιουργία της ως κράτος.

Μετά από έναν από τους πολλούς εμφύλιους πολέμους που η χώρα είχε υποφέρει, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50, μια ομάδα νεαρών διανοουμένων από την επαρχία αποφάσισε να αμφισβητήσει την κυρίαρχη εξουσία.

Ως όπλο πολέμου χρησιμοποίησαν την πένα του συγγραφέα, δηλαδή τη λέξη.

Η ιδέα δεν ήταν η δημιουργία μιας νέας τάξης, αλλά η απαξίωση της καθεστηκυίας. Ήταν μια βίαιη απάντηση, υπό πολιτισμικό πρίσμα, στην πολιτική βία.

Ο Gonzalo Arango, ο ηγέτης της ομάδας, δεν περιορίστηκε στη μάχη ενάντια στις κυρίαρχες ιδεολογίες, αλλά έψαξε στη λογοτεχνία και στην ποίηση τρόπους για την κατάργηση των παλιών πολιτισμικών δομών.

Επομένως, η παρουσία αβάν-γκαρντ κινημάτων, τα οποία είχαν αναδυθεί στην Ευρώπη πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν είχαν σπουδαία υποδοχή στην Κολομβία, έγιναν κυρίαρχα στους νεαρούς συγγραφείς.

Ο σουρεαλισμός, ο δημιουργισμός, ο υπαρξισμός ήταν μερικά από αυτά, και μια «πινελιά» εκλεκτικισμού τα ανακάτεψε. Δεν υπήρχε, άρα, κάποια συγκεκριμένη αισθητική ή ρητορική στο κίνημα που αυτοαποκαλείτο Nadaísmo.

Η ήττα τους ήταν και η νίκη τους, γιατί η βία ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει, οπότε ούτε και το κίνημα. Σήμερα αγκαλιάζεται από νέες γενιές διανοουμένων.

Αν το Καχάμπρε, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά σας, που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, ήταν ένας πίνακας ζωγραφικής, θα ήταν πιθανόν ιμπρεσιονιστικός. Συμφωνείτε; Πώς σχετίζεστε με τη ζωγραφική γενικά;

Η ερώτησή σου με εκπλήσσει, γιατί ένα από τα πρώτα προβλήματα που έπρεπε να λύσω για να γράψω αυτό το μυθιστόρημα ήταν εκείνο του χρώματος.

Οι αναμνήσεις μου από τον καιρό που πέρασα σ’ αυτή την περιοχή της Κολομβίας, μια ζούγκλα ανάμεσα σε βουνά και τεράστια ποτάμια που εκβάλλουν στη θάλασσα, ήταν ο λόγος που δυο χρώματα κυριάρχησαν: το βαθύ πράσινο και το σκούρο καφέ.

Αυτός είναι ο κόσμος που ζει στη ζούγκλα, όπου το γαλάζιο του ουρανού είναι δευτερεύον χρώμα- μακρινό, θα έλεγες.

Για να λύσω αυτό το πρόβλημα, δεν είχα άλλη εναλλακτική από το να αρχίσω να γράφω υπό αυτό το οπτικό πρίσμα, το οποίο γίνεται ιμπρεσιονιστικό, διάχυτο, κι έτσι οι χαρακτήρες είναι αρχικά δύσκολοι στην κατανόηση.

Το μυθιστόρημα ξεκινά τη νύχτα του θανάτου της Ρουπέρτα, της πρωταγωνίστριας, κι ακούμε μόνο τις φωνές εκείνων που μιλάνε ή την αδιάφορη αντίληψη του αφηγητή.

Αναπτυσσόμενο, όμως, κατόπιν το μυθιστόρημα εγκαταλείπει, κατά τη γνώμη μου, τον ιμπρεσιονιστικό του χαρακτήρα για να αναζητήσει μια συνάντηση με την κυρίαρχη πραγματικότητα του τροπικού κόσμου.

Το καλύτερο παράδειγμα αυτού του μετασχηματισμού προς το ευθέως φυσικό είναι η ίδια η Ρουπέρτα.

Στην αρχή του βιβλίου εμφανίζεται ως μια γυναίκα ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς, σχεδόν ως σεξουαλικό αντικείμενο που ελκύει τους άντρες, δηλαδή ως μια ιμπρεσιονιστική εκδοχή της.

Καθώς όμως το μυθιστόρημα ξεδιπλώνεται, ανακαλύπτουμε την πραγματικότητά της, που την καθιστά μια ξεκάθαρα πολύτιμη γυναίκα για την κοινότητά της.

Πιστεύω ότι το βιβλίο κινείται από το ιμπρεσιονιστικό στο πραγματικό, αλλά όχι το υπέροχο ή το φανταστικό πραγματικό, με το οποίο η λατινοαμερικανική αφήγηση έχει πολλές φορές συνδεθεί.

Μεθυστικό «χαρμάνι» νουάρ, προσωπικού ημερολογίου, ταξιδιωτικού χρονικού και ανθρωπολογικής/κοινωνιολογικής πραγματείας, το βιβλίο σας είναι ένας φόρος τιμής στις Αφροαμερικανίδες των κολομβιανών κοινοτήτων του Ειρηνικού.

Πηγάζει αυτή η βαθιά σύνδεση με τον τόπο και τους κατοίκους του από τις δικές σας αναμνήσεις ως επισκέπτη στην περιοχή;

Ναι, γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια περιοχή βαθιά ανάμικτη, κυρίως με μαύρους και λευκούς, αν και υπήρχαν και ιθαγενείς. Ο πολιτισμός γενικά είναι πολύ επηρεασμένος από αυτές τις εκφάνσεις, κι είμαι ένας καλός εκπρόσωπός τους.

Δεν είναι το ίδιο να ζεις σ’ έναν ανάμικτο κόσμο όπου κυριαρχεί η ευρωπαϊκή κουλτούρα και σε μια περιοχή όπου υπάρχει ένα σχεδόν καθαρό κατάλοιπο των αφρικανικών πολιτισμών οι οποίοι ήρθαν στην Αμερική εκατοντάδες χρόνια πριν.

Αυτή η εμπειρία με έκανε να καταλάβω πως πέρα από τα κατάλοιπα της σκλαβιάς υπήρχαν κι άλλες μορφές ανθρώπινης κυριαρχίας, και τα θύματα ήταν οι γυναίκες.

Γι’ αυτό και το μυθιστόρημα είναι φόρος τιμής σ’ αυτές, αλλά και μια αναγνώριση της σπουδαιότητας και του κουράγιου τους ν’ αντιμετωπίσουν τα σκαμπανεβάσματα της ζωής.

Γι’ αυτό και μια από τις κύριες έγνοιες μου ήταν να διασφαλίσω ότι όλα όσα περιλαμβάνονταν ως τμήμα της κουλτούρας ήταν αληθινά κι όχι μυθοπλαστικά. Η έρευνά μου ήταν κοπιαστική, και -πρέπει να πω- επιστημονική.

Όταν το μυθιστόρημα εκδόθηκε στα ισπανικά, έστειλα ένα αντίτυπο στον εθνολόγο Jaime Arocha, κορυφαία αυθεντία στους αφρο-κολομβιανούς πολιτισμούς, και συζητήσαμε ενώπιον κοινού και φοιτητών του Εθνικού Πανεπιστημίου της Κολομβίας.

Σύμφωνα με τον Arocha, το μυθιστόρημα θα μπορούσε να είναι ένα πληροφοριακό ανάγνωσμα για φοιτητές ανθρωπολογίας.

Το μυθιστόρημα ιστορείται σε πρώτο πρόσωπο από έναν νεαρό φοιτητή και φέρελπι συγγραφέα που παραμένει ανώνυμος. Θα μπορούσε να θεωρηθεί το λογοτεχνικό σας alter ego;

Και όντως η συγγραφή μοιάζει η συγγραφή με ταξίδι για εσάς, όπως αναφέρει η Μαρ στον αφηγητή;

Η πρόθεσή μου δεν ήταν να το κάνω αυτοβιογραφικό.

Ίσως οι θείοι κι η θεία του αφηγητή είναι εγγύτερα στην ιστορική πραγματικότητα του μυθιστορήματος, αν και αυτό ακουμπά τον αφηγητή ως το alter ego του συγγραφέα, πρέπει να παραδεχτώ.

Αν και η φωνή του ακούγεται σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος, ως χαρακτήρας είναι δευτερεύων. Είναι κάποιος που παρατηρεί και καταγράφει την εκτυλισσόμενη πραγματικότητα.

Οι περισσότεροι συγγραφείς, όταν έρχονται αντιμέτωποι με αυτό το είδος των μυθιστορημάτων που θίγουν την προσωπική ζωή, καταλήγουν να δανείζουν στον αφηγητή-χαρακτήρα πολλή από τη δικιά τους βιογραφία.

Πρόκειται για δάνεια που επιζητούν να εδραιώσουν αυτό που είναι αληθινό στη δουλειά, είτε είναι μια ιστορία, ένα μυθιστόρημα ή ένα ποίημα.

Σε σχέση μ’ αυτό έχω κατά νου τον Χέμινγουεϊ ή τον Σαντράρ. Τούτου λεχθέντος, συμφωνώ με την ιδέα πως η συγγραφή είναι ένα ταξίδι ή το αντίστροφο, το ταξίδι είναι συγγραφή.

Αυτή η ιδέα είναι παρούσα σ’ όλη τη ζωή και την ποίησή μου. Από πολύ νεαρή ηλικία ξεκίνησα να ταξιδεύω. Όταν έγινα είκοσι είχα ήδη ταξιδέψει σ’ όλη την Κολομβία, και μέχρι τα εικοσιέξι σ’ ολη την αμερικανική ήπειρο.

Επίσης, στα δεκαέξι μου είχα γράψει ποιήματα τα οποία ακόμα περιλαμβάνονται σε ανθολογίες της ποίησής μου. Ποτέ δε σταμάτησα να γράφω και να ταξιδεύω, αν και υπάρχουν καιροί όπως αυτοί που ζούμε σήμερα όπου το ταξίδι είναι εσωτερικό.

Το Καχάμπρε, πάντως, κυριαρχείται από γυναίκες, μεταξύ των οποίων η σεξουαλικά απελευθερωμένη Ρουπέρτα, θύμα φόνου και πολιτική ακτιβίστρια. Πείτε μου περισσότερα γι’ αυτόν τον σχεδόν μυθικό χαρακτήρα.

Είναι πηγή μεγάλης ικανοποίησης για μένα να βλέπω ότι αποκαλείς την Ρουπέρτα σχεδόν μυθικό χαρακτήρα, ακριβώς επειδή κατάγεσαι από την Ελλάδα όπου οι περισσότεροι μύθοι οι οποίοι συνοδεύουν τον δυτικό πολιτισμό θεμελιώθηκαν.

Ως συγγραφέας, καθένας βιώνει τρυφερότητα κι απόρριψη έναντι των χαρακτήρων του. Στην περίπτωσή μου νιώθω τεράστια τρυφερότητα και θαυμασμό για την Ρουπέρτα.

Όχι μόνο πρέπει να παλέψει ενάντια στη ζήλεια της ίδιας της της κοινότητας επειδή είναι τόσο όμορφη κι έξυπνη, αλλά και πολλά από τα μέλη της κοινότητας βρίσκουν σ’ αυτήν λογους για παράπονο και απόρριψη.

Ως συλλέκτρια βρώσιμων οστρακοειδών (piangua), ιδιαιτέρως επιθυμητών από την εκλεπτυσμένη κουζίνα των πόλεων, αγωνίζεται να υπερασπίσει τις συντρόφισσές της από την εκμετάλλευση.

Ως λάτρης της περιοχής της, αγωνίζεται επίσης ν’ ανακτήσει τη γη που έχουν καταλάβει οι γαιοκτήμονες.

Η Ρουπέρτα είναι μια γυναίκα που αγαπά, έτσι εκείνοι οι οποίοι την θέλουν δεν ψάχνουν για τίποτε άλλο πέρα από τις χάρες του κορμιού της. Αλλά αγαπά και μάχεται χωρίς να έχει καμιά άλλη σημαία πέρα από τον ίδιο της τον εαυτό.

Είναι σαν η Ρουπέρτα να ήταν η θεά του τεράστιου ποταμού που είναι ο Καχάμπρε.

Έπειτα έχουμε και το ποτάμι, το οποίο μοιάζει να σας μαγεύει. Σωστά υποθέτω;

Πρέπει επίσης να συμφωνήσω μαζί σου, καθώς αυτός ο ποταμός κουβαλά όλα τα πιθανά ξόρκια. Η επικράτεια και η μεγαλοπρέπειά του κινούν τα πάντα γύρω του.

Είναι σαν να πρόκειται για μια ύπαρξη που το τέλος κι η αρχή της ελέγχει τα πάντα γύρω της, είτε έχουμε να κάνουμε με την ίδια τη φύση ή με τους ανθρώπους που την κατοικούν. Αυτό που δίνει με αγάπη το παίρνει επίσης πίσω με σκληρότητα.

Πέρα από τη μαγεία, σχέσεις εξουσίας αναδύονται και εξερευνώνται, με τη μορφή της αποικιοκρατίας, της εκμετάλλευσης και της φτώχειας. Πόσα έχουν αλλάξει σ’ αυτό το τμήμα της Κολομβίας έκτοτε;

Αυτή περιοχή, καθώς και μεγάλο μέρος της χώρας, δεν έχει αλλάξει καθόλου, ίσως με αρνητική έννοια. Η κατάσταση στα χρόνια που εκτυλίσσεται το βιβλίο δεν ήταν τόσο σοβαρή όσο είναι σήμερα.

Οι κοινότητες των μαύρων έχουν κερδίσει λίγα από την άποψη της κατοχής γης.

Αυτό, όμως, δε βοηθά πολύ, επειδή η εισβολή των ανταρτών, των διακινητών ναρκωτικών, των παραστρατιωτικών και του κοινού υπόκοσμου έχει εκτοπίσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού στις πόλεις.

Η εκμετάλλευση των piangüeras, των συλλεκτών οστρακοειδών, παραμένει η ίδια, αν δεν είναι χειρότερη.

Τα μεγάλα εργοστάσια ξυλείας έχουν ως επί το πλείστον αντικατασταθεί από χρυσοθήρες στα ποτάμια, που προκαλούν τεράστια καταστροφή και δηλητηρίαση της γης και των νερών με χημικά.

Γυναίκες όπως η Ρουπέρτα συνεχίζουν, ωστόσο, να μάχονται, παρά τη μοναξιά και τη λήθη, στις οποίες η επίσημη εξουσία τις υποβάλλει.

Μαζικές διαδηλώσεις εναντίον της αύξησης των φόρων, της διαφθοράς και της μεταρρύθμισης του συστήματος που προωθούνταν από τον ακροδεξιό πρόεδρο Ντούκε συντάραξαν πρόσφατα την Κολομβία. Δεκάδες διαδηλωτές φονεύτηκαν.

Ποια, κατά τη γνώμη σας, είναι τα πιο σοβαρά προβλήματα που η κολομβιανή κοινωνία -και κυρίως τα λιγότερο προνομιούχα κομμάτια της- αντιμετωπίζει στις μέρες μας και πώς νομίζετε ότι θα μπορούσαν να ξεπεραστούν;

Η Κολομβία είναι μια χώρα εξαιρετικά διαχωρισμένη στη γεωγραφία της, στις πολιτισμικές και κοινωνικές περιοχές, στα φυλετικά συστατικά της και στην πολιτική οργάνωσή της.

Το μόνο που τη συνέχει είναι ίσως ο καθολικισμός, ο οποίος είναι ακραίος.

Αυτή η κατάσταση δεν ανοίγει την όρεξη σε πολιτικούς ή ιδεολόγους, κοινωνικούς μεταρρυθμιστές ή πολιτισμικούς αναλυτές, που προσπαθούν να συγκαλύψουν αυτό το πρόβλημα υποστηρίζοντας φιλοσοφίες ενότητας και απόπειρες κοινού αγώνα.

Τίποτε από αυτά δε λειτουργεί γιατί η χώρα είναι μια σύμπηξη διαφορετικών κοινωνικών ομάδων σημαδεμένων από διαφορετικών ειδών επιμιξία.

Το κεντρικό πρόβλημα της χώρας πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα των συμφωνιών μεταξύ περιοχών, που θα αντικαταστήσουν το σύστημα των τμημάτων με πολιτείες με διαφορετικά συντάγματα, λιγάκι όπως συμβαίνει με το Μεξικό ή τις Η.Π.Α.

Αυτό θα τους έδινε μεγαλύτερη αυτονομία.

Αυτό το σύστημα πολιτειών, ωστόσο, λειτούργησε στην Κολομβία μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, και πυροδότησε τρομερούς εμφύλιους πολέμους. Οπότε, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει λύση, κατά τη γνώμη μου.

Το 2008 αναγορευτήκατε σε επίτιμο διδάκτορα του ΕΚΠΑ. Πώς θα περιγράφατε και θα αξιολογούσατε τη σχέση σας με την Ελλάδα σε ιστορικό, μυθολογικό και λογοτεχνικό επίπεδο;

Το γεγονός ότι το ΕΚΠΑ μού απένειμε αυτή την υψηλή διάκριση υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους φόρους τιμής που έχω λάβει στη ζωή μου, και τον εκτιμώ βαθιά.

Η σχέση μου με την Ελλάδα βασίζεται σε πολλά επίπεδα προσέγγισης, κατανόησης και τρυφερότητας, όχι μόνο για την ελληνική κουλτούρα γενικά, αλλά και για τους Έλληνες και τις Ελληνίδες ειδικά.

Από πολύ νεαρή ηλικία ο ελληνικός κόσμος ήταν κομμάτι των παιδικών παιχνιδιών μου και αργότερα, όταν ανακάλυψα στα διαβάσματά μου Έλληνες ποιητές και συγγραφείς, η ελληνική ποίηση κι η αφήγηση ενσωματώθηκαν στις αναζητήσεις μου.

Ήταν κομμάτι μου ως ποιητή και αφηγητή.

Από ευτυχή συγκυρία, το παιχνίδι με τα ζάρια της ύπαρξης, που οι σουρεαλιστές θεωρούσαν καταλύτη αγάπης, μού επέτρεψε να ενώσω την καρδιά και τη ζωή μου με μια νεαρή Ελληνίδα, η οποία σπούδαζε τους πολιτισμούς των αμερικανικών τροπικών.

Με συνόδευε τώρα στο ταξίδι, κι αυτό μ’ έφερε στην Ελλάδα. Χάρη στην οικογένειά της μπόρεσα να εισέλθω στη χώρα όχι σαν εισβολέας, αλλά ως ταπεινός εξερευνητής, που έγινε υιοθετημένος Έλληνας. Έτσι νομίζω.

Είναι αδύνατο να αναφέρω εδώ όλους τους αξιολάτρευτους Έλληνες συγγενείς που ζουν σ’ αυτή τη γη ή στη μνήμη μου, τους ποιητές που μου άνοιξαν την αγκαλιά τους, και τους φίλους που γελάνε καθώς ο ήλιος του Αιγαίου πάντα τους φώτιζε.

Περιέργως, το DNA μου καταδεικνύει πως είμαι κατά το 20% Έλληνας.

Ευχαριστώ θερμά την Δήμητρα Αρκουμάνη από τις Εκδόσεις Τόπος για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τον Αρμάντο Ρομέρο για τον χρόνο του και για την παραχώρηση της φωτογραφίας που συνοδεύει την ανάρτηση.

Το μυθιστόρημα του Αρμάντο Ρομέρο Καχάμπρε κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Τόπος σε μετάφραση της Αγαθής Δημητρούκα.



Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Ρομπέρτο Γκαρσία ντε Μέσα: «Η ποίηση καταστρέφει τα δόγματα»

 

Ρομπέρτο Γκαρσία ντε Μέσα (Photo credit: Jairo López)

Μικρή σε έκταση, αλλά πλούσια σε υπαρξιακές ανησυχίες, η ποιητική συλλογή του Ισπανού Ρομπέρτο Γκαρσία ντε Μέσα Περί της φύσεως της ευθραυστότητας αποτελεί μια ενδοσκοπική πραγματεία για την ευαλωτότητα των ανθρώπων.

Άνθρωπος ευγενέστατος, μοιράζεται μαζί μας απορίες και σκέψεις, με αφορμή την πολύ πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου του στα ελληνικά.

Ανατρέχοντας στο αξιοζήλευτο βιογραφικό σου, ψυχανεμίζομαι μια πολυσχιδή προσωπικότητα, έναν σχεδόν αναγεννησιακό άνθρωπο. Οι πολύπλευρες ενασχολήσεις σου απορρέουν από μια δημιουργική ή/και βιοποριστική ανάγκη;

Από μια πολύ έντονη δημιουργική ανάγκη, για επικοινωνία και αυτογνωσία. Είναι το σημαντικότερο για μένα.

Η μικρή σε έκταση, αλλά πλούσια σε υπαρξιακές ανησυχίες ποιητική συλλογή σου Περί της φύσεως της ευθραυστότητας αποτελεί μια ενδοσκοπική πραγματεία σχετικά με την ευαλωτότητα των ανθρώπων. Γιατί εκτυλίσσεται στην Ιταλία;

Η Ιταλία με συναρπάζει.

Το βιβλίο είναι ένα φανταστικό ταξίδι, ποιητικό και αυτοβιογραφικά μυθοπλαστικό, σε διάφορες ιταλικές πόλεις, πόλεις του έρωτα και της τέχνης, πόλεις στις οποίες καλλιεργήθηκε η παράδοση της καλύτερης ερωτικής ποίησης, η οποία στη συνέχεια επηρέασε όλη την Ευρώπη.

Είναι, επίσης, ένα μεταφυσικό ταξίδι, ανάμεσα σε δύο κόσμους, όπου το σώμα και το πνεύμα διασταυρώνονται, εδώ και στην άλλη πλευρά. Προσπαθώ να διερευνήσω το πιο εύθραυστο και ταυτόχρονα το ισχυρότερο πράγμα που υπάρχει: την αγάπη.

Συνομιλείς με την Οράσια, μια φασματική αγαπημένη. Γιατί την ονόμασες έτσι;

Η Οράσια είναι ένα επινοημένο πρόσωπο, το οποίο με συνοδεύει με διάφορους τρόπους σ’ αυτό το ταξίδι. Η ετυμολογία του ονόματός της έχει σχέση με τον χρόνο. Για μένα είναι κάτι σαν φύλακας του χρόνου, σαν επίγνωση του χρόνου, στον οποίο ζω κι εγώ.

Είναι επίσης η αγάπη, η αγάπη και ο χρόνος που μας απομένει, η αγάπη στις διάφορες μετενσαρκωμένες ζωές.

Γι’ αυτό μιλάει το ποίημα· για το κατά πόσο οι ερωτικές αναμνήσεις μπορούν να επιβιώσουν, γι’ αυτό που είμαστε ή πάψαμε να είμαστε σε αυτόν και στον άλλο κόσμο.

«Μερικές φορές, η λύση στα προβλήματα δεν βρίσκεται στις αναμνήσεις, αλλά σε αυτό που δεν μπορείς να θυμηθείς», γράφεις. Γιατί;

Οι αναμνήσεις αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς μας, αλλά όχι και τον μοναδικό τρόπο να κατανοήσουμε τον εαυτό μας. Πολλές φορές καταλήγουμε να θυμόμαστε αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο και ξεχνάμε τα υπόλοιπα.

Οι αναμνήσεις δεν μας δίνουν όλες τις απαντήσεις. Ο νους μας ποτέ δε θα μπορέσει να αναπαραγάγει όλα όσα συνέβησαν και όπως ακριβώς συνέβησαν. Θα τρελαινόμασταν, θα ζούσαμε δέσμιοι της πιο ακραίας πραγματικότητας και αντικειμενικότητας.

Αλλά, δίχως αναμνήσεις, σχεδόν καταστρέφουμε την ταυτότητά μας. Και το λέω αυτό επειδή είναι πιο δύσκολο να χάσεις την ικανότητα της συγκίνησης.

Γι’ αυτό υπάρχουν κάποιοι ευαίσθητοι χώροι στον νου που μας προστατεύουν και μας δίνουν διαισθητικά τις απαντήσεις, οι οποίες, αν γίνουν κατανοητές, μπορούν να μας βοηθήσουν στη ζωή. Αυτοί οι χώροι αποτελούν το οξυγόνο της ποίησης.

«Οι πόλεις είναι σαν τις γλώσσες. Έχουν τη γραμματική τους, το ύφος τους, την ορθογραφία και τις ιδιοτροπίες τους», υπογραμμίζεις. Είναι κι η ποίηση μια πόλη- ή, ίσως, πολλές;

Το έθεσες καλύτερα από μένα.

Νομίζω ότι η ποίηση είναι ένα διανοητικό καταφύγιο, όπου μπορεί να αναπτυχθεί η ελευθερία πέρα από την επιστήμη, τη φιλοσοφία ή τη θρησκεία. Η ποίηση καταστρέφει τα δόγματα, δεν είναι ακριβής και γυμνώνει τη σκέψη.

Η ποίηση είναι εύθραυστη, είναι συγκεχυμένη, είναι ελεύθερη, έχει τάσεις αυτοκαταστροφικές, γι’ αυτό αναπαριστά την αληθινή μας φύση περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.

«Δεν υπάρχει ελπίδα. Οπότε το μόνο που μένει ο έρωτας. Αλλά κι αυτός ξεχνάει πολύ γρήγορα», επισημαίνεις. Πιστεύεις στον έρωτα, παρ’ όλα αυτά;

Φυσικά, εξακολουθώ να πιστεύω στον έρωτα, παρά τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Ο καθένας έχει τη δική του αντίληψη για τον έρωτα, όπως ακριβώς και για την ποίηση.

Αν ήταν να εξηγήσω τι σημαίνει για μένα, θα χρειαζόμουν βιβλίο ολόκληρο και δεν νομίζω ότι υπάρχει εδώ χώρος για κάτι τέτοιο!

«Μερικές φορές δεν υπάρχει άλλη λύση παρά να χαμογελάς στις κακοτοπιές», συμπεραίνεις. Αρκεί αυτό;

Όχι, δεν αρκεί, αλλά είναι ένας τρόπος να επιβιώνεις στις δυσκολίες. Αν χαμογελάς, σημαίνει ότι δεν ηττήθηκες, ότι μπορείς να συνεχίσεις να παλεύεις. Σημαίνει ότι διασώζεις κάτι από τον εαυτό σου.

Και αυτό είναι ένα εφαλτήριο για να συνεχίσεις να παλεύεις.

«Τα ποιήματα με έσωσαν. Με έκαναν ανεξάρτητο. Και σε πολλές περιπτώσεις δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο», εξομολογείσαι. Σώζει η ποίηση; Και πώς;

Φυσικά, η ποίηση με έχει σώσει αμέτρητες φορές. Στην περίπτωσή μου, με τοποθετεί στο κέντρο μου. Μπροστά σε οποιοδήποτε πρόβλημα, με τοποθετεί στο σωστό σημείο, με ηρεμεί, με θεραπεύει. Η ποίηση είναι ένα δώρο που μου έδωσε η ζωή.

Αλλά όταν μιλάω για ποίηση δεν αναφέρομαι μόνο στη λογοτεχνική, παρά σε αυτήν που υπάρχει στη μουσική, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στη ζωγραφική, παντού. Η ποίηση είναι ένας τρόπος να νιώθεις το μυστήριο του κόσμου, της ζωής, της σκέψης.

«Η ποίηση είναι πάντα τυφλή. Η ομορφιά επίσης», γράφεις πιο κάτω. Με ποια έννοια;

Αυτό το σημείο του ποιήματος είναι ειρωνικό. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι είμαστε χαμένοι, με κάθε τρόπο.

«Προς τι η ηθική αν τελικά καταλήγεις τυφλός;» διερωτάσαι. Έχεις βρει κάποια απάντηση;

Αυτό είναι ένα σημείο του ποιήματος στο οποίο υπάρχουν πολλές ρητορικές και ειρωνικές ερωτήσεις. Διερωτώμαι για πολλά πράγματα σχετικά με την Ιστορία, την πολιτική, τη θρησκεία... Και γύρω από το πώς συμπεριφερόμαστε, ζούμε, πεθαίνουμε.

Προσπαθούν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι η Iστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία μερικών ανθρώπων που προσπαθούν να κυριεύσουν κάποιους άλλους, οι οποίοι είτε αμύνονται είτε όχι.

Αν θέλουμε να μιλήσουμε για το παρελθόν ή να καταλάβουμε το παρόν, μάς επιβάλλουν την ιδέα ότι πρέπει να γνωρίσουμε όλες τις πολεμικές συρράξεις που έχουν συμβεί.

Δεν υπάρχει ιστορία ειπωμένη από την οπτική γωνία της ειρήνης. Δεν ενδιαφέρει.

Όταν μελετηθεί η εποχή μας, σε 200 χρόνια από τώρα, θα λένε μόνο για τους πολέμους που έγιναν και για κάποιες σημαντικές επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή λογοτεχνικές εξελίξεις.

Όπως σε όλες τις μεγάλες κρίσεις, οι σπουδαίες λέξεις χρειάζεται να εξηγηθούν εκ νέου.

Πάντοτε μού κάνω πολλές ερωτήσεις. Κάποιες είναι πολύ χαζές, άλλες δεν έχουν νόημα ή το έχουν χάσει, και για πολλές απ’ αυτές δεν βρίσκω πειστική απάντηση. Οπότε δεν ξέρω αν σου έχω απαντήσει. 

«Γιατί το ημερολόγιο ενός ταξιδιού είναι η επιβεβαίωση μιας αποτυχίας. Στα ταξίδια πάντα χάνεται κάτι», καταλήγεις. Τι χάνεται -αλλά και τι κερδίζεται- στα ταξίδια του νου και του σώματος;

Γεννιόμαστε για να χαθούμε ως ύλη, στην πραγματικότητα. Χάνουμε το σώμα και κερδίζουμε ή ανακτούμε, λίγο-λίγο, το πνεύμα. 

Η ποιητική συλλογή Περί της φύσεως της ευθραυστότητας σηματοδοτεί τη δεύτερη μεταφραστική «συνάντησή» σου με την ποιήτρια και μεταφράστρια Ιφιγένεια Ντούμη. Είναι μεταφράσιμη η ποίηση; Και υπό ποιες προϋποθέσεις;

Δεν είμαι μεταφραστής. Γι’ αυτό θα έπρεπε να ρωτήσεις την Ιφιγένεια. Θα μπορέσει να σου απαντήσει καλύτερα από μένα. Εγώ το μόνο που μπορώ να πω είναι λόγια ευγνωμοσύνης και θαυμασμού προς εκείνη.

Και αυτό που ξέρω είναι ότι οι μεταφραστές είναι οι μεγάλες γέφυρες μεταξύ των πολιτισμών. Χωρίς αυτούς η βαθύτερη επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων θα ήταν δυσκολότερη. Τους οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό αυτό που είμαστε.

Η σχέση σου με την Ελλάδα και το ελλαδικό αναγνωστικό κοινό είναι θερμή. Αναγνωρίζεις τον εαυτό σου σε εγχώριους ανθρώπους, τόπους, κείμενα, στιγμές;

Φυσικά. Ο ελληνικός λαός υπήρξε πολύ γενναιόδωρος μαζί μου. Αυτή τη χώρα τη θαυμάζω. Από την αρχή αισθάνθηκα μια πολύ βαθιά σύνδεση.

Κάτι που με συναρπάζει τρομερά στους Έλληνες είναι το πάθος τους για την ποίηση και το θέατρο. Το βλέπεις παντού. Για κάποιον όπως εγώ, που είναι και ποιητής και δραματουργός, είναι ένας παράδεισος.

Κάθε φορά που ταξιδεύω στην Ελλάδα, νιώθω σαν να επιστρέφω στο σπίτι μου, σε έναν τόπο που είναι αναγνωρίσιμος σε κάποιο σημείο του υποσυνείδητού μου.

Τελικά, πόσο πιο υπαρξιακά και βιοτικά εύθραυστοι -και πόσο λιγότερο άνθρωποι ως κοινωνικά όντα- γινόμαστε σε καιρούς «πανδημίας»; Υπάρχει διέξοδος, κατά τη γνώμη σου;

Ο κόσμος αλλάζει. Όλοι το ζούμε αυτό. Πέθανε και εξακολουθεί να πεθαίνει πολύς κόσμος από την πανδημία. Είναι φοβερό. Θα συνεχίσουμε να είμαστε για πολύ καιρό σε κατάσταση σοκ.

Πιστεύω ότι η απάντηση στην ερώτησή σου βρίσκεται στην Ιστορία, στο παρελθόν και στο πώς η ανθρωπότητα ανέκαμψε σιγά-σιγά από τις μεγάλες τραγωδίες. Μέχρι τώρα αυτό έκανε. Και θα συνεχίσει να το κάνει.

Πολλές φορές τα βιβλία δεν καταγράφουν καλά αυτές τις νίκες, αλλά η Ιστορία της ανθρωπότητας είναι ταυτόχρονα και Ιστορία της υπέρβασης και της γνώσης μπροστά στην κακοτοπιά.

Πιστεύω ότι όταν μπορέσουμε να χειριστούμε καλύτερα ή να ξεπεράσουμε αυτή την πανδημία, θα μας πάρει μερικά χρόνια ακόμα, θα ζήσουμε μια νέα εποχή, αλλά, επίσης, θα ανακτήσουμε και πολλά πράγματα από την προηγούμενη ζωή μας.

Μεταξύ αυτών, την καλύτερη επαφή με την κοινωνία. Αυτό ισχύει, θα μας πάρει πολύ καιρό για να γιατρέψουμε τις πληγές μας. Θα χρειαστούμε πολλή ποίηση, πολλή αγάπη.

Ευχαριστώ θερμά την ποιήτρια Ιφιγένεια Ντούμη για την άψογη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ισπανικά και των απαντήσεων στα ελληνικά

Η ποιητική συλλογή του Ρομπέρτο Γκαρσία ντε Μέσα Περί της φύσεως της ευθραυστότητας κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ρώμη σε μετάφραση της Ιφιγένειας Ντούμη.