Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Στέφαν Κομαντάρεφ: «Αν υπάρχει αντίδραση, αυτό σημαίνει πως είμαστε ακόμα ζωντανοί!»


Ένα πανόραμα της δυσλειτουργικής βουλγαρικής κοινωνίας μας προσφέρει ο έμπειρος Βούλγαρος σκηνοθέτης Στέφαν Κομαντάρεφ με την εμπνευσμένη τραγικωμωδία του Directions μέσα από τις ιστορίες οδηγών ταξί. Το φιλμ απέσπασε την Ειδική Μνεία της Επιτροπής στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο, όπου το παρακολουθήσαμε. Λίγες μέρες αργότερα κουβεντιάσαμε με τον σκηνοθέτη. Το Directions προβάλλεται σε αβάν πρεμιέρ στο πλαίσιο του 30ού Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου την Παρασκευή 27 Οκτωβρίου.

Συχνά αναφέρεσαι στο ανέκδοτο ότι η Βουλγαρία είναι μια χώρα αισιόδοξων, γιατί οι απαισιόδοξοι και οι ρεαλιστές την έχουν εγκαταλείψει. Πόση αλήθεια κρύβει, λοιπόν, για τη βουλγαρική κοινωνία το συγκεκριμένο αφοριστικό ανέκδοτο- και τα ανέκδοτα, γενικά;

Η αλήθεια, ξέρεις, είναι πως η Βουλγαρία είχε πληθυσμό 9.000.000 πριν την έναρξη αυτής της μεταβατικής περιόδου, ενώ τώρα δε νομίζω ότι είμαστε περισσότεροι από 5 με 5.500.000. Κι αυτό συνέβη μέσα σε 25 χρόνια, χωρίς πόλεμο. Νομίζω, επομένως, πως υπάρχει πολλή αλήθεια σ’ αυτό το ανέκδοτο. Στη Βουλγαρία, εξάλλου, αυτός είναι ένας τρόπος να καταπιάνεσαι με ένα δύσκολο ζήτημα, όταν νιώθεις ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πολεμήσεις. Γι’ αυτό και στη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος υπήρχαν πολλά ανέκδοτα σχετικά με κομμουνιστές.

Η ταινία σου, πάντως, παρότι έχει «σπίθες» δηκτικού χιούμορ εδώ κι εκεί, είναι πολύ λιγότερο χιουμοριστική από την προηγούμενή σου Ο κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία. Αντανακλά το γεγονός αυτό την οπτική σου στην όλη κατάσταση;

Ναι, γιατί όταν έκανα εκείνη την ταινία υπήρχε πολύ περισσότερη αισιοδοξία στην κοινωνία. Σήμερα η αισιοδοξία έχει πλέον χαθεί. Κι αυτό αφορά σε μια περίοδο 10 ετών.

Μιας και χρησιμοποίησες το ταξί ως αφηγηματικό εύρημα και όχημα, το διάλεξες γιατί λειτουργεί θεραπευτικά στο πλαίσιο της βουλγαρικής κοινωνίας, ή και γιατί ένας κλειστός χώρος όπως ο συγκεκριμένος αποτελεί πρόκληση από αφηγηματικής άποψης;

Το να κάνεις γυρίσματα σε ένα κινούμενο αυτοκίνητο είναι πολύ δυναμικό. Ταυτόχρονα, τα ταξί στη Σόφια λειτουργούν σαν κοινωνική υπηρεσία, γιατί σχεδόν καθένας που χάνει τη δουλειά του οδηγεί ένα. Τα τελευταία χρόνια είχα, λοιπόν, εκπληκτικές συναντήσεις με πυρηνικούς φυσικούς, δασκάλους, ιερείς, μουσικούς που είχαν χάσει τη δουλειά τους και, προκειμένου να επιβιώσουν, είχαν ξεκινήσει να οδηγούν ταξί. Μπορούν να σου πουν πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, γιατί αυτοί παρατηρούν την αληθινή ζωή κάθε μέρα και κάθε νύχτα, όχι αυτή που παρουσιάζεται στην τηλεόραση. Γι’ αυτό και μου άρεσε η ιδέα να δείξω την πραγματική εικόνα της κοινωνίας μέσω των ιστοριών των ταξιτζήδων, και μάλιστα με μια λήψη για κάθε επεισόδιο, ώστε να διατηρηθεί η αυθεντικότητα, εκθέτοντας, έτσι, τι συμβαίνει στη Βουλγαρία- και όχι μόνο.



Ποιο είναι το μείζον πρόβλημα της βουλγαρικής κοινωνίας σήμερα;

Τα προβλήματα είναι σχεδόν τα ίδια σε όλη την Ευρώπη. Οι άνθρωποι απελπίζονται όλο και περισσότερο και γίνονται φτωχότεροι, ενώ οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι. Το μείζον πρόβλημα για μένα είναι η κρίση των αξιών. Αυτές είναι το πιο σημαντικό σε μια κοινωνία, αυτές μπορούν να τη δημιουργήσουν.

Με αυτή την έννοια, ο τίτλος της ταινίας σου είναι ενδεικτικός των ανησυχιών σου για μια χώρα που φαίνεται να έχει χάσει τον προσανατολισμό της σε όλα τα επίπεδα και χρειάζεται επειγόντως να τον ανακαλύψει εκ νέου.

Υπάρχει μια πολύ σημαντική σύνδεση ανάμεσα στις κατευθύνσεις μιας κοινωνίας και τις αξίες της.

Ήταν δύσκολο να σκηνοθετείς το καστ υπό τόσο απαιτητικές συνθήκες; Πώς εξελίχτηκε η συνεργασία σας;

Μπορώ να σου πως ότι, όταν τελειώσαμε τα γυρίσματα, όλοι οι συντελεστές ήταν δυστυχείς, γιατί η ατμόσφαιρα στη διάρκειά τους ήταν πραγματικά εκπληκτική, ήμαστε πολύ καλά προετοιμασμένοι, γι’ αυτό και τελειώναμε γύρω στις 3 με 4 τα ξημερώματα. Όλοι οι ηθοποιοί είναι καλοί φίλοι και τους ξέρω χρόνια. Αφιερώσαμε μήνες στις πρόβες, και στη συνέχεια γυρίσαμε το φιλμ μία φορά ως πρόβα. Στη συνέχεια το παρακολουθήσαμε, και κάναμε πολλές αλλαγές. Οι ηθοποιοί, έτσι, έγιναν συν-σεναριογράφοι, κατά κάποιο τρόπο.



Η συνάντηση της οδηγού ταξί με τον πρώην κομματικό γραφειοκράτη που μετατράπηκε σε νεοφιλελεύθερο εν μια νυκτί είναι για μένα η πιο δυνατή της ταινίας. Συμφωνείς, ή τη θεωρείς ισότιμη με τις υπόλοιπες;

Δεν ξέρω, γιατί είναι δικιά μου ταινία. Σίγουρα, πάντως, το συγκεκριμένο επεισόδιο είναι σημαντικό, γιατί περιγράφει μια πραγματικότητα. Οι άνθρωποι, οι οποίοι πριν το 1989 ήταν οι πιο υψηλόβαθμοι κομμουνιστές και μιλούσαν για τα κομμουνιστικά ιδεώδη, τώρα είναι πάλι στην εξουσία. Δεν μπορώ να πω ότι στη Βουλγαρία υπήρχε κομμουνισμός, υπήρχε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Με πολλή λογοκρισία, ασφαλώς, αλλά, ταυτόχρονα, η πραγματικότητα που βιώνουμε μετά από 27 χρόνια μετάβασης δεν είναι καλή.

Ίσως και χειρότερη.

Ακριβώς. Υπάρχει, βεβαίως, περισσότερη ελευθερία, αλλά, την ίδια στιγμή, υπάρχει πολύ περισσότερη φτώχεια. Αυτό που συμβαίνει στους γονείς μας, τους ηλικιωμένους, είναι φρικτό. Πριν από 25 χρόνια το επίπεδο της δημόσια παιδείας ήταν πολύ υψηλό, σήμερα είναι καταστροφή. Το ίδιο με το σύστημα υγείας. Υπάρχει πολλή ανεργία. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, είναι φρικτό και δεν υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ. Ως σκηνοθέτης μπορώ να κάνω τη δουλειά μου και να πω «ακούστε, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο». Δεν είμαι πολιτικός.

Θα σκεφτόσουν ποτέ να γίνεις;

 Έχω δεχτεί προτάσεις να γίνω μέλος κομμάτων, αλλά προτιμώ να ξέρω τη θέση μου και να κάνω τις ταινίες μου.

Νομίζεις, επομένως, πως ταινίες όπως η δικιά σου μπορούν να πυροδοτήσουν συζητήσεις ή να υποδείξουν μια καλύτερη κατεύθυνση; Αισιοδοξείς γι’ αυτό, τουλάχιστον;

Ασφαλώς και αισθάνομαι αισιόδοξος, γι’ αυτό κι έκανα την ταινία και προετοιμάζουμε μια δυνατή καμπάνια γι’ αυτή ενόψει της εξόδου της στις βουλγαρικές αίθουσες τον Ιανουάριο, ώστε να έχουμε καλό αριθμό θεατών. Αν θέλουμε να υπάρξει συζήτηση για τα ζητήματα που θέτει, πρέπει να έχουμε θεατές. Ελπίζω, λοιπόν, ότι βήμα βήμα θα προσπαθήσουμε να αλλάξει κάτι.



Πώς αντιμετωπίστηκε η ταινία σου στο Σαράγεβο, όπου το κοινό μπορεί να συνδεθεί καλύτερα με τα ζητήματα που θίγεις, σε σύγκριση με ένα δυτικοευρωπαϊκό, βορειοευρωπαϊκό ή βορειοαμερικανικό κοινό;

Η αντίδραση ήταν εκπληκτική, όπως και στις Κάννες, ενώ το φιλμ έχει ήδη πουληθεί σε 11 περιοχές. Αυτό σημαίνει ότι τα προβλήματα, στα οποία αναφέρεται, δεν είναι μόνο βουλγαρικά κι ότι η ταινία μπορεί να «μιλήσει» σε διεθνές επίπεδο.

Παρά τις δυσκολίες, το βουλγαρικό σινεμά φαίνεται ακόμα και να ανθεί τα τελευταία χρόνια. Είναι μια καλλιτεχνική αντίδραση στην όλη κατάσταση;

Σίγουρα ναι. Αν υπάρχει αντίδραση, αυτό σημαίνει πως είμαστε ακόμα ζωντανοί! Όταν ένα σώμα είναι νεκρό, δεν υπάρχει καμία απολύτως αντίδραση. Είμαι αισιόδοξος, λοιπόν, γι’ αυτό και αυτές τις μέρες έχουμε συναντήσεις στη Σόφια με άλλους σκηνοθέτες σε μια προσπάθεια να αλλάξουμε τον τρόπο λειτουργίας της χρηματοδότησης του βουλγαρικού κινηματογράφου, ώστε να είναι πιο ανοιχτός σε περισσότερα πρότζεκτ, με λιγότερα χρήματα για το καθένα. Για να είμαι ειλικρινής, τα πιο πετυχημένα βουλγαρικά φιλμ των τελευταίων ετών ήταν χαμηλού προϋπολογισμού. Είναι πραγματικά δύσκολο όταν 7 ή 8 πρότζεκτ υποβάλλουν αίτηση για χρηματοδότηση στο Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου να τη λαμβάνουν τα 2 ή τα 3.

Υποθέτω, άρα, ότι δε θα εγκαταλείψεις τη Βουλγαρία σύντομα.

Έκανα ήδη αυτή την επιλογή στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν μέρος των φίλων μου μετανάστευσε. Αγαπώ αυτή τη χώρα, εδώ βρίσκονται τα 2 παιδιά μου, κι αυτός είναι ένας άλλος λόγος που έκανα αυτή την ταινία. Τα τελευταία 5 χρόνια αναρωτιέμαι τι θα τους συμβεί, πότε θα φύγουν. Είμαι εδώ, λοιπόν, και θα προσπαθήσω να παλέψω για το καλό αυτής της κοινωνίας- και για τα παιδιά μου.

Η ταινία του Στέφαν Κομαντάρεφ Directions προβάλλεται σε αβάν πρεμιέρ στο πλαίσιο του 30ού Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου την Παρασκευή 27 Οκτωβρίου στις 20:50 στον κινηματογράφο Έλλη, ενώ το προσεχές διάστημα θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες από την AMA Films.

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Ana Urushadze: “When you tell a story about restrictions, it involves freedom, too”


How many “bridges” does one need to burn, before materializing one’s vision? In her debut feature Scary Mother, a bold cinephile statement, the emerging Georgian filmmaker Ana Urushadze attempts to tackle this issue through the story of the 50-year-old housewife Manana (Nata Murvanidze), who realizes that she has to quit her family, in order to fulfil her passion for writing. We caught up with the director at this year’s Sarajevo Film Festival, a few hours before the awards ceremony. Scary Mother went on to receive the Best Film award, alongside the earlier won Cineuropa prize.

You received two awards at Locarno, where Scary Mother had its world premiere. How does it feel, especially considering the fact that this is your debut feature?

If I say it feels great, it will be ridiculous. It was amazing. I’m grateful to everyone and thankful to the cast and crew who helped me make this film and then receive the awards.



How did it all happen, what brought you to the whole process of filmmaking?

Somehow I always wanted to be a director. I imagined this would happen, so it happened.

Does it also have to do with your familial background, bearing in mind that your father, Zaza Urushadze, is a director, too?

I think yes.

Has he been encouraging, inspiring or helpful?

It was my decision. Nevertheless, he told me “do what you want to do”. He always gives me his opinion, of course.

Before your debut feature had you done any shorts?

I had done several shorts while studying at the university. I also wrote 3 scripts for feature films and submitted one of them, which got rejected. In the end I submitted this film, that received financing.

You didn’t lose your determination, however.

Why stop doing things that you enjoy?

What was the starting point of Scary Mother? A thought, an idea, an image of someone, a state of mind?

It all happened simultaneously. The idea, impressions, all gathered up… I don’t remember exactly.

Still, focusing on a woman came first?

Maybe. It was an intuitive choice. I felt it was the right thing to do. It’s the only answer that I have, because it’s true. How can I say another thing? (Laughs)



While watching Scary Mother I had a hard time deciding what was scarier, the mother or the familial and societal restrictions? To you, what is the scariest part? Or are there more than one?

I like the fact that the film offers no definite version and leaves open questions. The more questions people have, the happier I am, I guess. When they arise, it means people think about it. This is a privilege and an honor for the director and the rest of the cast.

Nata Murvanidze, your lead actress, gives a subtle, understated performance, driven by inner strength and an intense sense of turmoil. How did you co-operate?

She’s very famous in Georgia. I thought about her while writing the script, hoping that she would say “yes”, which she did, and then we started a two-month period of pre-shooting rehearsals. We were talking about the character and nothing else. Afterwards, the shooting process went smoothly.



So, was everything strictly scripted?

No. We followed the script, but the whole shooting was based on improvisation and I enjoyed it very much, because it’s more interesting to me.

Would you sacrifice something or someone similar, in order to materialize your vision?

Personally I don’t identify with this character at all. I don’t perceive myself as a writer. To me, writing a script is not writing yet. So, I don’t like responding to such a question, because it relates me to this character. In this woman’s case, it is like that. In mine, it depends on situations.

Would you also say that your film is a comment on the way that women are perceived in Georgia or on their societal status, or was it meant as something more universal?

In all societies there is a percentage of restrictions imposed on women. In Georgia, too. To be honest, the percentage there is quite high. These restrictions share similarities, like oppression and control, but showing an oppressed woman wasn’t what I had in mind. I just wanted to tell a story.



It’s a very violent film, explosive on the inside.

Yes, it is. It’s a film about restrictions and, naturally, about freedom. When you tell a story about restrictions, it involves freedom, too.

There have been many Georgian films in recent years shown at festivals, ranging from very good to exceptional. How do you interpret this fact?

I’m kind of a fatalist. So, I think that, if it’s time, it’s time. That’s how I perceive it.

Are there structures that fund or support filmmakers?

The main problem is financing- and there are many projects. As for the filmmakers, it’s kind of a wave. We’re very happy and encourage each other.

What will your next project be?

I’ll try to write a new script, but I feel that it needs time. I don’t know how much- maybe a few weeks, or several months. I just have an idea about it. So, I’m trying to concentrate on the idea at this point.



That said, Scary Mother is still an “infant”.

I feel that too much time has already passed and the moment I finished the film I wanted to start something new. To me it’s not an infant anymore! (Laughs)

As a good, and not a scary, mother, however, you’ll have to accompany it through the festival process.

Festival-wise it’s an infant, but for me it’s already a grown-up!

Are there more festivals lined up?

My producer knows that. I hope so, because I love travelling. This is one of the things that I enjoy the most.

More info on the film can be found at: http://alief.co.uk/film/film-sales/

Ana Urushadze’s Scary Mother is competing at the New Directors section of the 53rd Chicago Film Festival (12-26 October 2017).

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Mohamed Ben Attia: «Είμαι ευαίσθητος σε ένα σινεμά που μου υπενθυμίζει την ανθρωπιά μας»


Γυρισμένη στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης, η Ιστορία του Hedi, το ντεμπούτο μυθοπλασίας του πρωτοεμφανιζόμενου Τυνήσιου σκηνοθέτη Mohamed Ben Attia, είναι μια βαθιά ανθρώπινη ταινία για τη δύσκολη ερωτική σχέση ανάμεσα στον συνεσταλμένο Hedi και την απελευθερωμένη Rim. Το φιλμ απέσπασε 2 βραβεία στην περσινή Μπερλινάλε, καλύτερης πρώτης ταινίας και ανδρικής ερμηνείας (Majd Mastoura), και τη Χρυσή Αθηνά στις 22ες Νύχτες Πρεμιέρας. Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη ενόψει της κυκλοφορίας της ταινίας του στις αίθουσες στις 14 Σεπτεμβρίου.

Επιφανειακά, η Ιστορία του Hedi μοιάζει με μια συνηθισμένη ταινία με έναν συνηθισμένο άνθρωπο ως πρωταγωνιστή, αφηγούμενη μια συνηθισμένη ιστορία κάποιου παγιδευμένου σε ρόλους, οι οποίοι του έχουν επιβληθεί από τις κοινωνικές νόρμες, ώσπου ερωτεύεται. Αυτό που κάνει την ταινία ιδιαίτερη είναι ότι ο πρωταγωνιστής είναι άντρας, όταν οι γυναίκες συνήθως υφίστανται αυτού του είδους την πίεση. Γιατί αποφάσισες να αποτυπώσεις τον πρωταγωνιστή σου έτσι; Και πόσο αντιπροσωπευτικός του μέσου σημερινού Τυνήσιου είναι;

Από καιρό ήθελα να φιλοτεχνήσω το πορτρέτο ενός νέου ανθρώπου, ο οποίος τίθεται ενώπιον της πραγματοποίησης επιλογών στη ζωή του. Η ιδέα είχε, επίσης, να κάνει με το να αφηγηθώ αυτό το δίλημμα μέσω ενός «συνηθισμένου ανθρώπου». Πάντοτε σκεφτόμουν πως αυτή η πλαστή κοινοτοπία εμπεριείχε ασφαλώς ενδιαφέροντα πράγματα προς εξερεύνηση.



Είναι δύσκολο να γενικεύσουμε και να πούμε ότι είναι πολύ αντιπροσωπευτικός μιας ορισμένης νεότητας. Σίγουρα, τα θέματα που θίγονται μπορούν εξίσου να είναι παγκόσμια και να αφορούν σε άλλους πολιτισμούς, αλλά μου φαίνεται σημαντικό να θυμόμαστε πως αυτή είναι η ιστορία του Hedi, ο οποίος κάτω από την πλαστή εικόνα ενός συνηθισμένου νέου κρύβει μια αληθινή ευαισθησία. Το σύμπαν του κόμιξ του το επιβεβαιώνει. Είναι ταυτόχρονα σκοτεινό και ποιητικό, ανακαλώντας τη διττότητα του Hedi, ότι, δηλαδή, πρόκειται για έναν νέο την ίδια στιγμή αφελή και αθώο, αλλά, επίσης, και προικισμένο με ένα πραγματικό ενδιαφέρον και μια αληθινή ευαισθησία.

Από την άλλη, έχουμε την Rim, την πρωταγωνίστρια. Αν και σε καμία περίπτωση δεν είναι «σούπερ-γυναίκα»- σε τελική ανάλυση έχει τις αδυναμίες της και μπορεί να βιώσει θυμό, δυσφορία και αμφιβολίες- είναι, ωστόσο, ένα πιο ελεύθερο πνεύμα, μία περιπλανώμενη, περισσότερο αποφασισμένη, πιο υπεύθυνη για τη ζωή της. Αυτή είναι η συνηθισμένη αναπαράσταση των νεαρών Τυνήσιων γυναικών;

Όπως το επισημαίνεις, η Rim μπορεί να μοιάζει σίγουρη και ελεύθερη, αλλά ορισμένες φορές δυσκολεύεται να αναλάβει την ευθύνη των επιλογών της. Αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από το όχι πάντα καλοπροαίρετο ενδιαφέρον μιας κοινωνίας μάλλον κομφορμιστικής. Η Τυνήσια είναι πολλαπλή κι είναι αυτή η πολυμορφία, η οποία παράγει τον πλούτο της. Φυσικά, υπάρχουν όλο και περισσότερες Rim, γυναίκες που βιώνουν ελεύθερα τη σεξουαλικότητα και τις επαγγελματικές επιλογές τους. Αλλά, όπως προείπα, μερικές φορές η κοινωνία δεν τις ενθαρρύνει προς αυτή την κατεύθυνση.



Μεγάλο μέρος της λεπτότητας και της καυστικότητας του φιλμ οφείλεται στην εκπληκτικά υπαινικτική ερμηνεία του Majd Mastoura. Μίλησέ μου για τη μεταξύ σας συνάντηση και τη συνεργασία σας για τη δημιουργία του χαρακτήρα του Hedi.

Ο Majd είχε εντοπίσει την ανακοίνωσή μας μέσω του Facebook και είχε φυσικά παρουσιαστεί στο casting. Αμέσως είχα αντιληφθεί την ευαισθησία που θα μπορούσε να προσδώσει στο χαρακτήρα. Κι αυτό παρότι είναι διαμετρικά αντίθετος με τον Hedi. Στη ζωή του, ο o Majd μιλάει δυνατά, αγαπάει το χορό και την ποίηση κι εκφράζεται πολύ με τα χέρια του. Το να καναλιζάρουμε αυτή την ενέργεια ήταν η βασική μας πρόκληση. Αλλά, τελικά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο, γιατί έβλεπα την επιμονή και την αυστηρότητα του Majd. Αυτό μου δημιούργησε απόλυτη αυτοπεποίθηση. Δουλέψαμε κάθε λεπτό και κάναμε επαναλήψεις μέχρι να καταλήξουμε στη σύνθεση του χαρακτήρα του Hedi.



Η ταινία σου θίγει, επίσης, το ζήτημα της πιθανότητας της προσωπικής αλλαγής στο πλαίσιο μιας μεταβαλλόμενης κοινωνίας, με το πολιτικό στοιχείο κυρίως στο φόντο. Σε ποιο βαθμό και με ποια έννοια έχει αλλάξει η Τυνησία μετά την ανάδυση της Αραβικής Άνοιξης, τι παραμένει το ίδιο και τι χρειάζεται να γίνει, κατά τη γνώμη σου;

Αυτό που έχει αλλάξει είναι η ελευθερία μας να εκφραζόμαστε. Είναι αναντίρρητο, σήμερα μπορούμε στ’ αλήθεια να μιλάμε για τα πάντα. Είναι μια κατάκτηση, την οποία θα είναι δύσκολο να μας πάρουν πίσω.

Αντιθέτως, σε ό,τι αφορά τις πτυχές της οικονομικής κρίσης η νοοτροπία δεν έχει εξελιχθεί πολύ. Αλλά, όπως τόσο καλά το λέει και ο Majd, 6 χρόνια στη ζωή μιας κοινωνίας δεν είναι τίποτα. Πρέπει να είμαστε υπομονετικοί μέχρι μια τέτοια επανάσταση να φτάσει στις παραδόσεις και να συμπορευτεί, έτσι, με την κοινωνική και πολιτιστική επανάσταση που, προς το παρόν, αργεί ακόμα να έρθει.

Αισθάνεσαι την ίδια οικειότητα τόσο στην Τυνησία, όσο και στη Γαλλία, και, αν όχι, ποια είναι η διαφορά;

Είναι αλήθεια πως είμαστε κοντά στη γαλλική κουλτούρα. Αλλά η Τυνησία είναι, εξίσου, μια χώρα πολύ διαφορετική πολιτιστικά. Προσωπικά, είναι η χώρα μου και θεωρώ ότι, παρά τις δυσκολίες που υπομένουμε από μέρα σε μέρα, οι πιθανότητες να υλοποιήσουμε καινούρια πράγματα παραμένουν τεράστιες Αυτή τη στιγμή ζούμε σε ένα αληθινό αναβρασμό κι είναι πολύ συναρπαστικό να μπορείς να συμβάλεις σε τόσους κοινωνικούς και πολιτιστικούς μετασχηματισμούς.



Η εταιρία παραγωγής των αδερφών Νταρντέν Les filmes du fleuve είναι συμπαραγωγός της Ιστορίας του Hedi. Όντως φαίνεται να μοιράζεσαι μια παρόμοια ευαισθησία στην εξερεύνηση των διλημμάτων, της χαράς, της λύπης και των βασάνων του μέσου ανθρώπου. Τι σας έφερε κοντά; Και τι συγκεριμένα εκτιμάς  στην κινηματογραφική τους προσέγγιση;

Αυτό που εκτιμώ περισσότερο είναι το ωμό συναίσθημα, το οποίο αποπνέουν όλες σχεδόν τις ταινίες τους. Αυτό το συναίσθημα είναι απτό σε χειρονομίες της καθημερινής ζωής μερικές φορές ασήμαντες. Είναι αυτή, λοιπόν, η ικανότητά τους να καθιστούν μια τέτοια κοινοτοπία συγκινητική, που με συναρπάζει και με εμπνέει ταυτόχρονα. Ως θεατής είμαι ευαίσθητος σε ένα σινεμά κοντινό στην πραγματικότητά μου, το οποίο μου υπενθυμίζει την ανθρωπιά και τις αδυναμίες μας. Είναι μέσω αυτών των συναισθημάτων που καταλήγουμε να κατανοούμε πράγματα για μας τους ίδιους. Πολύ σεμνά, είναι αυτό το είδος του σύμπαντος προς το οποίο προσπαθώ να προσανατολιστώ.



Το ντεμπούτο σου μυθοπλασίας κέρδισε πολλά βραβεία, ένα από τα οποία υπήρξε και η Χρυσή Αθηνά στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας. Νιώθεις πιο σίγουρος τώρα για το επόμενο βήμα σου, ή αυτή η διαδικασία δημιούργησε μια αυξημένη αίσθηση ευθύνης;

Για να είμαι ειλικρινής, έχω τη δυνατότητα να μη θέτω στον εαυτό μου τέτοιου είδους ερωτήματα. Αμέσως μετά την κυκλοφορία της Ιστορίας του Hedi, ξεκίνησα να γράφω μια καινούρια ιστορία που μου απορροφά πολύ χρόνο. Όταν βυθίζομαι στη συγγραφή, είμαι περισσότερο εντός της ίδιας της δομής, των χαρακτήρων, του σεναρίου, κι αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον ο χώρος για τέτοιου είδους ερωτήσεις. Προσπαθώ να κάνω τα πράγματα με την ίδια επιθυμία, την ίδια ειλικρίνεια, ελπίζοντας να συνεχίσω έτσι όσο περισσότερο είναι δυνατόν.

Ευχαριστώ θερμά την Lina Chaabane, εκτελεστική παραγωγό της ταινίας, για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης με τον σκηνοθέτη.

Η ταινία του Mohamed Ben Attia Η ιστορία του Hedi προβάλλεται από τις 14 Σεπτεμβρίου στους κινηματογράφους σε διανομή της StraDa Films.

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Λούκα Μπελβό: «Η Ακροδεξιά δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο εντός μιας λογικής πολέμου»


Πολιτικό φιλμ στην καλύτερη παράδοση του Κεν Λόουτς ή των Νταρντέν, το Αυτή η γη είναι δική μας του Βέλγου Λούκα Μπελβό ανατέμνει τη διαβρωτική «γοητεία» της Ακροδεξιάς. Στο επίκεντρό του βρίσκεται η ιστορία της δημοφιλούς, αν και φαινομενικά απολίτικης, νοσοκόμας Πολίν (Εμιλί Ντεκέν), που ζει σε μια κωμόπολη του γαλλικού Βορρά και πείθεται να βάλει υποψηφιότητα με τον τοπικό συνδυασμό του εθνικιστικού κόμματος. Συζητώντας με τον σκηνοθέτη, με αφορμή την έξοδο της ταινίας του στις αίθουσες από τις 7 Σεπτεμβρίου.

Το Αυτή η γη είναι δική μας είναι ένα πολιτικό φιλμ στην καλύτερη παράδοση του Κεν Λόουτς ή των αδερφών Νταρντέν. Πώς ορίζετε την «πολιτική ταινία» στις μέρες μας και πόσο επηρεαστήκατε από κινηματογραφιστές όπως οι προαναφερθέντες πριν ή κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της δουλειάς σας;

Μια πολιτική ταινία είναι μια ταινία που αφορά στην εποχή της, που την περιγράφει, που κουβαλά μια συγκεκριμένη άποψη. Οι χαρακτήρες της πρέπει να εγγράφονται σ’ αυτή την εποχή, να συνδέονται με τα γεγονότα, να επηρεάζονται από αυτά ή να τους εντυπώνονται.

Νομίζω ότι για να είναι μια ταινία πολιτική πρέπει οι προθέσεις της να υπερβαίνουν την ιστορία που θέλει να διηγηθεί, αλλά αυτή η ιστορία δεν πρέπει υποχρεωτικά να συνδέεται άμεσα με την πολιτική.

Μπορούμε, για παράδειγμα, να θεωρήσουμε πως η Γκαρσονιέρα του Μπίλι Γουάιλντερ ή το Πρόγευμα στο Τίφανις του Μπλέικ Έντουαρντς είναι πολιτικά φιλμ.

Ασφαλώς, ο Λόουτς ή οι Νταρντέν είναι αναφορές του είδους, όπως κι ο Κώστας Γαβράς ή άλλοι, αλλά ποτέ δε σκέφτομαι κάποιον συγκεκριμένο, όταν κάνω γυρίσματα. Προσπαθώ να αφηγηθώ την ιστορία και τους χαρακτήρες με τον καλύτερο τρόπο.



Περιγράφετε με ακρίβεια το μετασχηματισμό της Ακροδεξιάς σε μια πιο «πολιτικά ορθή» οντότητα, τουλάχιστον επιφανειακά, η οποία, ωστόσο, δεν προδίδει, ούτε αποκηρύσσει, τις καταβολές της. Αυτό ισχύει τόσο στη Γαλλία, όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα. Διεξήγατε εκτεταμένη έρευνα σχετικά με την ιστορία του Εθνικού Μετώπου κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της ταινίας σας;

Ναι, ασφαλώς. Σχετικά με την ιστορία του, αλλά επίσης και αναφορικά με το τι είναι σήμερα. Γι’ αυτό το λόγο συνεργάστηκα με τον Ζερόμ Λερουά, ο οποίος έχει γράψει ένα μυθιστόρημα, το Le bloc, που ήταν επίσης πορτρέτο του Εθνικού Μετώπου. Είναι ειδικός σ’ αυτό το ερώτημα. Είχε, εξάλλου, το πλεονέκτημα να ζει στην περιοχή, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, την ήξερε πολύ καλά, και βεβαίως ήξερε πολύ καλά τις ιδιαιτερότητες του Εθνικού Μετώπου σ’ αυτό το μέρος της Γαλλίας. Ήταν σημαντικό, γιατί το Εθνικό Μέτωπο δεν είναι ένα ομοιογενές κόμμα, μπορεί να αλλάξει το λόγο και το εκλογικό του σώμα σύμφωνα με την κοινωνιολογία των περιοχών, στις οποίες είναι παρόν.



Στο Αυτή η γη είναι δική μας, επανασυνδέεστε με την Εμιλί Ντεκέν, που δίνει την πιθανώς καλύτερη ερμηνεία της από την εποχή της Ροζέτας, στο ρόλο μιας φαινομενικά απολίτικης, χωρίς ταξική συνείδηση και γεμάτης αντιφάσεις νοσοκόμας. Γιατί αποφασίσατε να την αποτυπώσετε με αυτό τον τρόπο; Σε ποιο βαθμό δουλέψατε μαζί στο χτίσιμο του χαρακτήρα της;

Όπως καταλάβατε, η ταινία είναι πολύ «ντοκιμαντερίστικη», και σε κάθε περίπτωση τεκμηριωμένη. Δε θα μπορούσα να περιοριστώ στην εξιστόρηση των φαντασιώσεών μου για το θέμα.

Ο χαρακτήρας της νοσοκόμας εκπροσωπεί ένα μεγάλο εύρος του εκλογικού σώματος και των υποψηφίων του Εθνικού Μετώπου που είναι θύματα της καινούριας ρητορικής του θεωρώντας πως, ενώ τα κόμματα εξουσίας υπήρξαν ανίκανα να αλλάξουν τα πράγματα, μόνο αυτό θα μπορούσε να τα καταφέρει.

Πρόκειται για ανθρώπους στην πλειονότητά τους γεννημένους στη δεκαετία του ’80, οι οποίοι δεν έχουν γνωρίσει τίποτε άλλο πέρα από τη μαζική ανεργία και την κρίση και δεν υπήρξαν πολιτικοποιημένοι. Είναι άνθρωποι που δε γνωρίζουν ή γνωρίζουν λαθεμένα την ιστορία του Εθνικού Μετώπου, από πού προέρχεται, ποιες είναι οι ιδεολογικές του ρίζες. Για εκείνους, είναι το μόνο κόμμα το οποίο δεν έχει ποτέ βρεθεί σε θέση εξουσίας, και γι’ αυτό πρέπει να προσπαθήσει.

Ένα μεγάλο κομμάτι αυτών των ανθρώπων, ας πούμε το 30%, δεν είναι ούτε ρατσιστές, ούτε φασίστες, ούτε καν ακροδεξιοί. Ακόμα περισσότερο, προέρχονται από οικογένειες της εργατικής τάξης, της Αριστεράς. Ορισμένοι είχαν υπάρξει μαχητικοί συνδικαλιστές. Η καινούρια τους δέσμευση είναι απόρροια μιας αίσθησης προδοσίας από τις ελίτ, ότι η κοινωνική κατάσταση είναι όλο και πιο δύσκολη  και, επίσης, μιας ορισμένης αφέλειας. Για το Εθνικό Μέτωπο είναι πολύ χρήσιμοι, επειδή δίνουν μια δημοφιλή εικόνα του κόμματος: συμπαθητικού, κοντά στους ανθρώπους, στο «λαό».



Γι’ αυτό, έπρεπε να βρω μια ηθοποιό ταυτόχρονα συμπαθητική, δημοφιλή και που την νιώθουμε ικανή, την ίδια στιγμή, να αφοσιωθεί και να θυμώσει. Είχαμε ξανασυνεργαστεί για την προηγούμενη ταινία μου Pas son genre, την οποία είχαμε γυρίσει στην ίδια περιοχή. Εμπνεύστηκα τους χαρακτήρες του Αυτή η γη είναι δική μας από το Pas son genre.

Πόσο σημαντική ήταν η επιλογή της τοποθεσίας σε σχέση με το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, το οποίο μυθοπλαστικά αναδημιουργείτε;

Η περιοχή όπου εκτυλισσόταν η ιστορία ήταν σημαντική, γιατί το Εθνικό Μέτωπο δεν είναι το ίδιο στο Βορρά με το Νότο της Γαλλίας.

Είναι ένα λαϊκιστικό κόμμα, προσαρμόζει το λόγο του ανάλογα με τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται. Η κοινωνιολογία του Βορρά και της Ανατολής της Γαλλίας δεν είναι ίδια με εκείνη των μεσογειακών περιοχών. Δεν έχουν την ίδια ιστορία, πολιτική ή κοινωνική, την ίδια κοινωνιολογία. Οικονομικά δεν υπάρχουν αναγκαστικά οι ίδιες προβληματικές, ούτε οι ίδιες προσδοκίες. Αντιλαμβανόμαστε ότι δύο πολιτικές γραμμές έρχονται αντιμέτωπες εντός του κόμματος, κι οι δύο αυτές τάσεις αναδύονται και γεωγραφικά.

Αφηγούμενος μια ιστορία, η οποία συμβαίνει στο Βορρά, αναφέρομαι σε μια τάση του κόμματος, την πιο πρόσφατη, αυτή που προσελκύει τους περισσότερους από τους καινούριους ακτιβιστές. Είναι αυτή, η οποία είναι αυτή τη στιγμή περιθωριοποιημένη εντός των ηγετικών κλιμακίων του κόμματος.



Η ταινία σας προκάλεσε ορισμένες έντονες αντιδράσεις, κυρίως από την πλευρά του Εθνικού Μετώπου. Τις περιμένατε ή σας ένοιαζαν καθόλου;

Ναι, περίμενα πολύ ζωηρές αντιδράσεις, αλλά η βιαιότητά τους με εξέπληξε, γιατί τις φανταζόμουν πιο «έξυπνες». Στην πραγματικότητα, ο λόγος τους, εξαιρετικά βίαιος, απευθύνεται αποκλειστικά στη βάση του κόμματος. Ήταν ένας τρόπος να πουν στους ακτιβιστές τους τι έπρεπε να σκεφτούν και να πουν για το φιλμ. Κι όλα αυτά χωρίς να το δουν. Πρόκειται για τον κλασικό τρόπο λειτουργίας ενός ολοκληρωτικού κόμματος.

Αν και η Μαρίν Λε Πεν απέτυχε να κερδίσει στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, η έκβασή τους αποκάλυψε μια βαθιά διχασμένη κοινωνία. Κατά τη γνώμη σας, πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί πιο αποτελεσματικά η Ακροδεξιά- σε όλες της τις μορφές και με όποια ονόματα χρησιμοποιεί- σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο;

Νομίζω πως πρέπει να αποδείξουμε συστηματικά- με πράξεις, με αναλύσεις, με παραδείγματα- σε ποιο βαθμό οι απλουστευτικές λύσεις δεν μπορούν να λειτουργήσουν μέσα σ’ ένα κόσμο και μια κοινωνία με όλο και μεγαλύτερη πολυπλοκότητα, καταδεικνύοντας, επίσης, ότι τα μέτρα που προτείνει είναι επικίνδυνα.

Η Ακροδεξιά δεν είναι μόνο αντιδραστική, αν θεωρήσουμε πως ο αρχαίος κόσμος είναι αναγκαστικά το μόνο έγκυρο μοντέλο, αλλά είναι επίσης και βίαιη, γιατί οραματίζεται τον κόσμο μόνο με όρους σύγκρουσης. Δε γνωρίζει παρά μόνο φίλους ή εχθρούς. Όχι συνομιλητές, με τους οποίους αντιπαρατίθεται, συζητά, αλλά μονάχα εχθρούς που πρέπει να πολεμήσει. Για την Ακροδεξιά, η αντίφαση είναι μια επίθεση. Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο εντός μιας λογικής πολέμου, δεν έχει άλλη προοπτική. Γι’ αυτό και θα είναι πάντα επικίνδυνη.

Ευχαριστώ θερμά την Anne Hermeline, υπεύθυνη Τύπου του καλλιτεχνικού πρακτορείου που εκπροσωπεί τον σκηνοθέτη, για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η ταινία του Λούκα Μπελβό Αυτή γη είναι δική μας προβάλλεται από τις 7 Σεπτεμβρίου στους κινηματογράφους σε διανομή της Weird Wave.

Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

Gentian Koçi: “I wanted to give the feeling of oppression coming from above”


Daybreak, the remarkably confident and at times reminiscent of the Dardenne Brothers debut feature by Albanian director Gentian Koçi, explores with subtlety the struggle of a woman (Ornela Kapetani) with her baby son to survive at all costs in contemporary Albania. The film had its world premiere at the 23rd Sarajevo Film Festival, where Ornela Kapetani deservedly received the Best Actress award. We sat down with Gentian Koçi shortly after the press screening of his film.

Why did you choose to focus on a female character, to start with? What was so intriguing about that?

It was more of a spontaneous, intuitive choice. Now that I think of it, it could also have been a male character. Having finished the film, I keep asking myself “How can a father with a young son react in situations like these?” It would have been an interesting story, if it was based on a male character, but a different one. In social terms, of course, the struggle of a woman to survive is much more complicated and difficult. Maybe this is one of the reasons why I chose a female character.

It’s much more difficult for a woman to achieve her goals, as well.

The obstacles are numerous and much bigger, according to my point view, comparing to those faced by men. But the male character would have been transformed in a totally different story with a different narrative style.



Was, then, the narrative style influenced by the choice of your lead actress, Ornela Kapetani? Did she contribute to the formation of her own character?

First of all, I finished the script and then started looking for actresses. I conducted a lot of auditions and interviews, but, when I saw Ornela Kapetani for the first time, I was almost convinced that she was the one for Leta’s character. She also liked the script a lot, and then we had to work together, because incarnating this character was a very difficult process. We worked up to six-seven months before shooting. We had to be very careful, because her character needed to be built within a specific social context, as well as bear some psychological signs. We really had to keep her at a borderline between the social and the psychological.

She’s a person determined to survive at all costs. What is particularly intriguing in your narrative approach is that there are things which one must guess that happen, either outside the frame or inside her psyche.

In my communication with the audience I put enormous value to what is outside the frame.

Still, Daybreak is a film firmly placed within the context of the contemporary Albanian society. How influenced are you from it as both a director and someone living inside it?

My approach to the film is from a universal perspective, which means that it doesn’t only refer to the Albanian society. What makes it universal, in terms of communicating with larger audiences, is the fact that it deals with the inner human struggle. Of course I got the idea from where I live, my daily observation, my interrelation with people in Albania; their portraits in the streets, the way they react or behave. It is inspired by the everyday life. There is also a political statement in this film, because I wanted to give the feeling of oppression coming from above and, since the people have no other alternative, they somehow start to fight against each other. It’s a statement about a system pressing with much persistence on the Albanian people.



With regard to the Albanian cinema, not many films are being made or screened at festivals or commercially worldwide. I assume, therefore, that your effort, too, must have been quite hard to materialize. Is that so?

It’s much more difficult for Albanian films to have an international visibility, because the production is low. However, we have a very rich cinematic history, but very few people internationally know this treasure, since we were completely isolated for 45 years. This makes our work, my work, more difficult, because it is as if the Albanian filmmakers come up with a very low symbolic capital and hard work is required, so that they are visible. It’s also very difficult for Albanian films to have their world premieres at very important European festivals.

I have to say, though, that even if we haven’t produced so many films, since 1990 we have very good works by Albanian filmmakers, who have had the opportunity to share them with international audiences.

I guess that the co-production element, the co-operation with Graal Films, helped in the completion of the film.

The co-production process with Graal Films was very important for the completion of this project. They read the script, they liked it a lot and, ever since, we were on the same “boat”. The only “condition” was that they, too, wanted the film to be completed. Then, Graal could raise some money from the Greek Film Centre, so I had the chance to have part of my artistic group from Greece, for example the DoP, Ilias Adamis. All the post production services were carried out in Greece.

Is this your second time in Sarajevo?

This is my second time in the city as a film director. The first was 3 years ago within the framework of the CineLink Co-Production Market. We were selected among 14 other projects for development and financing.

How does it feel being here?

Being part of the Competition or this Festival, in general, feels very good and somehow important. And the organizers of it are very welcoming and friendly people. The atmosphere of the city during these days feels really familiar. So, I’m indeed happy to present my work in Sarajevo.



Let’s hope that Daybreak will manage to travel as far and wide as possible! Are there plans for further festival screenings?

I cannot announce the confirmations publicly, because they are not official yet. At the same time, our film production company tries very hard to promote it to more festivals.

I would like to warmly thank Gentian Koçi for his time and Blerina Hankollari, his wife and business partner, for her valuable contribution to the interpretation of his responses in English.

More information on the film can be found at: https://www.widemanagement.com/daybreak