Κυριακή 20 Απριλίου 2025

Μπεατρίτσε Σαλβιόνι: «Όταν ασκείς τον φεμινισμό, οι ιστορίες που γράφεις είναι φεμινιστικές»

 

Μπεατρίτσε Σαλβιόνι (Φωτογραφία: Stefano Conte)

Μια ιστορία για τη φιλία, τη συντροφικότητα και τη γυναικεία χειραφέτηση, το Δε φοβάμαι τίποτα, μυθιστορηματικό ντεμπούτο της Ιταλίδας Μπεατρίτσε Σαλβιόνι, εκτυλίσσεται στη στιγματισμένη από τον φασισμό Ιταλία του Μεσοπολέμου.

Μια σε βάθος συζήτηση με την νεαρή συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά.

Αφιερώνεις το Δε φοβάμαι τίποτα, το καλοφτιαγμένο και πολλά υποσχόμενο μυθιστορηματικό ντεμπούτο σου, στο κοριτσάκι το οποίο ήσουν και «πρώτα απ' όλα σε όλους αυτούς που μου δίδαξαν ν’ ακούω πάντα τη φωνή του».

Ο «σπόρος» της αγάπης σου για την αφήγηση φυτεύτηκε στα παιδικά σου χρόνια; Ποιος σ’ έμαθε να εμπιστεύεσαι τη φωνή σου; Και δεδομένου ότι είσαι πολύ νέα, εμπιστεύεσαι πάντα αυτήν τη φωνή ή βιώνεις και αμφιβολίες/κάνεις αυτοκριτική;

Από παιδί μου άρεσαν ιστορίες μαγισσών, μυθιστορήματα γεμάτα κορίτσια που θεωρούνταν λανθασμένα, αποκλίνοντα, επικίνδυνα, που μπορούσαν να δουν αόρατα πλάσματα, να κλέβουν λέξεις από βιβλία, να ρίχνουν κατάρες.

Μερικές από τις πιο όμορφες παιδικές μου αναμνήσεις περιλαμβάνουν την αναζήτηση για κάτι νέο στην τοπική βιβλιοθήκη μου, την αίσθηση της ανακάλυψης και τη συνάντηση χαρακτήρων οι οποίες θα έμεναν μαζί μου για πάντα.

Φαντάσου ένα δεκάχρονο κορίτσι με σιδεράκια, ακατάστατα μαλλιά και τσιρότα στα γόνατά του, να φεύγει από τη βιβλιοθήκη, κάθε φορά, με μια στοίβα βιβλία πιο ψηλά απ’ το μπόι του. Εδώ είμαι.

Συχνά ήταν η μητέρα μου που με συνόδευε, περιμένοντας υπομονετικά. Ανέκαθεν είχα εμμονή να επινοώ κόσμους και ιστορίες, συχνά τις θεωρούσα καταφύγιο.

Είμαι ευγνώμων σε όλους όσους με ενθάρρυναν να συνεχίσω, μη θεωρώντας αυτά τα πάθη ως χάσιμο χρόνου ή ένα παιδιάστικο όνειρο.

Ο δεκάχρονος εαυτός μου με τον σωρό βιβλία του ήταν ίσως πιο σίγουρος. Σήμερα είμαι γεμάτη αμφιβολίες. Μιλώντας για το σύνδρομο απατεώνων!

Πολλοί συνάδελφοι συγγραφείς με τους οποίους έχω μιλήσει υποφέρουν από αυτό. Η λύση είναι να συνεχίσεις να γράφεις. Μετά θα δούμε αν θα περάσει.

Σε αντίθεση με τα περισσότερα ντεμπούτα πρωτοεμφανιζόμενων μυθιστοριογράφων, το δικό σου δεν είναι αυτοβιογραφικό/αυτοαναφορικό, αλλά βαθιά ριζωμένο στην τραυματική ιστορία του Μεσοπολέμου στην Ιταλία.

Στο πλαίσιο αυτού εκτυλίσσεται, εξάλλου. Τι σημαίνει για σένα η συγκεκριμένη περίοδος;

Δεν κατάφερα ποτέ στη ζωή μου να κρατήσω ημερολόγιο. Όταν γράφω, δε μου αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου.

Υπάρχουν συγγραφείς που θαυμάζω πολύ και οι οποίοι, αντίθετα, καταφέρνουν να μετατρέψουν τις απολύτως προσωπικές εμπειρίες σε κάτι οικουμενικό. Δεν είναι για μένα.

Αν και, σε τελική ανάλυση, όπως λέει ο Chuck Palahniuk, η μεγάλη μου λογοτεχνική αγάπη από την εφηβεία μου, «Ό,τι γράφεις είναι ένα ημερολόγιο», με την έννοια πως αφορά σένα. Αναπόφευκτα.

Ακόμα κι όταν επινοείς χαρακτήρες, εσύ που γράφεις υπάρχεις σε όλους αυτούς.

Οπότε λίγο από εμένα υπάρχει στη Φραντσέσκα στην αίσθηση της παγιδευμένης από τις συμβάσεις μιας κοινωνίας η οποία την καταπιέζει.

Λίγο και στην Μανταλένα, στην επιθυμία της να υπάρχει ενάντια στα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, με την εμμονή της στη σημασία των λέξεων.

Κατάλαβα ότι έπρεπε να τοποθετήσω αυτήν την ιστορία στη φασιστική περίοδο μόλις έγινε σαφής η επιθυμία των δύο πρωταγωνιστριών μου να προσπαθήσουν να κάνουν τη φωνή τους ν ακουστεί, να βρουν έναν χώρο για να υπάρξουν ελεύθερα στον κόσμο:

Η εικοσαετής φασιστική περίοδος γίνεται το αρχέτυπο του εμποδίου ενάντια στο οποίο πρέπει να επαναστατήσουμε, όλων των φασισμών του χθες και του σήμερα που προσπαθούν να φιμώσουν τη φωνή όσων είναι αντιφρονούντες, όσων προέρχονται από το περιθώριο, όσων θεωρούνται αποκλίνοντες και λανθασμένοι.

Δεδομένης της χρονικής απόστασης, υποθέτω ότι η διαδικασία συγγραφής απαίτησε σημαντική έρευνα.

Ανέτρεξες σε αρχεία, ιστορικά και μυθοπλαστικά βιβλία ή συμβουλεύτηκες και μεγαλύτερους συγγενείς με εμπειρία από πρώτο χέρι εκείνης της εποχής;

Αν χρειάζεται να τοποθετήσεις ένα μυθιστόρημα σε μια εποχή που δεν έχεις ζήσει, η ιστορική έρευνα είναι απαραίτητη.

Είναι μια στιγμή την οποία απολαμβάνω πραγματικά: χάνομαι ανάμεσα σε δοκίμια, βιβλία, αρχεία και σελίδες εφημερίδων από το παρελθόν.

Μερικές λεπτομέρειες, μυρωδιές και αισθήσεις προέρχονται από τις ιστορίες της γιαγιάς μου:

Η φλούδα μανταρινιού που έμεινε στη σόμπα για να εξαπλωθεί το άρωμα κατά τη διάρκεια του χριστουγεννιάτικου δείπνου, η σκηνή όπου ο Ερνέστο, ο αδερφός της Μανταλένα, στέκεται στο τραπέζι της κουζίνας φορώντας ένα νυφικό.

Προέρχεται από τη γιαγιά μου η οποία μου είπε πώς είχε στριφώσει το δικό της νυφικό και το φορούσε ο παππούς μου, ο μελλοντικός σύζυγός της. Χωρίς ντροπή, χωρίς δεισιδαιμονίες.

Κατά βάθος, πάντως, το Δε φοβάμαι τίποτα είναι μια ιστορία για τη φιλία, τη συντροφικότητα και τη γυναικεία χειραφέτηση, με δυο απτους πιο αξιομνημόνευτους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες των τελευταίων χρόνων:

Την αφηγήτρια Φραντσέσκα, μια αρχικά ντροπαλή και περιορισμένη μεσοαστή έφηβη, και την προλετάρια Μανταλένα/Μαλνάτα. Γιατί επέλεξες την Φραντσέσκα ως αφηγήτρια;

Η Φραντσέσκα είναι η αφηγήτρια γιατί έχει το πιο ξεκάθαρο και καθορισμένο αφηγηματικό τόξο:

Από ένα κορίτσι γεμάτο φόβους, συνηθισμένο στη σιωπή και την υποταγή, συνειδητοποιεί τη δική της δύναμη, ικανή να γυρίσει πίσω και να ρισκάρει για να πει την αλήθεια και να υπερασπιστεί τους ανθρώπους που αγαπά.

Η Μανταλένα, η Μαλνάτα, είναι ο χαρακτήρας-καταλύτης σ’ αυτήν την αλλαγή.

Ακόμα και η Mανταλένα, όμως, μέσα από τη συνάντηση με τη Φραντσέσκα αλλάζει.

Αλλάζει την αντίληψή της για το βλέμμα των άλλων, την αναγνώρισή της σε ένα άλλο άτομο που τη βλέπει για πρώτη φορά όχι μέσα από το στερεότυπο το οποίο έπρεπε να μάθει για να επιβιώνει.

Γιατί οποιαδήποτε πραγματικά βαθιά σχέση μπορεί να συμβεί μόνο αν δεχθούμε να δείχνουμε στους άλλους τα τρωτά μας σημεία και αποδεχθούμε την ευαλωτότητά τους.

Η Φραντσέσκα είναι αυτή που αφηγείται την ιστορία ακριβώς επειδή υπάρχει ανάγκη για μια εξωτερική οπτική για να δείξει στον αναγνώστη «Την Mαλνάτα». Όπως ο Σέρλοκ Χολμς χρειάζεται τον Γουότσον και ο Γκάτσμπι τον Νικ Κάραγουεϊ.

Εξίσου ευάλωτη, δυναμική και σίγουρη για τον εαυτό της, η Μαλνάτα παρομοιάζεται με μάγισσα.

Αυτό μου θυμίζει τη διορατική ανάλυση της Φεντερίτσι για τον τρόπο δίωξης των έμφυλων σωμάτων ώστε να καταστεί δυνατή η εδραίωση του καπιταλιστικού κράτους. Είχες εντρυφήσει στην ανάλυσή της πριν γράψεις το βιβλίο;

Από λάτρης των ιστοριών μαγισσών, έχω γίνει αναπόφευκτα ένας άνθρωπος ο οποίος καταβροχθίζει πεινασμένα κάθε είδους δοκιμίου που χρησιμοποιεί τη φιγούρα της μάγισσας ως μεταφορά για την καταπίεση.

Η μάγισσα, τελικά, είναι ένα αρχέτυπο το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως από τον φεμινισμό.

«Είμαστε οι εγγονές των μαγισσών που δεν κατάφερες να κάψεις» διαβάζεται συχνά σε πινακίδες σε διαδηλώσεις στις 8 Μαρτίου και στις 25 Νοεμβρίου, σε συγκεντρώσεις των ενώσεων Ούτε μία λιγότερη.

Το Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα της Σίλβια Φεντερίτσι είναι ένα συναρπαστικό, ακριβές και ανελέητο βιβλίο.

Η Φεντερίτσι αναλύει ξεκάθαρα όλες τις μεθόδους τις οποίες χρησιμοποίησε η κοινωνία σε όλη την ιστορία για να θεωρητικοποιήσει τη γυναικεία υποταγή σαν να ήταν δεδομένη στη φύση.

Εξετάζει τις απαρχές της οικονομικής και κοινωνικής εκμετάλλευσης των γυναικών.

Εξηγεί τους μηχανισμούς που βρίσκονται ακόμη στις ρίζες της πατριαρχίας σήμερα και τη συστηματική διάβρωση των δικαιωμάτων των γυναικών και τις περιθωριακές υπάρξεις.

Το κυνήγι μαγισσών γίνεται μια από τις πτυχές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η μάγισσα είναι το αρχέτυπο της εξέγερσης ενάντια στα συστήματα καταπίεσης, του αγώνα ενάντια σε αυτούς οι οποίοι σκοπεύουν να ελέγξουν και να κυριαρχήσουν.

Σε κάθε περίπτωση, ποια είναι η δική σου αντίληψη για τον φεμινισμό, τόσο φιλοσοφικά όσο και πρακτικά;

Νομίζω ότι όταν ασκείς τον φεμινισμό, είναι αναπόφευκτο οι ιστορίες που γράφεις να είναι φεμινιστικές.

Ταυτίζομαι με τον διατομεακό τρανσφεμινισμό. Η διατομεακότητα είναι όρος ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την Kimberlè Crenshaw το 1989.

Αναγνωρίζει και εξετάζει διαφορετικούς τύπους καταπίεσης που μπορούν να επηρεάσουν ένα άτομο βάσει φύλου, τάξης, σεξουαλικού προσανατολισμού, γεωγραφικής προέλευσης κ.λπ.

«Έγινα μια γυναίκα η οποία ξύπνησε. Ξύπνησα και έγινα καταιγίδα», έγραψε η Meena Keshwae Kamal, μια Αφγανή ακτιβίστρια και συγγραφέας που φονεύθηκε από τη μυστική αστυνομία το 1987.

Αυτό, για μένα, σημαίνει να κουβαλάς μέσα σου αυτήν την εξαιρετική δύναμη για την οποία κατηγορήθηκε, σε όλη την ιστορία και πάντα, πως είναι μάγισσα.

Αρκετοί δευτερεύοντες χαρακτήρες -αλλά όχι λιγότερο σημαντικοί- εμπλουτίζουν την πλοκή. Ενδιαφέρουσα είναι η αποτύπωση των ανδρικών, κυρίως του πατέρα της Φραντσέσκα και του Νοέ, σε όλη τους την ποικιλομορφία και τις αντιφάσεις.

Θα ήθελα το σχόλιό σου γι’ αυτήν την επιλογή.

Μου αρέσουν πολύ οι άντρες χαρακτήρες του μυθιστορήματος που καταφέρνουν να απελευθερωθούν από το στερεότυπο το οποίο θέλει να τους επιβάλει το καθεστώς:

Να κατακτήσουν την τιμή μόνο χρησιμοποιώντας την εξουσία για να κυριαρχήσουν στους άλλους, να είναι πρόθυμοι να πάνε στον πόλεμο για να σκοτώσουν και να πεθάνουν. Αυτός είναι ο αγαπητός στον φασισμό άνθρωπος.

Αντίθετα, ο Ερνέστο και ο Nοέ, ο γιος του μανάβη και -όταν φως της λύτρωσης δείχνει τα δικά του τρωτά σημεία- ακόμα και ο πατέρας της Φραντσέσκα, καταφέρνουν να βρουν την περηφάνια τους σε κάτι εντελώς διαφορετικό:

Στην ευγένεια, στην υπομονή, στην αποτίναξη προκαταλήψεων και συμβάσεων.

Μου αρέσει ιδιαίτερα ο Νοέ, ένα αγόρι λίγο μεγαλύτερο από την Μανταλένα και την Φραντσέσκα, που χαρακτηρίζεται από τις πράξεις της ανιδιοτελούς καλοσύνης του. Είναι καλός χαρακτήρας ο Νοέ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ακίνδυνος.

Υπάρχει διαφορά μεταξύ του να είσαι καλός και αβλαβής, και αυτή η διαφορά αφορά την επιλογή.

Το να είσαι καλός είναι μια επιλογή, συχνά η πιο δύσκολη από όλες, η πιο επώδυνη, και όχι κάτι που πρέπει να θεωρείται δεδομένο όπως μας έχουν συνηθίσει ορισμένοι χαρακτήρες που θυμούνται το στερεότυπο του ιππότη χωρίς ψεγάδι ή φόβο.

Ο Νοέ είναι καλός και δείχνει ξεκάθαρα πόσο δύσκολο είναι να είσαι καλός. Κι όμως, όταν χρειάζεται, χτυπάει και έναν φασίστα. Και τον αγαπάμε και γι αυτό.

Το Δε φοβαμαι τίποτα ασχολείται επίσης με την άνοδο και την κανονικοποίηση του φασισμού και του προπαγανδιστικού μηχανισμού του στην καθημερινότητα.

Όπως και πολλές ευρωπαϊκές -και όχι μόνο- χώρες και κοινωνίες, η Ιταλία έχει υποχωρήσει πολιτικά κατά τρόπο που θυμίζει τον Μεσοπόλεμο, και δικαιώματα κατακτημένα με αιματηρούς αγώνες αμφισβητούνται ή καταργούνται. Γιατί;

Οι φασισμοί θριαμβεύουν εκμεταλλευόμενοι τον φόβο και το μίσος και δημιουργώντας «εχθρούς» προς εξάλειψη.

Ο φασισμός έρχεται προσποιούμενος τον φίλο σου, τον σύμμαχό σου ο οποίος θα απωθήσει μακριά όσα νιώθεις διαφορετικά από σένα, υποσχόμενος να «αποκαταστήσει το μεγαλείο σου», αλλά στην πραγματικότητα καταστρέφοντας τη δημοκρατία.

Η Michela Murgia, συγγραφέας και ακτιβίστρια, είχε γράψει: «Όλα ξεκινούν με τις λέξεις», στοχαζόμενη τη χρήση της γλώσσας στην καθημερινή ζωή και στην πολιτική.

Η δημοκρατία, είχε υποστηρίξει η Michela Murgia, μετριέται με το πόση διαφωνία μπορεί κανείς να εκφράσει.

Δε μετριέται με τη συναίνεση, η οποία συχνά αμαυρώνεται από την προπαγάνδα, με το «κυνήγι μαγισσών», με κάθε έννοια που μπορεί να γίνει κατανοητή.

Η Michela Murgia είχε πει ότι η μέθοδος του φασισμού είναι να καταλύει τους φόβους. Υπάρχει τρόπος να αμυνθείς;

Ίσως με το να είσαι πάντα σε εγρήγορση, αναπτύσσοντας διαύγεια σκέψης, συναισθηματική ικανότητα να βάζεις τον εαυτό σου στη θέση των άλλων, χτίζοντας δεσμούς και όχι τοίχους. Να εκπαιδεύεις τη διαφωνία. Ακόμη και μέσα από ιστορίες.

Το βιβλίο σου μοιάζει να είναι επιτυχημένο κριτικά και εμπορικά. Σκοπεύεις να το χρησιμοποιήσεις ως εργαλείο αναζωπύρωσης της δημόσιας συζήτησης;

Μερικές φορές οι άνθρωποι με ρωτούν: «Πιστεύεις πως οι ιστορίες μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο;»

Και η απάντηση είναι: «Όχι, οι ιστορίες δεν αλλάζουν τον κόσμο. Οι άνθρωποι είναι που τον αλλάζουν».

Και το έκαναν πάντα, σε αντίθεση με εκείνους οι οποίοι θέλουν να μας πείσουν ότι η Ιστορία φτιάχνεται πάντα από άνδρες στην εξουσία που κυβερνούν, συντρίβουν τις διαφωνίες και κηρύσσουν πολέμους. Δεν είναι έτσι.

Η Ιστορία -οι αλλαγές στην Ιστορία- διαμορφώνονται πάντα από απλούς, καθημερινούς ανθρώπους: τις σουφραζέτες, τις φεμινίστριες, τις εργάτριες οι οποίες απεργούσαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, τους παρτιζάνους...

Οι άνθρωποι αλλάζουν τον κόσμο και παρεμβαίνουν στην αλλαγή: οι ιστορίες μπορούν μόνο να βοηθήσουν να αναζωπυρωθεί η φλόγα, να ενσταλάξουν το θάρρος γιατί μας δίνουν την επίγνωση πως δεν είμαστε μόνοι.

Ευχαριστώ θερμά την ατζέντισσα της Μπεατρίτσε Σαλβιόνι, Carmen Prestia, για την πολύτιμη συμβολή της στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Ευχαριστώ επίσης την συγγραφέα για την παραχώρηση της φωτογραφίας της.

Το μυθιστόρημα της Μπεατρίτσε Σαλβιόνι Δε φοβάμαι τίποτα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Φωτεινής Ζερβού.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου