Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Suzanne Ciani: «Εξ αρχής είχα επίγνωση της ποίησης του ήχου»

 

Suzanne Ciani (Φωτογραφία: María José Govea)

Μια εγκάρδια συζήτηση μ’ έναν ζωντανό θρύλο της ηλεκτρονικής μουσικής, την Αμερικανο-Ιταλίδα Suzanne Ciani, ενόψει της συναυλίας της στην Αθήνα το Σάββατο 13 Απριλίου.

Από τις πρώιμες πιο πειραματικές δουλειές σας, όπως το Flowers of Evil (1969), την μουσική για διαφημιστικά, την «τριλογία» Pianissimo, μέχρι το Golden Apples of the Sun (2023) σε συνεργασία με τον Jonathan Fitoussi, έχετε κάνει πολλά.

Πώς νιώθατε στην αρχή της σταδιοδρομίας σας -και ως γυναίκα μουσικός, περφόρμερ και συνθέτρια ηλεκτρονικής μουσικής- δεδομένου ότι δεν ανήκατε σε ένα πολυπληθές περιβάλλον;

Ξέρω πως οι άνθρωποι λένε ότι ήμουν μια γυναίκα σε έναν κόσμο αντρών. Ωστόσο, δεν υπήρχαν πολλοί άντρες στον κόσμο μου. Οι άντρες βρίσκονταν στο ροκ εντ ρολ κι έπαιζαν κίμπορντ.

Αυτό που έκανα εγώ εκείνη την πρώιμη περίοδο, μεταξύ 1968 και 1978, ήταν ζωντανή εκτέλεση της προσέγγισης του Don Buchla. Δεν υπήρχε κάποιο άλλο άτομο σ’ αυτό το πεδίο. Δεν αισθανόμουν, λοιπόν, ότι ανταγωνιζόμουν με τους άντρες.

Αλλά κι όταν ξεκίνησα να δουλεύω πάνω σε διαφημιστικά στην Νέα Υόρκη, και πάλι αντιμετώπιζα πολύ περιορισμένο ανταγωνισμό.

Πάντως, οι γυναίκες δεν είχαν πολλή ορατότητα, αν διακρίνονταν για την παρουσία τους.

Δε θέλω, επομένως, να διαιωνίζω την αίσθηση αυτής της καταγεγραμμένης ανισορροπίας.

Σίγουρα συγκαταλέγεστε στις γυναίκες εκείνες των οποίων η παρουσία έκανε την δημιουργική διαφορά.

Από πού πήγαζε η σαγήνη την οποία σας ασκούσε το συνθεσάιζερ; Από την προγενέστερη ενασχόλησή σας με το πιάνο; Ή προέκυψε μετά την συνάντησή σας με τον Don Buchla;

Αν προσπαθήσω ν’ ανατρέξω στην ιδέα του νέου ηχητικού κόσμου, η πιο πρώιμη εμπειρία μου συνδέεται με την εποχή που ήμουν πολύ μικρή, κατά την οποία φορούσα ωτοασπίδες κι όταν κολυμπούσα. Zoύσα, λοιπόν, σ’ έναν «πνιχτό» κόσμο.

Μια μέρα έβγαλα τις ωτοασπίδες και το σκουφάκι, άκουσα τον ήχο του νερού και η ομορφιά, το λαμπύρισμα και η εκστατική του φύση με κατέκλυσαν.

Ο Don Buchla δε χρησιμοποιούσε την λέξη «συνθεσάιζερ».

Ποια λέξη ή φράση προτιμούσε να χρησιμοποιεί;

Είναι εξαιρετικά περίπλοκη: «αναλογικό σπονδυλωτό ηλεκτρονικό μουσικό σύστημα». Το συνθεσάιζερ κάνει τους ανθρώπους να νομίζουν ότι πρόκειται για κίμπορντ.

Κι αυτό ήταν κάτι παραπλανητικό, που δε σου επέτρεπε ν’ αντιληφθείς τις διαθέσιμες δυνατότητες.

Διανύουμε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία επανεξετάζουμε τι ήταν τα συγκεκριμένα όργανα.

Ετούτο είναι πολύ συναρπαστικό, γιατί τα παιδιά σήμερα καταλαβαίνουν αυτόν τον νέο -στην πραγματικότητα παλιό- κόσμο, ανακαλύπτοντάς τον εκ νέου.

Μπορώ να κάνω ό,τι έκανα πενήντα χρόνια πριν με λίγο διαφορετικούς τρόπους, γιατί η τεχνολογία είναι ρευστή.

Ρευστή όπως η τριλογία Pianissimo (1990-2001). Ρευστή, πλούσια και συναισθηματική μ’ έναν ήπιο τρόπο. Πώς εξελίχθηκε αυτή τριλογία σε τριλογία;

Δημιούργησα το πρώτο πιανιστικό μου άλμπουμ υπό την αιγίδα του label Private Music του Peter Baumann, ιδρυτικού μέλους των Tangerine Dream. Οπότε, από τεχνολογικής άποψης, είχαμε ήδη κάτι κοινό.

Επρόκειτο να κάνουν ένα πιανιστικό άλμπουμ με τον Yanni, ήθελαν να προσθέσω μερικές δικές μου συνθέσεις, και μάλιστα τον επισκέφτηκα στο σπίτι του, αλλά δεν ήταν εκεί.

Ηχογράφησα, λοιπόν, τρεις συνθέσεις για πιάνο. Δεν ήξερα γιατί το έκανα, όντας απορροφημένη από την ηχογράφηση της ηλεκτρονικής μουσικής μου. Οι συνθέσεις αυτές είχαν, όμως, επιτυχία, οπότε μου ζήτησαν να γράψω ένα πιανιστικό άλμπουμ.

Ήταν τόσο έξω από τις συνήθειές μου, ώστε ούτε καν θεωρείτο άλμπουμ. Ήταν ένα πιανιστικό άλμπουμ.

Κατόπιν, έληξε το συμβόλαιό μου με το label Private Music, το οποίο μετεξελίχθηκε σε BMG κι αργότερα σε Sony.

Μεγάλοι «παίκτες».

Μεγάλοι «παίκτες». Κι έτσι έγινα ανεξάρτητη, ιδρύοντας το δικό μου label, κάτι που πάντα ήθελα να κάνω. Ήμουν πάντα ανεξάρτητη, πριν από την Private Music και μετά.

Επιπλέον, μετακόμισα από την Νέα Υόρκη στην Καλιφόρνια, όπου κι εξακολουθώ να ζω με το πιάνο μου, δίπλα στον ωκεανό.

Από τις πιο τρυφερές παρέες στον κόσμο που μπορώ να φανταστώ.

Όπως βλέπεις, έχω το πιάνο μου σ’ αυτήν την πλευρά και το «Buchla» στην άλλη. (Γέλιο).

Πολύ πρακτική διαρρύθμιση.

Κι εγώ στην μέση!

Άκουγα το πρωί το Flowers of Evil. Αναρωτιέμαι γιατί έμεινε στο «ράφι» επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Τι του συνέβη;

Το προσπάθησα. Εκείνη την εποχή, για να κυκλοφορήσεις κάτι, έπρεπε να έχεις δισκογραφικό συμβόλαιο. Δεν ήταν τα πράγματα όπως σήμερα, που μπορείς ν’ ανεβάσεις κάτι ψηφιακά ή να τυπώσεις ένα CD.

Tότε, έπρεπε να έχεις υπογράψει σε μια εταιρεία για να σου τυπώσει το βινύλιο και να διοργανώσει την διανομή. Δεν μπορούσα να το κάνω μόνη μου.

Πήγα σ’ όλες τις δισκογραφικές εταιρείες στις Η.Π.Α. Καμία δεν ενδιαφερόταν, κυρίως γιατί με αντιμετώπιζαν ως γυναίκα και πίστευαν πως έπρεπε να τραγουδάω. Αυτό έκαναν οι γυναίκες τότε. Αυτή ήταν η νόρμα.

Κι από πάνω, ήσασταν και πολύ νέα. Πολύ τολμηρή φιλοδοξία για την αντίληψη της μουσικής βιομηχανίας εκείνης της περιόδου.

Γενικά, οι δισκογραφικές εταιρείες πάντα κοίταζαν προς τα πίσω. Διεύθυναν τις επιχειρήσεις τους βάσει τού τι ήταν επιτυχία.

Αν εμφανιζόσουν με κάτι εντελώς καινούριο, δεν είχαν κάποια αναφορά γι’ αυτό. Εγώ, πάλι, δούλευα με και για τον Don Buchla, ο οποίος μου ενστάλαξε την ιδέα ότι το κίμπορντ είναι εχθρός της αναλογικής σπονδυλωτής ηλεκτρονικής μουσικής.

Ήμουν, λοιπόν, τόσο «προσηλυτισμένη» από αυτόν, που όντως αντιμετώπιζα το κίμπορντ ως εχθρό.

Αλλά ξέχασα τι με ρώτησες!

Ας αφήσουμε την αυθόρμητη ροή των ερωταποκρίσεων να διαμορφώσει το πλαίσιο της συνομιλίας.

Το άλλο ζήτημα το οποίο συνδέεται, ωστόσο, με το Flowers of Evil είναι, φυσικά, ο Μποντλέρ. Νιώθατε ότι η ηλεκτρονική μουσική, η ποίηση γενικά και η ποίηση του Μποντλέρ, ειδικά, είχαν συνάφεια;

Εξ αρχής είχα επίγνωση της ποίησης του ήχου. Δεν ήταν ήδη καθορισμένη, ήταν υπαινικτική, οπότε άνοιγε την φαντασία σου.

Συνέθεσα το Voices of Packaged Souls που περιείχε συνθέσεις όπως τις The voice of heat, The voice of cold, The voice of a flower falling. Ιδέες που δεν είχαν κυριολεκτικούς ήχους, αλλά έτσι κι αλλιώς υπήρχαν.

Η ποίηση, επομένως, μου άνοιξε τις πόρτες στην Νέα Υόρκη, γιατί αυτό το οποίο στην πραγματικότητα έκανα ήταν σχεδιασμός ήχου.

Ήταν μια εποχή που η τεχνολογία άρχιζε να εισάγεται στην γραφιστική αλλά και στα προϊόντα: υπήρχε, ας πούμε, το ομιλούν πλυντήριο πιάτων.

Σε αντίθεση, όμως, με τους ανθρώπους των δισκογραφικών εταιρειών, οι άνθρωποι του εμπορίου ήταν ανοιχτοί στο καινούριο.

Ήθελαν κάτι πιο ευρηματικό.

Ήθελαν να ξεχωρίσουν. Και χρειάζονταν ανθρώπους οι οποίοι γνώριζαν πώς χρησιμοποιείται η υψηλού επιπέδου τεχνολογία.

Μου φαίνεται, πάντως παράδοξο το ότι στις δεκαετίες του 1960-1970 τα διαφημιστικά ή οι άνθρωποι πίσω από τις αντίστοιχες καμπάνιες διαπνέονταν από τέτοια ανοιχτότητα στον πειραματισμό.

Θα ανέμενε κάποιος κάτι τέτοιο πιο πολύ από τους ανθρώπους της μουσικής και της δισκογραφικής βιομηχανίας. Γι’ αυτό και νωρίτερα αναφέρθηκα στην δημιουργική διάσταση και της εμπορικής δουλειάς σας.

Είναι παράδοξο. Να μια ωραία ελληνική λέξη! (Γέλιο).

Εργαζόμουν ως καλλιτέχνις. Τι εννοώ μ’ αυτό; Πως είχα απόλυτη ελευθερία στην δουλειά μου. Κανένας δεν μπορούσε να μου πει τι να κάνω, γιατί κανένας δεν ήξερε τι έκανα. Κι η ελευθερία είναι εξ ορισμού η καλλιτεχνική έκφραση, νομίζω.

Δούλευα διαισθητικά ως καλλιτέχνις, έκανα δημιουργικά πράγματα και το λάτρευα. Το να δημιουργώ έναν ήχο για μια τηλεφωνική εταιρεία ο οποίος διαρκούσε ένα τρίτο του δευτερολέπτου ήταν για μένα μια ολόκληρη σύνθεση.

Τα περισσότερα κομμάτια διαρκούσαν τριάντα δευτερόλεπτα, αλλά επρόκειτο για μια συγκεντρωμένη συνθετική φόρμα.

Ακούς το πουλάκι απέξω τώρα;

Αμυδρά, αλλά το ακούω.

Κάθε φορά που θέλω να τραγουδήσει δεν τραγουδάει!

Δε θέλει να καταπιέζεται - όπως και κανένας έμβιος οργανισμός.

Οπότε, εφαρμόζατε τα ίδια διαισθητικά δημιουργικά κριτήρια σ’ όλες τις εκφάνσεις της δουλειάς σας. Πολύ συναρπαστικό το να μην παγιδεύεται κάποιος είτε σε μια εμπορική είτε σε μια ελιτίστικη λογική.

Ήταν τέτοιοι οι καιροί.

Συνέβαλε η τεχνολογική πρόοδος στον εμπλουτισμό του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεστε την δημιουργική διαδικασία και πρακτική;

Χαίρομαι πολύ που επί του παρόντος επιστρέφω σ’ έναν «αγνό» Buchla, ο οποίος ήταν εκ των πρώτων, αν όχι ο πρώτος, που συνέθεσε αναλογική σπονδυλωτή ηλεκτρονική μουσική.

Έπειτα, υπήρχαν η Moog, η Yamaha, η Roland, η Korg. H τεχνολογία μεταβλήθηκε ώστε να ενσωματώσει μια μεγάλη εταιρική ταυτότητα. Και δούλεψα με πολλές απ’ τις εν λόγω εταιρείες. Εμπλεκόμουν πολύ στο σύστημα αυτών των οργάνων.

Θεωρούσα, ωστόσο, πως μπορούσα να συνδυάσω τις μελωδικές ευαισθησίες μου -Ιταλίδα είμαι, αγαπώ και κατέχω την μελωδία και την αντίστιξη- με την ηλεκτρονική ενορχήστρωση.

Σας προξενεί περιέργεια η επικείμενη αθηναϊκή συναυλία σας το Σάββατο 13 Απριλίου;

Το μόνο που με λυπεί είναι ότι δεν μπορώ να μείνω στην Αθήνα για δυο βδομάδες! Πάντα ήθελα να γυρίσω τα νησιά μ’ ένα σκάφος. Ποτέ δεν έχω πάει στην Σαντορίνη ή την Μύκονο.

Συνήθιζα να ταξιδεύω στην Αθήνα για να επισκεφτώ τον Vangelis. Ήταν πολύ κοντινός μου φίλος κι είχε δουλέψει στον δίσκο μου History of my Heart. Μου άσκησε μεγάλη επίδραση. Τον γνώριζες καθόλου;

Μόνο μέσω της μουσικής του, δυστυχώς.

Είχαμε δουλέψει μαζί στο στούντιο, τον είχα δει στην Αθήνα, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στην Ρώμη.

Ήμασταν πολύ διαφορετικά άτομα, αλλά τον ενσαρκώνω μερικές φορές όταν παίζω λάιβ.

Η ευαισθησία του στον χειρισμό του rhythm controller του ήταν πρωτοφανής. Έμαθα πολλά από αυτόν. Ήταν ένας ευγενικός γίγαντας από πολλές απόψεις! Άρχιζε να παίζει, κι όλος ο κόσμος «έλιωνε».

Είμαι ευτυχής που μπόρεσα να υπάρξω μάρτυρας του βάθους της μουσικότητάς του.

Δεν υπολείπεστε σε βάθος μουσικότητας, εκτιμώ. Τι είδους άνθρωποι παρακολουθούν συνήθως τις συναυλίες σας;

Το κοινό μου συντίθεται κυρίως από νεαρής και μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους.

Οι ηλικιακά μεγαλύτεροι ήξεραν την τεχνολογία ιστορικά, τους ενδιέφερε τότε και μπορούν τώρα να επανασυνδεθούν μ’ αυτήν.

Οι νεότερης ηλικίας έχουν τα εργαλεία, αλλά δεν έχουν κατ’ ανάγκη τον Buchla. Είναι, όμως, κατά κάποιον τρόπο, «εθισμένοι» στο αναλογική σπονδυλωτή ηλεκτρονική μουσική.

Ευχαριστώ θερμά την Rachel Aiello για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης με την Suzanne Ciani και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της καλλιτέχνιδος που συνοδεύει το κείμενο.

H Suzanne Ciani θα δώσει μια ανεπανάληπτη συναυλία το Σάββατο 13 Απριλίου (Ωδείο Αθηνών, Αμφιθέατρο «Ιωάννης Δεσποτόπουλος», 21:00) στο πλαίσιο των St Pauls Sessions.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου