Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

“The Soul of Epirus”: Συνομιλώντας με τους Πετρολούκα Χαλκιά και Βασίλη Κώστα


Η σύμπραξη του ζωντανού θρύλου της ηπειρώτικης μουσικής Πετρολούκα Χαλκιά και του εξαιρετικού νεαρού λαουτίστα Βασίλη Κώστα στο πλαίσιο του άλμπουμ The Soul of Epirus αποτέλεσε ένα από τα μουσικά ορόσημα του 2019.


Παρέα με εκλεκτούς μουσικούς, το Σάββατο 15 Φεβρουαρίου ολοκληρώνουν μια ιδιαιτέρως επιτυχημένη περιοδεία σε Η.Π.Α. και Ελλάδα με μια μοναδική συναυλία στην Αθήνα. Μια συνομιλία μαζί τους, σε δύο μέρη.


Βασίλης Κώστας: «Μ’ αυτό το πρότζεκτ είμαστε πολύ μακριά απ’ την ασφαλή ζώνη που έχει ο κάθε μουσικός»


Σας ευχαριστώ, και τον κ. Χαλκιά κι εσένα και τους υπόλοιπους συντελεστές του The Soul of Epirus γι’ αυτό το υπέροχο δώρο ψυχής.


Μας τιμά ιδιαίτερα!


Εσύ ζεις στη Βοστόνη, έτσι;


Ζω στη Βοστόνη, η βάση μου είναι εκεί.


Η καταγωγή σου, ωστόσο, είναι από το Πωγώνι ή από τα Γιάννενα;


Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στα Γιάννενα, αλλά οι παππούδες από την πλευρά του πατέρα μου μένουν στη Βήσσανη Πωγωνίου. Οι ρίζες μου είναι στο Πωγώνι, δηλαδή. 


Έζησες, επομένως, στα Γιάννενα ως παιδί και έφηβος, και κατόπιν αποφάσισες να μετακομίσεις στις Η.Π.Α.; Πώς προέκυψε;


Μέχρι τα δεκαοκτώ μου ήμουν στα Γιάννενα. Έπειτα, πήγα στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά ο κύριος λόγος που βρέθηκα στην πόλη ήταν το Ωδείο του Φίλιππου Νάκα. Το πάθος μου ήταν να μελετήσω την τζαζ κιθάρα.


Είχε καταπληκτικούς δασκάλους τότε, ειδικότερα τον Μάκη Στεφανίδη, απόφοιτο του Μπέρκλι, στη Βοστόνη. 


Κάθε φορά στα μαθήματα μού μιλούσε για το Κολέγιο στις Η.Π.Α., πόσο θα άξιζε να δώσω εξετάσεις για να δούμε αν μπορούν να μου δώσουν υποτροφία. Μετά από παρότρυνσή του, λοιπόν, αποφάσισα να δώσω για ακρόαση.


Έτσι, βρέθηκα στις Η.Π.Α. το 2013.


Παράλληλα, είσαι κομμάτι του πολιτισμικού, του μουσικού «σύμπαντος» της Δυτικής Ελλάδας, των Ιωαννίνων, του Πωγωνίου. Πώς συνταιριάζονται αυτές οι αναφορές μέσα σου;


Ήμουν πολύ τυχερός μεταξύ δεκαπέντε και δεκαοκτώ χρονών, όταν ο παππούς μου από την πλευρά της μητέρας μου με πήγαινε στο άλλο χωριό, την Κληματιά Ιωαννίνων, σε έναν παλαίμαχο κλαρινετίστα, τον Ανδρέα Φάκο.


Δυστυχώς πέθανε πριν από δυόμισι χρόνια.


Στο παρελθόν είχε πάει στην Αυστραλία κι επέστρεψε στο χωριό για να πάρει τη σύνταξή του. Μου μάθαινε τα παλιά ηπειρώτικα ορχηστρικά κομμάτια, έργα τέχνης όπως τη Γράβα ή την Ποταμιά.


Μέσα από τη μαθητεία δίπλα του καταλάβαινα τι σήμαινε για τη δικιά του γενιά η ηπειρώτικη μουσική, όλες τις κοινωνικές της εκφάνσεις. Ακόμα κι ο τρόπος που παίζεις ένα όργανο εξαρτάται από τις αξίες που έχεις ως άνθρωπος.


Με έκανε να κατανοήσω ότι, αν θέλω να παίξω αυτή τη μουσική σε σχετικά υψηλό επίπεδο, πρέπει συνεχώς να εξελίσσω και να βελτιώνω τις πτυχές του δικού μου εαυτού, ώστε να γίνομαι και καλύτερος μουσικός.


Ακριβώς.


Όταν, επομένως, το καταλάβεις αυτό, μπορείς να βρεις τις αξίες και τα ιδανικά που θες να πρεσβεύεις και σε άλλες μουσικές παραδόσεις, σε άλλες κουλτούρες, σε άλλους μουσικούς. Έτσι μιλάμε για ένα πιο βαθύ επίπεδο συνεννόησης και «παντρέματος».


Γι’ αυτό και μερικούς μουσικούς που κατάγονται από την Ιορδανία, το Ιράκ, την Παλαιστίνη ή τον Παναμά, δε νομίζω ότι μόνο η μουσική μάς φέρνει κοντά, αλλά ένα ολόκληρο πολιτισμικό πλαίσιο.


Τον Πετρολούκα τον Χαλκιά θα τον είχες δει, φαντάζομαι, χωρίς να τον έχεις γνωρίσει, σε μικρότερη ηλικία. Ίσως σε κάποιο πανηγύρι ή τυχαία.


Ο Πετρολούκας Χαλκιάς έπαιξε στο γάμο των γονιών μου! 


Αυτό είναι όντως σημαντικό!


(Γέλιο) Έχει να το λέει. Κοιμήθηκε στο σπίτι του παππού μου, του Βασίλη Κώστα, στη Βήσσανη Πωγωνίου όταν εγώ υπήρχα μάλλον ως ιδέα.


Αποδεικνύεται πως η πολύ μεταγενέστερη σύμπραξή σας δεν υπήρξε καθόλου τυχαία. 


Ακριβώς. Αλλά και όταν γεννήθηκα, από πολύ νεαρή ηλικία, ερχόταν ο παππούς από την πλευρά της μητέρας μου στο σπίτι κάθε βράδυ και βάζαμε δίσκους του Πετρολούκα Χαλκιά. 


Στα μικρά παιδιά η καρδιά μιλάει κι όχι το μυαλό. Τότε εγώ ήμουν ενθουσιασμένος με τον Πετρολούκα.


Όταν στα δώδεκα ήμουν μέρος σε ένα χορευτικό κι έπαιζε εκείνος μουσική στη Βήσσανη Πωγωνίου, κάθε φορά που περνούσα δίπλα του αισθανόμουν ένα δέος κι ένα φόβο μαζί. Αυτό που γίνεται τώρα δεν ήταν μέσα στα πλάνα μου.


Κι όμως συνέβη. Αυτή η ψυχωμένη δουλειά είναι όντως ένας διάλογος ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ανάμεσα σε είδη -ηπειρώτικα και τζαζ-, ανάμεσα σε συγκεκριμένους μουσικούς κι ερμηνευτές. Ως ανάγκη διαλόγου ξεκίνησε;


Από όταν γνώρισα τον Πετρολούκα Χαλκιά το 2015 στις Η.Π.Α., ήδη μελετούσα τη δική του «φρασεολογία» από το κλαρίνο, αλλά στο λαούτο. Ήμουν και είμαι αφοσιωμένος σε και παθιασμένος μ’ αυτό το πράγμα.


Εκείνος το άκουσε αυτό, οπότε με παρότρυνε να βγάλω κι άλλα δικά του κομμάτια, να εξελίξω περισσότερο αυτό που ήδη παίζω και να προσπαθήσω, σιγά σιγά, να φτάσω κοντά στο δικό του επίπεδο.


Όταν είδε ότι πλησίαζε αυτή η ώρα, πρότεινε να μπούμε στο στούντιο, ώστε να καταγραφεί ένας ισότιμος διάλογος του κλαρίνου με το λαούτο, κάτι που ούτε ο Πετρολούκας είχε κάνει ποτέ στη ζωή του, αλλά πάντα το ήθελε, με ένα έγχορδο.


Αυτός ο διάλογος έχει, όμως, τις ρίζες του 100 χρόνια πριν, στο παίξιμο του τεράστιου κλαρινετίστα Κίτσου Χαρισιάδη. 


Αυτός δημιούργησε τη δική του σχολή, το δικό του τρόπο παιξίματος, τον οποίο ο Πετρολούκας κι ο εγγονός του πρεσβεύουν: παίξιμο χαοτικά περίπλοκο και οργανωμένο παράλληλα.


Κάποιες φορές επίσης γλυκό και παραπονιάρικο. Η παραγωγή του CD, εξάλλου, είναι εξαιρετικά φροντισμένη.


Βάλαμε ποσότητες αγάπης σ’ αυτή τη δουλειά, και οι ώρες για να περάσει το κάθε κομμάτι κι η κάθε λέξη που μπήκε στο συνοδευτικό βιβλιαράκι από το «μοιρογνωμόνιο» ήταν πολλές. 


Μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχοι, επειδή είμαστε περήφανοι για το αποτέλεσμα που προέκυψε. Ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε τη δεδομένη χρονική στιγμή, και μας δίνει έμπνευση να δούμε τι μπορεί να γίνει περαιτέρω.


Νιώθεις περήφανος και σε προσωπικό επίπεδο που ενεπλάκης σ’ αυτή τη συνεργασία και που το αποτέλεσμά της δικαιώνει και εσάς και μια πολύ ευρύτερη παράδοση και έχει την απήχηση που φαίνεται να έχει;


Μόνο περήφανος; (Γέλιο) Παναγία μου! 


Κατ’ αρχάς, είναι μια τεράστια ευλογία αυτό το πράγμα. Το να κάτσεις δίπλα στον Πετρολούκα Χαλκιά και να εξερευνήσεις μαζί του τη «φρασεολογία» που επικρατούσε πριν από 100 χρόνια βρίσκοντας δημιουργικά «παράθυρα» είναι τιμή.


Είναι ευλογία να έχεις έναν μέντορα να σε βοηθάει να «ξεκλειδώσεις» και πτυχές του ίδιου σου του εαυτού, να μη φοβάσαι, να έχεις διάθεση να παίρνεις ρίσκα σε πραγματικό χρόνο, ν’ αυτοσχεδιάζεις χωρίς να σκέφτεσαι τι θα πουν οι άλλοι.


Να είσαι ειλικρινής, με άλλα λόγια. 


Οι άλλοι, εν προκειμένω κυρίως οι μη ελληνικής καταγωγής ακροατές, πώς αντιμετωπίζουν αυτή τη σύμπραξη;


Προσωπικά ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα.


Όταν παίξαμε την ηπειρώτικη μουσική στις Η.Π.Α., το μισό κοινό δεν ήταν Έλληνες. Κι όμως, υπάρχει κάτι που μπόρεσε να κάνει αυτούς τους ανθρώπους να αισθανθούν τι είναι αυτή η μουσική.


Ίσως είναι οι μουσικές πληροφορίες, το στοιχείο του διαλόγου, του αυτοσχεδιασμού, του να παίρνεις ρίσκα. Είναι σαν να είσαι γυμνός εκείνη τη στιγμή. Αυτό, το κοινό το αντιλαμβάνεται. 


Μ’ αυτό το πρότζεκτ είμαστε πολύ μακριά απ’ την ασφαλή ζώνη που έχει ο κάθε μουσικός. Όλο το εγχείρημα βασίζεται στα όρια αυτής της ζώνης, μέχρι που αρχίζεις να εξερευνάς περιοχές οι οποίες ούτε κι εσύ ήξερες ότι υπάρχουν.


Ωραία! Οπότε, όταν με το καλό κατηφορίσετε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου, θα χαρώ να εξερευνήσουμε από κοινού αυτά τα όρια και να δούμε πού μπορούν να φτάσουν και να φτάσουμε. Θα χαρώ να γνωριστούμε από κοντά.


Βεβαίως, με χαρά!


Πετρολούκας Χαλκιάς: «Η ζωή αλλάζει τα πάντα στον άνθρωπο»


Αν δεν ήσασταν εσείς, μάλλον δε θα είχα μάθει τα ηπειρώτικα. Θέλω να σας ευχαριστήσω, λοιπόν.


Παρακαλώ. Τι να κάνουμε; Όσο μπορούμε!


Ξεκινήσατε από μικρός, έτσι;


Από οκτώ χρονών ξεκίνησα το κλαρίνο.


Ήταν ο πατέρας σας ο άνθρωπος από τον οποίο πήρατε τα πρώτα σας μαθήματα;


Ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος, και μετά πήγα στον Φίλιππο τον Ρούντα. Από εκεί ξεκίνησα, μόνος μου, άκουγα τον καθένα, πώς παίζει το κάθε τραγούδι ο Κίτσος ο Χαρισιάδης, ο Φίλιππος ο Ρούντας, ο Τάσης ο Χαλκιάς. 


Έβγαζα το συμπέρασμα τι είναι το καλύτερο και το τεχνικότερο.


Οι μουσικές του κόσμου είναι τρεις: η βυζαντινή, η πεντατονική κι η ευρωπαϊκή. Η πεντατονική είναι η δική μας, η πρώτη που όπου εμφανίζονται ο αυλός, η άρπα. Είναι αναγνωρίσιμη κι από τα ζώα ακόμα.


Μετά ακολουθεί η βυζαντινή, η οποία είναι αδερφική με την πεντατονική.


Με την ευρωπαϊκή δεν ταιριάζουμε. Σύμφωνα μ’ αυτήν, υπάρχει τόνος-ημιτόνιο, ενώ στη βυζαντινή και την πεντατονική από τον τόνο ώς το ημιτόνιο μεσολαβεί ένα «αααα», ένα «τράβηγμα».


Είχατε καλό αυτί, προσοχή, συγκέντρωση κι υπομονή από μικρός.


Έβλεπα πως η κάθε γενιά είχε και τα δικά της συναισθήματα. 


Γεννήθηκα το 1934 και το 1940 άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ήμουνα παιδάκι, δεν ήξερα τι είναι ο πόλεμος. Έβλεπα σκοτωμένους Ιταλούς, Γερμανούς, μάζευα χειροβομβίδες για να παίζω. Όλα αυτά μου έχουν γίνει μάθημα. 


Στο Δελβινάκι γεννηθήκατε, έτσι δεν είναι;


Στο Δελβινάκι. Μετά, φύγαμε από το Δελβινάκι με τον Εμφύλιο κι ήρθαμε στα Γιάννενα. Από τα Γιάννενα πήγα στην Πρέβεζα. Εκεί είχε πολλούς και καλούς μουσικούς.


Τότε έλεγαν, θυμάμαι, ότι το «πανεπιστήμιο» των καλών μουσικών ήταν η Πρέβεζα.


Οπότε σας ωφέλησε η παραμονή σας εκεί.


Ναι, ναι. Έμεινα κάμποσο καιρό. Ξαναγυρίσαμε, βέβαια, στα χωριά μας. Στα 17-18, όπως πηγαίναμε στο σχολείο με μια κοπέλα, αποφασίσαμε και παντρεύτηκα.


Έτσι απλά!


Έτσι απλά! (Γέλιο) Στο γάμο μετά είχαν έρθει όλα τα καλύτερα κλαρίνα, οι καλύτεροι του δημοτικού τραγουδιού, γιατί η κοπέλα ήταν από το σόι του Μπατζή. 


Τα τρία καλύτερα γενεαλογικά δέντρα της μουσικής εδώ στην Ελλάδα είναι του Χαρισιάδη -το σόι της μάνας μου-, του Χαλκιά και του Μπατζή.


Εκείνα τα χρόνια, δεν έλεγαν «παίξε ένα πωγωνίσιο», αλλά «παίξε ένα μπατζίτικο». Ο Μπατζής ήταν το καλύτερο κλαρίνο, σκοτώθηκε το ’40. Ήταν πρώτος ξάδερφος της γυναίκας μου. 


Το υπουργείο Πολιτισμού τον είχε στείλει να παίξει στον Χίτλερ. 


Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, είπε: «Εγώ θα πάω πρώτος, μπροστά. Τους κερατάδες, εγώ πήγα και τους έπαιξα κλαρίνο. Κι όμως, αυτοί είναι αχάριστοι!». Πολεμούσε όρθιος, κι εκεί σκοτώθηκε.


Κρίμα τον άνθρωπο, θα ήταν νεαρής ηλικίας. 


Πολύ νεαρός. Εγώ, λοιπόν, είμαι κι από τα τρία αυτά γενεαλογικά δέντρα. Και τα παιδιά μου επίσης.


Όπως κι ο εγγονός, ο Πέτρος Χαλκιάς, που ακολουθεί τα «χνάρια» σας.


Ακολουθεί τα χνάρια μου, αλλά κάθε γενιά έχει διαφορετική ζωή. Η ζωή είναι που αλλάζει τα πάντα στον άνθρωπο. Εμείς, όμως, κρατάμε πραγματικά την παράδοση όπως είναι. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα.


Δύο ανθρώποι είδαν την Ακρόπολη. Ο ένας είχε στο μυαλό του να τη χαλάσει, να βγάλει πολλά λεφτά, να την ξαναφτιάξει κι ο άλλος απορούσε πώς είχαν φτιάξει αυτό το πράγμα οι παλιοί, ήθελε να βρει το μυστικό τους.


Έτσι ακριβώς έχουμε εμείς την παράδοση.


Εσείς τη διατηρείτε ζωντανή και «χυμώδη», χωρίς να είναι κάτι μουσειακό και στατικό. Εμένα αυτό με συναρπάζει, που δεν έχω κάποια καταγωγή από Ήπειρο.


Στην Ελλάδα έχουμε όλους τους ρυθμούς, όλα τα χρώματα της μουσικής που υπάρχουν στον κόσμο.


Άλλα τα θρακιώτικα, τα μακεδονικά, τα ποντιακά, άλλα τα νησιώτικα, τα κρητικά. Το καθένα έχει το χρώμα του. Μόνο τα ηπειρώτικα, όμως, βασίζονται στην αρχαία πεντατονική. Αυτό, έχει μία διαφορά.


Όταν ήμουν στην Αμερική...


Όπου ζήσατε πολλά χρόνια...


Πήρα την αμερικανική υπηκοότητα. Για να το καταφέρεις αυτό τότε, έπρεπε να έχεις αδερφό/μάνα/πατέρα. Σε μένα την έδωσαν γιατί είχα προσφέρει το καλύτερο παράδειγμα καλλιτεχνίας.


Ήρθε ο Μπένυ Γκούντμαν και με ρώτησε: «Η τζαζ μουσική της Αμερικής ταιριάζει μ’ αυτή την πεντατονική που κάνετε εσείς. Μήπως την ακούσατε από μας;»


Του απάντησα: «Είναι ποτέ δυνατόν ο πατέρας να κλέψει απ’ το παιδί;». «Έχετε δίκιο, κύριε Χαλκιά», μού λέει, «συγγνώμη». «Ίσως εσείς πήρατε από μας, και καλά κάνατε», του λέω.


Όταν ήρθαν οι Ινδοί στην Ελλάδα, πολύ μεγάλοι καλλιτέχνες, μου κάνουν μοιρολόι, πραγματικά. Λέω στην διερμηνέα: «Θέλουν να με πειράξουν με τα τραγούδια μας μ’ αυτά που κάνουν;»


Θυμώνει ο Ινδός: «Δεν είναι δικά μας τραγούδια αυτά, τα έχουμε από τότε που ήρθε ο Μέγας Αλέξανδρος και μας είπε ότι μ’ αυτά θα ξαναφτιάξουμε το κράτος μας. Η μουσική μας είναι διαφορετική». 


Είστε τυχερός, πάντως, που έχετε συνεργαστεί, ανά τις δεκαετίες, με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Και τώρα, με τον Βασίλη Κώστα, έναν εξαιρετικό μουσικό και άνθρωπο, όσο μπορώ ν’ αντιληφθώ.


Είναι ένα φαινόμενο. Δεν τον ήξερα τον Βασίλη. Έπαιζα, βέβαια, στο γάμο του πατέρα του.


Μου το είπε χτες που μιλήσαμε. 


Τον γνώρισα στην Αμερική. Έπαιξα εγώ τον Σκάρο, κι εκείνος με ρωτά: «Να παίξω λίγο κι εγώ;» Πρώτη φορά άκουσα λαούτο να σολάρει, και να είναι καλός ο σολίστας.


Μου κίνησε την περιέργεια. «Δεν είσαι στην Ελλάδα», του λέω. «Είμαι εδώ και σπουδάζω», μου απαντά. «Θα σε χρειαστώ», του λέω. «Ό,τι θέλεις, μαζί», μου λέει με τη σειρά του.


Κάναμε κάποιες πρόβες όσο έμεινα στην Αμερική κι έμεινα κατάπληκτος. Στα τόσα χρόνια που εργάζομαι -είμαι 85 και πάω στα 86- μπορώ να σου πω ότι κάθε 2.000 χρόνια βγαίνει ένας τέτοιος άνθρωπος. 


Παίζω πράγματα που δεν μπορεί κανένα κλαρίνο -εκτός βέβαια από τον εγγονό μου που τον έχω διδάξει-, κι αυτός με το πρώτο «τακ», αμέσως το παρουσιάζει. Ο Βασίλης τα παίζει σαν να ζούσε εκείνη την εποχή.


Δεν πιστεύω πως θα γνωρίσουμε άλλον τέτοιο άνθρωπο. 


Οπότε αυτή η σύμπραξη πρέπει να ήταν μια εμπειρία που σας «γέμισε» κι εσάς. Θα πρέπει να αισθανθήκατε μεγάλη χαρά.


Βεβαίως! Μεγάλη χαρά νιώθω. Κανονικά δε θα έπρεπε να παίξω κλαρίνο τώρα, γιατί είναι η ηλικία μου τέτοια, η αναπνοή μου δε με φτάνει, αλλά, όταν συνεργάζομαι μ’ αυτόν τον άνθρωπο, κάτι μου δίνει δύναμη και μπορώ και ανταποδίδω κανονικά.


Αυτό είναι υπέροχο! Να είστε πάντοτε γερός, δυνατός και δημιουργικός.


Ευχαριστώ πάρα πολύ!


Photo credit: Γιώργος Βιτσαρόπουλος.


Ευχαριστώ από καρδιάς την Έλενα Χριστάκου, υπεύθυνη επικοινωνίας, για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό των συνομιλιών και τους ωραίους ανθρώπους Πετρολούκα Χαλκιά και Βασίλη Κώστα για το χρόνο τους.


Ο Πετρολούκας Χαλκιάς, ο Βασίλης Κώστας και άλλοι εκλεκτοί μουσικοί θα συμπράξουν συναυλιακά το Σάββατο 15 Φεβρουαρίου, 20:30, στο Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός (πλατεία Αγ. Γεωργίου Καρύτση 8, Αθήνα).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου