Αποτελούμενοι από
την Mάρβα
Βούλγαρη (φωνητικά, στίχοι) και τον Τεό
Φοινίδη (synths,
σύνθεση, παραγωγή), οι Marva Von Theo είναι
ένα μουσικά αταξινόμητο ντουέτο που «παίζει» με τα όρια της
ποπ, υπερβαίνοντάς την.
Μια συνάντηση μαζί
τους ενόψει της συναυλιακής τους σύμπραξης με τους Valisia
Odell, Dramachine
και Bipolia την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου στο Gagarin205.
Συναντηθήκατε τυχαία,
αρχικά στην καθημερινότητα και κατόπιν καλλιτεχνικά;
Μάρβα Βούλγαρη:
Με τον Τεό [Φοινίδη] συναντηθήκαμε το 2014 στην Ξάνθη, όπου σπούδαζα αρχιτεκτονική.
Είχε έρθει να παρακολουθήσει τη συναυλία ενός μουσικού σχήματος στο οποίο
συμμετείχε ένας παιδικός φίλος του και εγώ.
Έτσι προέκυψε το
καλλιτεχνικό «προξενιό», λοιπόν.
Μ.Β.: Διένυα μια
μεταβατική περίοδο κατά την οποία ήθελα να κάνω πιο δικά μου πράγματα στη
μουσική και δε συμβάδιζαν τα γούστα μου με εκείνα των παιδιών που συνεργαζόμουν
στην Ξάνθη.
Είχα σκεφτεί να παρακολουθήσω
μαθήματα μουσικής παραγωγής και μου προτάθηκε να κάνω με τον Τεό διαδικτυακά.
Έτσι και έγινε.
Κατόπιν, μετακόμισα στην
Αθήνα, ενώ προέκυψε η οικονομική κρίση και ήταν δύσκολο να ορθοποδήσεις. Τα
μαθήματα συνεχίζονταν, ωστόσο, και ο Τεό με ρωτούσε πώς σκόπευα να προωθήσω τα
κομμάτια που συνέθετα στο πλαίσιό τους.
Υπήρχε σύγκλιση στη
μουσική κατεύθυνση;
Μ.Β.: Τόσο εγώ όσο και ο
Τεό δεν εμπνεόμαστε μόνο από τη μουσική, αλλά και από τον κινηματογράφο και τις
εικαστικές τέχνες.
Όταν, λοιπόν, αυτή η
αφαιρετική προσέγγιση εφαρμόζεται στη μουσική δημιουργία, είναι σαν να ανακαλύπτουμε
εκ νέου κάθε φορά τη μουσική.
Πότε άρχισε να
κυοφορείται η μεταξύ σας συνεργασία και σε επίπεδο ηχογράφησης πρωτότυπης
μουσικής και σε επίπεδο συναυλιών;
Τεό Φοινίδης:
Όσο εγώ βρισκόμουν στη Βιέννη και η Μάρβα στην Αθήνα, η συνεργασία μας ήταν
κυρίως διαδικτυακή. Η τεχνολογία βοηθούσε, βέβαια, στο να φτάσουν οι συνθέσεις
σε πολύ καλό επίπεδο.
Στη συνέχεια, για
διάφορους λόγους επέστρεψα στην Ελλάδα και στην Αθήνα. Ένα κεφάλαιο της ζωής
μου είχε κλείσει, ένα άλλο άνοιγε, και μια από τις «σελίδες» του ήταν η Μάρβα.
Βελτιώσαμε, επομένως, τις
ήδη προχωρημένες συνθέσεις και κυκλοφορήσαμε το πρώτο μας άλμπουμ, το Dream Within a Dream.
Το οποίο αφιερώνετε σε
όσους και όσες «επιμένουν να ζουν μέσα στο όνειρο». Επειδή με
ενδιαφέρει και μένα το όνειρο τόσο ως δημιουργική διαδικασία όσο και ως
κατάσταση του μυαλού, θα ήθελα να το θίξουμε στην κουβέντα μας.
Τ.Φ.: Όταν η Μάρβα
τελείωσε τις σπουδές της, έκανε συναυλίες με διασκευασμένο υλικό. Βλέποντάς την
να παίζει σε σχήματα έχοντας συνθέσει κομμάτια, ένιωσα την ανάγκη να της προτείνω
να κάνει κάτι δικό της.
Όχι γιατί δεν μπορείς να
εκφραστείς μέσω του υλικού ενός άλλου ανθρώπου, αλλά αν έχεις αυθεντικό, καλλιέργησε
και εξέλιξέ το. Πολλοί, ωστόσο, βιώνουν αμφιβολίες και φοβία συγκρίνοντας τη
δουλειά του με ήδη υπάρχουσες και μεγάλες.
Εδώ υπεισέρχεται το όνειρο
το οποίο, με την έννοια του ορίζοντα, έχει συρρικνωθεί στην εποχή μας. Όταν,
αντιθέτως, ξεκινούσαμε τη συνεργασία μας με την Μάρβα βλέπαμε έναν πολύ πιο
μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Εξακολουθούν να
κινητοποιούν και να τροφοδοτούν η επιθυμία, η φαντασία, η φαντασίωση τις δημιουργικές
ανησυχίες και των δυο σας;
Τ.Φ.: Όντας «old school» με την έννοια του ρομαντικού,
σίγουρα μας κινητοποιεί. Το όνειρο, για εμάς, βρίσκεται στην άλλη πλευρά του
χάρτη και του φράχτη. Αυτό, βέβαια, ενέχει και ανασφάλεια.
Δε μου αρέσει ο όρος
«ωριμότητα» με την έννοια της προσαρμογής, της υποχώρησης, της μη εξέλιξης.
Μπορεί τα όσα λέω να
ακούγονται αφαιρετικά, αλλά πραγματώνονται στη μουσική μας, και στην
παραμικρότερη λεπτομέρειά της.
Δυσχεραίνουν καμιά φορά η
τυχόν ανασφάλεια και οι αμφιβολίες τη δημιουργική διαδικασία; Και πώς τις υπερβαίνετε;
Μ.Β.: Είμαι πιο επιρρεπής
σε αμφιβολίες και πραγματίστρια. Έχω την αίσθηση ότι η πραγματικότητα προσπαθεί
διαρκώς να συνθλίψει το όνειρο.
Ίσως παλαιότερα
ονειρευόμουν πως θα αλλάξω τα πράγματα, ενώ τώρα βλέπω ότι είναι πιο δύσκολο.
Κάποιες φορές έχω τη δύναμη να το κάνω, άλλες όχι.
Αυτό, άρα, που ανά πάσα
στιγμή μου συμβαίνει αντικατοπτρίζεται και στα κομμάτια, καθώς εγώ γράφω τους στίχους.
Μπορεί, επομένως, να
ξεκινώ με την προοπτική να γράψω επιτέλους έναν ευχάριστο στίχο, αλλά
για κάποιον λόγο τα πράγματα δεν πάνε καλά κι όλα βυθίζονται στο σκοτάδι.
Σε κάθε περίπτωση, η συγγραφή
των στίχων αποτελεί ένα ανοιχτό πεδίο. Μπορεί να ξεκινήσει από μία βάση, αλλά
μετά από συζήτηση μεταξύ μας να κινηθεί σε άλλη κατεύθυνση.
Η φωνή σου, Μάρβα, έχει
ιδιαίτερη ποιότητα και χροιά, αποτελώντας έναν πρώτο πόλο έλξης και σημείο
εισόδου για μένα στο σύμπαν που χτίζετε. Σε ένα δεύτερο επίπεδο βρίσκονται τα
ηχοτοπία. Σε ένα τρίτο, το στιχουργικό.
Όσο, λοιπόν, κι αν κι εγώ
δυσανασχετώ με την έννοια της «ωριμότητας», η συνύφανση των τριών αυτών
επιπέδων στη δουλειά σας αποπνέει, κατά τη γνώμη μου, μια ορισμένη ωριμότητα.
Μ.Β.: Δε γνωρίζουμε μια
μεθοδολογία ξεκινώντας τη σύνθεση ενός κομματιού. Το ίδιο το κομμάτι μάς οδηγεί,
γεγονός το οποίο βρίσκω πολύ δημιουργικό.
Τ.Φ.: Ιδιοσυγκρασιακά και
από άποψη ταχύτητας εργαζόμαστε με διαφορετικό τρόπο. Εγώ, ας πούμε, «σκάβω»
στην περιοχή μου για να μην εισβάλει κάποιος άλλος.
Η Μάρβα έχει τον τρόπο της
να περνάει το «χαντάκι». Μου δίνει την άδεια να μπω στον χώρο της κι εγώ της δίνω
να μπει στον δικό μου.
Έτσι, στο τέλος η
συνεργασία μας είναι πολύ γόνιμη και υπάρχει ένας κοινός παλμός τον οποίο
νιώθουμε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Παρά τη μοναξιά που κι οι δυο βιώνουμε,
το χέρι είναι πάντα απλωμένο και προχωράμε μαζί.
Υπάρχουν άνθρωποι και σχήματα
με τους οποίους και τα οποία αισθάνεστε ότι συγγενεύετε μουσικά και ευρύτερα εντός
μιας κοινότητας περισσότερο παρά σκηνής, πέρα από προγραμματισμένες συναυλιακές
συμπράξεις;
Μ.Β.: Δε νιώθω πως
υπάρχει μια τέτοια σκηνή. Εσύ;
Τ.Φ.: Σε λάιβ πηγαίνουμε
και ό,τι υπάρχει διαθέσιμο από τα σχήματα τα οποία θα συμμετάσχουν στη συναυλία
της Παρασκευής
14 Νοεμβρίου το έχουμε ακούσει, αλλά δεν αισθάνομαι πως υπάρχει σκηνή.
Η εποχή τείνει να γίνει
όλο και πιο ατομικιστική, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που αυτό
ενέχει.
Μ.Β.: Δημιουργείται,
ωστόσο, σκηνή από ανθρώπους οι οποίοι παίζουν ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής,
για παράδειγμα τζαζ.
Τ.Φ.: Πλέον, όμως, υπό τη
γενική «ομπρέλα» «ποπ», «ροκ», «τζαζ» μπορείς να ακούσεις συνθέσεις που απέχουν
πολύ από το αρχικό πεδίο.
Οπότε, αν χρησιμοποιήσω έναν
μεγεθυντικό φακό, θα ανακαλύψω ατομικότητες και η καθεμιά θα είναι από μόνη της
ένα στιλ και μια σκηνή.
Δε χρειάζεται να ανήκει
πια κάπου κάποιος για να εκφραστεί. Αυτό, το θεωρώ πλεονέκτημα.
Δημοσιογραφικά, και
προκειμένου να συνεννοηθούμε, μπορεί να τοποθετηθεί μια ταμπέλα, αλλά δεν έχει
ενδιαφέρον.
Εξίσου μη
ταξινομήσιμη είναι κι η δική σας μουσική δημιουργία.
Μ.Β.: Δεν υπάρχει καν
κοινή «ομπρέλα» σε όλα τα κομμάτια. Ανέκαθεν ήταν πολύ σημαντικό για μένα να
έχω τον δικό μου χαρακτήρα σε αυτό που κάνω χωρίς να μιμούμαι κάποιον, αν και
είμαι ένα μίγμα ακουσμάτων που έχω ανά τα χρόνια.
Τ.Φ.: Ο μουσικός δε
γίνεται να μη μιμηθεί, έστω και μέσω της εκπαίδευσης.
Χρειάζεται θάρρος για να απομακρυνθούμε
από τη μίμηση και την απλή αναδιατύπωση, κι αυτό έγκειται στο ότι θα δημιουργήσω
κάτι, θα συγκρουστώ μ’ αυτό και μετά θα πάω παρακάτω.
Δε θα διστάσω, δε θα
σκεφτώ αν είναι καλό ή όχι ή τι θα πει ο κόσμος. Όταν η δημιουργία συνιστά σε
μεγάλο βαθμό λογοκλοπή, αυτό συμβαίνει γιατί δεν τολμάμε να κάνουμε όσα μάς υπαγορεύει
ο ίδιος μας ο εαυτός.
Ας τολμήσουμε, λοιπόν, να
πούμε «όχι» ακόμα και σ’ αυτά τα οποία θαυμάζουμε και ας ακολουθήσουμε ένα
διπλανό «μονοπάτι». Όλα τα μουσικά «μονοπάτια» δύσβατα είναι, άλλωστε. Θέλει
θάρρος η πρωτοτυπία και η αυθεντικότητα.
Δραττόμενος από τον τίτλο
του πιο πρόσφατου σινγκλ σας, The Woman I Left Behind, πόσο σημαντικό είναι να
αφήνεις πίσω σου ανθρώπους, καταστάσεις, συνθήκες, για να μπορέσεις να συνεχίσεις
προς άλλες κατευθύνσεις;
Μ.Β.: Όταν η πραγματικότητα
συνθλίβει το όνειρο, πρέπει, όσο μπορούμε, να κρατάμε κομμάτια του εαυτού μας ζωντανά,
να διατηρούμε το βλέμμα μας στραμμένο στο μέλλον και να γινόμαστε οι καλύτερες
εκδοχές του εαυτού μας.
Τ.Φ.: Η Μάρβα έχει έναν
τρόπο να πατάει στέρεα στο έδαφος.
Εγώ, πάλι, θέλω να ανοίγω
τη μηχανή, να εξετάζω όλα τα καλώδια και τους αρμούς και να φαντάζομαι τον
δημιουργό. Να βρίσκω μια αρχή, μια αφετηρία. Μου προσφέρει ασφάλεια.
Οπότε, δεν είναι
απαραίτητα αισιόδοξο το μέλλον. Aκριβώς
εκεί, όμως, κρύβεται κι η αισιοδοξία, στο ότι δε μ’ ενδιαφέρει τι θα βρω
μπροστά μου, αλλά στο ότι κινούμαι.
Δεν υπάρχει κάτι να με
καθοδηγήσει, μια αρχή με την έννοια της εξουσίας, αλλά ένας μαγνήτης προς το
ανέφικτο, το ουτοπικό, ο οποίος με βοηθά να δημιουργήσω το φως ακόμα κι αν δεν
υπάρχει.
Να μη δεσμευόμαστε
εμμονικά με κάτι που είχαμε, καλό ή κακό. Ό,τι είναι αδρανές, φθείρεται.
Ευχαριστώ θερμά
τους Marva
Von
Theo
για
την παραχώρηση της φωτογραφίας τους.
Οι Marva Von Theo
μoιράζονται
τη σκηνή του Gagarin205 Live Music Space (Λιοσίων 205) την
Παρασκευή
14 Νοεμβρίου με τους Valisia Odell, τους Dramachine και την Bipolia.
Οι πόρτες ανοίγουν
στις 20:30.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου