Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Λίλλυ Μελεμέ: «Είναι ανάγκη να υπερασπιστούμε το δικαίωμά μας στη ‘λοξότητα’»

 

Λίλλυ Μελεμέ (Φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή)

Έμπειρη σκηνοθέτις και ηθοποιός, η Λίλλυ Μελεμέ αποκαλύπτει νέες διαστάσεις του κλασικού Υπογείου του Ντοστογιέφσκι μέσα από την «πειραγμένη» σκηνοθετική οπτική της στην παράσταση Παντβάλ* [Μια λοξή ματιά στο Υπόγειο].

Μια συζήτηση με την Λίλλυ Μελεμέ λίγο πριν πέσει η αυλαία της παράστασης στις 15 Απριλίου.

Είστε σκηνοθέτις και ηθοποιός με μακρά εμπειρία στο θέατρο. Γιατί επιλέξατε το θέατρο ως πεδίο έκφρασης, εξερεύνησης και ανακάλυψης και πώς συνυφαίνονται, στην περίπτωσή σας, η σκηνοθετική με την υποκριτική ματιά;

Το θέατρο έχει την μοναδική ικανότητα να συνενώνει με τρόπο αόρατο και μαγικό όλες τις μορφές τέχνης, αντλώντας κυρίως την πυρηνική, «πρώτη ύλη» του από την τέχνη της ίδιας της ζωής. Κι αυτό με γοήτευσε από την πρώτη στιγμή.

Επιπλέον, η θεατρική πράξη προϋποθέτει την δημιουργική συνύπαρξη και αλληλεπίδραση, τη γόνιμη συνάντηση διαφορετικών ανθρώπων κι αυτό είναι κάτι που αναζητώ συνεχώς και αδιαλείπτως:

Το «μαζί», πάνω και κάτω απ’ τη σκηνή, σε μια εποχή που γίνεται, δυστυχώς, ολοένα και πιο μοναχική.

Η διπλή μου ιδιότητα με επαναφέρει συχνά στο αρχικό ερώτημα: Γιατί κάνω θέατρο;

Για να μιλήσω με όρους ζωγραφικής - που αγαπώ ιδιαίτερα - θα έλεγα πως το κάνω για να μπορώ να «απομακρύνομαι» και να βλέπω τη μεγάλη εικόνα της ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων, χωρίς ποτέ να ξεχνώ τη σημασία της λεπτομέρειας και της μοναδικότητας της κάθε ανθρώπινης συμπεριφοράς ξεχωριστά.

Σκηνοθετείτε την παράσταση Παντβάλ* [Μια λοξή ματιά στο Υπόγειο], που παρουσιάζεται στο Θέατρο Art63.  Πώς οριοθετείται η «λοξότητα» στη σκηνοθετική οπτική σας γενικά και στην περίπτωση του εν λόγω κειμένου, ειδικά;

Δε θα μπορούσα να χαρακτηρίσω γενικά την σκηνοθετική οπτική μου ως «λοξή» γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν αρκετά μονοδιάστατο, περιοριστικό και εν τέλει, τολμώ να πω, βαρετό για μένα.

Κάθε ταξίδι είναι διαφορετικό κι εκεί έγκειται άλλωστε και η γοητεία του.

Η τολμηρή βουτιά μέσα στο σύμπαν του κάθε συγγραφέα και η σύνδεσή του με το σήμερα είναι πάντοτε μια καινούρια, ενδιαφέρουσα περιπέτεια, η οποία κρύβει άλλοτε μικρές και άλλοτε μεγάλες εκπλήξεις.

Προτιμώ να ξεκινώ αυτό το ταξίδι κάθε φορά, όσο γίνεται από το μηδέν, με καθαρό βλέμμα και ανοιχτή καρδιά.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, ο χαρακτηρισμός «λοξή ματιά» ήταν σχεδόν επιβεβλημένος από την ίδια τη διασκευή της Ηλέκτρας Θεολόγη πάνω στο σπουδαίο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι.

Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική εκδοχή του Υπογείου: πολυπρόσωπη, διαλογική, κοφτερή, καταιγιστική, προκλητική, παράξενα χιουμοριστική, αρκούντως σαρκαστική αλλά και βαθιά υπαρξιακή.

Πειραγμένη, με απροσδόκητο και δημιουργικό τρόπο, χωρίς να προδίδει, έχω την αίσθηση, στο ελάχιστο το βαθύτερο πνεύμα και τον προβληματισμό του συγγραφέα.  

Πόσο σημαντική είναι, κατά τη γνώμη σας, η λοξότητα ως αφηγηματική, διανοητική και εν τέλει πολιτική, με την ευρύτερη έννοια του όρου, στάση σε μια εποχή που δεν ευνοεί την απόκλιση σε οποιοδήποτε επίπεδο;

Τοποθετώντας την έννοια της «λοξότητας» σε ένα ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, θα την ταύτιζα περισσότερο με την έννοια της διαφορετικότητας και την μοναδικότητας κάθε ανθρώπινου πλάσματος και κατ’ επέκταση, κάθε ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Αναρωτιέμαι αν είναι ίδιον μόνο της δικής μας εποχής. Νομίζω πως όχι. Ο φόβος απέναντι στο «λοξό», στο «ξένο», στο «διαφορετικό από τη νόρμα» φωλιάζει βαθιά στα θεμέλια κάθε συστήματος, μικρού ή μεγάλου, κάθε μηχανισμού εξουσίας.

Συχνά καλλιεργείται επιμελώς, ιδίως στις μέρες μας, υπόγεια και ανεπαίσθητα. Πάντα όμως έχει τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα.

Και δε μιλάω προφανώς μόνο για τις μεγάλες, τρανταχτές, διαφοροποιήσεις (φυλής, θρησκείας, σεξουαλικής ταυτότητας, κτλ), αλλά και για εκείνες τις ελάχιστες αποκλίσεις από την κοινώς αποδεκτή συμπεριφορά, που μπορούν, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να οδηγήσουν έναν άνθρωπο στην απομόνωση από το κοινωνικό σύνολο και εν τέλει στην περιθωριοποίησή του.

Σε μια εποχή που, για παράδειγμα, η υπερβολική ευαισθησία εύκολα μεταφράζεται ως αδυναμία και ο πιο αργός ρυθμός αποτελεί ελάττωμα, καταλαβαίνει κανείς πως είναι ανάγκη να υπερασπιστούμε με νύχια και με δόντια το δικαίωμά μας στην μοναδικότητα, και -γιατί όχι- στην προσωπική μας «λοξότητα».


Κώστας Βασαρδάνης


Ένας ανώνυμος, μοναχικός αντιήρωας, αυτοεξόριστος σε ένα κυριολεκτικό και υπαρξιακό «υπόγειο», σε σύγκρουση με τον εαυτό του και τον κόσμο, σαν άλλη αλογόμυγα, είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου και της παράστασης.

Με συγκινεί, με προβληματίζει και συνάμα με ενοχλεί - και ως μυθιστορηματικός και ως θεατρικός ήρωας (εξαιρετικός ο Κώστας Βασαρδάνης). Ίσως γιατί καταφέρνει να μου θυμίσει κάτι από τον εαυτό μου. Εσάς, τι σας θυμίζει;

Τον άνθρωπο. Κάθε άνθρωπο. Ακόμα κι αυτόν που διστάζει  να παραδεχθεί και να φέρει στην επιφάνεια αυτή την σκοτεινή, αντισυμβατική του πλευρά. Μου θυμίζει τον εαυτό μου, τον συνάδελφό μου, τον γείτονά μου...

Δεν είναι τυχαίο που ο μοναχικός αντιήρωας του Ντοστογιέφσκι, τη μία στιγμή μας συγκινεί βαθιά και μας βάζει σε σκέψεις και την αμέσως επόμενη μπορεί να μας κάνει να δυσφορήσουμε, να γίνει πικρόχολος, σχεδόν αντιπαθής.

Είναι γιατί υψώνει μπροστά μας έναν ανελέητο καθρέφτη. Έναν καθρέφτη που αποκαλύπτει τα πάντα, χωρίς περιστροφές και ωραιοποιήσεις. Τα καλύτερα και τα χειρότερα που κρύβει ο καθένας μας μέσα του.

Ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι είναι ταυτόχρονα απολύτως γήινος, αληθινός αλλά και απολύτως διάφανος. Είναι ικανός για την υψηλότερη σκέψη και ταυτόχρονα για την πιο ποταπή πράξη.

Αν και γεμάτος ελαττώματα, πάθη και αδυναμίες, όπως όλοι μας, εκείνος διατηρεί, ωστόσο, βαθιά μέσα του κάτι αυθεντικό και ανεξάντλητο -μια «καύσιμη ύλη» ονείρου και φαντασίωσης- που θα έλεγα πως του προσδίδει και έναν χαρακτήρα, σχεδόν δονκιχωτικό.

«Τι είναι προτιμότερο; Μια μέτρια ευτυχία ή ένας υψηλός, τέλειος πόνος;» αναρωτιέται προς το τέλος της παράστασης και, παρόλο που δε δίνει απάντηση, εγώ είμαι σίγουρη πως θα διάλεγε χωρίς δισταγμό το δεύτερο.

«Και γιατί ταραζόμαστε; Γιατί κάνουμε τόσες ανοησίες; Και τι ζητάμε; Ούτε οι ίδιοι ξέρουμε. Κι αν όλα, όσα θέλαμε, τα αποκτούσαμε, πάλι θα υποφέραμε. Δεν έχουμε ιδέα τι θέλουμε», υποστηρίζει ο ήρωας και, δι’ αυτού, ο Ντοστογιέφσκι.

Τι σας ταράζει, περισσότερο, κυρία Μελεμέ, στον άνθρωπο, στην τέχνη, στην κοινωνία, στην πολιτική - σε εγχώριο και παγκόσμιο επίπεδο;

Θα επιλέξω ν’ απαντήσω κι εγώ με μια φράση του Ντοστογιέφσκι: «Την κοροϊδία δεν την αντέχω!»

Και τι ζητάτε -ή διεκδικείτε- από τον εαυτό σας και τους άλλους -ή με τους άλλους- στην καλλιτεχνική και εν γένει καθημερινότητά σας;

Περισσότερη αλήθεια. Περισσότερη ευγένεια, ανθρωπιά, αλληλεγγύη και ενσυναίσθηση. Περισσότερη τόλμη, περισσότερη φαντασία και λιγότερη λογική. Και ποιος ξέρει... Μπορεί δύο και δύο τελικά, κάποια στιγμή, να κάνουν πέντε.

Ευχαριστώ θερμά την Μαριάννα Παπάκη (Cont Act) για την καθοριστική συμβολή της στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Η παράσταση Παντβάλ* [Μια λοξή ματιά στο Υπόγειο], σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ, παρουσιάζεται στο Θέατρο Art63 (3ης Σεπτεμβρίου 63, πλατεία Βικτωρίας, Αθήνα) κάθε Δευτέρα και Τρίτη, 21:00, μέχρι και τις 15 Απριλίου.



Π.Ε. Δημητριάδης: «Προσπαθώ να μη με παίρνω πολύ στα σοβαρά»

 


Συνομιλώντας με τον Π.Ε. Δημητριάδη, ιδρυτικό μέλος των ιδιοσυγκρασιακών Κόρε.Ύδρο. και του διάδοχου σχήματος, Τα Παιδιά της Παλαιότητας, ενόψει των δύο συναυλιών τους την Πέμπτη 3 και την Παρασκευή 4 Απριλίου στην Αθήνα.

Σου γράφω από τη συννεφιασμένη Αθήνα, μέρα «εθνικής επετείου». Ποια είναι η σχέση σου με τις επετείους, «εθνικές» και πιο προσωπικές;

Σου απαντάω από το σπίτι μου στην Κέρκυρα, αναρρώνω από βαριά ίωση που με κράτησε στο κρεβάτι σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στην Αθήνα για την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ για τους Κόρε. Ύδρο. στο Άστορ και για τις τελευταίες πρόβες των Παιδιών της Παλαιότητας για τα live του Απριλίου.

Την ημέρα της εθνικής επετείου έφευγα οδικώς από την Αθήνα.

Θεώρησα ότι θα ήταν ευκολότερο από κάθε άλλη φορά, αλλά είχαν κλείσει κεντρικοί δρόμοι, με αποτέλεσμα οι δρόμοι από το Πολύγωνο, όπου έμενα, μέχρι τη Βεΐκου, να είναι μια πραγματική κόλαση. Οπότε τη βλαστήμησα δεόντως την επέτειο.

Κατά τ’ άλλα, όχι, η όποια σχέση μου με τις εθνικές επετείους διεκόπη στην πρώτη λυκείου, που βγήκα για τελευταία φορά παρέλαση. Μια απ’ τα ίδια και με τις προσωπικές, από τα 40 και μετά δε γιορτάζω ούτε τα γενέθλιά μου.

Οι Κόρε.Ύδρο. γεννήθηκαν το φθινόπωρο του 1993 και επί σειρά ετών παρέμειναν δραστήριοι στο (παρα)καλλιτεχνικό/underground κερκυραϊκό κύκλωμα μέσα από την κυκλοφορία κασετών και βιντεοκλίπ και τη διεξαγωγή DIY συναυλιών.

Απόσταγμα αυτής της περιόδου είναι το δισκογραφικό ντεμπουτο των Κόρε.Ύδρο, Αν Όλα Τέλειωναν Εδώ, που τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα της εγχώριας δισκογραφίας. Φοβόσασταν -τότε- ότι όλα θα τέλειωναν εκεί;

Προσωπικά είχα μια εμμονή με το τέλος, της ζωής, των σχέσεων, του κόσμου... Αναφορικά με τις σχέσεις μάλιστα, συνήθως το προετοιμάζω, το τέλος, από την πρώτη μέρα.

Νομίζω καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα χρόνια που ζούσα (στο κεφάλι μου) ως καρκινοπαθής, από τα 10 μέχρι τα 17 μου χρόνια. Έχω ξαναμιλήσει γι’ αυτό διεξοδικά.

Τέλος πάντων, ας πούμε ότι με ενέπνεε η ιδέα του τέλους, του πεπερασμένου. Νομίζω σ’ αυτή τη «λογική» δόθηκε και αυτός ο τίτλος στον εν λόγω δίσκο.

«Με λίγη προσπάθεια/ θα μπορούσα να γίνω/ ο πιο ενδιαφέρων καταθλιπτικός άνθρωπος στον κόσμο», τραγουδάς στον εν λόγω δίσκο. Πώς κατάφερες να μετασχηματίσεις την ψυχική σκοτεινιά σε καλλιτεχνική δημιουργία;

Είναι αυτό που σου είπα παραπάνω. Θυμάμαι στις εκθέσεις που έγραφα στο δημοτικό πάντα κάποιος πέθαινε στο τέλος.

Είχε καλέσει και μια δασκάλα τη μάνα μου γι’ αυτό. Τα τραγούδια αυτά, του πρώτου δίσκου, γράφτηκαν υπό το καθεστώς της πρώτης μου ενσυνείδητης υπαρξιακής αναζήτησης.

Προσπαθούσα να τοποθετήσω τον εαυτό μου μέσα στις σχέσεις υπό τη σκιά μιας πολύ ταραχώδους εισόδου στον κόσμο της σεξουαλικής ζωής. 

«Με χλεύασαν, γιατί δεν ήμουν σαν κι αυτούς/ Σου είπαν ‘Βγάλε τα γυαλιά’ και σε χαστούκισαν, / γιατί ζήλευαν την εφηβεία σου/ Μας πήραν τα παιχνίδια μας/ και τα κατέστρεψαν, / γιατί φοβούνταν τα όνειρά μας», τραγουδάς αλλού.

Τι ονειρευόσουν - και τι ονειρεύεσαι; Σε φοβίζουν καμιά φορά τα όνειρά σου;

Με τρόμαζαν κάποτε κάποια ερωτικά όνειρα ή όνειρα που σχετίζονταν με το θάνατό μου, που έβλεπα πολλά τέτοια στην εφηβεία μου.

Όταν έχω ερωτική σχέση, ένα σύνηθες όνειρό μου είναι η συνεύρεσή μου με όψεις της τελειότητας, που φυσικά δεν είναι τα πρόσωπα με τα οποία σχετίζομαι στην πραγματική ζωή.

Όταν έχω άγχος, βλέπω ότι είμαι χαμένος σε ανύπαρκτα μέρη κατά τα άλλα οικείων πόλεων.

Πρόσφατα είδα ένα πολύ τρομακτικό όνειρο, ίσως το πιο τρομακτικό που έχω δει ποτέ:

Ένα κάποτε προσφιλές μου πρόσωπο είχε διαπράξει ένα έγκλημα και, ως τιμωρία, σε σπίτι στο οποίο φιλοξενούμουν, σε τακτά χρονικά διαστήματα ακουγόταν ένας βόμβος, ο χώρος σκοτείνιαζε και σειόταν και από μια πόρτα εμφανιζόταν μια ομάδα γαϊδουρόμορφων τεράτων σκεπασμένη με ένα σεντόνι, ενώ ταυτόχρονα παρουσιαζόταν κι ένας πάνθηρας στη μέση του σαλονιού.

Η φρικιαστική αυτή παράσταση διαρκούσε μερικά λεπτά και ο χώρος επανερχόταν στην ήρεμη κατάστασή του μέχρι να ξαναρχίσει η ίδια ιστορία μετά από κάποια ώρα.

Το φοβερό είναι ότι μερικές μέρες μετά διεκόπησαν οριστικά οι σχέσεις μου με το πρόσωπο που στο όνειρο είχε διαπράξει το έγκλημα και για το οποίο τιμωρούμουν εγώ.

«Όχι πια έρωτες/ Δεν ξαναλέω πια πως συνέχεια σε σκέφτομαι, / δεν ξαναλέω πια πως σ’ αγαπώ/ Όχι πια έρωτες, / γιατί εσύ το ζήτησες/ και δεν μπορώ παρά να το δεχτώ». Είναι κι οι χαμένοι έρωτες «καύσιμο» για ζωή και δημιουργία;

Είναι το βασικό «καύσιμο». Τα 9 στα 10 τραγούδια μου εκκινούν από γεγονότα ερωτικής φύσεως. Και για ανθρώπους όπως εγώ, που τα όρια μεταξύ ζωής και δημιουργίας είναι συγκεχυμένα, τα πράγματα είναι ιδιαίτερα σκληρά...

«Είναι στιγμές που μας πνίγει η οργή/ Είμαστε τα παιδιά της άπληστης γενιάς/ και σαν το μήλο το χάρτινο οι ελπίδες μας/ στα χέρια των ανθρώπων που σκότωσαν την Τέχνη, / στα χέρια των ανθρώπων που κατέστρεψαν το μέλλον μας», απελπίζεσαι.

Γιατί «της άπληστης γενιάς»; Και ποιους -ή τι- εχθρεύεσαι περισσότερο;

Νιώθω ότι η γενιά η δικιά μου, που έζησε την ψηφιακή επανάσταση, χαρακτηρίζεται από μια απληστία. Ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος ανοιγόταν μπροστά της και, μοιραία, ήθελε να τον ζήσει σε κάθε του διάσταση.

Από την άλλη, γνωρίσαμε το χειροπιαστό, μεγαλώσαμε μ’ αυτό, με το χαρτί, το μολύβι, το βιβλίο, το άλμπουμ. Κάποια στιγμή βιώσαμε μια σύγχυση. Θέλω να πιστεύω πως προσωπικά έχω καταφέρει να κρατήσω τις ισορροπίες.

Πάντα ήμουν λίγο τεχνοφοβικός και ένιωθα άβολα με τις αλλαγές. Άργησα να πάρω υπολογιστή και κινητό, ακόμα και με το ευρώ είχα σοβαρό θέμα προσαρμογής.

Τώρα με το AI δεν έχω ασχοληθεί καθόλου, ούτε από περιέργεια, είναι κάτι που δε με ελκύει καθόλου, θα έλεγα μάλιστα ότι μου προκαλεί αποστροφή.

Οι Απλές Ασκήσεις στον Υπαρξισμό έκλεισαν τον «κύκλο» των Κόρε.Ύδρο. ανοίγοντας έναν καινούριο, εκείνο των Παιδιών της Παλαιότητας.

Τι έχει αλλάξει για σένα στο διάστημα που μεσολάβησε, υπαρξιακά και δημιουργικά, και τι προσδοκίες καλλιεργείς -αν το κάνεις- για το μέλλον; Παραμένεις «το γάλα μέσα στις μύγες»;

Δεν ξέρω αν παραμένω, αυτό που ξέρω είναι ότι ακόμα νιώθω έτσι. Ιδιαίτερες προσδοκίες για το μέλλον δεν έχω. Το μόνο που επιθυμώ αυτή τη στιγμή είναι να ανακτήσω την υγεία μου εν όψει των συναυλιών, γιατί έχω καταπονηθεί πάρα πολύ.

Έχω ταξιδέψει δύο φορές στην Αθήνα και μία στη Θεσσαλονίκη με το αυτοκίνητο σε διάστημα μικρότερο του ενός μήνα και στο μεσοδιάστημα αρρώστησα. Μεθαύριο (είναι Κυριακή τώρα που γράφω) ξαναφεύγω για Αθήνα.

Η είσοδος σε και η έξοδος από τις μεγάλες πόλεις με διαλύει ψυχολογικά. Πιο πολύ το αίσθημα πως βιώνω κάτι παρανοϊκό.

Το ίδιο μου συμβαίνει και όταν μπαίνω στα πλοία εταιρείας της γραμμής Κέρκυρα - Ηγουμενίτσα με τα αρχικά KL. H πλειοψηφία των παρκαδόρων της είναι αγενέστατοι και νευρικοί. Ουρλιάζουν, φτύνουν, χτυπάνε τα αυτοκίνητα.

Υπερβάλλω, αλλά όχι εντελώς. Την τελευταία φορά έπεσα πάνω σε ό,τι χειρότερο υπάρχει, έναν υπάνθρωπο που μας έκανε μπούλινγκ στο γυμνάσιο. Τώρα κάνει στους οδηγούς.

Κλείστηκα στο αυτοκίνητο για δέκα λεπτά μετά και χτυπούσα το κεφάλι μου στο τιμόνι. Είμαι εντελώς αθωράκιστος απέναντι στην ελληνική παράνοια.

Πρόσφατα άκουγα μία συνέντευξη ενός πολύ γνωστού συγγραφέα που έλεγε πως, αν δεν πας στρατό, δεν καταλαβαίνεις πώς είναι η υπόλοιπη κοινωνία.

Θυμήθηκα αυτόματα τη στιγμή που έπιασα έναν διοικητή και του είπα: «Αν μείνω, αυτοκτονώ». Ήταν η πιο αντικοινωνική στιγμή της ζωής μου. Και η πιο ηρωική συνάμα. Τέτοια κοινωνία αρνούμαι να την καταλάβω.

Aνέκαθεν συνθέτατε μια ποπ ιδιόμορφη, ιδιοσυγκρασιακή, ιδιοφυή, προσωπική, αιχμηρή, συχνά συγκινητική. Για κάποιους, η ποπ ειδολογικά είναι κάτι ελαφρύ, εφήμερο, ρηχό και φευγαλέο. Για εσένα, τι ήταν και τι είναι;

Είναι πολύ δύσκολη η ερώτησή σου. Αυτό που ξέρω είναι ότι από την πρώτη μέρα γράφω το ίδιο τραγούδι. Είναι το ποπ τραγούδι των ονείρων μου. Και μιλάω κυριολεκτικά. Το έχω ακούσει στον ύπνο μου, αυτό το τέλειο.

Πρόσφατα μάλιστα έγραψα δίσκο γεμάτο τέτοια μέσα σ’ ένα όνειρο. Αν πλησίασα ποτέ σ’ αυτό το ιδανικό, αυτή είναι η επιτυχία μου.

Τον Μάιο του 2013 δώσατε την τελευταία συναυλία σας ως Κόρε.Ύδρο. στο Gagarin 205, το «δεύτερο σπίτι σας». Τι σας συνέδεε με τον συγκεκριμένο χώρο;

Για μένα είναι ο χώρος που έμαθα τι θα πει σκηνή. Ήμουν ένα επαρχιωτάκι που δεν ήξερε πού του παν τα τέσσερα και ξαφνικά το 2006 βρέθηκα εκεί. Χωρίς να έχω παίξει ουσιαστικά πουθενά.

Το γεγονός ότι μου βγήκε σα να το έκανα χρόνια μού έδωσε δύναμη. Δέθηκα αμέσως με το χώρο, με περιέβαλε και ο Νίκος Τριανταφυλλίδης με την αγάπη του. Και κάπως έτσι προέκυψε το «δεύτερο σπίτι».

Το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για τους Κόρε.Ύδρο., Εδώ μιλάνε για λατρεία - Η ιστορία των Κόρε.Ύδρο., σάς επανέφερε στο (μιντιακό) προσκήνιο. Πώς διαχειρίζεσαι τη δημοφιλία, τη δημοσιότητα και τη σχέση με το κοινό;

Όλα αυτά τα χρόνια έχω περάσει από διάφορα στάδια. Την εποχή της αναπάντεχης επιτυχίας της Φτηνής Ποπ δυσκολεύτηκα αρχικά να τη διαχειριστώ.

Θυμάμαι ήθελα να αποσυρθεί ο δίσκος από τα δισκοπωλεία, ο ψυχίατρός μου τότε το είχε ονομάσει «success phobia». Το ξεπέρασα αμέσως, με το που μου το όρισε.

Στην πορεία αφέθηκα, κάναμε συναυλίες, το απολάμβανα. Μετά, κάποια στιγμή ξανάρχισα την ενδοσκόπηση. Ποιος είμαι, τι κάνω, πού ανήκω. Προσπαθώ να μη με παίρνω πολύ στα σοβαρά, νομίζω αυτό είναι το μυστικό.

Έτυχε να έχω κάποια ισχυρά βιώματα και κάποιες στιγμές έμπνευσης, να έχω ένα κομμάτι εαυτού έξω από νόρμες, ψυχολογικές, κοινωνικές...

Τώρα με το ντοκιμαντέρ ήρθαν πολλά νέα παιδιά, μιλήσαμε, αγκαλιαστήκαμε, βγάλαμε φωτογραφίες, τους υπέγραψα, μοιραστήκαμε πράγματα προσωπικά. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα, τόσο μικρές ηλικίες και τέτοια αμεσότητα.

Είμαι κι εγώ μεγάλος πια, δεν έχω απέναντί μου μόνο συνομηλίκους μου. Και το γεγονός ότι μου εκφράζεται όλο και περισσότερο πόση δύναμη έχω δώσει σε κάποια παιδιά, είναι η μοναδική μου καταξίωση.

Ευχαριστώ τον Π.Ε. Δημητριάδη για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Τα Παιδιά της Παλαιότητας εμφανίζονται ζωντανά στη Μουσική Σκηνή Βαβέλ (Πέτρου Ράλλη 29 και Κρήτης 1) την Πέμπτη 3 και την Παρασκευή 4 Απριλίου.

Τις συναυλίες ανοίγουν η Bipolia και οι Messier13, αντίστοιχα.

Το ντοκιμαντέρ του Βύρωνα Κριτζά, Εδώ μιλάνε για λατρεία - Η ιστορία των Κόρε. Ύδρο., προβάλλεται αποκλειστικά στον κινηματογράφο Άστορ από τη Δευτέρα 7 Απριλίου.



Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

This Eternal Decay: «Μόνο για την αγάπη αξίζει να πεθάνεις»

 


Συγκεράζοντας industrial, dark wave και synth wave ηχοτοπία, οι Ιταλοί This Eternal Decay αποτελούν ένα από τα πιο συναρπαστικά ευρωπαϊκά συγκροτήματα σ’ αυτό το πεδίο.

Συνομιλώντας με τον Riccardo Sabetti (φωνητικά, κιθάρες, συνθεσάιζερ, προγραμματισμός), εκ των ιδρυτικών μελών του γκρουπ, ενόψει της συναυλίας τους στην Αθήνα το Σάββατο 5 Απριλίου.

Πριν γίνετε οι This Eternal Decay, και τα τρία ιδρυτικά μέλη του γκρουπ είχατε μια αξιοσημείωτη μουσική ιστορία πίσω σας. Τι σας έφερε κοντά, αρχικά;

Μετά από πολλά χρόνια σε μια μπάντα που -ευτυχώς- κάνει περιοδείες, κυκλοφορεί άλμπουμ και έχει φανατικούς θαυμαστές, είναι φυσικό να νιώθεις την ανάγκη να εξερευνήσεις νέες περιοχές, να ξεκινήσεις από το μηδέν έξω από τη ζώνη άνεσής σου.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα γιατί όσοι σε ακολουθούν γενικά περιμένουν από εσένα να συνεχίσει; να κάνεις τα ίδια...

Η ίδρυση των This Eternal Decay ήταν αρχικά μια διέξοδος, αλλά με την πάροδο του χρόνου διαδραμάτισε μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή μας, σε σημείο που δεν ήταν πλέον απλώς ένα παράπλευρο έργο, αλλά, για κάποιους από εμάς, το κύριο μέσο έκφρασης.

Γιατί επιλέξατε να ονομάσετε το συγκρότημα με αυτόν τον τρόπο; Η επιλογή σας αντανακλά την άποψή σας για τη ζωή, την κοινωνία, την τέχνη ή/και τη μουσική;

Το όνομα This Eternal Decay σίγουρα προέρχεται από έναν προβληματισμό για την εποχή στην οποία ζούμε - όλα είναι σε αποσύνθεση, ασταθή και σε κίνδυνο...

Έμοιαζε σαν ένα κατάλληλο όνομα για τον κόσμο που βιώνουμε, ενώ και φωνητικά ακούγεται πολύ καλό.

«Χρειάζομαι κάτι για να αισθανθώ/ Κάτι για να ματώσω…/ Χρειάζομαι κάτι για να αισθανθώ/ Κάτι για να ματώσω...» τραγουδάς στο The Need από το ντεμπούτο σας, I chose an eternity for this. Για ποιο πράγμα θα μάτωνες/ «πέθαινες»;

Νομίζω ότι μπορεί να ακούγεται σαν μια απλή απάντηση, αλλά πιστεύω πως μόνο για την αγάπη -με την καθαρή και καθολική της έννοια- αξίζει να πεθάνεις, γιατί μόνο η αγάπη μετράει και έχει τη δύναμη να βελτιώσει τη ζωή μας.

«Θέλω να πάω σπίτι και να εξαφανιστώ/ Θέλω απλώς να πάω σπίτι και να εξαφανιστώ/ Θέλω να πάω σπίτι και να εξαφανιστώ/ Και να εξαφανιστώ... να εξαφανιστώ... να εξαφανιστώ...» απελπίζεσαι στο The Abyss. Τι αποκαλείς «σπίτι»;

Το «σπίτι» είναι εκείνο το μέρος όπου νιώθουμε ευτυχώς ευάλωτοι, όπου μπορούμε να εγκαταλείψουμε τις άμυνές μας και να ξεκουραστούμε...

Για κάποιους ανθρώπους, το «σπίτι» είναι το αγαπημένο τους πρόσωπο, για άλλους είναι η οικογένεια...

Για μένα, για παράδειγμα, είναι η μοναξιά - με την έννοια του να περνάω χρόνο με τον εαυτό μου με εποικοδομητικό τρόπο, να μαθαίνω διαβάζοντας ένα βιβλίο, παίζοντας μουσική, βλέποντας μια ταινία ή απλά χαλαρώνοντας με ένα βιντεοπαιχνίδι.

«Καθόλου χρόνος, Κανένας Θεός/ Καμία αγάπη, Κανένα μέλλον/ Θα εγερθούμε ξανά για να τραγουδήσουμε για πάντα/ Θα εγερθούμε ξανά για να τραγουδήσουμε αυτόν τον μελλοντικό ύμνο», διακηρύσσεις στο Future Anthem, από το Silence, το δεύτερο άλμπουμ σας.

Ακούγεται αρκετά μηδενιστικό. Πιστεύεις σε κάτι;

Το να πιστεύεις γίνεται πιο δύσκολη με την πάροδο του χρόνου. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορείς μόνο να ελπίζεις.

Δεν υπάρχει χρόνος γιατί κινείται υπερβολικά γρήγορα και πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε γρήγορα για να εκτιμήσουμε αυτό που μας δίνεται.

Δεν πιστεύω στον Θεό - ποτέ δεν πίστεψα. Στην πραγματικότητα, είμαι πεπεισμένος πως όλες οι θρησκείες είναι απλώς ένα μέσο ελέγχου των ανθρώπων.

Η αγάπη υπάρχει, αλλά είναι εξαιρετικά σπάνια. Σε αυτήν την εποχή του ατομικισμού, η εύρεση αγάπης μεταξύ των ανθρώπων γίνεται όλο και πιο δύσκολη.

Όσο για το μέλλον, αναρωτιέμαι κάθε μέρα... Υπάρχει μέλλον;

«Περιμένω τον καιρό μου/ Αυτή η ζωή είναι σαν μία νυκτωδία», συμπεραίνεις στο Nocturne, από το αγαπημένο μου άλμπουμ σας, Nocturnæ. Υποθέτω ότι αυτή η κυκλοφορία είναι ένα «απόσταγμα» της εποχής της «πανδημίας» του Covid 19.

Θα ήθελες, λοιπόν, να αναλύσεις την εμπειρία σας από εκείνη την περίοδο και το πώς σταδιακά αποφασίσατε να τη μεταφράσετε σε στίχους και μουσική;

Όλοι έπρεπε να βρούμε κάτι για να περάσουμε εκείνη την περίοδο - ήταν περισσότερα από δύο σουρεαλιστικά χρόνια, όπου όλα τέθηκαν ξαφνικά υπό αμφισβήτηση από τη μια μέρα στην άλλη.

Είχαμε μόλις ολοκληρώσει μια περιοδεία 24 συναυλιών σε έναν μόνο μήνα στη Γερμανία και μια εβδομάδα μετά την επιστροφή στο σπίτι, άρχισε το λοκντάουν...

Μετά τους πρώτους έξι μήνες, δεν ήμουν πλέον σίγουρος ότι τα πράγματα θα μπορούσαν ποτέ να επανέλθουν στην προηγούμενη μορφή τους. Και πράγματι, βγήκαμε από αυτό δύο χρόνια αργότερα, αλλά ο κόσμος είχε αλλάξει...

Το Nocturnæ ήταν ο τρόπος μου να ενσωματωθώ στον κόσμο εκ νέου μετά από μια μακρά αισθητηριακή συσκότιση.

Στο ABSØLUTIØN, την τέταρτη κυκλοφορία σας, συνθέτετε «Έντεκα ‘δολοφονικές μπαλάντες στο συνθεσάιζερ’ που αντιμετωπίζουν το θέμα της αγάπης ως συναίσθημα ανάπτυξης ή καταστροφής ταυτόχρονα υπό διάφορες πτυχές».

Πώς εξισορροπείτε αυτές τις πτυχές της αγάπης;

Έχω γίνει πολύ κυνικός τα τελευταία δύο χρόνια λόγω κάποιων πολύ αρνητικών προσωπικών εμπειριών. Δεν ξέρω αν θα μιλούσα για ισορροπία αν έγραφα τώρα το ABSØLUTIØN.

Ίσως το πιο πιθανό, τώρα βλέπω πως υπάρχει αγάπη, αλλά είναι εξαιρετικά σπάνια, όπως προανέφερα. Τις περισσότερες φορές, βρισκόμαστε σε καταστάσεις ευκολίας ή μοναξιάς που λανθασμένα περνάνε για αγάπη...

Πιστεύω ότι χρειάζεται πολύ περισσότερη τύχη παρά ισορροπία.

«Κανένας δε βγαίνει ζωντανός από την αγάπη», προσθέτεις. Πώς καταφέρνεις, λοιπόν, να διατηρείς τη βιολογική αλλά και δημιουργική ζωτικότητα ενώ κουβαλάς τα τραύματά σου;

Είμαστε ζώα στην τελική, ζούμε από ένστικτα, οπότε «αναγκαζόμαστε» να προχωράμε μπροστά παρά τις ουλές και συχνά υποπίπτουμε στα ίδια λάθη.

Το Spettro, το πιο πρόσφατο άλμπουμ σας (Ιανουάριος 2025), «εντρυφά βαθιά στις σκιώδεις γωνιές του ανθρώπινου συναισθήματος, εξερευνώντας μια σπείρα αυτοκαταστροφής τροφοδοτούμενη από τα σκληρά αναπόφευκτα της ζωής».

Πώς ξεπερνάς αυτό το οποίο φοβάσαι περισσότερο;

Δεν καταφέρνουν όλοι να ξεπεράσουν τη σκοτεινή πλευρά της ζωής. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που αγωνίζονται να επιβιώσουν συναισθηματικά, συμβαίνει σε όλους.

Μου συμβαίνει πολύ συχνά. Η μουσική με βοηθάει, όπως και τα αγαπημένα μου πρόσωπα... Όλα έχουν να κάνουν με το τι χτίζουμε για τον εαυτό μας για να τα καταφέρουμε και να παραμείνουμε άνθρωποι.

Εκτός από το άγχος, τον φόβο και το πάθος, τι άλλο θα εξαπολύσετε στο κοινό της πολυαναμενόμενης συναυλίας σας στην Αθήνα το Σάββατο 5 Απριλίου στο Death Disco;

Θα είναι μια πολύ έντονη, σωματική και δυναμική συναυλία...

Θέλουμε να είναι ένα συνεχές κρεσέντο συναισθημάτων για μιάμιση ώρα.

Θα υπάρξει πολύς ιδρώτας, χορός και στιγμές για να νιώσετε βαθιά.

Η setlist που έχουμε ετοιμάσει για αυτήν την περιοδεία περιλαμβάνει μερικά κομμάτια από το Spettro αλλά και μερικά τραγούδια από προηγούμενα άλμπουμ τα οποία δεν έχουν παιχτεί ποτέ ζωντανά.

Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να προσκαλέσω τους πάντες να βιώσουν ό,τι δημιουργούμε.

Οι This Eternal Decay εμφανίζονται ζωντανά το Σάββατο 5 Απριλίου στο Death Disco (Ωγύγου 16 & Λεπενιώτου 24, Ψυρρή).

Τη συναυλία ανοίγουν οι The Man & His Failures.



Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Ζάχρα Πουραζίζι: «Η αποστασιοποίηση κι ο ξεριζωμός έχουν κατακερματίσει το είναι μου»

 

Ζάχρα Πουραζίζι (Φωτογραφία: MoHo Pourazizi)

Ιρανικής καταγωγής και αυτοεξόριστη στο Παρίσι, η Ζάχρα Πουραζίζι είναι μια από τις πιο ιδιαίτερες και αιχμηρές σύγχρονες ποιητικές -και όχι μόνο- φωνές.

Συζητώντας μαζί της σε βάθος για τη γραφή, την ποίηση, την εξορία, την (αυτο)λογοκρισία, το Ιράν, την Ευρώπη και την Παλαιστίνη, με αφορμή την ανθολόγηση της δουλειάς της στο τρέχον τεύχος του περιοδικού Τεφλόν.

«Στην ποίησή της, δε σταματά ποτέ να επινοεί τη δική της γλώσσα μέσα στην περσική γλώσσα. Στα ποιήματά της εξερευνά έναν ολόκληρο σιωπηλό, εγκαταλελειμμένο, άρρητο ή άγραφο κόσμο», γράφει ο κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής Parham Shahrjerdi για την ποίησή σου.

Ανακαλύπτεις και σμιλεύεις τη δική σου γλώσσα και φωνή μέσα από την ποίηση; Σε ποιον βαθμό και με ποιους τρόπους νιώθεις συνδεδεμένη με -ή αποκομμένη από- τη μακραίωνη περσική/ιρανική ποιητική παράδοση;

Η γραφή στα περσικά μού δίνει ελευθερία και μου επιτρέπει να δημιουργήσω τη γλώσσα μου, αποδομώντας και παραβιάζοντας μια σειρά κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών κανόνων, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων της γραμματικής και της σύνταξης.

Εξ ου και είναι μια γλώσσα η οποία μου ανήκει. Για μένα, η ποίηση εμφανίζεται στο συμβολικό μητρώο. Το να σκέφτεσαι την ποίηση, επομένως, σημαίνει να απελευθερώνεις τη γλώσσα από τον εαυτό της.

Σίγουρα, στη μορφή και το περιεχόμενο αυτών που γράφω, υπάρχει μια φωνή, η δική μου φωνή, ένας λόγος που παραμένει πάντα τουλάχιστον ένα μέρος, σε διαφωνία με τη γλώσσα ως διατομική αντικειμενικότητα.

Διαφορετικά ποιήματα είναι αγκυροβολημένα στη μνήμη της γραφής μου. Η σύγχρονη ποίηση με την οποία είμαι συνδεδεμένη είναι μέρος της συνέχειας της σύγχρονης περσικής ποίησης, που ξεκίνησε από τον Nima Youchidj στις αρχές του 20ού αιώνα.

Ως έφηβη, ανακάλυψα τη σημασία και τον αντίκτυπο του έργου του χάρη σε σύγχρονους ποιητές των επόμενων γενεών.

Διαβάζω εκτενώς την κλασική λογοτεχνία από μικρή,

Νομίζω, ωστόσο, ότι η κλασική ποίηση θα μπορούσε να καταπνίξει και να περιορίσει το ποίημα ή να το αναγκάσει σε μια μουσικότητα και μια ποικιλόμορφη και μετρική αισθητική που κατά τη γνώμη μου υποτάσσουν τη γλώσσα σε προνεωτερικές λογικές και οριοθετούν το νόημα και τη φαντασία του ποιήματος.

Είναι ο «σιωπηλός, εγκαταλελειμμένος, ανείπωτος ή άγραφος κόσμος» όπου αναφέρεται ο Parham Shahrjerdi αυτός με τον οποίο αισθάνεσαι ιδιαίτερα εξοικειωμένη πολιτιστικά, κοινωνικά και ταξικά; Και αν ναι, γιατί;

Η εξωτερική άποψη υπερβαίνει το πεδίο ανάλυσής μου.

Με έναν υποκειμενικό τρόπο, καταλαβαίνω ότι αυτός ο άγραφος και άρρητος κόσμος τον οποίο υπαινίσσεται ο Parham Shahrjerdi είναι και ο γλωσσικός κόσμος (απαγορευμένες ή ταμπού λέξεις), η ποιητική μορφή (σε όρους καινοτομίας και παράβασης) και ο ανθρώπινος και κοινωνικός κόσμος (περιθωριακά άτομα).

Το σώμα είναι πανταχού παρόν στην ποίησή μου, ιδιαίτερα το γυναικείο σώμα, το οποίο έχει λογοκριθεί, απαγορευτεί, εξαφανιστεί και νοικοκυρευτεί στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Τεχεράνη, από μια καλλιεργημένη, μεσοαστική οικογένεια.

Έχω ορισμένα πολιτιστικά και κοινωνικά κεφάλαια -δανείζομαι τις έννοιες του Πιερ Μπουρντιέ- που δε μου δίνουν πρόσβαση στα μέσα για να ανακαλύψω από κοντά περιθωριοποιημένους κοινωνικο-γεωγραφικούς κόσμους ή να αγγίξω το δέρμα της πραγματικότητάς τους.

Θυμάμαι να φαντάζομαι αυτούς τους κόσμους και αυτούς τους ανθρώπους και να διαβάζω τις ιστορίες τους σε βιβλία ή εφημερίδες όταν ήμουν έφηβη.

Αλλά ως ενήλικη, ξέρω πολλά περισσότερα και πολύ καλύτερα. Θα έπρεπε να φανταστούμε και να δημιουργήσουμε το αδύνατο.

Αν μια λέξη περιοριζόταν στο τίποτα, θα την έγραφα, και αν ένα άτομο καταδικαζόταν στη σιωπή, θα τον έβαζα να μιλήσει στα γραπτά μου.

«Το εγώ μου πραγματώνεται μέσα στον ύπνο του χρόνου. [...] Άθικτη, η νύχτα παραμένει», γράφεις στο ποίημα Ο χρόνος.

Mε ποια έννοια το εγώ -ατομικό και συλλογικό- «πραγματώνεται στον ύπνο του χρόνου»; Και πώς συνδέεσαι με τον πυκνό ιστορικό χρόνο, τόσο ως ποιήτρια ιρανικής καταγωγής και ως άτομο;

Έγραψα αυτό το ποίημα στα περσικά σε μια εποχή που ο χρόνος μου φαινόταν παγωμένος. Ένιωθα το βάρος του χρόνου, σαν το κεφάλι ενός κοιμισμένου ακουμπισμένου στον ώμο ενός άλλου.

Τα εμπόδια μεταξύ των γλωσσών δε μου επέτρεψαν να βρω μια τέλεια ισοδυναμία του αρχικού ρήματος στα γαλλικά που είναι ένας συνδυασμός δύο λέξεων.

Οπότε, έπαιξα με αυτή τη φράση και τη χειραγώγησα.

Στα περσικά υπάρχει η δυνατότητα αφαίρεσης του υποκειμένου από την πρόταση, γιατί η προσθήκη του επιθέματος του συζυγούς ρήματος αφαιρεί την απόλυτη αναγκαιότητα της παρουσίας του υποκειμένου.

Αποφάσισα να αποδομήσω το ρήμα και να κατασκευάσω την πρόταση στα γαλλικά με έμφαση στο θέμα «εγώ». Στο ασυνείδητο του ποιήματος, ίσως, αυτό το «εγώ» είναι ένα συλλογικό «εγώ».

Στη διάρκεια της λογοτεχνικής Ιστορίας της περσικής γλώσσας, και ειδικότερα της Ιστορίας της νεωτερικής και σύγχρονης λογοτεχνίας, αρκετοί Ιρανοί διανοούμενοι, ποιητές και συγγραφείς έχουν αυτοκτονήσει ή φονευθεί από την κυβέρνηση.

Τα βάσανα του «εγώ» αυτών των εξαφανισμένων ψυχών αντηχούν στην ψυχή του είναι μου ως ιρανικής καταγωγής συγγραφέως.

Γράφεις και στα φαρσί και στα γαλλικά και μεταφράζεις τα ποιήματά σου. Εξελίσσεσαι τόσο ως ποιήτρια όσο και ως άνθρωπος μέσα από αυτήν τη συνεχή διαδικασία;

Είναι μια συνεχής αναζήτηση στις γλώσσες μου, τα περσικά και τα γαλλικά.

Όταν γράφω στα περσικά, μερικές φορές βρίσκομαι να μεταφράζω ασυναίσθητα μια έκφραση ή μια λέξη στα γαλλικά και αντίστροφα. Είναι αλληλένδετο, μερικές φορές ακόμα και επώδυνο, γιατί μέσω της υπερβολής, οι γλώσσες μπορούν να χαθούν.

Η γραφή μου στα γαλλικά, η οποία τις περισσότερες φορές είναι επανεγγραφή και αναψυχή, περιέχει κατάλοιπα της περσικής, της τονικότητάς μου, της γλωσσικής μου φαντασίας.

Η εξέλιξή μου ως ποιήτριας είναι αναπόφευκτα μια εξέλιξη ως ατόμου που κατοικεί δύο γλώσσες. Η ποίησή μου αγγίχθηκε και χτυπήθηκε από αυτή τη διγλωσσία, αυτά τα μπρος πίσω και αυτό το απέραντο ταξίδι.

Τα ποιήματά σου απαγγέλλονται συχνά κατά τη διάρκεια δίγλωσσων αναγνώσεων και παραστάσεων στο ραδιόφωνο με τη συνοδεία μουσικής ή σύγχρονου χορού.

Γιατί είναι απαραίτητη για σένα η επιτελεστική -και, γενικά, η συλλογική- διάσταση της ποιητικής διαδικασίας;

Η ιδέα να ερμηνεύσω την ποίησή μου μου ήρθε χάρη σε φίλους στον καλλιτεχνικό και εναλλακτικό κόσμο του Παρισιού που με προσκαλούσαν μερικές φορές σε ραδιοφωνικές εκδηλώσεις ή σε φεστιβάλ μουσικών παραστάσεων.

Η απαγγελία ποιημάτων με μεταφέρει σε έναν χώρο διαφορετικό από αυτόν ο οποίος μου είναι οικείος ως συγγραφέα. Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων ποίησης, το κοινό, ακροατής ή θεατής, δένεται μαζί της μέσω της ακρόασης και της σιωπής.

Πιστεύω ότι η ποίηση δημιουργείται σε δύο στιγμές, τη στιγμή της γραφής και τη στιγμή της ανάγνωσης, όπου το ποίημα ενσαρκώνεται στη φωνή και παίρνει μια σωματική διάσταση.

Η ποίησή μου έχει ρίζες στο είδος της μυθοπλασίας, έχω μεγάλο ενδιαφέρον για την αφήγηση.

Το «εγώ» στα ποιήματά μου δεν είναι αυτοβιογραφικό, με άλλα λόγια, η τροπικότητά του καθορίζεται περισσότερο από το μέλλον παρά από το παρελθόν.

Ταυτόχρονα, όταν απαγγέλλω τα ποιήματά μου, ακούω ξανά τον εαυτό μου, γίνομαι ακροάτρια του δικού μου ποιήματος, βγαίνω από τη γραφή μου, γυρίζω και την κοιτάζω στα μάτια.

Να προσθέσω επίσης πως η περσική ποίηση έχει μια πλούσια ρητορική παράδοση, που χρονολογείται από την αυγή του χρόνου.

Με τη φόρτιση των συναισθημάτων στη φωνή, η ποίηση μπορεί να ταράξει τον ακροατή και να σκίσει την καρδιά του. Αυτή η εμπειρία δε μοιράζεται μόνο μέσω της γραφής.

Το Objet(s) Perdu(s) είναι η τελευταία σου συνεργασία με τον μουσικό Nicolas Jorio. Θα ήθελες να αναλύσεις την ιδέα και τον στόχο αυτής της συνεργασίας και την αποδοχή της από το κοινό στη Γαλλία;

Το πρότζεκτ Objet(s) Perdu(s) έχει εξελιχθεί υπό τον τρέχοντα τίτλο Z&N, και είναι ένα έργο σε εξέλιξη. Πρόκειται ένα άλμπουμ σε μια σειρά τριών δίσκων, ο πρώτος εκ των οποίων έχει υλοποιηθεί.

Το άλμπουμ αποτελείται από ποιήματα από την τελευταία μου ποιητική συλλογή στα περσικά και ηχητικά και μουσικά κομμάτια - πολυοργανικά και πειραματικά του Nicolas.

Είναι ένας διάλογος ανάμεσα στην ποίηση και τη μουσική, τα σύμπαντά μας, τις δημιουργίες και τα οράματά μας.

Έχοντας εμφανιστεί σε δύο φεστιβάλ στο Παρίσι, ηχογραφήσαμε τη φωνή μου και υποβάλαμε αίτηση για καλλιτεχνική κατοικία στο Παρίσι. Στο τέλος της κατοικίας, οργανώσαμε μια συλλογική ακρόαση.

Η υποδοχή του έργου καθώς και η ανταπόκριση από το κοινό ήταν θετικές, τόσο από τους επαγγελματίες όσο και από τους μη επαγγελματίες.

«Το να είμαι στην Ευρώπη αποκομμένος από [την κοινότητά μου] είναι ένας περιορισμός από μόνος του. Το να μη σε γαλουχεί ένα περιβάλλον ενώ προσποιείσαι ότι είσαι ακόμα μέρος του είναι μια πρόκληση», δήλωσε πρόσφατα ο φυγάς Ιρανός σκηνοθέτης Μοχαμάντ Ρασούλοφ.

Σε ποιον βαθμό και με ποιους τρόπους η χωρική σου αποστασιοποίηση από την καθημερινή σύγχρονη ιρανική πραγματικότητα διαμόρφωσε ή/και επηρέασε τη δουλειά σου;

Είναι μια ρήξη. Δε ζω πλέον στο Ιράν, επομένως δεν έχω πια καμία αυθεντική γνώση ή προσωπικές εμπειρίες. Ωστόσο, βιώνω άλλες πραγματικότητες που με εμπνέουν και μία από αυτές είναι όσα συμβαίνουν στο Ιράν.

Είναι μια πραγματικότητα την οποία βιώνω εξ αποστάσεως και με τις πληγές της εξορίας.

Ο ξεριζωμός διαταράσσει τον κόσμο του ατόμου, αποδυναμώνει και ταυτόχρονα βαθαίνει το είναι του. Είναι ένα γεγονός που σηματοδοτεί φρικτά τη σχέση με τη ζωή και τον θάνατο.

Η αποστασιοποίησή μου, ωστόσο, είναι τόσο χωρική όσο και χρονική και με κάνει να χάνω λέξεις, αγαπημένα πρόσωπα, αναμνήσεις. Αυτή η εμπειρία ξύπνησε μέσα μου μια φωνή που επιδιώκει να πει, να αφηγηθεί και να εκφραστεί μέσω της γραφής.

Το γεγονός αυτό επηρέασε αναγκαστικά τη σύνδεσή μου με την περσική γλώσσα. Η έλλειψη άμεσης πρόσβασης στο περσόφωνο κοινό στο Ιράν με ώθησε αναπόφευκτα στην αυτομετάφραση και τη συγγραφή στα γαλλικά.

Επιπλέον, η γαλλική γλώσσα έχει εισέλθει στην ποίησή μου, γιατί ζω τις περισσότερες φορές σε αυτήν τη γλώσσα, και συνειδητοποιώ ότι αφήνει ίχνη στη γραφή μου στα περσικά.

Παρά το πάθος μου για τη μυθοπλασία, από τότε που βρίσκομαι στη Γαλλία, γράφω όλο και περισσότερη ποίηση, η οποία από μόνη της είναι ένα αποσπασματικό είδος. Η αποστασιοποίηση κι ο ξεριζωμός έχουν κατακερματίσει το είναι μου.

Υπάρχουν, παρ’ όλα αυτά, σύγχρονοι Ιρανοί καλλιτέχνες -είτε μέινστριμ είτε όχι- ή κάποια συγκεκριμένη εγχώρια λογοτεχνική τάση με τους οποίους/την οποία ταυτίζεσαι;

Δεν έχω πλέον πολλές γνώσεις για το τι συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στον ιρανικό λογοτεχνικό κόσμο.

Όμως για πολύ καιρό, εξαιτίας του αυταρχικού καθεστώτος, πολλοί συγγραφείς, καλλιτέχνες, ποιητές και διανοούμενοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, έχουν φυλακιστεί, εξοριστεί ή σκοτωθεί.

Θα έλεγα πως δεν ταυτίζομαι με συγγραφείς που υποτάσσονται στη λογοκρισία, ή που αυτολογοκρίνονται.

Πάντα όμως υπάρχουν αντίθετα ρεύματα. Για παράδειγμα, ο Ιρανός εκδότης της πρώτης μου ποιητικής συλλογής στη Γαλλία δημοσίευσε επίσης ποιητές οι οποίοι ζουν στο Ιράν.

Ένας συγγραφέας που δεν μπορεί να γράψει ή να δημοσιεύσει υποφέρει από απομόνωση και εξορία στη χώρα του.

Είναι πολύ πιο περίπλοκο να μιλάμε για τη Διασπορά, επειδή είναι διασκορπισμένη και εκπροσωπείται σε ελάχιστα ιρανικά μέσα ενημέρωσης στο εξωτερικό.

Πολλοί καλλιτέχνες έχουν μεταναστεύσει, κυρίως στη Βόρεια Αμερική. Ορισμένοι καλλιτέχνες δεύτερης γενιάς που γεννήθηκαν από έναν ή δύο Ιρανούς γονείς, αυτοπροσδιορίζονται ως Ιρανοί. Γνωρίζω τη δουλειά ελάχιστων από αυτούς.

Ο ιρανικός κινηματογράφος είναι συγκεκριμένα το καλλιτεχνικό μέσο το οποίο απέχει περισσότερο από το δικό μου, και οι Ιρανοί που δραστηριοποιούνται σε αυτό το μέσο είναι οι πιο απομακρυσμένοι από τις πολιτικές μου ιδέες και αξίες.

Αλλά η δυτική ματιά πάντα εστιαζόταν σε ορισμένες πτυχές, ορισμένα προφίλ, ορισμένους χαρακτήρες.

Είναι μια οπτική εξαιρετικά μεσοποιημένη, η οποία τροφοδοτείται από επιφανειακές πληροφορίες και κλισέ, είναι ένας μηχανισμός αναπαραγωγής αυτής της εικόνας.

Αν δεν είχες φύγει από το Ιράν, δε θα είχες επιβιώσει μακροπρόθεσμα ή/και η ακεραιότητα του ποιητικού σου οράματος θα είχε τεθεί σε κίνδυνο.

Αισθάνεσαι, ωστόσο, ότι η Γαλλία -και η Ευρώπη γενικότερα- εξακολουθούν να παραμένουν προπύργια της ελευθερίας του λόγου, αν λάβουμε υπόψη την εντεινόμενη δίωξη/φίμωση των παλαιστινιακών/φιλοπαλαιστινιακών φωνών;

Δεν έχω κανένα συμβιβασμό με το σύστημα της λογοκρισίας και της καταστολής. Καθώς το Ιράν έχει ζήσει υπό δικτατορικά καθεστώτα επί αιώνες, έχω κληρονομήσει ιστορικά τη δίψα για ελευθερία έκφρασης.

Στη Γαλλία, παρατηρώ πως είναι ολοένα και πιο περίπλοκο ή λεπτό να υπερασπιστεί κάποιος δημόσια τις πολιτικές του απόψεις με γενικούς όρους, παρά το γεγονός ότι θεωρητικά υπάρχει ελευθερία έκφρασης.

Η γαλλική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μια ρητορική περί υπερβολικής ασφάλειας, κηρύσσοντας κατάσταση έκτακτης ανάγκης από το 2015.

Θυμάμαι πως έχουν ακυρωθεί πολιτιστικές εκδηλώσεις που συνδέονται με την Παλαιστίνη.

Για παράδειγμα, μια συνάντηση με την Τζούντιθ Μπάτλερ τον Δεκέμβριο του 2023 ακυρώθηκε από το Δημαρχείο του Παρισιού με το πρόσχημα της πιθανής διατάραξης της δημόσιας τάξης.

Έχουν περάσει μερικές δεκαετίες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο φασισμός και η γενοκτονία επιστρέφουν, με την υποστήριξη των Δυτικών κυβερνήσεων. Το κακό στον κόσμο γύρω μας δεν είναι πρωτοφανές.

Σε αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς, όμως, εμφανίζεται και αντίσταση.

Το τρέχον τεύχος του περιοδικού Τεφλόν λειτουργεί ως η ιδανική εισαγωγή στην ποιητική δουλειά σου. Είσαι εξοικειωμένη/σε διάλογο με σύγχρονες/σύγχρονους Ελληνίδες/Έλληνες ποιήτριες/ποιητές;

Λυπάμαι που δε γνωρίζω τη γλώσσα κι έχω διαβάσει ελάχιστες μεταφράσεις ελληνικής ποίησης - μεταξύ άλλων, την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου που είναι μεταφρασμένος από έναν αριστερό Ιρανό ποιητή, τον Ahmad Shamlou.

Πρόσφατα, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στη βιβλιοθήκη του CIPM (Διεθνές Κέντρο Ποίησης Μασσαλίας), ανακάλυψα το έργο του Οδυσσέα Ελύτη, Δυτικά της λύπης, μεταφρασμένο στα γαλλικά το 2022.

Ελπίζω να έρθει μια μέρα κατά την οποία θα ανακαλύψω την ελληνική ποίηση στο πρωτότυπο.

Ευχαριστώ θερμά τη Ζάχρα Πουραζίζι για την παραχώρηση της φωτογραφίας της.

Η ποίηση της Ζάχρα Πουραζίζι ανθολογείται στο τεύχος 32 του περιοδικού Τεφλόν. Κείμενο-Μετάφραση: Δήμητρα Λ. Νικολοπούλου.