Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Σταύρος Τσουμάνης (PAGAN): «Η παραδοσιακή μουσική είναι “ωκεανός” ατελείωτος»

 

PAGAN (Φωτογραφία: Μαριάννα Αναγνωστοπούλου)

Μια συνάντηση με τον Σταύρο Τσουμάνη, παραγωγό και ιδρυτή των PAGAN, ενός από τα πιο «διονυσιακά» σχήματα της «εύφορης» εγχώριας «νεοπαραδοσιακής» σκηνής, ενόψει της συναυλίας τους το Σάββατο 2 Μαρτίου στο Temple.

Καθένα από τα μέλη των PAGAN έχει την δικιά του «διαδρομή» ανά τα χρόνια. Πότε, ωστόσο, ανάγονται οι απαρχές του συγκροτήματος;

Ήταν μια «συλλογή» ανθρώπων η οποία προέκυψε σταδιακά: κάποιοι ήρθαν, κάποιοι έφυγαν, κάποιοι επέστρεψαν.

Η στιγμή που κύλησε η «σταγόνα» και είπα «Θα γίνει η μπάντα» ήταν όταν βρέθηκε μπροστά μου ο Μάρκος Παύλου, που παίζει την γκάιντα.

Ως παραγωγός, είχα ήδη επαφή με πολλά παραδοσιακά όργανα και κάθε μορφή άσκαυλου, άρα και με την γκάιντα.

Η δυναμική του οργάνου αυτού είναι ιδιάζουσα: μόνο τέρμα μπορείς να το παίξεις. Αν θες το παίξεις χαμηλά, δεν μπορείς. Φουσκώνει, πιέζει, τέλος!

Καλείσαι, λοιπόν, να δημιουργήσεις στον ακροατή ένα όμορφο συναίσθημα με την υψηλότερη δυνατή ένταση. Γι’ αυτό και πολλοί, ακούγοντας την γκάιντα, παραπονούνται ότι «γκαρίζει» στο αυτί τους.

Αν, επομένως, ο οργανοπαίκτης δεν είναι βιωματικά δεξιοτέχνης, δεν πρόκειται να σε παρασύρει.

Στην περίπτωση του Μάρκου Παύλου έχουμε να κάνουμε μ’ έναν βιωματικό δεξιοτέχνη.

«Γλυκαίνει» την μελωδία, αφαιρώντας τα όποια ενοχλητικά στοιχεία, που, τελικά, ανάγονται στον αστικό χαρακτήρα τον οποίο έχει προσλάβει το παίξιμο της γκάιντας.

Το όργανο αυτό φέρει μέσα του πολλά χρόνια Ιστορίας.

Ιστορίας και ιστοριών.

Ακριβώς. Αυτό το «απόσταγμα» πρέπει, λοιπόν, να μεταλαμπαδευτεί μ’ έναν τρόπο βιωματικό, όχι θεωρητικό.

Στον Μάρκο διέκρινα, επίσης, μια μουσική ανιδιοτέλεια. Έκανε αυτό που έκανε γιατί δεν μπορούσε να υπάρξει διαφορετικά. Είναι ένας πολύ «καθαρός» άνθρωπος και μουσικός, χωρίς τα «κολλήματα» άλλων παραδοσιακών μουσικών.

«Εγώ είμαι Δυτικός», του εξήγησα, «ωστόσο το ακούω αυτό το κούνημα” που έχεις και συντονίζομαι. Πρέπει, όμως, να δουλέψουμε μαζί, για να το συγκεράσουμε. Να πλησιάσεις ένα 20% εσύ σε μένα, κι ένα 80% εγώ σε σένα».

«Εγώ ξέρω τι σημαίνει σύγχρονη παραγωγή, εσύ ξέρεις τι σημαίνει αρχέγονο βίωμα. Πάμε να τα κάνουμε ένα, χωρίς όμως να είναι το ένα στολίδι του άλλου», του πρότεινα.

Έτσι ξεκίνησαν οι PAGAN.

Τώρα πια, ξέρω τα ακόρντα και τα «γυρίσματα» του Μάρκου. «Τραγουδάω» την γκάιντα από μέσα μου. Περιγράφω τον ήχο με το μυαλό, και τον «μεταφράζει» εκείνος παίζοντας.

Είσαι Δραμινός, αν δεν κάνω λάθος.

Είμαι Δραμινός, αλλά η καταγωγή μου είναι από την Ήπειρο και τον Πόντο.

Κατόπιν, λοιπόν, συναντήσαμε τον Θάνο Τσελεμπή (τύμπανα), και ταυτόχρονα «τζαμάραμε» με τον Μάρκο στο στούντιο. Ακούγοντας, ωστόσο, το όργανο συνειδητοποιούσα πως «ευνουχίζεται».

Γιατί;

Επειδή υπηρετεί μελωδίες που δεν είναι καμωμένες γι’ αυτό. Ως συνεχιστές, λοιπόν, αυτής της παράδοσης, πρέπει να σεβαστούμε το όργανο και την μέχρι τώρα Ιστορία του.

Στους PAGAN η ψυχεδέλεια του αρχέγονου παίρνει δρόμους ανάλογους με την δραματουργία του κάθε τραγουδιού.

Ουσιαστικά, η μουσική είναι πάντα μια φανταστική, μη ορατή απεικόνιση της δραματουργίας αυτού που ακούμε. Όσο πιο εικονοπλαστική είναι η μουσική, τόσο πιο βαθιά δουλεμένη είναι. Το συνειδητοποίησα με την πάροδο των χρόνων.

Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει κάτι που να μην έχει ειπωθεί σήμερα.

Υπάρχουν «ματιές» - λίγο πιο πρωτότυπες, λίγο πιο προσωπικές.

Το «προσωπικές» κάνει την διαφορά.

Αν δεν επενδύσουμε σ’ αυτό που είμαστε, δε γίνεται να μην είναι διαφορετικό, καθώς όλοι είμαστε διαφορετικοί. Το αν αυτό θα βρει το κοινό του είναι άλλο ζήτημα. Μπορεί να μην το βρει.

Η τιμιότητα απέναντι στις καταβολές μας είναι πολύ σημαντική, και για να νιώσουμε ωραία, και ως ένδειξη τού ότι δεν κυνηγάμε τον ανταγωνισμό.

Η τέχνη πρέπει να παραμείνει ανθρωποκεντρική, κι όχι να κοιτάμε πώς θα «φάμε» την δουλειά του άλλου. Γίνονται τρομερές μηχανορραφίες σ’ έναν χώρο που πρέπει να είναι πεντακάθαρος.

Πόσο μάλλον ο «νεοπαραδοσιακός», που είναι εξαιρετικά «εύφορος», με πληθώρα καλλιτεχνών να έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια.

Τώρα γιγαντώνεται.


Σταύρος Τσουμάνης (αριστερά), Έβελυν Ασουάντ (δεξιά)/ Φωτογραφία: Μαριάννα Αναγνωστοπούλου


Το κοινό στοιχείο των καλλιτεχνών φαίνεται να συνδέεται με την ανάγκη αναδιαπραγμάτευσης της σχέσης με την λεγόμενη «παράδοση», το «παρελθόν», τις «ρίζες»...

Την μνήμη, που την κουβαλάμε. Έχουμε ενσωματώσει κι επεξεργαστεί την Δυτική κουλτούρα, και μπορούμε ν’ αντλήσουμε γνώση και δύναμη από αυτή, αλλά κάπου συνειδητοποιούμε ότι ίσως τα θεμέλια να είναι λιγάκι σαθρά.

Τα φωνητικά της Έβελυν Ασουάντ σε ποιο στάδιο της δημιουργικής διαδικασίας εισήλθαν;

Εισήλθαν παράλληλα.

Τα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια έχουν λίγους στίχους, κι υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Ή μπορεί ένας στίχος να δημιουργεί τόσες πολλές εικόνες, που δε χρειάζεται να υπάρχει «στολίδι» στο τραγούδι. Το «στολίδι» είναι το ίδιο το τραγούδι.

Οπότε πρέπει κι η ερμηνεία να είναι «καθαρή», ώστε να εικονοποιεί αυτό το οποίο ακούμε.

Αποπνέει και μια τραχύτητα.

Όχι σε όλες τις περιπτώσεις. Η ερμηνεία της Νona, της πρώτης μας κυκλοφορίας, αποπνέει μια γλυκύτητα, γιατί το τραγούδι περιγράφει μια συμπαντική ένωση.

Η χροιά της φωνής είναι, επομένως, άμεσα συνυφασμένη με τον ύφος και την ποιότητα του συναισθήματος που κρύβει ο στίχος. Μας «μιλάει» το ίδιο το τραγούδι.

Ο καθένας, άλλωστε, έχει διαφορετική σχέση με την παραδοσιακή μουσική, η οποία είναι «ωκεανός» ατελείωτος.

Το πώς, λοιπόν, κάθε άνθρωπος την αντιλαμβάνεται είναι κάτι πολύ προσωπικό.

Θέτεις ένα πολύ σημαντικό ζήτημα.

Ας το συνειδητοποιήσουμε. Η μουσική, μέχρι και την πρώτη ηχογράφησή της, παιζόταν μόνο ζωντανά και μετά χανόταν. Άρα, δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε τι αλλαγές μπορεί να έχουν συντελεστεί από γενιά σε γενιά κι από μουσικό σε μουσικό.

Αυτή η μεταβλητή είναι η παράδοση. Και παράδοση είναι αυτό που κάνουμε εμείς τώρα. Εμείς είμαστε η παράδοση, γιατί έτυχε να αντλήσουμε την τελευταία έκφραση που καταγράφηκε.

Σέβομαι απόλυτα την τελευταία εικόνα, και μάλιστα «σκάβω» όσο γίνεται περισσότερο, ώστε να καταλάβω τι τελικά από την συγκεκριμένη εικόνα είναι τόσο ακλόνητο και αναλλοίωτο.

Είναι σαν να αποσυναρμολογείς ένα αυτοκίνητο για να συνειδητοποιήσεις ποιο είναι το εξάρτημα που πρέπει να παραμείνει το ίδιο, ενώ όλα τα άλλα, ακόμα κι αν αλλαχτούν, το αυτοκίνητο θα λειτουργεί.

Ως συγκρότημα, αναβιώσεις κάνουμε, όχι διασκευές. Δεν έχουμε, άλλωστε, κάποιο πρωτότυπο για να διασκευάσουμε. Στην παράδοση δεν κάνουμε διασκευές.

Μ’ ενδιαφέρει αυτό που είπες. Άρα ως σχήμα αντιλαμβάνεστε τους εαυτούς σας ως αναβιωτές;

Δε με απασχολεί, απλώς με «χαλάει» η αναφορά στον όρο «διασκευή».

Αν υπάρχει μια πρωτότυπη αναφορά που την «πειράζω», πρόκειται για διασκευή. Σε ό,τι αφορά τις παραδοσιακές συνθέσεις, πρόκειται για «αποστάγματα» που κατέληξαν στα χέρια μας.

Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί η μελωδία να προϋπήρχε, και κάποιος, κάποια στιγμή να εμπνεύστηκε να προσθέσει και στίχους. Ή το αντίστροφο: να «πλάστηκαν» πρώτα οι στίχοι, και κατόπιν να «επενδύθηκαν» μουσικά.

Σιγά σιγά και δειλά δειλά, λοιπόν, απενοχοποίησα τον πειραματισμό, γιατί αρχικά δεν ήθελα να «χαλάσω» αυτό το υλικό.

Η απενοχοποίηση λειτουργεί και προς μια άλλη κατεύθυνση.

Το να μπορεί, λοιπόν, κόσμος να ψυχαγωγηθεί, να χορέψει, να νοσταλγήσει μέσω ξαναδουλεμένων παραδοσιακών ακουσμάτων/ερεθισμάτων είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχουν συμβεί στο μουσικό πεδίο την τελευταία 15ετία.

Χαίρομαι πολύ γι’ αυτό ρεύμα.

Για να έχουν τόσοι μουσικοί τέτοιες επιρροές σημαίνει πως κάτι σου έχουν ξυπνήσει μέσα σου, κάτι ξυπνούν και στον κόσμο, κάτι προκύπτει πρωτογενώς από την βάση, και διαδίδεται στόμα με στόμα κυρίως.

Αλλιώς δε θα λειτουργούσε, όσο promotion κι αν είχε.

Οφείλεται, κατά την γνώμη σου, η σαγήνη την οποία ασκούν τέτοια ακούσματα σ’ έναν -αστικό- τρόπο ζωής αγχωτικό και ασφυκτικό, που αφήνει μικρό -ή και κανένα-περιθώριο στην φαντασία;

Πολύ ωραία ερώτηση!

Επειδή τυχαίνει να μοιράζω την ζωή μου ανάμεσα στην Δράμα και την Αθήνα -αναλογικά πολύ περισσότερο ζω στην Αθήνα, δυστυχώς-, ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο κόσμος στην Δράμα την παραδοσιακή μουσική είναι εντυπωσιακά ο ίδιος.

Με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν οι ακροατές της στην Αθήνα την βιώνουν και οι Δραμινοί, οι οποίοι την έχουν δίπλα τους και ζουν με άλλους ρυθμούς. Η ανάγκη είναι παντού η ίδια.

Βοηθήθηκα, εξάλλου, πολύ από τους πολιτιστικούς συλλόγους. Δε φαντάζεσαι τι σχέση έχουμε αναπτύξει μ’ αυτούς.

Ανταμώνουμε, ανταλλάσσουμε απόψεις, και πολλές φορές κάνουμε κοινά πρότζεκτ, όπως συνέβη με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Αγυιάς-Τερψιθέας Πάτρας.

Για να τιμήσουν τα 90 χρόνια λειτουργίας του, τίμησαν μέσω ενός βίντεο ένα έλος στην περιφέρεια της Πάτρας το οποίο έχει κηρυχτεί προστατευόμενη περιοχή Natura ως ένα περιθωριακό στοιχείο της φύσης και ταυτόχρονα ως ολόκληρο οικοσύστημα.

Σ’ αυτό το βίντεο χρησιμοποίησαν μουσική των PAGAN. Iκανοποιήθηκα ηθικά για είκοσι χρόνια. Συγκινητικό! Την ίδια ανάγκη βιώνουν κι οι Πατρινοί, κι οι Λαρισαίοι, κι οι Πρεβεζάνοι, κι οι Κρητικοί.

Έχετε κυκλοφορήσει κάποιο άλμπουμ; Νομίζω πως όχι.

Μπράβο, καλή ερώτηση!

Δε σου κρύβω ότι δεν ένιωθα έτοιμος να ξεκινήσω με ένα άλμπουμ. Προτίμησα να βάλω την «πινέζα» μας στον μουσικό «χάρτη» με την Νόνα, μια συμπαντική σύνθεση, δηλώνοντας: «Υπάρχουμε».

Από την πρώτη κυκλοφορία μέχρι το πρώτο λάιβ μεσολάβησαν δυο χρόνια και κάτι. Σ’ αυτό το διάστημα ωρίμαζε μέσα μου η δικιά μου ανάγκη να συνδεθώ με τους ανθρώπους που θα «ταξιδέψουν» αυτό το υλικό.

Πρέπει κάθε νέος συνοδοιπόρος να παίξει βιωματικά, συνδεόμενος με τον μινιμαλιστικό, διονυσιακό «πυρήνα» του συγκροτήματος, ώστε να γίνουμε ένα «κύμα».

Είμαστε όλοι «μπροστάρηδες», γιατί όλοι κουνάμε το «καράβι» με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έχει φτάσει, λοιπόν, η στιγμή του άλμπουμ. Ευελπιστώ να κυκλοφορήσει μέσα στο 2024.

Κι υπάρχει τόσο πολύ υλικό, κατά το πλείστον πρωτότυπο, που είμαι υποχρεωμένος να μπω στην δυσάρεστη θέση να διαλέξω.

Δεν ξέρω αν θα το καταφέρω, αλλά έχω στο μυαλό μου την δημιουργία ενός κόνσεπτ άλμπουμ: μιας ιστορίας - ή πολλών μικρών ιστοριών οι οποίες δημιουργούν μια μεγάλου μήκους, όπως είναι οι ζωές όλων των ανθρώπων.

Οι δικές σας άλλαξαν όταν πρωτοεμφανιστήκατε πέρσι στο ιστορικό Κύτταρο.

Να ’ναι καλά ο Βασίλης ο Στάης που με φοβερή αγάπη και θέληση  φιλοξένησε την παραγωγή μας στο Κύτταρο στις 27 Οκτωβρίου του 2023!

Κάθε χρόνο, λοιπόν, αυτή είναι η ημερομηνία PAGAN στο Κύτταρο. Σηματοδοτεί κάτι που ξεκινάει, κάτι καινούριο.

Οι PAGAN εμφανίζονται λάιβ το Σάββατο 2 Μαρτίου στο Temple (Ιάκχου 17, Γκάζι) στις 21:30.



Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Sadahzinia: «Με γοήτευε πάντα το χιπ χοπ που δεν είχε σχέση με το life style»

 


Μια εγκάρδια συζήτηση με την Sadahzinia, την πρώτη γυναίκα που εισήλθε, 30 χρόνια πριν, στην ανδροκρατούμενη εγχώρια χιπ χοπ σκηνή, με αφορμή την «επετειακή» συναυλία της την Παρασκευή 1η Μαρτίου στο FUZZ.

Στην «προκαταρκτική» διαδικτυακή μας επικοινωνία, μού έγραψες ότι το πρόγραμμά σου είναι «άνω-κάτω» αυτήν την περίοδο.

Πάντα το πρόγραμμά μου ήταν βαρύ, καθώς από πάνω μου περνούσαν όλα τα θέματα που αφορούσαν την οικογένεια και το γκρουπ. Τα παιδιά στην αποκλειστική ευθύνη μου, τα σπίτια, η γραφειοκρατία και φυσικά όλη η μη δημιουργική εργασία του γκρουπ.

Απλώς τώρα προέκυψε και η μετακόμιση στην επαρχία λόγω του χωρισμού, πριν από αυτό ασθένεια της μητέρας μου, και δυστυχώς το αιφνίδιο συμβάν με τον χαμό του αδερφού μου για το οποίο έχουμε κινήσει νομικές διαδικασίες.

Χρειάζομαι τον διπλάσιο χρόνο για να καταφέρω όσα κάνω κάθε μέρα.   

Είσαι γενικά άνθρωπος μεθοδικός κι οργανωμένος ή αφήνεσαι και στην σαγήνη του αυθόρμητου και του χάους;

Μου αρέσει η οργάνωση και η μεθοδικότητα, και με χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο. Όμως, το χάος χαρακτηρίζει όλους τους εξωγενείς παράγοντες που βιώνω όλα αυτά τα χρόνια.

Έχουν γίνει μια μεγάλη «χιονοστιβάδα» τα προβλήματα που παλεύω, αλλά θα τα καταφέρω! Έχω μάθει να αγωνίζομαι και να αγαπώ!

Μπορεί στην μουσική σου η χιπ χοπ διάσταση να είναι κυρίαρχη, αναδύονται, ωστόσο, και πολλές -όσο και πλούσιες- επιρροές.

Πάντα το χιπ χοπ που έκανα είχε alternative στοιχεία. Λατρεύω την μελωδικότητα στα τραγούδια εκτός από τον ρυθμό.

Γι’ αυτό οι πολλές κιθάρες και τα σολιστικά. Γι’ αυτό οι συνεργασίες με έντεχνους και μουσικούς που μιλάνε στην καρδιά και όχι τόσο στο μυαλό. Θέλω να δοκιμάσω αρκετά πράγματα και «παντρέματα» στο μέλλον.

Τι άκουγες έφηβη, και πόσο σε επηρέασε τόσο στις προσωπικές σου μουσικές αναζητήσεις, όσο και στην «αμιγώς» καλλιτεχνική σου δημιουργία ως στιχουργός και τραγουδίστρια;

Άκουγα διάφορα πράγματα από την ελληνική και την ξένη σκηνή.

Ξεκινώντας από τα παραδοσιακά ακούσματα του πατέρα μου, μέχρι τα ελαφρολαϊκά της μητέρας μου, και το ξένο ροκ και ντίσκο ρεπερτόριο των φίλων μου.

Ώσπου ακολούθησα τον αδερφό μου και στα χιπ χοπ ακούσματά του. Τον άκουγα στο σπίτι να βιώνει έντονα αυτό το νέο τότε είδος ραπάροντας στα αγγλικά και έτσι μυήθηκα σιγά σιγά και εγώ.  

Υπήρξες μια από τις πρώτες γυναίκες -αν όχι η πρώτη- που εισήλθε στην, τουλάχιστον τότε, ανδροκρατούμενη εγχώρια σκηνή του χιπ χοπ.

Ήμουν η πρώτη το 1994 και ακολούθησαν πολύ σπουδαίες γυναίκες εγχώρια που ασχολήθηκαν είτε με το ραπ και το στίχο είτε με την παραγωγή. Τις παρακολουθώ όλες με θαυμασμό!

Μέχρι να κατακτήσεις τον χώρο σου εντός της, χρειάστηκε να έρθεις αντιμέτωπη με πολλή ματσίλα, σεξισμό και υποτίμηση; Αν ναι, πώς τις διαχειρίστηκες; Σε κάθε περίπτωση, έχει αλλάξει η κατάσταση στις μέρες μας;

Στην Ελλάδα όλα στο χιπ χοπ δεν εκδηλώθηκαν όπως, για παράδειγμα, στην Αμερική. Εδώ δεν κυριαρχεί τόσο ο σεξισμός με την έννοια των φαλλοκρατικών στίχων -αν και αυτό υπάρχει-, όσο η περιφρόνηση.

Θεωρούν το χιπ χοπ επιθετική μουσική και τις γυναίκες δεύτερης κατηγορίας. Αδύναμες να τα «χώσουν» και να τα πουν! Δεν είναι το χιπ χοπ, όμως, αυτό.

Οι γυναίκες έχουν μια άλλη δυναμική που στοχεύει στιχουργικά στην καρδιά και όχι στο μυαλό. 

Ο λόγος σου συνδυάζει την πολιτικοποίηση, τον λυρισμό και μια έντονη, γλυκόπικρη μελαγχολία. Πόσο σε απωθεί, σε πνίγει, ή σε εμπνέει -διαχρονικά- η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα - διεθνής και ελλαδική;

Όλα είναι ζωή και οι καλλιτέχνες δε γίνεται να υποκρίνονται πως δε συμμετέχουν στην πραγματικότητα.

Όσο ρομαντικός και αφαιρετικός και να είσαι καλλιτεχνικά, η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα σε επηρεάζει, έστω και ψυχολογικά.

Μέσα από τον λόγο σου πρέπει να είσαι συνεπής όχι τόσο με τις περιγραφές σου, μιας και δεν κάνουμε δημοσιογραφία, όσο με τις αρχές που πρεσβεύεις για αυτόν τον κόσμο.  

Και πώς θα περιέγραφες, με μερικές λέξεις, την σύγχρονη ελληνική κοινωνία;

Δυστυχώς, ατομοκεντρική και εγωτική! Ξεχάσαμε την σχέση, την μετοχή... το «μαζί μπορούμε καλύτερα»! Γίναμε άσχετοι! Και αυτός ο τόπος δεν είχε μάθει έτσι. Οι άνθρωποι εδώ είχαν μάθει να ζουν, όχι ο ένας με τον άλλο αλλά ο ένας για τον άλλο. 




Η στιχοπλοκία σου συμβαδίζει τα τελευταία 25 περίπου χρόνια από την συγγραφή άρθρων, παραμυθιών και δύο, αν δεν κάνω λάθος, θεατρικών έργων. Πρόκειται για συγκλίνουσες, αλληλοσυμπληρούμενες «διαδρομές»;

Παράλληλες, θα έλεγα. Άλλοι τρόποι έκφρασης και δημιουργίας. Ο χρόνος είναι ο εχθρός μου. Αν ζούσα χωρίς αυτόν, θα τα έκανα όλα παράλληλα και πιθανόν να τα «πάντρευα» κιόλας. Κάτι που έχω στα μελλοντικά μου σχέδια.

Θέλω να σταθώ λίγο περισσότερο στο τελευταίο, μέχρι στιγμής, άλμπουμ σου, το Κάρπιμο (2016). Συνολικά, αποπνέει την αίσθηση κλεισίματος ενός κύκλου - στοχαστικό και απολογιστικό, με το βλέμμα στραμμένο σ’ ένα αβέβαιο μέλλον.

Έτσι το βίωσες;

Το Κάρπιμο ήταν το τέλος μιας εποχής χειμωνιάτικης. Μια «σπορά» δύσκολη, με ευχή να γίνει κάρπιμη!

Ήταν η αγωνία μου να περάσω σε μια πιο φυσική και ανθισμένη ζωή. Πιο κοντά στα βουνά και την θάλασσα. Πιο κοντά στο περβόλι, στην αυλή και στην αυτάρκεια του χωριού. Τα κατάφερα με πολύ πόνο και κόπο και έφτασα ως εδώ.

Σιγά σιγά, αρχίζω και τρυγώ τους καρπούς για να φυτέψω ξανά τα κουκούτσια στο χώμα. Ο κύκλος μας! Δεν υπάρχει βεβαιότητα για έναν αγρότη. Δεν υπάρχει βεβαιότητα για έναν καλλιτέχνη.

«Κάθε χαμόγελο τον πόνο γλυκαίνει», τραγουδάς κάπου. Τα καταφέρνεις να χαμογελάς, παρά τον όποιο πόνο, προσωπικό ή συλλογικό;

Το χαμόγελο γενικά μού δίνει ελπίδα. Έχω περάσει πάρα πολλά και το χαμόγελο είναι πάντα το σημείο της αρχής και του τέλους κάθε «πίστας» που περνάω. Η μόνη αυτοεπιβράβευση!

Η ζωή είναι ένας ασταμάτητος αγώνας πόνου με χαμογελαστά διαλείμματα.     

«Αδιάκοπα στο πλάι μου το αύριο σαλεύει», συνεχίζεις. Αλλά και: «Προσγειωμένη βλέπω την πραγματικότητα/ φαντασιώνομαι και ονειροπολώ/ γοητευμένη από τη στείρα ματαιότητα/ υποτάσσομαι στο μέλλον, το θολό».

Τελικά, «σαλεύει» κάτι στο «θολό» «αύριο»;

Το μέλλον είναι πάντα αβέβαιο και θολό. Θα ήταν εφιάλτης αν ήταν γνωστό και προκαθορισμένο. Αυτή είναι και η γοητεία του. Το ρίσκο της ελευθερίας του.

Εμείς έχουμε σκοπό να δίνουμε και να δινόμαστε στο παρόν και αυτό να έρχεται και να παίρνει ό,τι θέλει! 

«Η λύτρωση δεν έρχεται με σταυροκοπήματα», αποφαίνεσαι. Συμφωνώ κι επαυξάνω. Ούτε με πίστη σε «σωτήρες» -κοσμικούς και θρησκευτικούς-, θα πρόσθετα. Με ποιους όρους θα μπορούσε να επιτευχθεί;

Μόνο με την αγάπη και τον έρωτα! Την έκσταση από το εγώ μας! Το ολοκληρωτικό δόσιμο στον άλλο! Ο καθένας μας είναι ένας σωτήρας εκείνου που αγαπάει. Εξάλλου, η λέξη «σωτηρία» βγαίνει από το σώος, δηλαδή ολόκληρος.

Άρα, η λύτρωση του κόσμου είναι η ολοκλήρωσή μας. Η στιγμή που θα είμαστε πρώτα ανθρώποι!

«Ζω σε μια αντίφαση και είμαι στα καλά μου», συμπεραίνεις. Επειδή την έχεις αποδεχτεί ή επειδή ενίοτε κατορθώνεις να την υπερβαίνεις;

Η αντίφαση είναι η ισορροπία μου, η εσωτερική «ζυγαριά» μου. Χωρίς κοντράστ δεν ξεχωρίζεις τις σκιές από τα φώτα σου. 

Ο συγκεκριμένος στίχος, βέβαια, είναι από το τραγούδι Ο ανθρωπάκος, όπου αναφέρομαι σε πολλές αντιφάσεις του σύγχρονου Έλληνα...

Τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι η εγχώρια χιπ χοπ, και μάλιστα στην πιο ριζοσπαστικά πολιτικοποιημένη/αντιεμπορευματική εκδοχή της, γνωρίζει ιδιαίτερη άνθιση.

Την παρακολουθείς; Θεωρείς πως συνέβαλες κι εσύ, με τον τρόπο σου, στην εξέλιξή της;

Πάντα υπήρξε και η μια και άλλη πλευρά του είδους. Και η πλευρά του πιο αληθινού λόγου και η πλευρά του χρησιμοθηρικού.

Εμένα με γοήτευε πάντα το χιπ χοπ που δεν είχε σχέση με το life style. Το πιο αληθινό και ζωηρό. Αυτό υπηρετώ όλα μου τα χρόνια πιστά χωρίς εκπτώσεις, και στις γειτονιές του Περάματος και του Βύρωνα και της Βοιωτίας.

Παρακολουθώ τα νέα παιδιά όσο προλαβαίνω και σε αυτό με βοηθάει και η δεκατετράχρονη κόρη μου πολύ.

Υπάρχουν πολύ αξιόλογα νέα παιδιά με αυθεντικές αναφορές που κρατάνε ακόμα το χιπ χοπ ψηλά, όπως ο Novel, το Ελεύθερο Πνεύμα, ο Ν.Ε.Κ κ.ά.

Και, φυσικά, και πιο βετεράνοι στο χώρο πολλοί κι αυθεντικοί - πολλοί εκ των οποίων είναι καλεσμένοι μου στο FUZZ την 1η Μαρτίου.

30 χρόνια μετά την πρώτη δισκογραφική σου εμφάνιση, παραμένεις ένα λυπημένο λουλούδι που όμως, όταν ακούσει μουσική, ανθίζει κι η ζωή (του) αλλάζει για πάντα;

Έγινα πια ένα λουλούδι που ξερίζωσε τα χωστά του και τα έκανε πόδια και έσμιξε τραγούδια με παραμύθια και έβγαλε στόμα και δόντια και γλώσσα να τα πει. Το μόνο λουλούδι που περπάτησε στη βροχή... Ένα πυράνθι που ραπάρει!

Ευχαριστώ θερμά την Sadahzinia που μοιράστηκε μαζί μου ένα «απόσταγμα» αγωνιών, βιωμάτων και σκέψεων, καθώς και για την παραχώρηση των φωτογραφιών της που συνοδεύουν το κείμενο.

Παρέα με σπουδαίους προσκεκλημένους, η Sadahzinia παρουσιάζει την Παρασκευή 1η Μαρτίου ένα «επετειακό» λάιβ με τίτλο Ανθολόγια στο FUZZ Live Music Club (Πατριάρχου Ιωακείμ 1, Ταύρος).



Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Margaret Killjoy: «Ο αναρχισμός μπορεί να λειτουργήσει στον πραγματικό κόσμο»

 


Aναρχική συγγραφέας και μουσικός, η τρανς Βορειοαμερικανίδα Margaret Killjoy οραματίζεται μέσα από το μυθιστόρημά της Χώρα φαντασμάτων μια αναρχική κοινωνία που μάχεται για τον τρόπο ζωής της.

Συνομιλώντας με την Margaret Killjoy με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες.

Υπήρξες νομάδας για μεγάλο μέρος της πρώιμης ενήλικης ζωής σου, περιπλανώμενη και συμμετέχοντας σε καταλήψεις, πριν ξεκινήσεις την κατασκευή μιας καμπίνας στα Απαλάχια Όρη σε ένα αναρχικό πρότζεκτ γης.

Ανατρέχοντας σ’ εκείνη την περίοδο, θα έλεγες ότι μέσα από την διαδικασία περιπλάνησης ανακάλυψες τον αναρχισμό, κι αργότερα ταυτίστηκες μ’ αυτόν; Ή μήπως η ανακάλυψη του αναρχισμού «πυροδότησε» αυτήν την περιπλάνηση;

Το τελευταίο συνέβη.

Όταν μπήκα στον αναρχισμό το 2002, το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης συνεχιζόταν ακόμα - αν και είχε σε μεγάλο βαθμό «ξεφουσκώσει», τουλάχιστον στις Η.Π.Α., από τις 11 Σεπτεμβρίου 2001.

Υπήρχε όμως όλη αυτή η κουλτούρα των περιπλανώμενων αναρχικών που έκαναν οτοστόπ και επιβιβάζονταν σε εμπορικές αμαξοστοιχίες πηγαίνοντας από τη μια καμπάνια στην άλλη. Μου άρεσε αμέσως.

Έτσι, παράτησα την Σχολή Καλών Τεχνών και άρχισα να πηδάω από διαμαρτυρία σε διαμαρτυρία.

Το κίνημα κάπως κατέρρευσε μέσα σ’ έναν περίπου χρόνο, αλλά συνέχισα να εμπλέκομαι, κάνοντας περίεργες δουλειές για να χρηματοδοτήσω την ζωή μου.

Κατόπιν, συμμετείχα σε καμπάνιες προστασίας των δασών ή σε κοινωνικούς αγώνες, όπου μπορούσα.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα ταξίδευα και σ’ όλη την Ευρώπη.

Σε κάθε περίπτωση, πώς αντιλαμβάνεσαι τον αναρχισμό, τόσο σε θεωρητικό όσο και -κυρίως- σε εμπειρικό/βιωματικό επίπεδο;

Και σε ποιον βαθμό η βορειοαμερικανική έννοια του αναρχισμού διαφέρει -αν αυτό συμβαίνει- από την ευρωπαϊκή;

Λοιπόν, μου αρέσει πολύ ο αναρχισμός, όπως υποθέτω ότι πιθανότατα έχει μέχρι στιγμής γίνει αντιληπτό. Καθώς μεγάλωσα, εξελίχθηκα μέσα σ’ αυτόν ακόμα περισσότερο.

Είναι κάπως λιγότερο δογματικός και άκαμπτος απ’ ό,τι ήταν για μένα όταν ήμουν σε πολύ νεότερη ηλικία.

Εξακολουθώ, όμως, να μην μπορώ να φανταστώ πως κάποιος θα ήθελε να ζήσει μια ζωή όπου δεν είναι κύριος του εαυτού του, και δε δουλεύει συλλογικά με άλλους ώστε να βοηθηθούν όλοι να τα καταφέρουν όσο καλύτερα μπορούν.

Ο ευρωπαϊκός αναρχισμός είναι παρόμοιος με πολλούς τρόπους, διαφορετικός με άλλους.

Όταν ξεκίνησα για πρώτη φορά να ταξιδεύω στην Ευρώπη, εντυπωσιάστηκα από το πόσο σκληρότερα πολέμησαν οι Ευρωπαίοι αναρχικοί - δεν είχαμε πολλούς ανθρώπους που πετούσαν πέτρες ή μολότοφ στην αστυνομία στις Η.Π.Α.

Τότε συνειδητοποίησα -και είμαι βέβαιη ότι αυτό είναι διαφορετικό σε διαφορετικές χώρες- πως το επίπεδο της αστυνομικής καταστολής στις Η.Π.Α. και η ένταση του σωφρονιστικού συστήματος εδώ, κινούνται απλώς σε άλλα επίπεδα.

Ήξερα κάποιον στις Η.Π.Α. που πέρασε επτά χρόνια στην φυλακή επειδή πέταξε μια πέτρα σ’ έναν μπάτσο και μετά συνάντησα κάποιον που εξέτισε επτά μήνες στην Ολλανδία επειδή πέταξε μια μολότοφ σ’ έναν μπάτσο.

Ο αναρχισμός εδώ επηρεάζεται επίσης πολύ από το γεγονός ότι οι κοινωνικοί αγώνες που προέρχονται από την Ευρώπη δεν είναι οι πιο σημαντικοί κοινωνικοί αγώνες στις Η.Π.Α.

Ο ρατσισμός, η υπερβολική αστυνόμευση και το γεγονός πως όλο αυτό είναι αποικισμένος χώρος έχουν πιο άμεση σημασία για τους ριζοσπάστες, συμπεριλαμβανομένων των αναρχικών, εδώ.

Είσαι και μουσικός. Έχεις ιδρύσει το φεμινιστικό black metal συγκρότημα Feminazgûl, και δραστηριοποιείσαι επίσης σε electronica και neofolk συγκροτήματα.

Είναι αυτή η πτυχή της καλλιτεχνικής σου ταυτότητας σε «συνομιλία» με την συγγραφή βιβλίων;

Ω, απολύτως. Άλλοτε άμεσα, άλλοτε έμμεσα.

Όταν ήμουν παιδί, με γοήτευε το πόσοι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς και τα βιβλία τους αναφέρονταν βασικά στα άλλα βιβλία τους ή αυτά ήταν γραμμένα στο ίδιο σύμπαν. Αναφέρομαι κυρίως στην Ούρσουλα Λε Γκεν.

Ποτέ δεν κατάλαβα καλά αυτή την διαδικασία μέχρι που άρχισα να δημοσιεύω τα δικά μου βιβλία, οπότε συνειδητοποίησα ότι όλη η δημιουργική δουλειά αντλείται από την ίδια πηγή.

Το συγκρότημα μου Alsarath, για παράδειγμα, πήρε το όνομά του από μια γιορτή/τελετουργικό που επινόησα για μια ιστορία η οποία ονομάζεται The Free Orcs of Cascadia.

Οι Feminazgûl έχουν τραγουδήσει τραγούδια σε μια θεά ονόματι Illa, η οποία ήταν η προστάτις ενός προηγούμενου συγκροτήματος μου, των The Illawen, που με την σειρά τους πήραν το όνομά τους από ένα από τα πρώτα διηγήματα τα οποία έγραψα ποτέ.

Υπάρχουν θέματα που προσπαθώ να εξερευνήσω, με τον χρόνο που έχω εδώ σε αυτό το σώμα, και αναζητώ οποιαδήποτε μέθοδο ή μέσο είναι καταλληλότερα για να το κάνω.

Γενικά, με ενδιαφέρουν ο θάνατος, η μνήμη, η συλλογική απελευθέρωση, άλλοι τρόποι ύπαρξης.

Θα γράψω λοιπόν γι’ αυτά, είτε όταν κάθομαι σ’ ένα πιάνο είτε όταν κάθομαι μ’ έναν υπολογιστή.

Το Xώρα φαντασμάτων, το πρώτο σου μυθιστόρημα που κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε κάθε περίπτωση αντανακλά τις ιδέες/ιδανικά σου και επιβεβαιώνει το επιχείρημα ότι «η ελευθερία είναι δυνατή».

Ταυτίζεσαι με την «γενεαλογία» των συγγραφέων που -ο καθένας/η καθεμιά με τον τρόπο τους- ασχολήθηκαν ανά τους αιώνες με τη «χαρτογράφηση» των ουτοπιών σε κάθε μορφή τέχνης;

Σίγουρα. Δεν έχω διαβάσει όλα τα σχετικά βιβλία, αλλά πάντα με γοήτευε η ουτοπία.

Το πρώτο τέτοιου είδους βιβλίο που θυμάμαι να έχω διαβάσει ήταν το Νησί του Άλντους Χάξλεϊ. Δε θυμάμαι τα πάντα για αυτό - το διάβασα ως έφηβη.

Και μόνο η ερώτηση «Γεια, τι θα γινόταν αν η κοινωνία δούλευε διαφορετικά... Πώς θα επηρέαζε αυτό τους ανθρώπους και τον τρόπο σκέψης τους;» μού έμεινε.

Πιο άμεσα, το Μια χώρα φαντασμάτων βρίσκεται πιθανώς σε «συνομιλία» με μερικά από τα άλλα αναρχικά ουτοπικά βιβλία, όπως το O αναρχικός των δύο κόσμων της Ούρσουλα Λε Γκεν ή το The Fifth Sacred Thing του Starhawk.

«Συνομιλεί» ακόμα και με μερικά από τα πιο σχολαστικά και/ή ερασιτεχνικά γραμμένα -παρόλα αυτά ενδιαφέροντα- ουτοπικά κείμενα όπως το Bolo'Bolo και το My journey with Aristotle to the Anarchist Utopia.

«Κάθε ευτοπία περιέχει μια δυστοπία, κάθε δυστοπία περιέχει μια ευτοπία», γράφει η Ούρσουλα Λε Γκεν στο No Time To Spare.  Συμφωνείς; Αν ναι -και ακόμα κι αν όχι-, γιατί;

Δεν υπάρχουν πολλά πάνω στα οποία διαφωνώ με την Λε Γκεν. Όσο, μάλιστα, μεγαλώνω, τόσο διαπιστώνω ότι η ένταση της όποιας διαφωνίας μας είναι μικρότερη απ’ ό,τι αρχικά πίστευα.

Μοιάζει με τον Μαλατέστα με αυτόν τον τρόπο: δεν έχω βρει ακόμα κάτι πάνω στο οποίο διαφωνώ ουσιαστικά με κάποιον από τους δύο.

Λατρεύω την Ρον, την χώρα των φαντασμάτων. Θα πήγαινα οπωσδήποτε να ζήσω εκεί, ή θα πάλευα και/ή θα πέθαινα για να προσπαθήσω να δημιουργήσω ένα τέτοιο μέρος. Δεν είναι τέλειο. Υπάρχουν χίλιοι λόγοι που δεν είναι.

Δύο από τους πιο σημαντικούς λόγους: πρώτον, είναι προϊόν της φαντασίας μου, αντί να είναι μια πραγματική κοινωνία που χτίστηκε από πραγματικούς ανθρώπους, και οι κάτοικοί της δεν τα έχουν ξεκαθαρίσει όλα ακόμα.

Δεν ξέρουν πώς να αλληλεπιδρούν με τον υπόλοιπο κόσμο... Ενώ μπορεί να φιλοδοξούν να γίνουν διεθνιστές, βασικά είναι απομονωτιστές.

Το Χώρα φαντασμάτων εκτυλίσσεται «σε μια φανταστική ορεινή χώρα που θυμίζει την Λατινική Αμερική, την Ανατολική Ευρώπη, την Κεντρική Ασία του 19ου αιώνα», επισημαίνει σωστά ο Kim Stanley Robinson.

Γιατί αποφάσισες να «θολώσεις» τα χρονικά, γεωγραφικά και κοινωνικοπολιτικά όρια εντός -ή εκτός- των οποίων ξεδιπλώνεται η αφήγηση; Και γιατί αυτή η αφήγηση τοποθετείται εξ αρχής σε ένα μη αστικό/ιθαγενικό περιβάλλον;

Αποφάσισα να την τοποθετήσω σ’ έναν δευτερεύοντα κόσμο αντί για την Γη, και όχι στο δικό μας επίπεδο τεχνολογίας για μερικούς λόγους.

Ένας από αυτούς είναι ότι δεν ήθελα κανένας να το πάρει ως προσχέδιο - ξεκάθαρα, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα διαφορετικό τοπίο από τους κατοίκους της Ρον, οπότε αυτό που λειτούργησε για κείνους μπορεί να μην είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε οι ίδιοι.

Όσο για το δεύτερο μέρος της ερώτησης... Λοιπόν, ένα από τα πράγματα που με γοητεύουν είναι να διαρρήξω την ιδέα πως όλος ο αναρχισμός πρέπει να είναι «επαναστατικός».

Μερικές φορές, ο αναρχισμός είναι μια πραγματική υπάρχουσα κοινωνική δομή που μπορεί κανείς να υπερασπιστεί.

Σκέφτομαι πώς υπήρχαν αναρχικοί τρίτης, τέταρτης και πέμπτης γενιάς που πολεμούσαν στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο.

Για εκείνους, δεν ήταν μια εφηβική εξέγερση ενάντια στην οικογένειά τους, ήταν η προσήλωση σε ένα όμορφο σύνολο κοινωνικών ιδανικών που είχαν μεταλαμπαδευτεί από γενιά σε γενιά.

Οι περισσότεροι υπάρχοντες αντιαποικιακοί αγώνες μοιάζουν περισσότερο με την προστασία των απελευθερωτικών παραδόσεων κόντρα σε μια καταπιεστική εξωτερική δύναμη παρά με ό,τι γενικά αντιλαμβανόμαστε ως επαναστατικά κινήματα.

Αλλά με ενδιέφεραν και οι δύο προαναφερθείσες διαστάσεις, οπότε η Ρον είναι χτισμένη συγκρητικά.

Υπάρχει ένα σύνολο γηγενών παραδόσεων που είναι κατά προσέγγιση άναρχες, και μετά υπάρχουν οι αποτυχημένοι αναρχικοί επαναστάτες που έχουν φύγει από μια κοντινή χώρα για να αναζητήσουν καταφύγιο στα βουνά.

Γηγενείς παραδόσεις και αποτυχημένοι αναρχικοί επαναστάτες έχουν εξίσου αξία και μαζί δημιουργούν την ακατάστατη, «θολή» πολιτική κατάσταση της Ρον.

Όσον αφορά στο γιατί τόσο μεγάλο μέρος της αφήγησης εκτυλίσσεται σε αγροτικό πλαίσιο...

Για να είμαι ειλικρινής, όσο περισσότερο διαβάζω Ιστορία, τόσο λιγότερο μ’ ενδιαφέρει οτιδήποτε προέρχεται από τον μαρξισμό, ακόμη κι από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό.

Ένα από τα πολλά, πολλά πράγματα που έκανε λάθος ο Μαρξ -ενώ κατάλαβε σωστά κάποια πράγματα σχετικά με την οικονομία, για να είμαι σαφής- ήταν η ιδέα ότι ο αγροτικός πληθυσμός είναι εγγενώς αντεπαναστατικός.

Κι αυτό παρά την προέλευση τόσων πολλών κομμουνιστικών -ιδιαίτερα αναρχικών κομμουνιστικών- ιδεών από την ανθρωπολογική παρατήρηση των αγροτικών κοινοτήτων της Σιβηρίας και του Μεξικού.

Ή μπορεί απλώς να εκτυλίσσεται σε αγροτικό περιβάλλον επειδή ζω αγροτικά και το προτιμώ.

«Στην περίπτωση της ‘Ουτοπίας’ του Μορ, πολλοί μελετητές έχουν αναρωτηθεί σχετικά με τις προθέσεις του συγγραφέα: είναι η ‘Έρημη Γη’ του Μορ ένα απραγματοποίητο όνειρο;» αναλογίζεται η Ay-Leen The Peacemaker κριτικάροντας το βιβλίο σου. 

«Παρομοίως, Ρον στην ιθαγενική γλώσσα του μυθιστορήματος σημαίνει ‘φάντασμα’. Υπονοεί η Killjoy πως ένα αναρχικό έθνος δεν μπορεί να υπάρξει εκτός φαντασιας;» συνεχίζει.

Επανέρχομαι, λοιπόν. Είναι ένα αναρχικό «έθνος» εντοπίσιμο μόνο στην φαντασία;

Λατρεύω την Ay-Leen, αλλά όχι, νομίζω ότι ο αναρχισμός μπορεί να λειτουργήσει στον πραγματικό κόσμο.

Είναι πιθανό να μην είναι ακριβώς ο «αναρχισμός» όπως τον αντιλαμβανόμαστε, αλλά το βασικό σύνολο αξιών και πρακτικών μπορεί απολύτως να προσφέρει μια καλύτερη κοινωνία από αυτή που ζούμε.

Αν όχι, λοιπόν, είναι οι αναρχικές πρακτικές πραγματικότητα στις σύγχρονες Η.Π.Α., είτε αυτοί που τις υποστηρίζουν, τις προπαγανδίζουν ή τις υιοθετούν έχουν επίγνωση της πολιτικής/φιλοσοφικής τους καταγωγής είτε όχι;

Μερικά παραδείγματα -αν υπάρχουν- θα ήταν διαφωτιστικά.

Υποθέτω ότι εξαρτάται από το για ποια κλίμακα μιλάμε.

Έχω ζήσει σε αναρχικές κοινότητες που λειτουργούν βάσει αναρχικών αξιών, είτε πρόκειται για 50 καταληψίες σε μια πολυκατοικία είτε για δέκα άτομα τα οποία ζουν σε καμπίνες και παράγκες σε ένα οικόπεδο.

Φυσικά, στην Ελλάδα έχετε πολύ περισσότερα παραδείγματα αναρχικής οργάνωσης και διαβίωσης σε μεγαλύτερη κλίμακα από ό,τι εμείς εδώ.

Το άλλο μέρος όπου έχω δει να λειτουργεί ο αναρχισμός είναι τα ιδεολογικά ποικιλόμορφα κινήματα.

Τουλάχιστον από την εποχή των διαδηλώσεων κατά της παγκοσμιοποίησης -τέλη της δεκαετίας του 1990 και αρχές της δεκαετίας του 2000-, πιθανώς και από το αντιπυρηνικό κίνημα της δεκαετίας του 1980, οι αναρχικές αρχές ήταν η βάση για τα περισσότερα μεγάλα κινήματα.

Όχι επειδή οι περισσότεροι συμμετέχοντες σε αυτά ήταν αναρχικοί, αλλά επειδή, όταν άνθρωποι με διαφορετικούς στόχους και διαδικασίες συνεργάζονται, χρειάζεται ένα πλαίσιο όπως ο αναρχισμός για να τους επιτρέψει να συνεργαστούν.

Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, καμία ομάδα δεν ηγείται κάποιας άλλης.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σχετικά παραδείγματα που γνωρίζω ήταν τα πρώτα χρόνια της Common Ground Collective, μιας ομάδας αλληλοβοήθειας η οποία δημιουργήθηκε στην Νέα Ορλεάνη το 2005 μετά τον τυφώνα «Κατρίνα».

Ένας μουσουλμάνος πρώην Μαύρος Πάνθηρας, ο οποίος απ’ όσο ξέρω δεν είναι αναρχικός, άρχισε να εμπλέκεται στα πεδία της αλληλοβοήθειας και της διανομής τροφίμων.

Έπειτα, προσέγγισε κάποιους αναρχικούς που γνώριζε μέσω της υπεράσπισης των πολιτικών κρατουμένων, και μαζί δημιούργησαν το είδος της οργάνωσης που ήθελαν να υλοποιήσουν.

Στην συνέχεια, έφερε εθελοντές απ’ όλη την χώρα για να βοηθήσουν τους ανθρώπους στην Νέα Ορλεάνη να ξαναχτίσουν την πόλη από τα κάτω προς τα πάνω, κι όχι το αντίστροφο.

Δεν ήταν μια «αναρχική» οργάνωση, αλλά οι αναρχικοί συμμετείχαν σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν.

Λόγω, επομένως, της δέσμευσης όλων στην οριζοντιότητα, χρησιμοποιήθηκαν θεμελιωδώς αναρχικές αρχές για να οργανωθούν μαζί άνθρωποι με διαφορετικές ιδεολογικές και θεολογικές πρακτικές.

Ο αναρχισμός είναι για μένα στον «πυρήνα» του ένας τρόπος να αναγνωρίσω ότι όλοι μας, ως άτομα και ομάδες, θα έχουμε πάντα διαφορετικά ενδιαφέροντα, στόχους και διαδικασίες.

Είναι ένας τρόπος να καταλάβουμε πώς να οικοδομήσουμε την κοινότητα, το κίνημα και την κοινωνία χωρίς να διαγράψουμε ή να ισοπεδώσουμε αυτές τις διαφορές.

Ευχαριστώ θερμά τον Σπύρο Κουρούκλη, «ψυχή» των Εκδόσεων Στάσει Εκπίπτοντες, για την πολύτιμη συμβολή του στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Ευχαριστώ επίσης την συγγραφέα για τις δημιουργικές σκέψεις που μοιράστηκε μαζί μου και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της.

Το μυθιστόρημα της Margaret Killjoy Χώρα φαντασμάτων κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες σε μετάφραση της Άννας Χαριλόγη.