Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Γουσταύο Οτ: «Η μόνη αξιοπρεπής θέση για έναν συγγραφέα είναι ενάντια στην εξουσία»

 


«Σπουδή» στην ταυτότητα, την έλλειψη επικοινωνίας και την ανάγκη αντίστασης, το εμβληματικό έργο του Βενεζουελάνου συγγραφέα και δημοσιογράφου Γουσταύο Οτ, Το Διαβατήριο, παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Μια εκτενής συζήτηση με τον συγγραφέα.

Το Διαβατήριο (1988), που παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, είναι μια «σπουδή» στην ταυτότητα, την έλλειψη επικοινωνίας και την ανάγκη αντίστασης, και ξεδιπλώνεται «σε έναν σταθμό τρένου, σε κάποια χώρα ξεχασμένη».

Δεδομένου του ότι πηγάζει από ένα ταξίδι που είχες κάποτε κάνει στα Βαλκάνια, θα ήθελες να αναλύσεις τον αντίκτυπο που είχε αυτό το ταξίδι σε σένα ως άνθρωπο και συγγραφέα και τη σημασία των σιδηροδρομικών σταθμών στην αφήγησή σου;

Μεγάλωσα σε μια χώρα χωρίς τρένα. Είναι αναμενόμενο αν περιορίσεις τον ορισμό τού να γεννηθείς στο Καράκας ως μέρος του τοπίου της Καραϊβικής.

Βουνά δίπλα στη θάλασσα, ωκεάνεια δάση, μερικές φορές βλάστηση της Μεσοζωικής Περιόδου και βράχοι πάνω από μίνι νησιά που επιπλέουν λίγα πόδια πάνω από το έδαφος του ωκεανού, και περιβάλλονται από ένα μπλε ρηχό στρώμα διαφανούς νερού.

Έτσι, τα τρένα, για μένα, όταν ήμουν παιδί και στα εφηβικά μου χρόνια, σήμαιναν τον υπόλοιπο κόσμο, εκείνο το μέρος της ανθρωπότητας που είναι μακριά και πάντα μου κέντριζε το ενδιαφέρον.

Ο πατέρας μου ήταν μετανάστης από τη Γαλλία, αλλά η μητέρα μου καταγόταν από τις Άνδεις της Βενεζουέλας, ψηλά στην κορυφή του κόσμου: βουνά που δεν επιτρέπουν τρένα, αυτοκίνητα ή οτιδήποτε με ρόδες.

Όταν έφτασα στην Ευρώπη, ερωτεύτηκα τα τρένα. Για μένα, ο έρωτας ξεκίνησε από το αεροδρόμιο προς την πόλη μαζί με τον κατοπινό αχώριστο σύντροφό μου: το Μετρό.

Υπέφερα από ναυτία σε όλη μου τη ζωή και μετά, ξαφνικά, τα τρένα ήταν ένα ασφαλές μέρος. Θα μπορούσα να πάω οπουδήποτε πάνω τους χωρίς να αισθάνομαι άρρωστος. Και το έκανα.

Τα τρένα έγιναν μέρη γεμάτα αναμνήσεις, μερικές φορές αναμνήσεις που δεν είχα ξαναζήσει.

Ταξίδεψα από τη Λισαβόνα στην Ιστανμπούλ και πίσω, από τη Σικελία στο Όσλο. Οι σιδηροδρομικοί σταθμοί έγιναν μνημεία: εξακολουθώ να πηγαίνω και να τους ξαναεπισκέπτομαι κάθε φορά, βγάζω φωτογραφίες, περιπλανιέμαι επί ώρες σ’ αυτούς.

Οποιοδήποτε άλλο μέσο μεταφοράς με κάνει να βλέπω τον εαυτό μου ως έναν ταλαιπωρημένο και νευρικό άνθρωπο που έχει ανάγκη από φάρμακα.

Μέσα στα τρένα, όμως, σταματώ να κοιτάζω εμένα και αρχίζω να κοιτάζω τον άλλον. Έγραψα γι’ αυτό σε ένα άλλο θεατρικό έργο, το Ο πιο βαρετός άνθρωπος του κόσμου.

Ο αντίκτυπος, λοιπόν, αυτού του ταξιδιού στα Βαλκάνια και η κατάσταση στην οποία βρισκόμουν λόγω της έλλειψης βίζας ήταν ένα είδος σοκ.

Ξαφνικά, το τρένο μου εκτράπηκε από την πορεία του μου, κρατήθηκα από τις αρχές και με έστειλαν με ένα λεωφορείο σε ένα μακρύ ταξίδι. Αρρώστησα, φυσικά.

Σε εκείνο το ταξίδι αρχικός μου προορισμός ήταν η Αθήνα και κατέληξα στην Αλβανία. Μετά από έναν εφιάλτη, έφτασα επιτέλους στην Αθήνα. Επίτρεψέ μου μου να σου πω ότι ακόμα θυμάμαι αυτή την αίσθηση άφιξης στην πατρίδα.

Είμαι σίγουρος πως θα το έχεις ξανακούσει, αλλά υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ του Καράκας και της Αθήνας: οι λόφοι, οι άνθρωποι, η αρχιτεκτονική, τα παιδιά...

Στην Αθήνα το διαβατήριό μου δεν ήταν απαραίτητο, ακριβώς όπως νόμιζα εκείνες τις αβέβαιες μέρες που το κρατούσα σαν να ήταν σωτήριο. Όχι πια.

Το ίδιο το κείμενο ξεκινά με την παράθεση ενός εκτενούς αποσπάσματος από το ποίημα της Carol Musket-Dukes Passport: A Manifesto. Είναι «συνταξιδιώτισσά» σου, μια «αδερφή ψυχή» στον λογοτεχνικό/ποιητικό χώρο;

Λατρεύω αυτό το ποίημα και προσπαθώ να το έχω μαζί μου κάθε φορά που ταξιδεύω. Το τύπωσα σε ένα μικρό χαρτί και το κράτησα μέσα στο πραγματικό μου διαβατήριο.

Κάθε φορά που ένας υπάλληλος στην υπηρεσία μετανάστευσης ζητά το διαβατήριό μου, ανακτώ «το χαρτί», που φυσικά είναι ποίημα. Με κάνει να νιώθω ασφάλεια.

Η ποίηση είναι ασπίδα εκείνες τις στιγμές. Ό,τι κι αν συμβεί, πιστεύω πως το ποίημα θα μου σώσει τη ζωή.

Πρόσθεσα το ποίημα ως πρόλογο του έργου για την αγγλική έκδοση που κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. το 2015. Όπως γνωρίζεις, αυτό είναι ένα από τα πρώτα μου έργα, γράφτηκε το 1986, αλλά προσθέτω στοιχεία εδώ κι εκεί, ειδικά όταν το σκηνοθετώ.

Φέτος το σκηνοθέτησα στο Ντάλας και στο Ορλάντο και χάρη στο καστ μπόρεσα να προσθέσω μερικές ακόμα γραμμές. Λατρεύω την ικανότητα της συγγραφής θεατρικών κειμένων να αλλάζει το δικό σου έργο ακόμα κι αν αυτό έχει παραχθεί ή εκδοθεί.

Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό με τα μυθιστορήματα, την ποίηση ή τα σενάρια ταινιών. Αλλά με τη μικρή αλλά ατελείωτη δραματική λογοτεχνία μας, μπορείς.

Αν οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί μπορούν να τροποποιήσουν και να ενσωματώσουν το έργο στα δυνατά δημιουργικά τους ταλέντα, οι συγγραφείς μπορούν να το κάνουν και με το δικό τους γραπτό.

Το γράψιμο σε συνοδεύει στη ζωή σου. Αλλάζεις, το ίδιο κι η γραφή σου. Κι ας έχει δημοσιευτεί.

Νομίζω ότι αυτό οφείλεται στη δύναμη της ζωντανής περφόρμανς. Έχει μια απήχηση που κανένα άλλο είδος δεν έχει - από το χαρτί μέχρι τις οθόνες.

Είμαστε λάιβ, όπως σε μια συναυλία, παρουσιάζοντας εκδοχές εκείνων των τραγουδιών τα οποία ξέρουμε απέξω, αλλά που στη ζωντανή συναυλία ακούγονται καλύτερα. Πάντα καλύτερα.

Ακούγονται διαφορετικά με τον τρόπο που πάντα πιστεύαμε πως θα έπρεπε να είναι. Το κοινό το ξέρει. Οι καλλιτέχνες το ξέρουν.

Κανείς δε ζητά από τους θεατές μιας παράστασης προσωπικά δεδομένα για να τα πουλήσει σε μεγάλες εταιρείες.

Δεν υπάρχουν προσθήκες, κανένας αλγόριθμος που να ακολουθεί αυτό που ψάχνεις, δε λαμβάνεις προσφορές πώλησης για τα πράγματα που σκέφτεσαι να αγοράσεις, γιατί το θέατρο είναι ζωντανό, εκεί, απτό, στηρίζεται στη στιγμή. Ζωντανό, τίποτα λιγότερο.

Κατά τη διάρκεια της παράστασης όλοι βλέπουμε ο ένας τον άλλον και γνωρίζουμε πολύ καλά τι κάνουμε. Το ίδιο συμβαίνει και με τον συγγραφέα για το θέατρο. Πιστεύω ότι η γλώσσα, οι λέξεις, ενισχύονται από αυτή την ιδέα.

Το Διαβατήριο περιλαμβάνει μόνο τρεις χαρακτήρες: την Eυγενία (ή Eυγένιο, στην περίπτωση της ελληνικής μετάφρασης), έναν αξιωματικό και έναν στρατιώτη.

Πέρα από τους πιθανούς συμβολικούς συνειρμούς, ποια είναι η λογική πίσω από την επιλογή αυτών των συγκεκριμένων χαρακτήρων;

Προσπαθώ να μη γράφω για τον εαυτό μου. Πάντα πιστεύω πως η ζωή ενός θεατρικού συγγραφέα -ή τουλάχιστον η δική μου- είναι κάπως βαρετή. Δεν έχω κάτι να πω γι’ αυτή.

Αλλά όταν το κάνω, σχεδόν κάθε φορά δοκιμάζω έναν γυναικείο χαρακτήρα. Ίσως επειδή με συνδέει με την μητέρα μου.

Η μητέρα μου, η οποία καταγόταν από τα βουνά, ήταν μια πολύ δυνατή γυναίκα. Το είδος του ανθρώπου που θα ήθελα να είμαι, αλλά πάντα δεν καταφέρνω. Ανακάλυπτε εύκολα την αδυναμία της εξουσίας και την αντιμετώπιζε, μερικές φορές επικίνδυνα.

Θυμάμαι καθαρά τη μέρα που ούρλιαξε σε έναν στρατιώτη σε ένα λεωφορείο. Ήμουν έξι χρονών. Ο στρατιώτης μπήκε μέσα στο λεωφορείο ζητώντας από όλους έγγραφα. Είναι κάτι συνηθισμένο σε μια πόλη όπως το Καράκας.

Η εξουσία πάντα υποψιάζεται τους φυσιολογικούς, συνηθισμένους ανθρώπους. Αν χρησιμοποιείς το σύστημα δημόσιας συγκοινωνίας, είσαι ένοχος για κάτι.

Εκεί ήμουν, λοιπόν, ένα παιδί που πάντα φοβόταν στρατιώτες, αστυνομικούς, αξιωματικούς, ακόμα και θυρωρούς.

Ο στρατιώτης ζήτησε από την μητέρα μου έγγραφα κι εκείνη τρελάθηκε. Τον έβρισε. Τότε, ο στρατιώτης ρώτησε αν ήμουν ο γιος της. Και «τα πήρε».

Είπε: «Όχι, είναι δικός σου. Τον ταΐζεις, πληρώνεις όλους τους λογαριασμούς που δημιούργησε, είναι γιος σου. Πάρ’τον. Έλα, πάρε το παιδί». Ο καημένος στρατιώτης ζήτησε μάλιστα συγγνώμη. Έκλαιγα, φυσικά.

Βάζω στοίχημα ότι αυτή η σκηνή «πυροδότησε», με κάποιο τρόπο, το Διαβατήριο. Η Ευγενία, ο στρατιώτης, κι εγώ, μια αφηγήτρια που παρακολουθεί τα πάντα, αλλά με ίλιγγο. Και καταλήγει να κλαίει.

Ποτέ δεν είχα προβλήματα με την εξουσία ή με τον στρατό. Ποτέ δεν παραβίασα νόμο […] Ποτέ δεν μπήκα φυλακή […] Πίστευα πως αυτά τα πράγματα δεν μπορούσαν να συμβούν. Στους άλλους ίσως. Aλλά ποτέ σε μένα», απορεί ο Ευγένιος.

Ωστόσο, η εξουσία, ανεξαρτήτως πολιτικών «χρωμάτων» και «αποχρώσεων», τελικά συνθλίβει τους περισσότερους από εμάς -ή τουλάχιστον αυτό επιδιώκει- και αυτή η συνειδητοποίηση μπορεί να προκαλέσει σοκ σε ένα «συνηθισμένο» άτομο.

Υπάρχει, κατά τη γνώμη σου, ένας κοινωνικά επωφελής τρόπος εφαρμογής της εξουσίας ή είναι εγγενώς διαβρωτική σε ηθικό και πολιτικό επίπεδο;

Ποτέ, μα ποτέ, δεν εμπιστεύτηκα την εξουσία. Οι άνθρωποι που την επιζητούν -και ιδιαίτερα οι άνθρωποι που τη διατηρούν- είναι, στον κόσμο μου, τα σύμβολα της διαστροφής.

Από την εμπειρία μου, η εξουσία εξυπηρετεί μόνο τους ανθρώπους που την έχουν, τους συγγενείς και τους φίλους τους.

Οι υπόλοιποι είναι εκεί για να τους στηρίξουν. Η μόνη αξιοπρεπής θέση για έναν συγγραφέα είναι ενάντια στην εξουσία. Όποιος κι αν την κατέχει.

Ξεκίνησα την επαγγελματική μου ζωή ως δημοσιογράφος σχεδόν αποκλειστικά του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ, αλλά στην αρχή μου ανέθεσαν να δουλέψω στο πολιτικό τμήμα. Ίσως από εκεί ξεκίνησε η δυσπιστία μου.

Βλέποντας πολιτικούς να μιλάνε όταν δεν ηχογραφούνται, να είναι ο εαυτός τους, μου θυμίζει τον τρόπο που μιλάνε οι εγκληματίες.

Γνωρίζω πολλούς από αυτούς -πολιτικούς και εγκληματίες- και μου φαίνεται ότι τους συνδέει η ίδια επιθυμία: να ελέγχουν τους άλλους. Προτιμώ τους ηττημένους, τους ευάλωτους, στην πραγματικότητα, ανθρώπους σαν εμένα.

Τίθεμαι αμέσως και αυτόματα στο πλευρό του θύματος. Αυτός που πέφτει: αυτός είναι ο ορισμός μου για τη ζωή. Η πτώση μας είναι η πραγματική συνέπεια της εξουσίας.

«Ταξίδεψα για πολλούς λόγους. Πήρα ένα τρένο για να μην πάρω περίστροφο […] Για μια χαμένη ελπίδα. Γιατί πίστεψα σε ηρωικές πράξεις. Γιατί ήμουν ερωτευμένος με τη ζωή, ενώ ήμουν νεκρός», εξομολογείται η Ευγενία/ο Ευγένιος αλλού.

Πιστεύεις στις «χαμένες ελπίδες» και στις «ηρωικές πράξεις»; Είσαι ερωτευμένος και με τη ζωή;

Η αντίσταση είναι αυτή που κάνει το ταξίδι δυνατό, που κάνει το ταξίδι απαραίτητο. Γιατί το γράψιμο δε γίνεται πιο εύκολο με τον καιρό. Ίσως γιατί η τέχνη δεν είναι αυτό που θέλεις να πεις αλλά αυτό που θα ήθελες να ζήσεις.

Η εμπειρία της τέχνης είναι ένα μυστήριο για λίγους, αλλά είναι επίσης ένα πολύ κοινό συναίσθημα. Όλοι έχουν τουλάχιστον μία συνάντηση με την τέχνη. Αυτή η συνάντηση, η οποία σε εκμηδένισε, σε κάνει επίσης να ερωτεύεσαι τη ζωή.

Για μένα, οι μόνοι ήρωες είναι αυτοί που δραστηριοποιούνται στα κοινά, αυτοί που αναπτύσσουν νέες αφηγήσεις οι οποίες ενδυναμώνουν τους ευάλωτους και την ύπαρξή τους. Αυτοί που χτίζουν κοινότητες στο «σταυροδρόμι» πολιτισμών και ταυτοτήτων.

Ίσως γιατί, ιδιαίτερα μετά την πανδημία, οι ιδέες του τέλους είναι λίγο πολύ επείγουσες. Γινόμαστε πιο περίπλοκοι, ακόμα και χωρίς να το καταλάβουμε, λόγω των απειλών του τέλους.

Η εξάλειψη είναι τελικά μια ιδέα που μπορούμε να δούμε από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Δεν είναι πια μια οπτική ψευδαίσθηση.

Η ομορφιά πρέπει να είναι αφοσιωμένη, αλλιώς δεν είναι πια ομορφιά. Πρέπει να βλέπουμε τα πάντα, να καταλαβαίνουμε τα πάντα και να επηρεαζόμαστε από τα πάντα. Δεν υπάρχουν άλλες γραμμές.

Η αντίφαση και η πολυπλοκότητα είναι οι νέες απαιτήσεις της ζωής. Μια ατελής ισορροπία για μένα, σίγουρα για το γράψιμο.

Ελλειπτικά -αν όχι κρυπτικά- γραμμένο στην καλύτερη παράδοση των Ιονέσκο/Κάφκα, το Διαβατήριο φέρει επίσης στοιχεία χιούμορ, ακόμα και φάρσας.

Θα ανέφερες τους Ιονέσκο και Κάφκα ως τις κύριες επιρροές σου και το παράλογο χιούμορ ως αγαπημένο εργαλείο στην αντιμετώπιση του παραλογισμού της καθημερινότητας μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό σύστημα;

Περισσότερο τον Κάφκα παρά τον Ιονέσκο. Βλέπεις, ο Κάφκα έχει μια εξαιρετική επιρροή στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία.

Όχι μόνο στη δική μου γενιά, αλλά ιδιαίτερα στις προηγούμενες. Οι συγγραφείς μας επηρεάστηκαν πολύ από δύο σημαντικούς συγγραφείς, τον Φώκνερ και τον Κάφκα.

Θυμάμαι την ιστορία που είπε ο Γκαρσία Μάρκες για τον Κάφκα. Ήταν κοινός συγγραφέας και δημοσιογράφος όταν διάβασε τον Κάφκα, την πρώτη γραμμή της Μεταμόρφωσης. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.

Αναρωτήθηκε, λοιπόν: «Ισχύει αυτό; Μπορείς να το κάνεις και να αποκαλείται λογοτεχνία; Α, καλά, τώρα ξέρω τι να κάνω!»

Όλος ο μαγικός μας ρεαλισμός προέρχεται από τον Κάφκα, την άδεια που μας έδωσε ο Κάφκα. Αν με ρωτάς ποιος είναι ο συγγραφέας με τη μεγαλύτερη επιρροή σε μένα, αναμφίβολα, είναι ο Φραντς.

Κάθε φορά που είμαι αντιμέτωπος με ένα πρόβλημα τον αναζητώ για να μου το λύσει.

Τεχνικά, ναι, αλλά και με τον τρόπο που μπορείς να παρουσιάσεις τον χρόνο και τον χώρο ως απλές απόψεις. Η πραγματικότητα είναι μια άποψη, περισσότερο σαν ένα κόλπο, μια ψευδαίσθηση, μια ανάμνηση, ίσως ένας αντικατοπτρισμός.

Είναι μεγάλο πλεονέκτημα για κάθε συγγραφέα να ξεκινάει τις κενές σελίδες γνωρίζοντας αυτό.

Και τουλάχιστον κατά τη δημιουργική διαδικασία, έχεις το κουμάντο. Δεν αφηγείσαι μια ιστορία, διαμορφώνεις την πραγματικότητα.

Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Βενεζουέλα, έχεις επίσης ζήσει και εργαστεί σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α., όπου διαμένεις αυτή τη στιγμή. Είσαι, επιπλέον, ο Εκτελεστικός Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Teatro Dallas.

Πώς νιώθεις, λοιπόν, να ζεις και να εργάζεσαι στις Η.Π.Α. και σε ποιον βαθμό ταυτίζεσαι με και -ταυτόχρονα- επικρίνεις τόσο το βενεζουελάνικο όσο και το βορειοαμερικανικό πολιτιστικό και πολιτικό «τοπίο»;

Έζησα σημαντικές περιόδους της ζωής μου σε αρκετές πόλεις: στο Λονδίνο πέντε χρόνια, στη Μαδρίτη τρία, στο Παρίσι ένα, στην Ουάσιγκτον οκτώ, στο Καράκας όλη μου τη ζωή, και τώρα το Ντάλας. Θα επιστρέψω στην Ουάσινγκτον τον Ιανουάριο.

Πάντα ψάχνω μέρη για να ζήσω, διαφορετικούς χώρους, διαφορετικά τοπία. Υπάρχουν υπαινιγμοί ότι άφησα την οικογένεια και η ιδέα πως, κατά κάποιο τρόπο, πρόδωσα κάτι. Μαθαίνω να μου αρέσει αυτή η προδοσία.

Ίσως η χώρα και η οικογένεια να είναι συνέπειες η μια της άλλης. Πολλά έργα μου είναι χτισμένα πάνω σε αυτήν την ιδέα, περισσότερο σε μεταφορικό επίπεδο.

Υπάρχει στα γραπτά μου, ιδιαίτερα στο Διαβατήριο, μια εξομολογητική διάσταση και μια έκκληση για συγχώρεση επειδή εγκατέλειψα την οικογένεια/χώρα μου.

Ίσως η συγγραφή είχε -και εξακολουθεί να έχει- μια ανεπαίσθητη πρόθεση δημιουργίας αναμνήσεων. Μια επιβολή στον εαυτό μου τοπίων ή δικαιολόγησης κάποιου είδους ποίησης ενός παρελθόντος που δεν έζησα ποτέ.

Και πάλι, ενισχύστε την γλώσσα που μπορεί να αρθρώσει το περιβάλλον σας, τους ανθρώπους που γνωρίζετε ή πρέπει να γνωρίζετε, αλλά και τον χρόνο σας, την ιστορία σας, που βρίσκει την ομορφιά στην πολυπλοκότητα.

Λατρεύω αυτή τη γαλλική ατάκα η οποία ειπώθηκε ως αστείο, αλλά για μένα είναι ένα «μάντρα» για τη συγγραφή: «Γιατί να το κάνουμε απλό αν μπορούμε να το κάνουμε περίπλοκο;»

Ναι, το περίπλοκο είναι καλύτερο. Το περίπλοκο γίνεται πλέον συνώνυμο της ομορφιάς.

Ευχαριστώ θερμά τον συγγραφέα για την παραχώρηση της φωτογραφίας του που συνοδεύει το κείμενο.

Η θεατρική παράσταση Το Διαβατήριο, σε κείμενο του Γουσταύο Οτ και μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σκηνοθετημένη από την Ειρήνη Λαμπρινοπούλου.

Μέρες και ώρες παραστάσεων: Δευτέρα-Τρίτη, 21:15.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου