Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Ειρήνη Τζούλια: «Ένα τραυματικό γεγονός δεν είναι μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος»

 

Ειρήνη Τζούλια (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Το τραύμα μιας συλλογικής καταστροφής, εν προκειμένω της πολύνεκρης πυρκαγιάς στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018, εξερευνάται μέσω μιας πειραματικής φόρμας στη μικρού μήκους ταινία της Ειρήνης Τζούλια, Lumen.

Κόρη η ίδια ενός θύματος της πυρκαγιάς, συγκεράζει στο φιλμ της το προσωπικό με το συλλογικό. Συζητώντας με την σκηνοθέτρια ενόψει της προβολής του στο πλαίσιο του 7ου Φεστιβάλ WIFT GR.

Δε μου έχει λυθεί ακόμα η απορία της επιλογής του τίτλου του στοιχειωτικού μικρού μήκους ντεμπούτου σου, Lumen. Θα ήθελες να ρίξεις λίγο φως σ’ αυτή;

Στην ανατομία, lumen ή αυλός ονομάζεται ο χώρος μέσα στην εσωτερική κοιλότητα ενός οργάνου. Στη φυσική, Lumen είναι η μονάδα μέτρησης του φωτός. 

Πέρα από την έννοια που μπορεί να λάβει ως ενδοσκόπηση, να ρίξεις δηλαδή φως σε μια εσωτερική διεργασία, εδώ σε αυτήν του τραύματος, έχει και εκείνη της διαφυγής, το φως που βγαίνει από μία οπή.

Κι επειδή η κατάσταση όπου βρισκόμουν εκείνη την περίοδο έμοιαζε με μια μαύρη τρύπα, αφορά και τη δική μου προσπάθεια να ξεφύγω, να βγω προς τα έξω.

Η μετατραυματική λύτρωση στο τέλος της ταινίας, αν μπορεί να βιωθεί και από τον θεατή, ταυτίζεται με την ύπαρξη λίγου φωτός, μιας ελπίδας, της εξόδου από τη συγκεκριμένη κατάσταση.

Υπήρξε η πρώτη σου επιλογή τίτλου;

Προέκυψε τυχαία. Κατά κάποιον τρόπο «έπεσα» πάνω σ’ αυτόν, και αποφάσισα ότι θα είναι ο τίτλος του φιλμ.

Σε γοήτευε και ο ήχος της λέξης;

Δεν τη σκέφτηκα ποτέ σε αυτό πλαίσιο, μόνο σε σχέση με το τι απήχηση είχε σε μένα σε επίπεδο νοήματος και περιεχομένου.

Η βίωση και διαχείριση του πένθους είναι μια εξαιρετικά προσωπική, δύσκολη και μακρά διαδικασία.

Η ίδια η επιλογή της φόρμας της δουλειάς σου, η οποία θα μπορούσε ίσως να περιγραφεί ως πειραματικό κινηματογραφικό δοκίμιο, από τι υπαγορεύτηκε;

Αν μπορώ να την ταξινομήσω κάπως, κλίνει περισσότερο προς τον πειραματικό κινηματογράφο.

Πρώτα απ’ όλα, μ’ ενδιέφερε η θραυσματικότητα, ακριβώς επειδή το τραύμα είναι ένα γεγονός που δεν μπορείς να αναπαραστήσεις και να αποδώσεις.

Ένα τραυματικό γεγονός δεν είναι μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Ανακαλείται θραυσματικά, ως στιγμές.

Πολλές φορές χρειάζεται να ακούσεις και τις ιστορίες των άλλων, για να το επαναφέρεις στη μνήμη σου.

Γι’ αυτό κι έχει έντονα συλλογικό χαρακτήρα, γιατί δεν πρόκειται μόνο για το προσωπικό σου βίωμα, όταν αναφερόμαστε σε μια συλλογική καταστροφή. Καταλαβαίνεις τι συνέβη ακούγοντας τι βίωσαν κι οι υπόλοιποι.




Αυτός ήταν ο λόγος της ένταξης «θραυσμάτων» ιστοριών άλλων στην αφήγηση.

Ακριβώς. Μπορείς να αποδώσεις με τη δική σου ματιά το πώς βίωσες το δικό τους συναίσθημα και πώς μπορείς να το ταυτίσεις με το δικό σου.

Σε είχε απασχολήσει μια περισσότερο «καταγγελτικού» τύπου προσέγγιση, ρητά ή υπαινικτικά, έναντι των υπαιτίων της συγκεκριμένης «συλλογικής καταστροφής»;

Δεν έχει λόγο ύπαρξης σ’ ένα καλλιτεχνικό έργο μια τέτοια προσέγγιση. Είναι σαν να χάνει το βάρος του έτσι και θα ήταν φτηνό. Και δε θα ήμουν τίμια απέναντι στη δικιά μου αισθητική στάση, αν την υιοθετούσα, και σ’ αυτό που ήθελα να μοιραστώ.

Δεν είναι ζήτημα του δημιουργού να μπει σε μια διαδικασία απόδοσης κατηγοριών με όρους μικροπολιτικής, ούτε και θα ήταν «θεμιτό» σαν λογική απεύθυνσης προς τον θεατή.

Κι επειδή συχνά μου τίθεται αυτό το ερώτημα, η ταινία είναι πολιτική από τη φόρμα της, ούτως ή άλλως.

Η ανάγκη δημιουργίας της ταινίας υπήρξε προϊόν σκέψης ή ήταν αυθόρμητη;

Ήταν πολύ άμεση.

Έναν μήνα μετά τον θάνατο του πατέρα μου, που υπήρξε εγκαυματίας επί είκοσι και πλέον μέρες, ένας φίλος μου σκηνοθέτης μού ζήτησε να τον ακολουθήσω μ’ ένα πολύ μικρό συνεργείο, σ’ ένα ρεπεράζ για ένα φιλμ του σχετικά με το Μάτι.

Ήταν η πρώτη φορά που είδα κι εγώ το κατεστραμμένο τοπίο. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του ρεπεράζ, τραβούσα αυθόρμητα φωτογραφίες για να ανακαλύψω τι ήταν αυτό που έβλεπα και να το ταξινομήσω μέσα μου.

Πολλές φορές, μάλιστα, χρησιμοποίησα τις φωτογραφίες σαν ένα στόριμπορντ για τα πλάνα της δικιάς μου, κατοπινής δουλειάς.

Έτσι ξεκινήσαμε, σχεδόν σαράντα μέρες μετά την καταστροφή, με τον φωτογράφο Γιάννη Καραμπάτσο.

Οπότε όλα άρχισαν πολύ σύντομα. Ίσως υπερβολικά σύντομα.

Το τοπίο άρχιζε να αλλάζει πολύ γρήγορα. Ήδη πρασίνιζε. Με την πάροδο ενός διαστήματος άρχιζαν, μάλιστα, να κόβουν τα καμένα δέντρα. Επομένως, υπήρχε και μια μάχη με τον χρόνο, να προλάβουμε να έχουμε υλικό.




Και με τη μνήμη.

Και με τη μνήμη του εξαϋλωμένου τόπου, ναι.

Σε ό,τι αφορά τα γυρίσματα στο καμένο σπίτι όπου είχα καταφύγει για να σωθώ, επιστρέψαμε δυο χρόνια μετά. Το εσωτερικό του είχε παραμείνει ανέπαφο. Ήταν σαν να ακολουθούσε η διαδικασία των γυρισμάτων την ίδια τη διαδικασία του πένθους μου.

Η ταινία βοήθησε πολύ στη διαχείριση αυτού του πένθους, γιατί κάποια στιγμή έπρεπε να αποστασιοποιηθώ από αυτό, προκειμένου να την ολοκληρώσω. Όταν ξεκίνησα το μοντάζ της ταινίας, δεν μπορούσα καν να δω το υλικό χωρίς να συγκινηθώ.

Σε κάθε περίπτωση, είχες εξ αρχής την πρόθεση να μοιραστείς το Lumen με τον κόσμο, και να μην το κρατήσεις μόνο για τον εαυτό σου ή για έναν στενότερο συγγενικό/φιλικό κύκλο.

Επειδή επρόκειτο για μια συλλογική καταστροφή που δεν αποδόθηκε με τον τρόπο με τον οποίο βιώθηκε από τους κατοίκους της περιοχής, ένιωθα την ανάγκη να ολοκληρώσω την ταινία και για τον εαυτό μου και για τους άλλους.

Φαντάζομαι πως θα υπήρξαν και πρακτικής φύσης δυσκολίες που επιβράδυναν περαιτέρω την ολοκλήρωση της δουλειάς σου.

Το post production διήρκεσε πολύ καιρό, και υπήρξαν πολλές αλλαγές, ενίοτε μεγάλες. Τη στήριξαν ιδιαιτέρως και οι συνεργάτες μου. Ενδεικτικά αναφέρω την Περσεφόνη Μήλιου, την sound designer, που πρέπει να άλλαξε το sound design τρεις-τέσσερις φορές!

Η πρώτη φορά κατά την οποία άλλαξε το voice over ήταν μια ουσιαστική αλλαγή. Συνολικά, έπαιξε μεγάλο ρόλο το πολύ χρήσιμο feedback από πλευράς συνεργατών. Δεν έχω μετανιώσει για το ότι τους άκουσα.

Το Lumen αγκαλιάστηκε και από το κοινό της δοκιμαστικής προβολής του στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος πριν από μερικούς μήνες.

Το κοινό της, μάλιστα, αποτελείτο σε μεγάλο βαθμό από άτομα που συμμετείχαν στο φιλμ και που ως κάτοικοι της περιοχής είχαν βιώσει τα δικά τους τραύματα. Είναι μια μικρή ανθρώπινη και δημιουργική «δικαίωση» και για σένα, υποθέτω.

Ήταν σαν να απέκτησε νόημα όλη αυτή η προσπάθεια. Η ταινία ήταν και για αυτούς τους ανθρώπους. Αν, λοιπόν, δεν κατάφερνε να επικοινωνήσει μαζί τους, αν δεν τη βίωναν, θα είχε αποτύχει.

Το «κυνήγι» των φεστιβάλ σε αποθάρρυνε προκαταβολικά ως διαδικασία;

Αρχικά δεν είχα στο μυαλό μου τα φεστιβάλ, αλλά μια προβολή στον τόπο στον οποίο συνέβη η καταστροφή.

Mια ταινία, όμως, είναι ένα καλλιτεχνικό έργο και απευθύνεται σε όλους και πρέπει να συμβάλλει στο να βρει ο καθένας κάτι μέσα σ’ αυτή.

Το φετινό Φεστιβάλ της Δράμας, όπου το Lumen πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του, σε έκανε να αισθανθείς καλύτερα;

Η επαφή με όλους τους δημιουργούς και η κουβέντα μαζί τους, με το κοινό και με κριτικούς υπήρξε πολύ ενθαρρυντική διαδικασία. Μου δίνει το κουράγιο να συνεχίσω.




Πώς βλέπεις, λοιπόν, τον εαυτό σου και το μέλλον του στον -ενδεχομένως ανθρωποφαγικό- χώρο του κινηματογράφου;

Δεν μπήκα καν στη διαδικασία να ζητήσω χρηματοδότηση, γιατί κυριαρχούσε μια αίσθηση του επείγοντος, έπρεπε το Lumen να γίνει εδώ και τώρα.

Η πειραματική φόρμα, πάλι, συνέβαλε στη μείωση του κόστους παραγωγής, αλλά και στην αύξηση των απαιτήσεων. Αν, όμως, θέλω να βιώνω μια ελευθερία, ο μόνος τρόπος είναι να δουλεύω μ’ ένα μικρό συνεργείο και μέσω μιας πειραματικής φόρμας.

Θα μπορούσες να γυρίσεις μια ταινία μυθοπλασίας στο μέλλον;

Θα μπορούσα, αλλά με προβληματίζει η διάσταση της παραγωγής και του κόστους, στην οποία αναφέρθηκα.

Από την άλλη, οι διάφοροι φραγμοί σε αναγκάζουν να γίνεις πιο εφευρετική. Όσο λιγότερα μέσα διαθέτεις, τόσο πιο εφευρετική αναγκάζεσαι να γίνεις.

Σίγουρα και το θέμα κάθε ταινίας διαδραματίζει έναν ρόλο.

Είναι το σινεμά πολλά χρόνια μέρος της ζωής, των ανησυχιών και των ενδιαφερόντων σου;

Είναι πολλά χρόνια, λόγω των σπουδών μου κατ’ αρχάς. Tελείωσα τη Σχολή Σταυράκου και κατόπιν έκανα μάστερ και διδακτορικό στο Παρίσι.

Είχα εμπλακεί σε γυρίσματα επί γαλλικού εδάφους, αλλά δεν είχα μπει στη διαδικασία να σκηνοθετήσω μια δική μου δουλειά.

Ήρθε η ώρα, λοιπόν.

Υπήρχε λόγος γι’ αυτό.

Δεν ανεβαίνει κι ο «πήχης» των απαιτήσεων έναντι του εαυτού σου έτσι, κι αυτό με τη σειρά του δεν είναι κάτι δυνητικά αγχωτικό;

Οφείλεις να βιώνεις τη δημιουργία κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλιώς, για μένα, δεν υπάρχει λόγος να την κάνεις. Φυσικά δε βιοπορίζομαι από το σινεμά.

Επόμενος σταθμός του Lumen είναι το Φεστιβάλ WIFT (23-26 Νοεμβρίου).

Το WIFT κάνει αφιέρωμα σε γυναίκες δημιουργούς τις οποίες εκτιμώ πάρα πολύ. Φέτος ξεκινάει για πρώτη φορά το διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ στο οποίο συμμετέχω με την ταινία μου. Είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα!

Η μικρού μήκους ταινία της Ειρήνης Τζούλια Lumen έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της του πλαίσιο του τμήματος Short and Green του 46ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.

Την Παρασκευή 24 Νοεμβρίου (18:00) προβάλλεται στο πλαίσιο του Διαγωνιστικού Ταινιών Μικρού Μήκους-Μικρές Γυναικείες Ιστορίες του 7ου Φεστιβάλ WIFT GR-Γυναίκες Χωρίς Σύνορα, το οποίο φιλοξενείται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου