Ενρίκε Βίλα-Μάτας (Φωτογραφία:Outumuro) |
«Από τη στιγμή που ο κόσμος ταξινομείται με λέξεις, η φύση του κόσμου
τροποποιείται», ισχυρίζεται Ενρίκε
Βίλα-Μάτας, ο σημαντικός νεωτεριστής
Ισπανός συγγραφέας.
«Στοιχειωμένο»
από τους Κορτάσαρ, Ταμπούκι και Ζαν-Πιερ Λεό, το μυθιστόρημά
του Μοντεβιδέο,
μια παιχνιδιάρικη εξερεύνηση της φύσης του κόσμου, υπήρξε η αφετηρία
της επικοινωνίας μας.
«Το καλύτερο μέρος της βιογραφίας του
συγγραφέα δεν είναι το χρονικό των περιπετειών του, αλλά η ιστορία του ύφους
του», σύμφωνα με το απόφθεγμα του Ναμπόκοφ που παρατίθεται στο Μοντεβιδέο, το πιο
πρόσφατο μυθιστόρημά σας.
Συμμερίζεστε
το τσιτάτο του; Κι αν ναι, γι’ αυτό αρέσκεστε να «θολώνετε» τα όρια ανάμεσα στα
λογοτεχνικά είδη;
Το Μοντεβιδέο μπορεί να ιδωθεί ως μια μυθοπλασία που μεταμφιέζεται σε μια
«βιογραφία του στυλ» ενός αφηγητή ο οποίος δε χρειάζεται να έχει την
προσωπικότητά μου.
Ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού πληθυσμού γνωρίζει ότι όλα τα μυθιστορήματα,
ακόμη και όσα ταξινομούνται
ως μη μυθοπλαστικά, έχουν έναν συγγραφέα και έναν αφηγητή ο οποίος είναι πάντα διαφορετικός από τον συγγραφέα.
Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε αφηγηματική εκδοχή
μιας αληθινής ιστορίας είναι πάντα μια μορφή μυθοπλασίας, αφού από τη στιγμή
που ο κόσμος ταξινομείται με λέξεις, η φύση του κόσμου τροποποιείται.
«Το μυστικό για να κάνεις κάποιον να βαρεθεί
είναι να του διηγηθείς τα πάντα», σύμφωνα με τον Βολταίρο. Εσείς,
κρατάτε «μυστικά» ως συγγραφέας;
Ως συγγραφέας, όσα μυστικά θέλετε. Από την άλλη, οι αφηγητές μου είναι πιο
ανοιχτοί, χωρίς περιορισμούς και χωρίς γλώσσα.
Ο αφηγητής στο Μοντεβιδέο,
για παράδειγμα, έχει ως μότο μια φράση του Πολ Βαλερί που
ζηλεύω και χρονολογείται από το 1902: «Οι
υπόλοιποι φτιάχνουν
βιβλία. Εγώ
φτιάχνω το πνεύμα μου». Ουσιώδης.
«“Ήταν ικανό να σκοτώσει όποιον το διάβαζε”.
Πίσω απ’ αυτή τη φράση κρυβόταν ο τεράστιος πανικός που μου ξυπνούσε ένας
οποιοσδήποτε αναγνώστης, όποιος κι αν ήταν», ισχυρίζεται ο αφηγητής. Σας
πανικοβάλλει η σχέση με τους αναγνώστες;
Για τον
λόγο αυτό, στο δεύτερο βιβλίο μου, La
Asesina Ilustrada, που γράφτηκε στο Παρίσι και εκδόθηκε στη Βαρκελώνη το
1977, δημιούργησα ένα
τεχνούργημα.
Μέσω του συγκεκριμένου τεχνουργήματος, όποιος διάβαζε το βιβλίο έπρεπε απαραιτήτως να διέλθει από την ανάγνωση ενός χειρογράφου που για δύο αιώνες
είχε προκαλέσει τον θάνατο όσων το διάβασαν.
Με λίγα λόγια, το βιβλίο προξενούσε στον αναγνώστη που έφτανε στο τέλος του την αίσθηση ότι το βιβλίο τον είχε δολοφονήσει.
Ένας τρόπος για να «σκοτώσεις»
πιθανώς τους δυνητικούς αναγνώστες του βιβλίου και να τους αποτρέψεις από το να εντοπίσουν κάποιο λάθος, να το επικρίνουν…
Φόβος, ναι. Αλλά τον έχασα πριν από χρόνια. Τώρα, οι καλύτεροι αναγνώστες μου είναι συνένοχοι. Χωρίς φόβο,
μόνο με
χαρά.
«Το γέλιο είναι η αποτυχία της καταπίεσης»,
υπογραμμίζει αλλού. Πόσο θεμελιώδες είναι το γέλιο και το παιχνίδι στην
καθημερινότητά σας ως ανθρώπου και ως συγγραφέα;
Απαραίτητο, χωρίς αμφιβολία. Γέλιο και παιχνίδι. Το χιούμορ και η ειρωνεία
διατρέχουν το Μοντεβιδέο,
χωρίς να χάνουν το ένστικτο της τραγωδίας. Το χιούμορ για να κερδίσεις μια μάχη
ενάντια στην πραγματικότητα.
«Την ευτυχία καλύτερα να μην την εμπιστεύεσαι
και το πιο φρόνιμο είναι να την αποδέχεσαι εφήμερη και να μην προσπαθείς τόσο πολύ να την εναγκαλίσεις», δηλώνει
ο αφηγητής. Δεν εμπιστεύεστε την ευτυχία;
«Μην ξεχνάτε να μην εμπιστεύεστε»,
είχε πει ο Σταντάλ.
Για τη δική μου ζωή φαίνεται σαν μια ουσιαστική εντολή.
«Αν η λογοτεχνία έχει κάτι το εξαιρετικό,
αυτό συνίσταται στο ότι πρόκειται για τόσο αχανή χώρο ελευθερίας, που επιτρέπει
κάθε είδους αντιθέσεις», διαβάζω σε άλλο σημείο.
Περιεκτικότατος ορισμός της
λογοτεχνίας. Έτσι τη βιώνετε, δυνητικά έστω;
Ναι, τη ζω έτσι κι ας είναι μόνο εν δυνάμει. Δεν
μπορώ να συλλάβω, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα αποσυνδεδεμένο
από την ιδέα της
μέγιστης ελευθερίας.
Θυμάμαι αυτό το απόσπασμα από τον Δον Κιχώτη: «Για την ελευθερία, Σάντσο, όπως και για την τιμή, πρέπει να διακινδυνεύει ο άνθρωπος τη ζωή
του».
Το σύγχρονο μυθιστόρημα, βασισμένο στη σχετικότητα
και την ασάφεια των ανθρώπινων πραγμάτων, είναι ασύμβατο με το ολοκληρωτικό σύμπαν.
«Ήταν πολλά χρόνια που ήθελα [...] να προσπαθήσω να μάθω τι συνέβαινε όταν
έμπαινε κάποιος στον χώρο της μυθοπλασίας που υπήρχε ταυτόχρονα στον πραγματικό
κόσμο». Τι μάθατε από την προσπάθεια;
Τίποτα λιγότερο από το να ξέρω πώς αντιλαμβάνομαι το
«διπλανό
δωμάτιο» της ζωής.
Περίμενα, λοιπόν, να
ανοίξω μια πόρτα στην πόλη του Μοντεβιδέο για να μάθω πώς ήταν το «άλλο μέρος».
Ή, τουλάχιστον, με ποιον τρόπο το
περιέγραφε ο αφηγητής
ο οποίος, σε εκείνη τη
μοναδική περίσταση, συμφώνησε πλήρως μαζί μου όσον αφορά στο τι τόλμησα να δω σε αυτή τη ζώνη-«φάντασμα».
«Με κατατρύχει ο θάνατος του Ταμπούκι. Με
κατατρύχει τόσο, που θυμάμαι το ταξίδι του στο Κόρβο, το πιο απομακρυσμένο νησί
των Αζορών». Γιατί ειδικά του Ταμπούκι; Νιώθετε νοσταλγία για όσα και όσους
έχουν «φύγει»;
Κατάλαβα πολύ καλά τον Tαμπούκι και αισθάνομαι άσχημα που, όπως και τόσοι άλλοι μεγάλοι συγγραφείς τους
οποίους διάβασα ή γνώρισα στη ζωή μου, καλύπτονται
από ένα στρώμα λήθης.
Γι’ αυτό παραθέτω τόσα πολλά αποσπάσματά τους, ώστε να συνδέσω τη δουλειά μου με μισοεξαφανισμένους συγγραφείς.
Σε
νεαρή ηλικία καταπιαστήκατε ενεργά με τον κινηματογράφο, ενώ είστε λάτρης του
Ζαν-Πιερ Λεό. Τι αποκομίσατε από αυτή την ενασχόληση και γιατί σας σαγηνεύει ο
Λεό τόσο έντονα;
Θεωρώ τον Λεό ένα
σύμβολο της γενιάς μου.
Η σεκάνς του Μοντεβιδέο
στην οποία, από το διπλανό δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στο Κασκάις, γελάει με το
τι σκέφτεται ο αφηγητής, χρησιμεύει ως αντίστιξη για να γελάσει πραγματικά με αυτό
που κάνω τον φτωχό αφηγητή να σκεφτεί.
Αλλά δεν αγαπώ τον Λεό, μάλλον με τρομάζει. Τον συνάντησα μια φορά σε μια βεράντα και δεν τόλμησα καν
να περάσω δίπλα του.
Aν η ντουλάπα στην Kρυμμένη Mεσόπορτα του Kορτάσαρ -ο οποίος αισθάνομαι ότι σας
«στοιχειώνει»- οδηγεί ή δεν οδηγεί σε κάποιο κρυφό δωμάτιο είναι, τελικά,
ζήτημα ερμηνείας.
Η
«ντουλάπα», ωστόσο, της σύγχρονης ισπανικής κοινωνίας σίγουρα κρύβει τον
«σκελετό» του Φρανκισμού, όπως επιβεβαίωσαν οι πρόσφατες εκλoγές στη χώρα. Πώς ερμηνεύετε την
(ακρο)δεξιά στροφή -και- σε Ευρώπη και Ισπανία;
Όταν
πηγαίνω
στη Μαδρίτη, επισκέπτομαι τη λεγόμενη «γειτονιά των
γραμμάτων» όπου ζούσε ο Θερβάντες.
Περπατάω στους ίδιους
δρόμους που περπάτησε και αναρωτιέμαι:
Πώς είναι δυνατόν ένας
άνθρωπος με τόσο υψηλή νοημοσύνη εν μέσω
αμέτρητων ηλιθίων,
μια ελεύθερη ψυχή, να αναγκάστηκε να γονατίσει,
να εισπράξει φόρους, να σκοτώσει Τούρκους, να χάσει χέρια, να ζητήσει χάρες, να
κατοικήσει φυλακές;
Ευχαριστώ
θερμά
τον Βασίλη Γρετσίστα (Εκδόσεις Ίκαρος) για την πολύτιμη
συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης και για την παραχώρηση
της φωτογραφίας του συγγραφέα που συνοδεύει το κείμενο.
Το μυθιστόρημα του Ενρίκε Βίλα-Μάτας Μοντεβιδέο κυκλοφορεί
στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση
της Νάννας Παπανικολάου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου