Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

Adelaide Ivánova: «Η ποίηση έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί και να καταστρέφει»

 

Adelaide Ivánova (Photo credit: Lukas Lademann)

Πολιτική ακτιβίστρια, δημοσιογράφος, ποιήτρια, φωτογράφος -και πολλά άλλα-, η Βραζιλιάνα Adelaide Ivánova καταθέτει με την ποιητική συλλογή της Το σφυρί μια παθιασμένη φεμινιστική δήλωση.

Κουβεντιάζουμε μαζί της με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά από τις εκδόσεις του περιοδικού Τεφλόν.

«Προσπαθώ να συλλαμβάνω “αληθινές” ιστορίες, να τις αναδημιουργώ και να τις πολιτικοποιώ», γράφεις.

Αυτό είναι το κοινό «νήμα που συνδέει τα διάφορα εγχειρήματά σου- από τη δημοσιογραφία και την ποίηση, στη φωτογραφία και στην περφόρμανς;

Είναι το βασικό «νήμα», όπως είπες. Κατά κάποιον τρόπο είναι και ένα είδος δέσμευσης. Δεν έχει σημασία ακριβώς το μέσο. Το μέσο βρίσκεται στην υπηρεσία της ιδέας, όχι το αντίστροφο.

Είναι πολύ σημαντικό να θέτεις ερωτήματα και να εξακολουθείς να αμφιβάλλεις για τα πάντα. Είναι επίσης σημαντικό να καταθέτεις προτάσεις.

Η αφήγηση ιστοριών, εξάλλου, όπως επίσης επισημαίνεις, προέκυψε με φυσικό τρόπο από ένα πολύ πρώιμο στάδιο της ζωής σου. Πώς ήταν το να μεγαλώνεις σ’ ένα περιβάλλον που ήταν τόσο φιλικό στην αφήγηση ιστοριών;

(Γέλιο). Προσπαθώ να γράψω σχετικά μ’ αυτό τώρα. Είναι πολύ δύσκολο, πάντα ακούγεται σαν μυθοπλασία.

Πρέπει, λοιπόν, να επιστρέψω στην ψυχοθεραπεία και να συμφιλιωθώ με το γεγονός ότι όταν ξεκίνησα να γράφω για την παιδική μου ηλικία ακουγόταν σαν ψέμα στο βιβλίο.

Γιατί έτσι;

Ανησυχούσα πως τρελαινόμουν. Πρόκειται για κάτι που έκτοτε δουλεύω στην ψυχοθεραπεία, το να φοβάμαι ότι είμαι τρελή. Ένας είδος διακρίσεων απέναντι στην ψυχική υγεία. Ήταν πολύ ενδιαφέρον που το ανακάλυπτα σε μένα.

Νόμιζα πως είχα μεγαλύτερη επίγνωση των προκαταλήψεών μου. Ξέρω ότι έχω ρατσισμό και μισογυνισμό μέσα μου, αλλά δεν ήξερα πως είχα τέτοια προκατάληψη σχετικά με την ψυχική υγεία.

Δεν απαντώ καθόλου στην ερώτησή σου!

Όχι ακριβώς, αλλά φτάνουμε εκεί μέσα από έναν άλλο δρόμο!

Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή.

Όταν ήμουν παιδί, η καλύτερη φίλη της μητέρας μου ήταν Εβραία που είχε ξεφύγει από τον πόλεμο και είχε υπέροχα γαλάζια μάτια. Ποτέ δε με έβαλε στο σπίτι της, κι είχε έναν γιο -επίσης με γαλάζια μάτια- που μου έδινε κομμάτια γλυκού ψωμιού.

Είναι αλήθεια, κι επίσης μυθοπλασία.

Μεγάλωσα στο κέντρο του Ρεσίφε της δεκαετίας του ’80, που μόλις ξυπνούσε από τη στρατιωτική δικτατορία. Όταν γεννήθηκα, η δικτατορία δεν είχε τελειώσει, αλλά δεν ήταν τόσο σκληρή.

Αργοπέθαινε.

Κοντά στο λιμάνι υπήρχαν πολλοί Ευρωπαίοι μετανάστες που είχαν διαφύγει τον πόλεμο και τις πολιτικές και θρησκευτικές διώξεις.

Ένας από αυτούς ήταν ο κύριος Παναγιώτης από την Ελλάδα, που έφτιαχνε τσάι στη γειτονιά μας. Ίσα που μιλούσε πορτογαλικά, αλλά ήταν πολύ ευγενικός με όλους. Το όνειρό μου ήταν ότι θα γίνονταν ζευγάρι με την γιαγιά μου.

Ποτέ δεν ξέχασα αυτό το χωνευτήρι Βραζιλιάνων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη φτώχεια ή τους Ευρωπαίους που ήρθαν σ’ αυτή τη φτωχή πόλη για να κάνουν μια καινούρια αρχή.

Όλο αυτό έμεινε μέσα μου και δεν έμοιαζε αληθινό, γιατί ήταν τόσο πλούσιο. Η αφήγηση ιστοριών είναι επικίνδυνο έδαφος, λοιπόν!

Τότε ήταν που συνειδητοποίησες την ανάγκη σου να γράφεις ποίηση επίσης;

Το “coming out” μου ως ποιήτρια συνέβη πολύ αργότερα, αλλά η ανακάλυψη του εαυτού ως συγγραφέα έγινε πολύ νωρίς.

Οι παππούδες μου έγραφαν και διάβαζαν ελάχιστα, αλλά ήταν ντελικάτοι και τους άρεσε το διάβασμα, αν και δεν είχαν μπορέσει να πάνε σχολείο. Ενθάρρυναν τα παιδιά τους, και η μητέρα μου με εισήγαγε σε πολλά βιβλία και κινούμενα σχέδια.

Ήταν μαγικό που είχα μια μαμά η οποία έθρεφε τις αυταπάτες μου. Στις μέρες μας ένας γονιός θα πήγαινε το παιδί του σε ψυχολόγο -«το παιδί μιλάει στους τοίχους, βοήθησέ το»-, κι εκείνη με προέτρεπε να της πω κι άλλα.

Το Σφυρί, λοιπόν, είναι η πρώτη ποιητική συλλογή σου που κυκλοφορεί στα ελληνικά.

Είμαι τόσο ευτυχισμένη μ’ αυτό!

«Μου αρέσεις, τα μάτια σου είναι γεμάτα γλώσσα», έγραφε η Αnne Sexton απευθυνόμενη στην φίλη της Αnne Clarke το 1964.

Εμπνεόμενος από αυτό, θα ήθελα να μου πεις αν το να γράφεις ποίηση είναι για σένα ένας τρόπος να δημιουργείς μια νέα γλώσσα, μια θηλυκή/φεμινιστική γλώσσα.

Απολύτως!

Είναι ένας συνδυασμός μιας απόπειρας ν’ ανήκεις σε μια παράδοση ποιητικής γραφής και ταυτόχρονα απομάκρυνσης από την ίδια παράδοση.

Αν σκεφτούμε ότι η Βραζιλία είχε αποικιοποιηθεί από πορτογαλόφωνους, τα πορτογαλικά δε θα έπρεπε να είναι η μητρική μας γλώσσα, αλλά είναι. Αυτή είναι η γλώσσα που μου μιλούσε η μητέρα μου και της μιλούσε η δική της.

Σε κάποια φάση, επομένως, είναι δική μας, και ταυτόχρονα δεν είναι, γιατί η Βραζιλία είναι μια γιγάντια χώρα με πολλές διαλέκτους και προφορές, όπου υπάρχει ένας τύπος σωστής γλώσσας, η ομιλούμενη και γραφόμενη στον βιομηχανοποιημένο νότο.

Πάντα προσπαθώ να γράφω σεβόμενη τους κανόνες αυτής της γλώσσας, αλλά και της δικής μου διαλέκτου. Κι έπειτα είναι σημαντικό να συνομιλήσω με ποιητές που προηγήθηκαν, όπως η Αnne Sexton ή ο Paul Celan.

Εξέφρασε τον πόνο και το τραύμα με τέτοιο τρόπο, έγραψε για την αδυναμία τού να γράψεις για το ολοκαύτωμα και έτσι έγραψε για αυτό.

Το Σφυρί καταπιάνεται με το ζήτημα της σεξουαλικοποιημένης βίας, το ζωντανό τραύμα των γυναικών στον κόσμο, γι’ αυτό και ο Celan είναι μια τόσο σημαντική αναφορά.

Νιώθεις πως κατά τον ίδιο τρόπο που ένα σφυρί θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο και ως όπλο, θα μπορούσε και ποίησή σου να γίνει αντιληπτή ή να βιωθεί αντίστοιχα;

Μου αρέσει πολύ αυτή μεταφορά, δεν ξέρω ποιος τη χρησιμοποίησε για πρώτη φορά.

Με ένα οικοδομικό εργαλείο όπως το σφυρί μπορείς να καρφώσεις ένα καρφί, να κρεμάσεις έναν όμορφο πίνακα ή να σπάσεις έναν τοίχο.

Ή το κεφάλι κάποιου, αν όντως χρειάζεται!

(Γέλιο). Η ποίηση, λοιπόν, έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί και να καταστρέφει, αλλά είναι σημαντικό για τους συγγραφείς να έχουμε κατά νου τα όριά της. Δεν αλλάζει τα πράγματα καθαυτή.

Οι άνθρωποι είναι επαναστάτες και ίσως η ποίηση μπορεί να γίνει ένα κομμάτι της διαδικασίας, αλλά με το να γράψεις ένα επαναστατικό ποίημα δε σημαίνει πως θα τερματιστεί η πατριαρχία.

Πρέπει να μιλάμε στους ανθρώπους, να δουλεύουμε μαζί, να φτιάχνουμε συνασπισμούς.

Ποια είναι η σχέση με το αναγνωστικό σου κοινό;

Είναι πολύ κρίσιμο ζήτημα. Αυτόν τον καιρό δεν υπάρχουν φεστιβάλ ποίησης ή αναγνώσεις.

Ξεκίνησα να δημοσιεύω σ’ ένα μπλογκ το 2004, κι εκείνη την εποχή τα social media δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα. Κανένας δεν έβγαζε λεφτά όντας μπλόγκερ για θέματα μόδας.

Εντάχθηκα σ’ αυτόν τον «πυρετό» των μπλόγκερ που εξέθεταν την προσωπική τους ζωή, και επειδή ο κόσμος ήταν μικρός οι συνδέσεις ήταν πιο πλούσιες από σήμερα. Η επαφή με δυνητικούς μη υλικούς αναγνώστες ξεκίνησε τα πάντα για μένα.

Αγαπώ το να μιλώ σε ανθρώπους -σε όσο περισσότερους μπορώ-, αλλά κατανοώ και σέβομαι την ανάγκη για σιωπή και απομόνωση.

Σε ωφέλησε που μετακόμισες στο Βερολίνο;

Όταν ήρθα στη Γερμανία, ήμουν στ’ αλήθεια τραυματισμένη, εγκλωβισμένη στις εμπειρίες που γράφω στο Σφυρί. Χρειαζόμουν μια καινούρια αρχή και την ήθελα σ’ ένα μέρος όπου δεν ήξερα κανέναν, ούτε τη γλώσσα. Να ξαναγεννηθώ.

Η Γερμανία δε φημίζεται για τους ζεστούς, φιλικούς της ανθρώπους, κι αυτό είχα ανάγκη τότε. Μια απόσταση από τους ανθρώπους! (Γέλιο). Να μ’ αφήσουν στην ησυχία μου.

Έπρεπε να πολεμήσω για τη βίζα μου -δεν είχα ευρωπαϊκό διαβατήριο-, να πολεμήσω για να μάθω τη γλώσσα, να πολεμήσω για την επιβίωση. Δυο-τρία χρόνια αργότερα μπορούσα να ξαναξεκινήσω εκ νέου.

Περνούσα όλη μου τη μέρα χωρίς να χρησιμοποιώ πορτογαλικά. Κι έτσι οι γλωσσικοί μου μύες χαλάρωναν. Αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο στη συγγραφή: το ότι η γλώσσα μου ξεκουραζόταν.

Οπότε η γλώσσα σου δε φθείρεται. Θα χαρώ να αλληλεπιδράσουμε διά ζώσης όταν η «πανδημική» σκόνη κατακάτσει και μπορέσεις να επισκεφτείς την Αθήνα.

Θα ήταν τόσο όμορφο!

Η ποιητική συλλογή της Adelaide Ivánova Το σφυρί κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις του περιοδικού Τεφλόν σε μετάφραση των Peter Constantine και Σπύρου Πρατίλα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου