Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Rudi Erebara: «Ήμασταν δυνητικοί εχθροί προορισμένοι να φυλακιστούμε»

 

Rudi Erebara (Photo credit: Xhodi Hysa)

Ο Κάφκα «συναντά» τον Κούντερα σε αλβανικό έδαφος στο βραβευμένο μυθιστόρημα του Αλβανού συγγραφέα Rudi Erebara Το έπος των άστρων της αυγής.

Ξεσκέπασμα της ανηθικότητας του δικτατορικού καθεστώτος του Χότζα και φόρος τιμής στον φημισμένο Αλβανό ζωγράφο Edison Gjergo, το βιβλίο κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Παράξενες Μέρες. Μια σε βάθος συνομιλία με τον συγγραφέα.

Το Έπος των άστρων της αυγής είναι ένα μυθοπλαστικό -αλλά πειστικό- ξεσκέπασμα του δικτατορικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα και ένας φόρος τιμής στον ζωγράφο Edison Gjergo και το πνεύμα της ανεξάρτητης τέχνης.

Τι θυμάσαι πιο έντονα από την εφηβεία σου, ενώ μεγάλωνες στη διάρκεια των τελευταίων σταδίων του καθεστώτος;

Θυμάμαι την πρώιμη παιδική μου ηλικία στους ηλιόλουστους κήπους των Τιράνων που τώρα έχουν εξαφανιστεί. Επίσης, στα κινηματογραφικά πλατώ ανά την Αλβανία δίπλα στον πατέρα μου.

Ήταν ένας από τους πρώτους Αλβανούς σκηνοθέτες, και εκ των πιο σημαντικών που είχαμε.

Με έπαιρνε μαζί του για έναν απλό λόγο: μόλις είχε γεννηθεί ο αδερφός μου και η μητέρα μου δεν μπορούσε να φροντίζει και τους δυο μας ταυτόχρονα, ενώ εργαζόταν ως δασκάλα.

Ακολούθησα, λοιπόν, τον πατέρα μου σε δύο ταινίες, Στα πρόθυρα του καλοκαιριού και στο Δάσος της ελευθερίας, αμφότερες σχετικά με τον πόλεμο ενάντια στους φασίστες Ιταλούς εισβολείς. Η ζωή ήταν όμορφη τότε.

Ο θάνατος της γιαγιάς μου και το κλάμα στην κηδεία της σηματοδότησαν το τέλος εκείνων των ευτυχισμένων καιρών.

Έπειτα, κάτι βάναυσο συνέβη, το οποίο έβαλε τέλος, μια για πάντα, στην παιδική μου ηλικία: ο θείος μου, με τον οποίο ήμουν πολύ κοντά, στα εικοσιπέντε του, μαζί με τον φίλο του τον Πέτρο, προσπάθησαν να δραπετεύσουν απ’ την Αλβανία.

Επιχείρησαν να διαφύγουν από τη λίμνη της Οχρίδας, για να πάνε στην Γιουγκοσλαβία ή στην Ελλάδα, κι αυτό ήταν. Δεν ξανακούσαμε γι’ αυτούς ποτέ ξανά, ακόμα και μέχρι σήμερα. Θεωρήθηκαν εχθροί του κράτους, το ίδιο κι οι οικογένειές τους.

Η οικογένειά τους και η οικογένεια από την πλευρά της μητέρας μου ήταν πιο τυχερές από τους υπόλοιπους, γιατί το καθεστώς δε μας εξόρισε απ’ τα Τίρανα, όπως έκανε με τα μέλη της οικογένειας του φίλου του θείου μου.

Υπέφεραν άσχημα, κι απ’ όσο ξέρω ήταν ανάμεσα στους πρώτους Αλβανούς που διέσχισαν τα σύνορα για την Ελλάδα το 1990. Τώρα που μιλάμε ζουν στην Ελλάδα.

Από τη μέρα που η μυστική αστυνομία ήρθε να μας επισκεφτεί, όλοι οι νεαροί στη γειτονιά μου απέκτησαν τη συνήθεια να με πηγαίνουν σε σημεία όπου κανένας δεν μπορούσε να μας δει, για να με ρωτήσουν πού ήταν ο θείος μου. Δεν ήξερα.

Ήμουν πολύ νέος για να κατανοήσω τι ήταν ο εχθρός του κράτους και τι σήμαινε να είσαι ένας. Ήμουν ένας μη κηρυγμένος εχθρός του κράτους. Καταλάβαινα, ωστόσο, τον φόβο πολύ καλά.

Ο φόβος ποτέ δεν εγκατέλειψε το μυαλό μου μέχρι το 1990, όταν εντάχθηκα στο Φοιτητικό Κίνημα για Δημοκρατία.

Οι γονείς των περισσότερων μεγαλύτερων παιδιών, τα οποία ρωτούσαν πού είναι ο θείος μου, δούλευαν για την κρατική και τη μυστική αστυνομία.

Ήρθαν να ζήσουν στη γειτονιά μου στα καινούρια διαμερίσματα χτισμένα από το καθεστώς, κάποια στη γη του παππού μου.

Σε λιγότερο από δέκα χρόνια,  εμείς, οι γηγενείς της παλαιότερης γειτονιάς των Τιράνων, μετατραπήκαμε σε πραγματική μειονότητα με την πολιτική έννοια.

Ο φόβος μάς καθοδηγούσε. Ο φόβος μάς δίδασκε ποιο είναι το σωστό να κάνουμε σε κάθε περίσταση.

Ψάξαμε στα αρχεία, ακόμα και μέσω της Τηλεόρασης, να βρούμε τον θείο μου και τον φίλο του μέχρι το 2007, αλλά η αναζήτηση ήταν ανώφελη.

Ο φόβος ήταν για μας ό,τι το στηθοσκόπιο για τον γιατρό, ένας τρόπος ν’ ανακαλύψουμε αν κάποιος μολυσματικός κίνδυνος είχε εισβάλει στη ζωή μας.

Εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανοί μοιράζονταν το ίδιο βάσανο. Ήμασταν δυνητικοί εχθροί προορισμένοι να φυλακιστούμε, απλώς για να ικανοποιήσουμε την ανάγκη του καθεστώτος για πραγματικούς εχθρούς.

Ήμασταν χρήσιμοι περισσότερο από απλοί δυνητικοί έγκλειστοι. Το καθεστώς μπορεί να μας χρειαζόταν απλά και μόνο ως δωρεάν εργατικό δυναμικό για τα ορυχεία, τον κατασκευαστικό τομέα κ.λπ. Το ξέραμε. Δε χρειαζόταν να είσαι όντως ένοχος για κάτι.

Γιατί ο Edison Gjergo αποτελεί μια τόσο θεμελιώδη επιρροή σ’ εσένα;

Ο ζωγράφος Edison Gjergo κι οι φίλοι και συνάδελφοί του, ζωγράφος και αρχιτέκτονας Maks Velo και ζωγράφος Ali Oseku, καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης βάσει ενός διαβόητου νόμου, για αγκιτάτσια και προπαγάνδα εναντίον του «λαϊκού κράτους».

Απ’ όσο ξέρω, επιβλήθηκε και στους τρεις ποινή φυλάκισης εννιά ετών, και στάλθηκαν για καταναγκαστική εργασία σε μια φωλιά του διαβόλου που λεγόταν Spaç, ένα ορυχείο χρωμίου ανάμεσα σε τρία βουνά στη βόρεια Αλβανία.

Η ιστορία της ζωής τους ήταν για εμάς, τους φοιτητές της Καλών Τεχνών, ένα είδος θρίλερ. Η μοίρα τους ήταν ένα ταμπού σε κάθε συζήτηση. Ούτε καν ξέραμε πώς έμοιαζαν. Τότε δεν ξέραμε αν ήταν ακόμα έγκλειστοι ή όχι.

Για εμάς, όμως, ήταν απολύτως διάσημοι, σπουδαίοι καλλιτέχνες και άνθρωποι.

Ήταν τόσο μεγάλοι ως καλλιτέχνες, που το καθεστώς, για να επικρατήσει έναντι αυτών, έπρεπε να τους φυλακίσει, ώστε να πάρουμε ένα δωρεάν μάθημα τού τι συμβαίνει αν δεν το υπακούς και το υπηρετείς.

Μέχρι το τέλος του λυκείου είχαμε ερωτευτεί αυτούς τους σπουδαίους καλλιτέχνες, για τους οποίους γνωρίζαμε μόνο τον θρύλο που τους περιέβαλλε. Η τέχνη τους ήταν απαγορευμένη, οπότε έπρεπε να είναι σπουδαία - όπως και είναι.

Για την τέχνη τους πλήρωσαν με τη ζωή τους. Η απουσία των προσώπων τους σ’ αυτή την ιστορία τούς έκανε ακόμα πιο μεγαλειώδεις.

Η σύλληψη αυτού του βιβλίου ξεκίνησε τοτε, σαράντα χρόνια πριν. Άρχισε με τον τίτλο του ίδιου του πίνακα του Edison Gjergo, το εισιτήριο που του άνοιξε της πύλες της Κολάσεως.

Όσο για τον Maks Velo, δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν τότε. Γίναμε φίλοι το 1991, και η φιλία μας κράτησε μέχρι τη μέρα που άφησε αυτόν τον κόσμο, πέρυσι.

Ο τελευταίος καφές μας -εκείνος ήπιε τσάι- ήταν μια εβδομάδα πριν την πλήρη καραντίνα. Μου είπε για το τελευταίο του βιβλίο, για τις αυτοκτονίες αποφυλακισμένων την πρώτη μέρα μετά από μακροχρόνιο εγκλεισμό.

Πραγματικές ιστορίες.

Ο Velo εξέδωσε πάνω από εφτά βιβλία, αναμνήσεις και μυθοπλασία βασισμένη σε αναμνήσεις. Αληθινά βιβλία. Όσον για τον σπουδαίο καλλιτέχνη Ali Oseku, ήταν καθηγητής μου στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, και μετέπειτα αγαπημένος φίλος.

Μέχρι και σήμερα κάνει σπουδαία τέχνη.

Αυτές οι μνήμες με συνόδευαν όλα αυτά τα χρόνια ως πόνος, κίνδυνος, ρίσκο, όλα σφιχτοδεμένα με τη μοίρα που θα είχε η οικογένειά μου αν έκανα κάποιο λάθος, ακριβώς όπως ο πατέρας μου.  

Ήταν κάτι πολύ προσωπικό, όπως είναι μια τελική ετυμηγορία. Κάτι που όλοι μας κουβαλούσαμε. Ήμασταν όλοι πιθανοί εχθροί του κράτους.

Σήμερα είμαι χαρούμενος που δε συνέβη τίποτε σοβαρό στην πραγματική ζωή, γιατί - ευτυχώς- δε διαπράξαμε εκείνο το μοναδικό μεγάλο λάθος, αυτό που το ψάρι κάνει με το αγκίστρι. Δεν τσιμπήσαμε το δόλωμα. Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο.

Έγραψα ένα βιβλίο για τα παιδιά μου και τη γενιά τους, ώστε να μπορέσουν να διαβάσουν τι συνέβη σε όλους μας.

Τώρα, εκείνο το τμήμα της Ιστορίας μας υπό δικτατορικό καθεστώς εκδίδεται σε τρεις, και σύντομα τέσσερις, ευρωπαϊκές γλώσσες, για να συμπληρώσει ένα τυφλό σημείο στην ευρωπαϊκή Ιστορία του πολέμου ενάντια στο κακό.

To μυθιστόρημά σου εκτυλίσσεται το 1978, όταν συντελείται η ρήξη μεταξύ του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα και της μαοϊκής Κίνας. Γιατί είναι αυτή η χρονιά τόσο κρίσιμη στην πρόσφατη Ιστορία της Αλβανίας;

Το 1978 είναι τεράστιας ιστορικής σημασίας για την Αλβανία, γιατί σηματοδότησε το τέλος ενός κύματος ήπιου φιλελευθερισμού και έκλεισε με πληθώρα φυλακίσεων καλλιτεχνών, μουσικών, ηθοποιών και τραγουδιστών.

Ακόμα κι ένας υπουργός Πολιτισμού κατέληξε στη φυλακή για σχεδόν δέκα χρόνια.

Ο γιος του είναι ο δημόσιος διανοούμενος Fatos Lubonja, ένας σπουδαίος άνθρωπος που επέζησε δεκαοκτώ χρόνων εγκλεισμού και μια φορά κινδύνεψε με εκτέλεση, ενώ εξέτιε δεκαετή ποινή σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας.

Ήταν η χρονιά που η Αλβανία εισήλθε στη σκοτεινότερη περίοδό της από την οθωμανική κατοχή. Απόλυτη απομόνωση.

Ξεκίνησε την κομμουνιστική δικτατορία “made in Albania”, υπό την ίδια παλιά μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία, όμως εκτός του σοβιετικού ή κινέζικου μισθολογίου. Όλη η Αλβανία μετατράπηκε εν μια νυκτί σε φυσική φυλακή.

Σαν εκείνες τις σοβιετικές κούκλες, τις μπάμπουσκες, πολλοί από τους χαρακτήρες του βιβλίου, και κυρίως ο πρωταγωνιστής/alter ego του ζωγράφου Εντμόντ/Σουλεϊμάν, συνομιλούν με ή μάχονται κόντρα σ’ έναν μυστικό εαυτό.

Γιατί;

Μετά το 1978, καθώς απουσίαζε η βοήθεια από τις μεγάλες κομμουνιστικές οικονομίες, μόνο η προπαγάνδα υπήρχε σε αφθονία στην Αλβανία, γιατί ήταν δωρεάν.

Το καθεστώς κατέφυγε σε απεριόριστη προπαγάνδα για να δικαιολογήσει την έλλειψη των πιο στοιχειωδών αγαθών, όπως το φαγητό. Το 80% του πληθυσμού έτρωγε καλαμποκόψωμο τον περισσότερο καιρό ως το καθημερινό του γεύμα.

Η κυβέρνηση άρχισε να επιλέγει τους υγιείς ανθρώπους ως πιθανούς εχθρούς προς εγκλεισμό μονάχα για να κάνει τα γρανάζια της οικονομίας να γυρίζουν, έτσι ώστε να υποχρεώνονται να εργάζονται υπό φρικτές συνθήκες στα ορυχεία.

Κατά κάποιον τρόπο, η Αλβανία που κληρονομούμε μέχρι σήμερα είναι η Αλβανία που απέμεινε από το 1978.

Mετά τη ρήξη με την Κίνα, η οικονομία πήρε την κάτω βόλτα ανεπιστρεπτί. Όλα καταστράφηκαν.

Στεκόμουν στην ουρά επί ώρες, από τις 2 τα ξημερώματα μέχρι τις 6:30, μόνο και μόνο για να πάρω εκατό γραμμάρια κιμά, γιατί το διαθέσιμο στοκ εξαντλείτο μέχρι τις 7.

Μόνο η πρώτη ομάδα ανθρώπων μπορούσε να αγοράσει κάτι. Οι υπόλοιποι έπρεπε να επιστρέψουν και να περιμένουν άλλη μέρα.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 γυρίσαμε στους περιορισμούς, όπως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα κιλό κρέας κάθε δυο βδομάδες για μια πενταμελή οικογένεια. Δεν υπήρχε γάλα, παρά μόνο για τα μωρά.

Έχω γεράσει αντιμετωπίζοντας αυτό το πρόβλημα με το γάλα, όπως οι περισσότεροι. Απλά δεν μπορώ να πιώ γάλα. Το σώμα μου δεν το δέχεται τριάντα χρόνια αργότερα.

Το ξεπλυμένο κόκκινο, ένα πολύ επινοητικό λογοτεχνικό εύρημα, θέτει την αφήγηση -και τα προβλήματα των χαρακτήρων- σε κίνηση. Είναι μια νύξη για την αποσύνθεση ενός επιβεβλημένου πολιτικού ιδεώδους;

Το ξεπλυμένο κόκκινο συνέβη πραγματικά εκείνη τη μέρα. Είναι μια αληθινή ιστορία. Συντελέστηκε κατά την παρέλαση της Πρωτομαγιάς εξαιτίας του ιδρώτα, ή απλά μετά το μαγιάτικο ψιλόβροχο.

Γεγονός είναι πως το μόνο που η δικτατορία παρείχε αφειδώς ήταν η βία. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πληρώνονταν για να βιώνουν την ίδια σκατοζωή με τα θύματά τους, αλλά αυτό για το οποίο πληρώνονταν ήταν η χρήση βίας.

Κι αυτό ήταν πολιτικό καθήκον. Λίγο είχε να κάνει με τη ζωή σε πρόοδο. Δεν υπήρχε περιορισμός στη βία.

Κατά κάποιον τρόπο, οι άνθρωποι άρχισαν να αναπολούν την εποχή της ρωσικής κυριαρχίας στην Αλβανία, κι αργότερα δημιούργησαν μια ειδυλλιακή κατάσταση για την αφθονία αυτού που αποκαλούσαν «κινέζικοι καιροί».

Ο κομμουνισμός στην Αλβανία ποτέ δεν έφτασε μέχρι του σημείου να εξιδανικευτεί. Ήταν απλώς προπαγάνδα που δικαιολογούσε το φονικό στο όνομα της προόδου.

Μέχρι το 1978 όλη η μορφωμένη ελίτ της Αλβανίας είτε φονεύτηκε και φυλακίστηκε, μερικές φορές ισόβια, είτε απλώς συντρίφτηκε μέχρι να μην υπάρχει. Ως παράδειγμα, ας θυμηθώ τι συνέβη στις 19 Φεβρουαρίου του 1951.

Μια μικρή συσκευή εξερράγη στην αυλή της Πρεσβείας της Σοβιετικής Ένωσης στα Τίρανα. Γι’ αυτό το περιστατικό, που κατέληξε σε μόλις ένα σπασμένο τζάμι, πυροβολήθηκαν εικοσιένας άντρες και μία γυναίκα.

Ήταν όλοι αθώοι. Δεν είχαν σχέση με το περιστατικό. Φονεύτηκαν, θάφτηκαν και την επομένη δικάστηκαν. Τώρα έχουμε αποδείξεις ότι η λίστα γι’ αυτή τη γενοκτονία καταρτίστηκε στις αρχές Φεβρουαρίου.

Κι αυτό συνέβη τουλάχιστον δώδεκα μέρες πριν το περιστατικό. Όλα τα θύματα ήταν από αλβανικές οικογένειες της ελίτ. Η γυναίκα ήταν η πρώτη Αλβανίδα επιστήμονας.

Στο Έπος των άστρων της αυγής ο Κάφκα «συναντά» τον Κούντερα σε αλβανικό έδαφος. Θα τους παρέθετες ανάμεσα στις λογοτεχνικές επιρροές σου;

O Kάφκα ήταν απαγορευμένος, όπως κι ο Ντοστογιέφσκι κι εκατοντάδες άλλοι από τη λίστα των κορυφαίων συγγραφέων της ανθρωπότητας. Όλοι διαβάσαμε αυτούς τους συγγραφείς μετά το 1992.

Έχεις προσωπικά βιώσει προκατάληψη ή υποτίμηση σε σχέση με τη δουλειά σου από Δυτικοευρωπαίους κριτικούς λογοτεχνίας/αναγνώστες, μόνο και μόνο επειδή συμβαίνει να προέρχεσαι από τη λογοτεχνική «περιφέρεια»;

Το βιβλίο μου μόλις εκδόθηκε, δυστυχώς υπό τις μη ευνοϊκές συνθήκες της πανδημίας του κορονοϊού. Εκτός από τα ελληνικά, κυκλοφορεί στα βουλγαρικά, τα ιταλικά και, ας ελπίσουμε, στα ισπανικά.

Ήταν δύσκολο να το κάνω να λειτουργήσει, λόγω της έλλειψης μεταφραστών από τα αλβανικά σε γλώσσες εκτός εκείνων των γειτονικών χωρών. Πώς θα τα καταφέρει στην αγορά, θα το δούμε.

Ευχαριστώ πολύ τους μεταφραστές του βιβλίου μου στις συγκεκριμένες γλώσσες. Μέχρι στιγμής δεν είχα τη δυνατότητα να πιάσω στα χέρια μου ένα από αυτά τα αντίτυπα, με εξαίρεση την έκδοση στα ιταλικά, που μπορώ να διαβάζω και να γράφω.

Ναι, πρόκειται για ένα τόσο σημαντικό επίτευγμα για μένα, ακριβώς επειδή προέρχομαι από αυτή τη λογοτεχνική περιφέρεια.

Μέχρι τώρα, έχουν υπάρξει Αλβανοί συγγραφείς που έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες, κανένας όμως δεν πλησίασε καν την επιτυχία του Ισμαήλ Κανταρέ, του πιο διάσημου συγγραφέα μας από τη δεκαετία του ’60 και μετά.

Το Έπος των άστρων της αυγής κυκλοφορεί στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Παράξενες Μέρες, ένα μικρό, περιφερειακό κοινωνικό-συνεταιριστικό εγχείρημα, που λειτουργεί με «κομμουνιστικό» πνεύμα εντός μιας καπιταλιστικής οικονομίας.

Θέλω να ευχαριστήσω τον εκδοτικό οίκο Παράξενες Μέρες, τον μεταφραστή Έλσον Ζγκούρη και τον φίλο του Αλμίρ Χότζαϊ που κατέστησαν το βιβλίο μου διαθέσιμο στα ελληνικά.

Η αλήθεια είναι ότι ίσως για όλα τα συμβόλαια που έχω υπογράψει μ εκδοτικούς οίκους μόλις που πίστευα πως το βιβλίο μου θα τα κατάφερνε. Αυτό, όμως, συνέβη χάρη στη βοήθεια της Ε.Ε.

Χωρίς αυτή, εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν επρόκειτο ποτέ να τα καταφέρει, να εκδοθεί όπως συνέβη. Ας δούμε πώς θα τα πάει με τους αναγνώστες στο εξωτερικό. Εδώ στην πατρίδα έχει υπάρξει επιτυχία.

Όσο για τον εκδοτικό οίκο Παράξενες Μέρες, τους εύχομαι τα καλύτερα για το μέλλον, νιώθοντας ευγνώμων.

Ποια είναι η σύνδεσή σου με την Ελλάδα στις διάφορες εκφάνσεις της;

Ήλπιζα να είμαι παρών στην Ελλάδα για πρώτη φορά με αυτή την αφορμή, αλλά γκαντεμιά!

Θα περάσει αρκετός καιρός μέχρι να έρθω εκεί, μιας και δεν υπάρχουν ακόμα εμβόλια στην Αλβανία και τα σύνορα παραμένουν κλειστά, για να θυμόμαστε πώς ήταν η κατάσταση στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Έχω διαβάσει πολλούς Έλληνες συγγραφείς σε αλβανική μετάφραση. Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν μεγάλος στο παρελθόν.

Αν κάποιος θέλει να κατανοήσει με τι μοιάζει ο κομμουνισμός, θα πρέπει πρώτα να αποδεχτεί ότι ο Ρίτσος, ο Νερούδα, ο Μαγιακόφσκι δεν είναι αυτό που στην πραγματικότητα είναι οι κομμουνιστές.

Ελύτης, Καβάφης, Σεφέρης. Τους έχω διαβάσει με αγάπη. Σπουδαίοι ποιητές όλοι.

Εκμεταλλευόμενος μια πραγματική, θανατηφόρα και πολύ επικίνδυνη πανδημία, ένας οικουμενικός ολοκληρωτισμός αναδύεται.

Σε ποιον βαθμό μοιάζει με ή διαφέρει από τον ολοκληρωτισμό που κυριαρχούσε στην Αλβανία επί σαρανταπέντε χρόνια;

Σ’ αυτή τη φάση, μπορώ να πω, χαριτολογώντας εν μέρει, πως έχουμε κατά κάποιον τρόπο ανοσία σ’ αυτόν τον ολοκληρωτισμό.

Εμείς που ζήσαμε υπό κομμουνιστικό καθεστώς ίσως δεν ξέρουμε πολλά για τον δυτικό τρόπο ζωής, ίσως είμαστε ακόμα αρκετά πίσω από αυτή την άποψη, αλλά σε διαβεβαιώ ότι μπορούμε να «μυριστούμε» τη δικτατορία μόλις εμφανιστεί.

Ποιος θα το πίστευε πως θα βλέπαμε ανθρώπους να περπατούν με μάσκες και να μένουν στη θέση τους σε ένα μπαρ επί τέσσερις ώρες χωρίς μάσκα, όπως συμβαίνει στην Αλβανία μήνες τώρα;

Τελικά, τι είδους Αλβανία -πολιτισμικά, κοινωνικά, πολιτικά- και Ευρώπη οραματίζεσαι στις μέρες μας;

Μια Αλβανία εντός της Ε.Ε. μου δίνει κάποια ελπίδα ότι θα νικήσουμε τη μαφία, η οποία ελέγχει την κυβέρνησή μας και καταστρέφει τις ζωές μας με τους ίδιους ανθρώπους που κυβερνούσαν την κομμουνιστική Αλβανία κάπου τριάντα χρόνια πριν.

Αυτό πρέπει να συμβεί πολύ γρήγορα, γιατί δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι θα απομείνουν σ’ αυτή τη χώρα.

Στη διάρκεια των προηγούμενων οκτώ ετών άλλο μισό εκατομμύριο άνθρωποι εγκατέλειψαν την Αλβανία μεταναστεύοντας στην Ευρώπη ή στις Η.Π.Α.

Χρειαζόμαστε απελπισμένα να είμαστε μέρος της Ε.Ε., σήμερα, γιατί ακόμα και το αύριο μού φαντάζει υπερβολικά μακρινό.

Ευχαριστώ θερμά τον Γρηγόρη Παπαδογιάννη από τον εκδοτικό οίκο Παράξενες Μέρες για την πολύτιμη συνδρομή του στη διοργάνωση της συνέντευξης και τον συγγραφέα Rudi Erebara για τον χρόνο και την ευγένειά του.

Το μυθιστόρημα του Rudi Erebara Το έπος των άστρων της αυγής κυκλοφορεί στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Παράξενες Μέρες σε μετάφραση του Έλσον Ζγκούρη και επιμέλεια του Αλμίρ Χότζαϊ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου