Ένα βαθύ ανθρωποκεντρικό δράμα εγγεγραμμένο
στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της Ελλάδας του σήμερα, η ταινία Η δουλειά
της, μεγάλου μήκους ντεμπούτο μυθοπλασίας του Νίκου Labôt, δομείται γύρω από την ιστορία της σαραντάρας Παναγιώτας (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου), που πιάνει για πρώτη φορά στη ζωή της δουλειά,
και μάλιστα ως καθαρίστρια, εξελισσόμενη
από ένα άβουλο ον σε μια χειραφετημένη γυναίκα.
Κουβεντιάζοντας
με τους Νίκο Labôt και Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου ενόψει της κυκλοφορίας της ταινίας στις αίθουσες από τις 28 Φεβρουαρίου.
Νίκος
Labôt: «Θεωρώ την ταινία μια ζωντανή
διαδικασία»
Μιας
και η ταινία σου εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα και βασίζεται σε ένα από τα
πλέον συνεκτικά σενάρια ελληνικών φιλμ των τελευταίων χρόνων, θα ήθελα να μου
μιλήσεις γι’ αυτά.
Αυτό που αρχικά με
κινητοποίησε ήταν η ιστορία μιας γυναίκας, η οποία ζει κάπου στην επαρχία με
την οικογένειά της και τα δυο παιδιά τους. Δεν έχει δουλέψει στη ζωή της και το
γεγονός ότι βρήκε δουλειά την έκανε να αλλάξει τη ματιά της στον εαυτό της και τον
τρόπο που βλέπει τα πράγματα. Τέτοιους ανθρώπους τους παρατηρούμε καθημερινά
γύρω μας.
Αυτά, εξάλλου, που
συμβαίνουν στον εργασιακό χώρο συντελέστηκαν και στην πραγματική ιστορία. Μιλώντας,
επίσης, με καθαρίστριες από το σωματείο της ΠΕΚΟΠ μου τα επιβεβαίωσαν, όπως και
πολλά άλλα. Και χειρότερα.
Πόσα
χρόνια «πάλευες» με το σενάριο;
Το πάλευα μαζί με τη
χρηματοδότηση. Όσο αναβάλλονταν οι εγκρίσεις από το Ε.Κ.Κ., τόσο κι εγώ το
δούλευα. Έπρεπε να εξελιχθεί κι αυτό, όπως εξελισσόμουν κι εγώ. Μέχρι και το
μοντάζ άλλαζα πράγματα. Θεωρώ την ταινία μια ζωντανή διαδικασία.
Πόσο
δύσκολο ήταν να μπεις στο μυαλό, τον ψυχισμό, την καθημερινότητα ενός
γυναικείου χαρακτήρα; Ή δεν ήταν, τελικά;
Ήταν δύσκολο, αλλά
λιγότερο από όσο περίμενα, με την έννοια ότι κι εγώ έχω βαθιά μέσα μου μια
θηλυπρεπή φύση, οπότε έπρεπε να αναζητήσω και να βρω τις ευαίσθητες «χορδές»
αυτής της γυναίκας.
Άντλησα, λοιπόν, πολλά
από το οικογενειακό μου περιβάλλον και την μητέρα μου, η οποία γειτνιάζει σε κάποιες
ιδέες και συμπεριφορές με την Παναγιώτα. Είναι άνθρωπος «παλαιάς κοπής», πιο
συντηρητική, θρησκευόμενη, με ηθικές αναστολές. Επίσης, από ανθρώπους που
συνάντησα στην πορεία, όπως οι καθαρίστριες του σωματείου.
Όλα
αυτά τα στοιχεία εισήχθησαν, επομένως, στη συνέχεια στη διαδικασία διαμόρφωσης
του χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας.
Ακόμα κι αν δεν είναι
εύκολο να τον περιγράψεις, ήξερα μέσα μου τι άνθρωπος είναι αυτός, οπότε
«πυροβολούσα» την Μαρίσσα με ό,τι υλικό είχα και κάναμε ένα προσωπικό «σκανάρισμα»
της ίδιας. Εξετάσαμε τα κοινά των δύο γυναικών και μετά δουλέψαμε με την
Μαρίσσα, για να δούμε τι κρατάμε και τι όχι.
Αυτά, κατά την
προετοιμασία. Στο γύρισμα όλα λειτούργησαν πιο αυτοσχεδιαστικά, γιατί έπρεπε να
έχουμε την αίσθηση του τώρα.
Όλοι
έχουν το χώρο και το χρόνο τους στην ταινία. Ήταν, άρα, κι η δικιά σου επιθυμία
και επιλογή να λειτουργήσει έτσι.
Έπρεπε να υπάρχουν
στιγμές αληθινές όπου να νομίζουμε ως θεατές πως είμαστε δίπλα σε αυτούς τους
ανθρώπους, κι αυτό έγινε και στην προετοιμασία και στις πρόβες.
Πόσο
απαιτητικό ήταν να διευθύνεις τόσες και τόσους ηθοποιούς, και μάλιστα τόσο
πετυχημένα;
Με φόβιζε. Το στοίχημα
ήταν να νομίζουν όλοι ότι ζουν τη στιγμή. Οι ατάκες άλλαζαν όπως βόλευαν τις
ίδιες και τους ίδιους και όπως μου ακούγονταν πιο φυσικές. Όταν καταλάβαιναν αυτή
τη διαδικασία όλοι οι ηθοποιοί, παρά το αρχικό άγχος τους, τα πράγματα γίνονταν
πιο εύκολα. Με πολλή συζήτηση και πολλές πρόβες έγιναν όλα.
Πώς
κατάφερες να συνταιριάξεις αυτά τα φαινομενικά διαφορετικά, αλλά όχι
αλληλοαποκλειόμενα επίπεδα, την ύπαρξη χαρακτήρων με σάρκα και οστά και την
«εγγραφή» τους σε συγκεκριμένα κοινωνικο-πολιτικά συμφραζόμενα;
Σεβόμενος τον θεατή. Όταν
ως θεατή μου κάνουν κάτι «νιανιά», χάνει την αλήθεια του. Προσωπικά δε θεωρώ
τον θεατή χαζό. Θεωρούσα πως δε θα του δώσω τα πάντα «στο πιάτο». Ήθελα να
είναι σαφής η ιστορία, ο άξονας, ο χαρακτήρας της γυναίκας.
Τα υπόλοιπα επίπεδα,
όμως, θα μπορούσε να τα καταλάβει χωρίς να του πούμε το οτιδήποτε. Όπως συμβαίνει
και στην πραγματική ζωή. Δε λέμε τα πάντα, τα αισθανόμαστε. Αυτή την
ενσυναίσθηση ήθελα να βιώσει ο θεατής.
Το
φιλμ σου μου θύμισε λίγο την Γκλόρια
του Σεμπαστιάν Λέλιο.
Χαίρομαι πάρα πολύ.
Προσωπικά είδα την Γκλόρια πολύ μετά,
μόλις το 2018, έχοντας ολοκληρώσει και το μοντάζ.
Μιας
και η Δουλειά της έχει ήδη προβληθεί
αρκετά διεθνώς -όπως επίσης και βραβευτεί-, τι φαίνεται να συγκινεί περισσότερο
τα διαφορετικά κοινά;
Πιο πολύ τα συγκινεί η
ύπαρξη αυτής της γυναίκας, η δύσκολη στιγμή που ζει. Ειδικά οι γυναίκες
ταυτίζονται, ακόμα και σε χώρες ανεπτυγμένες, οι οποίες δεν αντιμετωπίζουν τα
ίδια προβλήματα, όπως το Βέλγιο. Μια καθαρίστρια στη Λιέγη είπε σε αμφιθέατρο
ότι αυτό που είδε στην ταινία το ζει, κι ας μην έχει τα ίδια προβλήματα. Και
στο Les
Arcs ήταν
συγκινητική η υποδοχή και ωραία η κουβέντα.
Είναι
το σινεμά που κάνεις και το σινεμά που σ’ αρέσει να βλέπεις περισσότερο;
Μου αρέσουν πολλά
διαφορετικά κινηματογραφικά είδη. Για την επόμενη ταινία μου, ας πούμε, έχω δύο
ιδέες, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Οι ταινίες που αγαπάω τα
τελευταία χρόνια είναι αυτές που έχουν ένα κοινωνικό αντίκτυπο, που σου περνάνε
κάτι αληθινό, που μπορείς να διαλεχθείς μαζί τους, στα όρια του ντοκιμαντέρ
καμιά φορά. Όπως του Φαραντί.
Από κει και πέρα, θαυμάζω
σινεμά, το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που κάνω, όπως του Ταρκόφσκι ή η Επιστροφή του Ζβιάγκιντσεφ.
Κινηματογραφική
σχολή σίγουρα δεν υπάρχει στην Ελλάδα, ούτε τα πάω καλά με ετικέτες- “weird” ή αλλες. Σε συνδέει, ωστόσο, κάτι
με άλλους σκηνοθέτες και άλλες σκηνοθέτριες της ίδιας ηλικιακής κλάσης;
Τα τελευταία δέκα,
κυρίως, χρόνια, η δικιά μου γενιά έχει κάνει ένα «μπραφ». Βλέπουμε καλές
ταινίες, καλούς σκηνοθέτες. Δεν υπάρχει κάποιο ρεύμα, αλλά υπάρχει μια αίσθηση
αλληλεγγύης. Από τη δικιά μου «φουρνιά» στη Σταυράκου έχουμε βγει γύρω στους
δεκαπέντε σκηνοθέτες που έχουν κάνει μεγάλου μήκους, κι ο ένας βοηθάει ή
στηρίζει τον άλλο με όποιο τρόπο μπορεί. Κι αυτό είναι σημαντικό.
Ελπίζω,
λοιπόν, το κοινό να αγκαλιάσει τη δουλειά σου και να δει σ’ αυτή κάτι από τον
εαυτό του.
Σ’ ευχαριστώ, μακάρι!
Μαρίσσα
Τριανταφυλλίδου: «Θέλει πολλή δύναμη για
να ξεπεράσεις τον εαυτό σου»
Από
πού «αρδεύσατε» για να ενσαρκώσετε το ρόλο της Παναγιώτας με τόση αλήθεια και
πειστικότητα;
Δεν ήταν πολύ εύκολο να
αντλήσεις από κάπου, καθότι δε συνηθίζουμε να δίνουμε σημασία σε τέτοιους ανθρώπους.
Με τον Νίκο κάναμε πάρα πολλές πρόβες και συζητήσεις για να μπορέσουμε να
βρούμε τον κόσμο της.
Έπειτα έκανα πολλή
προσωπική παρατήρηση ανθρώπων -γυναικών και αντρών-, σωμάτων, βλεμμάτων, κινήσεων,
συμπεριφορών, και πολλή πρόβα μόνη μου, αλλά και με την οικογένεια και τους
φίλους της ηρωίδας.
Πόσο
ζόρικη, επίπονη, χρονοβόρα υπήρξε αυτή η διαδικασία;
Επίπονη δεν ήταν, ούτε
ζόρικη. Απαιτητική και προκλητική υπήρξε. Αυτοί οι δύο παράγοντες μας έδιναν
ακόμα μεγαλύτερη ορμή, για να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου αυτός ο χαρακτήρας να
μην είναι σχήμα, να είναι άνθρωπος. Αυτή, για μένα τουλάχιστον, ήταν η μεγαλύτερη
αγωνία. Θα ήταν πολύ εύκολο να ήταν η Παναγιώτα ένα σχήμα. Συνήθως αυτούς τους
ανθρώπους τους βλέπουμε στερεοτυπικά.
Πόσο
κυρίαρχες είναι οι «Παναγιώτες» ως τρόπος αντίληψης και συμπεριφοράς στη
σύγχρονη ελληνική κοινωνία, και δη σε περίοδο κρίσης;
Σε πρώτο επίπεδο ο
αριθμός μπορεί να μην είναι τόσο μεγάλος. Σε δεύτερο, όμως, το οποίο δεν
αγγίζει μόνο το γυναικείο φύλο, αλλά τον άνθρωπο που προσπαθεί σε περίοδο
κρίσης και προσωπικών και κοινωνικών δυσχερειών να βρει τον εαυτό του και να
αντιμετωπίσει τον κόσμο από την αρχή, θεωρώ ότι σχεδόν όλοι μας ανήκουμε σ’
αυτή την κατηγορία.
Μεταμορφωθήκατε
-και όχι μόνο σωματικά- μέσα από το ρόλο που υποδυθήκατε. Νιώθετε να σας έχει
αλλάξει καθ’ οιονδήποτε τρόπο;
Με έχει «ανοίξει»
περισσότερο ως άνθρωπο απέναντι στους συνανθρώπους μου. Σ’ αυτή τη δουλειά,
όταν έρχεσαι σε επαφή με κείμενα προσπαθώντας πάντα να βρεις έναν άνθρωπο μέσα
στον άνθρωπο που εσύ είσαι, πέρα από την αξία αυτών των κειμένων υπάρχουν και
στοιχεία που κρατάς ως άνθρωπος από τους ανθρώπους που συναντάς μέσα στους
ρόλους. Σίγουρα.
Από
τη μέχρι τώρα επαφή με τα διαφορετικά κοινά σε φεστιβάλ του εξωτερικού και στη
Θεσσαλονίκη πέρσι τι έχετε «εισπράξει»;
Πολύ θετικές αντιδράσεις,
πολύ συγκινητικές, και κουβέντες πολύ εποικοδομητικές.
Τι
τα ενέπνευσε, τι τα συγκίνησε περισσότερο;
Αυτό που μου έκανε
εντύπωση ήταν πως με προσέγγισε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι αντρών, οι οποίοι
συνέπασχαν με την ηρωίδα. Πέρα, λοιπόν, από την ταύτιση με το φύλο ή τα
δικαιώματα της γυναίκας, υπήρχαν άνθρωποι που συγκινήθηκαν από τη διαδρομή της.
Από
το γεγονός, δηλαδή, ότι ξεκινά ως ένας άνθρωπος παραιτημένος, συγκρατημένος,
φοβισμένος...
Θέλει πολλή δύναμη για να
ξεπεράσεις τον εαυτό σου, γενικότερα, και να βγεις από το «κλουβί» που εσύ ο
ίδιος έχεις πιστέψει πως σου αναλογεί. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να αγγίξει
όλους τους ανθρώπους, νομίζω.
Αναδύεται,
τελικά, ως μια νικήτρια της ζωής στο τέλος της ταινίας, μετά από μια επίπονη
διαδρομή συνειδητοποίησης και χειραφέτησης;
Μόνο στο τέλος της
ταινίας βλέπουμε τη δυνατότητα
συνειδητοποίησης που έχει αυτός ο άνθρωπος. Στη διαδρομή του φιλμ δε
συνειδητοποιεί. Απλά δέχεται τα ερεθίσματα και την αλλάζουν εκ των πραγμάτων,
χωρίς όμως αυτή να τα διαχειρίζεται συνειδητά.
Κι
αυτό σίγουρα αποπνέει μια αληθινή αισιοδοξία, γιατί δεν είναι κάτι
επιτηδευμένο.
Ούτε διδακτικό.
Εύχομαι
η ταινία να έχει την αρμόζουσα επιτυχία στις αίθουσες!
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Ευχαριστώ
θερμά την Νατάσσα
Πανδή, υπεύθυνη επικοινωνίας της
ταινίας, για την πολύτιμη συμβολή
της στη διοργάνωση των συνεντεύξεων.
Η ταινία του Νίκου Labôt Η δουλειά της με πρωταγωνίστρια την Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου προβάλλεται
στους κινηματογράφους από τις 28 Φεβρουαρίου σε διανομή της Weird
Wave.