Με επίκεντρο την ιστορία
ενός επαναστατημένου αγοριού που προσπαθεί
να επιβιώσει στις παραγκουπόλεις του σύγχρονου Λιβάνου, η Ναντίν Λαμπακί, η πιο καταξιωμένη σκηνοθέτρια του αραβικού κόσμου, ανατέμνει με οξύτητα στο βραβευμένο
στις Κάννες και υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας 2019 Καπερναούμ τις ταξικές ανισότητες στη χώρα της. Την συναντήσαμε στον Σαν Σεμπαστιάν.
Το Καπερναούμ προβάλλεται στις αίθουσες από τις 14 Φεβρουαρίου.
Γιατί
επέλεξες αυτό το βιβλικό τίτλο για την ταινία σου;
«Καπερναούμ» σημαίνει
χάος, έλλειψη τάξης. Έχει χρησιμοποιηθεί ανά τα χρόνια στην αγγλική και τη γαλλική
λογοτεχνία για να σηματοδοτήσει αυτή την έννοια. Πριν, λοιπόν, ακόμα
ξεκινήσουμε να γράφουμε το σενάριο, υπήρχε μια εμμονή. Δεν ήξερα, όμως, πώς να
αρχίσω. Έπειτα, ο σύζυγός μου μού συνέστησε να γράψω όλα τα θέματα για τα οποία
θέλω να μιλήσω.
Εγώ μιλούσα, εκείνος
σημείωνε: παιδική εργασία, κατάσταση των εγχώριων εργατών, ο παραλογισμός του
να χρειάζεσαι κάποιο έγγραφο για να αποδείξεις την ύπαρξή σου, γάμος σε παιδική
ηλικία, διακίνηση ανθρώπων, μετανάστευση, προσφυγική κρίση. Τα βάλαμε, έτσι, κάτω όλα,
και τότε συνειδητοποίησα ότι αυτό είναι η Καπερναούμ.
Θεωρείς
τις ταξικές ανισότητες, ιδίως σε σχέση με την ανατροφή των παιδιών, ένα από τα
πιο πιεστικά προβλήματα στη σύγχρονη λιβανέζικη κοινωνία;
Όλα ξεκινούν από την
παιδική ηλικία. Αν θες να νικήσεις το κακό στον κόσμο, αν πραγματικά θες να
λύσεις προβλήματα, ξεκινάς να δουλεύεις με τα παιδιά, με τα πρώτα έξι χρόνια
της ζωής τους. Είναι τα πιο καθοριστικά. Ένα παιδί που έχει παραμεληθεί στη
διάρκεια εκείνων των χρόνων, έχει ακόμα και διαφορετικό σχήμα εγκεφάλου. Το
σχήμα του εγκεφάλου του είναι σαν συρρικνωμένο, σάπιο φρούτο. Στ’ αλήθεια το
βλέπεις.
Αυτό είναι το πιεστικό
πρόβλημα: να βρεις τις κατάλληλες δομές για παιδιά οπουδήποτε στον κόσμο. Τα
παιδιά που υφίστανται ακραία παραμέληση στην παιδική ηλικία γίνονται
μουδιασμένα, δε μιλάνε, δεν παίζουν, δε γελάνε, δεν κλαίνε. Και το 75% καταντά
τοξικοεξαρτημένο ή παραβατικό. Μόνο το 25% είναι πιο ανθεκτικό και δε
διαιωνίζει τον ίδιο φαύλο κύκλο.
Γιατί επιτρέπουμε στους
εαυτούς μας τέτοια αδικία; Γιατί είναι εύκολο να κρίνεις, να λες πως κανένας
δεν κάνει τίποτα, αλλά τι στ’ αλήθεια δεν πάει καλά; Ένιωσα την επιτακτικότητα
να κάνω την ταινία γιατί η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σκληρή από ό,τι
φαίνεται. Είναι ανυπόφορη.
Στο
πλαίσιο της έρευνας που διεξήγαγες στη χώρα μίλησες με πολλά παιδιά;
Μίλησα με εκατοντάδες
παιδιά. Στο 99% των περιπτώσεων, όταν τους έθετα την τελευταία ερώτηση «είσαι ευτυχισμένος που είσαι ζωντανός;»,
η απάντηση ήταν: «Όχι. Δε θέλω να ζω σε
αυτό τον κόσμο, δεν ανήκω σε αυτό τον κόσμο. Γιατί με φέρνουν σε αυτή τη ζωή,
αν θέλουν να με τιμωρήσουν και να με κακομεταχειριστούν, να μη μου δώσουν
φαγητό όταν πεινάω;»
Τα έχουμε διαψεύσει
απολύτως, είναι ο πιο αδύναμος κρίκος, και πληρώνουν το υψηλότερο τίμημα για
κάτι που δεν έχουν κάνει.
Πες
μου λίγο για τη διαδικασία του casting.
Ήταν μια μακρά
διαδικασία, όχι ένα απλό casting.
Το συνεργείο πήγε παντού στο Λίβανο, και σε δύσκολες γειτονιές, και πήρε
συνεντεύξεις από πολλά παιδιά. Ο Ζέιν (σημ.: ο πρωταγωνιστής) έπαιζε στο δρόμο
με τον φίλο του και από τον τρόπο που απαντούσε στις ερωτήσεις μπορούσα να
αντιληφθώ ότι υπήρξε μάρτυρας όλων των προβλημάτων στα οποία αναφέρθηκα. Είναι
πρόσφυγας, ζει στο Λίβανο τα τελευταία οκτώ χρόνια. Τώρα μετεγκαταστάθηκε στη
Νορβηγία.
Πώς
ήταν να δουλεύεις με παιδιά κι εφήβους, δεδομένης της έλλειψης επαγγελματικής
εμπειρίας από πλευράς τους;
Κανένας στην ταινία δεν
είχε υποκριτική εμπειρία. Είμαι ο μόνος ψεύτης σ’ αυτή, οι υπόλοιποι είναι
σχεδόν ο εαυτός τους. Για μένα όλα ξεκινούν από ένα έντονο ενδιαφέρον, από
πολλή αγάπη γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Έχουν περάσει πολλά, διαθέτουν σοφία και
μπορείς να μάθεις τόσα από αυτούς, είτε πρόκειται για παιδιά ή για ενήλικες.
Θέλω, επομένως, να αρπάξω
ό,τι μπορούν να μου δώσουν, ό,τι μπορούν να είναι. Ευρισκόμενος εκεί για αυτούς νιώθεις πως βρίσκεσαι στην
υπηρεσία τους, όχι το αντίστροφο. Το σινεμά πηγαίνει σε αυτούς, δεν προσπαθώ να τους φέρω στο σινεμά μου, ούτε να τους
επιβάλω τις λέξεις ή την ατζέντα μου.
Το μεγαλύτερο διάστημα
γίναμε σχεδόν αόρατοι, προσπαθώντας να ανακατευτούμε όσο το δυνατόν λιγότερο. Ποτέ
δεν τους έδωσα κάποιο κείμενο για να αποστηθίσουν. Ήταν πραγματικά οργανικός
τρόπος δουλειάς.
Τι
είναι το σινεμά για σένα;
Για μένα το σινεμά είναι
σαν μεγεθυντικός φακός. Στην πραγματική ζωή μπορείς να στρέψεις το βλέμμα σου
προς την αντίθετη κατεύθυνση και να μη δεις το πρόβλημα. Στην κινηματογραφική
αίθουσα όχι.
Το
Καπερναούμ συνιστά, κατά τη γνώμη μου,
ένα βαθύ φόρο τιμής στο νεορεαλισμό. Νιώθεις συνδεδεμένη με αυτή την
κινηματογραφική και ευρύτερα πολιτισμική παράδοση;
Όταν ξεκίνησα να γράφω το
σενάριο, ποτέ δεν το σκέφτηκα. Δουλεύω πολύ με το ένστικτο. Δεν έχω ένα αναλυτικό
προσέγγισης των πραγμάτων. Τα κάνω γιατί το ένστικτό μου μού λέει πως αυτός
είναι ο κατάλληλος τρόπος. Αλλά, έπειτα, αρχίζεις να ακούς τι λένε οι άνθρωποι,
γιατί ορισμένες φορές είσαι τόσο πολύ χωμένος σε αυτό που κάνεις που δε βλέπεις
κάτι άλλο.
Μακάρι να μπορέσω να παρακολουθήσω
την ταινία μου σαν να τη βλέπω για πρώτη φορά. Είναι το όνειρό μου. Κάποτε,
μάλιστα, πήγα σε έναν υπνοθεραπευτή ζητώντας του να με κάνει να ξεχάσω τα
πάντα, αλλά δεν πέτυχε. Δεν έχω, λοιπόν, την απόσταση και την ικανότητα, ώστε
να σου πω τι είδους φιλμ είναι. Ίσως σε δέκα χρόνια μπορέσω να το αναλύσω και
να δω τα λάθη του, γιατί υπάρχουν πολλά.
Μιας
κι είσαι η πιο γνωστή, η πιο καθιερωμένη σκηνοθέτρια από το Λίβανο κι ευρύτερα
από τον αραβικό κόσμο, πόσο απαιτητικό υπήρξε να φτάσεις σε αυτό το στάδιο;
Είναι απαιτητικό σε προσωπικό
κι οικογενειακό επίπεδο, μιας κι είμαι επίσης ενεργή μητέρα. Θέλω, λοιπόν, να
βρίσκομαι εκεί για τα παιδιά μου, αλλά την ίδια στιγμή νιώθω ότι αποτελώ
κομμάτι μιας μεγάλης αποστολής κι η ύπαρξή μου στη ζωή έχει άλλο νόημα. Ποτέ,
ωστόσο, δεν ένιωσα δυσκολία επειδή
είμαι γυναίκα. Μόνο επειδή είναι μια δύσκολη δουλειά και ως γυναίκα φοράς τόσο
πολλά καπέλα: μητέρα, σύζυγος, σκηνοθέτρια, καλλιτέχνις.
Σου
εύχομαι τα καλύτερα. Παρακολούθησα την ταινία σου στο Σαράγεβο.
Μακάρι να ήμουν εκεί. Το
αγαπώ αυτό το Φεστιβάλ.
Ένας
από τους βασικούς λόγους του ερχομού μου στο Σαν Σεμπαστιάν ήταν για να σε
γνωρίσω προσωπικά, ξέρεις!
Στ’ αλήθεια; Όχι, με
τίποτα! (Γέλια).
Σε
κάθε περίπτωση, ήταν ευχαρίστηση που σε συνάντησα.
Και για μένα. Σε ευχαριστώ πολύ!
Ευχαριστώ
θερμά για την καθοριστική
συμβολή τους στην πραγματοποίηση
της συνέντευξης με την σκηνοθέτρια στο πλαίσιο του 66ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου
του Σαν Σεμπαστιάν τους Adam
Ibourk, βοηθό μάρκετινγκ στην εταιρεία Wild Bunch,
και Ainhoa
Pernaute από
το Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ.
Η ταινία της Ναντίν Λαμπακί Καπερναούμ προβάλλεται από τις 14 Φεβρουαρίου στους κινηματογράφους σε κοινή διανομή Rosebud.21 και
Seven
Films.
Εξαιρετικη συνεντευξη. Ειναι απιστευτο ποσο εχουν στοχοποιηση τη Λαμπακι ελληνιδες και ελκηνες κριτικοι. Δυσερμηνευτο.
ΑπάντησηΔιαγραφή