Συνυφαίνοντας
το προσωπικό με το κοινωνικό με δεξιοτεχνία και σιγουριά ασυνήθιστες για πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη μεγάλου μήκους
ταινίας, η δηκτική μαύρη κωμωδία του Γκιόρτσε Σταβρέσκι Μυστικό συστατικό καταπιάνεται
ταυτόχρονα με το δυσλειτουργικό σύστημα
υγείας της Π.Γ.Δ.Μ. και με μια δυσλειτουργική σχέση πατέρα-γιου, διερωτώμενη τι κάνει τη ζωή αξιοβίωτη σε αβίωτους καιρούς.
Κουβεντιάζοντας με
τον ταλαντούχο σκηνοθέτη ενόψει της εξόδου του φιλμ στους κινηματογράφους στις 19 Ιουλίου.
Συνυφαίνοντας
το προσωπικό με το συλλογικό με δεξιοτεχνία και σιγουριά ασυνήθιστες για πρωτοεμφανιζόμενο
σκηνοθέτη μεγάλου μήκους ταινίας, στο Μυστικό
συστατικό καταπιάνεσαι ταυτόχρονα με το δυσλειτουργικό σύστημα υγείας της Π.Γ.Δ.Μ.
και μια δυσλειτουργική σχέση πατέρα-γιου, αναλογιζόμενος τι κάνει τη ζωή
αξιοβίωτη σε αβίωτους καιρούς. Υπήρχαν όλα αυτά τα θεματικά νήματα εκεί από την
πρώτη στιγμή που συνέλαβες το φιλμ σου;
Λοιπόν, ναι, τα θέματα ήταν
εκεί από την αρχή, αλλά σε μια ελαφρώς διαφορετική μορφή. Όταν ξεκίνησα να γράφω,
είχα συλλάβει το φιλμ ως ένα οικογενειακό δράμα και ήταν πολύ πιο σκοτεινό.
Αλλά τότε άρχισα να νιώθω δυσφορία με το σενάριο. Τώρα που το σκέφτομαι, στην πραγματικότητα
πάλευα με ενός είδους προσωπική κρίση, η οποία συνδεόταν με τη δημιουργική μου
ταυτότητα. Είμαι άνθρωπος που απολαμβάνει πολύ το χιούμορ, αλλά προσπαθούσα να το
κρατήσω μακριά από τη δουλειά μου. Νόμιζα ότι μόλυνε την ανάγκη μου να κάνω καθαρό
δράμα και το κρατούσα σε απόσταση.
Τελος πάντων, κάτι δεν «κόλλαγε»
ουσιωδώς στην ιστορία μου και δεν απολάμβανα τη συγγραφή πλέον. Απορριφθήκαμε, επίσης,
από ένα pitching
forum κι
ένας παραγωγός που δουλεύει εκεί μας απεύθυνε μερικά άσχημα σχόλια, γεγονός που
με έκανε να συνειδητοποιήσω πως δεν πίστευα στην ιστορία μου αρκετά, ώστε να
την υπερασπιστώ.
Κατά κάποιο τρόπο, αυτό δημιούργησε
την τέλεια καταιγίδα, έτσι, μετά από μερικές δύσκολες βδομάδες άγχους και μηδενισμού,
όλα συνέτειναν στο να παραδεχτώ την ήττα μου και να πω: «Γάμησέ τα, αρνούμαι τον Θεό μου του δράματος, η ζωή δεν έχει νόημα έτσι
κι αλλιώς, κι ακόμα περισσότερο σ’ αυτή την παλαβή χώρα- θα κάνω μια κωμωδία».
Έτσι, αν και όλα ήταν εκεί από την αρχή, είχαν διαφορετική γεύση, την οποία δεν
πίστευα. Και σ’ ευχαριστώ για τα κομπλιμέντα.
Οι
χαρακτήρες του Μυστικού συστατικού μοιάζουν
αληθινοί κι όχι καρικατούρες, και ο τρόπος που τους προσεγγίζεις είναι «διαποτισμένος»
με αξιοπρέπεια, γενναιοδωρία, σεβασμό και τρυφερότητα. Υπάρχουν κομμάτια σου μέσα
τους; Και πώς δουλεύεις με τους/τις ηθοποιούς;
Σ’ ευχαριστώ, εκτιμώ τα καλά
σου λόγια. Για να είμαι ειλικρινής, ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Βέλε, γράφτηκε με
μένα ως πρότυπο υποσυνείδητα. Αλλά βρήκα έναν ηθοποιό θεμελιωδώς διαφορετικό
από μένα, ο οποίος, κατά παράξενο τρόπο, έμοιαζε τέλειος για το ρόλο μόνο αν
ήμουν πρόθυμος να προβώ σε μια σημαντική αλλαγή στο σενάριο.
Στην ιστορία υπάρχουν δύο
νεαρά αδέρφια, τα οποία είναι πολύ διαφορετικά: το ένα ήταν σπασίκλας, με τέλειους
βαθμούς, που κέρδιζε βραβεία ως παιδί-θαύμα της επιστήμης και που θέλει να γίνει
επιστήμονας των υπολογιστών. Κι ο άλλος που δεν είναι φιλόδοξος, μισεί το σχολείο
και τις αρχές, και διαλέγει την ταπεινή δουλειά του πατέρα του ως μηχανικός τρένων.
Αλλά σε ένα μοιραίο αυτοκινητιστικό ατύχημα ο αδερφός μηχανικός κι η μαμά τους πεθαίνουν
και ο σπασίκλας αρχίζει να δουλεύει ο ίδιος ως μηχανικός τρένων, για να υποστηρίξει
τον άρρωστο και θλιμμένο πατέρα.
Το πρόβλημα, καθώς προείπα,
ήταν πως βρήκα έναν ηθοποιό που ήταν τέλειος ως ο αδερφός μηχανικός, ο οποίος πεθαίνει.
Αποφάσισα, λοιπόν, να «σκοτώσω» τον σπασίκλα και να προσαρμόσω το σενάριο για τον
μηχανικό. Ξαφνικά, όλα πήραν το δρόμο τους.
Σχετικά με τη δεύτερη ερώτησή
σου, νομίζω ότι το πιο σημαντικό στη συνεργασία με τους ηθοποιούς είναι η αμοιβαία
εμπιστοσύνη. Προσπαθούσα να μην επιβάλλομαι, αλλά να ακούω το πολύτιμο feedback τους,
προστατεύοντας την ίδια στιγμή το πρωταρχικό μου όραμα: τη ρεαλιστική
υποκριτική και το «ξερό», ειρωνικό χιούμορ.
Η
ταινία σου είναι τυπικά «βαλκανική», κυρίως ως προς τον τρόπο που ισορροπεί ανάμεσα
στο κωμικό και το τραγικό, το ανάλαφρο και το βαθιά θλιμμένο. Πώς αντιλαμβάνεσαι
προσωπικά αυτό που θα μπορούσε να οριστεί ως «βαλκανικότητα» στην τέχνη, και ιδίως
στο σινεμά;
Πρέπει να πω ότι έχω μια σχέση
αγάπης-μίσους με τον όρο «βαλκανικός». Στη μουσική, για παράδειγμα, ο πρώτος συνειρμός
μου είναι η φτηνιάρικη “turbo
folk”
που προέρχεται κυρίως από τη Σερβία και τη Βουλγαρία, την οποία πραγματικά μισώ
από τα βάθη της καρδιάς μου. Στο σινεμά, κυρίως στις αμέτρητες κωμωδίες από τις
χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, με εξαίρεση τα φιλμ του «Μαύρου Κύματος» της
δεκαετίας του ’60, μισώ πολλά πράγματα που μπορώ να συνδέσω με τον όρο
«βαλκανικός»: το σοβινισμό, το σκληρό χιούμορ, την υπερβολική υποκριτική, τη
ρηχότητα της πλοκής, κ.λπ.
Βάζοντας όλα αυτά στην άκρη,
υπό το φως του χαριτωμένα επινοημένου προαναφερόμενου ορισμού σου, πρέπει να πω
πως απολαμβάνω πολλές πρόσφατες «βαλκανικές» κυκλοφορίες: τα σύγχρονα βουλγαρικά
φιλμ, το νέο ρουμανικό σινεμά, το ελληνικό “weird wave”, κι επίσης μερικές κουλ ταινίες από
χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Αυτό είναι ένα εντυπωσιακό τσούρμο σκηνοθετών και
μ’ αυτή την έννοια, αν η ταινία μου περνιέται για τυπικά βαλκανική, το θεωρώ
σπουδαίο κομπλιμέντο. Όσο για τις δικές μου επιρροές, εμπνέομαι κυρίως από τον ιταλικό
Νεορεαλισμό, το τσεχοσλοβακικό Νέο Κύμα κι ένα ακόμα τσούρμο από αδέρφια,
επίσης: τους Κοέν και τους Νταρντέν.
Το
Μυστικό συστατικό είναι βαθιά
πολιτικό, αν και με κινηματογραφικούς όρους. Ως σκηνοθέτης, νιώθεις ηθικά
υποχρεωμένος να καταπιάνεσαι με ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα μέσω της δουλειάς
σου; Και, αν ναι, ποιο είναι το πιο πιεστικό πρόβλημα στη σύγχρονη Π.Γ.Δ.Μ.;
Ναι, το ένιωσα ως προσωπική
υποχρέωση να μιλήσω σχετικά με τα τρέχοντα θέματά μας. Το φιλμ είναι ένα ισχυρό
μέσο και κάθε σκηνοθέτης πρέπει να επιλέγει τις μάχες του/της με σύνεση. Νομίζω,
επίσης, πως το σύγχρονο ευρωπαϊκό σινεμά ασχολείται πολύ περισσότερο με τα
τυποποιημένα κεντρο-αριστερά ζητήματα «ταυτοτικής πολιτικής», και αγνοεί τα
κοινωνικά ζητήματα, την ανισότητα και τη φτώχεια. Έχοντας ανατραφεί από μια οικογένεια
χαμηλότερου εισοδήματος, έχω αισθανθεί πολλά από τα προβλήματα στο ίδιο μου το πετσί.
Ήταν, επομένως, μια φυσιολογική απόφαση για μένα να πάρω θέση και να καταπιαστώ
μ’ αυτά τα θέματα.
Απαντώντας στη δεύτερη ερώτησή
σου, νομίζω ότι το πιο πιεστικό πρόβλημα στη Μακεδονία αυτή τη στιγμή είναι η διαφθορά,
κυρίως η διεφθαρμένη, δυσλειτουργική, διαλυμένη εξουσία του νόμου. Πέρα από τα παράδοξα
ψευτό-μπαρόκ κτίρια του «Σκόπια 2014», αυτό ήταν άλλο ένα «δώρο» της προηγούμενης
κυβέρνησής μας. Δεν είμαι σίγουρος πόσα από αυτά άλλαξαν αφότου έχασαν στις εκλογές,
αλλά γινόμαστε διαρκώς μάρτυρες της επιλεκτικής δικαιοσύνης, ακούγοντας για
διεφθαρμένους αξιωματούχους και ακυρωθείσες ποινές.
Είναι μια χώρα όπου η διαφθορά
είναι τόσο κατάφωρα προφανής, ώστε νομίζω πως κανένας δεν πιστεύει στη δικαιοσύνη
πλέον. Για μένα, αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό πρόβλημα από τη «διαμάχη για το όνομα»,
που είναι απλώς μια λειτουργία, ένα σύμπτωμα των παραπάνω.
Συνολικά,
νομίζω ότι κάνεις πληβειακό σινεμά με σινεφίλ ευαισθησίες. Συμφωνείς;
Πληβειακό, με σινεφίλ ευαισθησίες
σινεμά. Ολόψυχα ναι. Πρέπει να είναι ένα από τα πιο κουλ κομπλιμέντα που έχει
δεχτεί η ταινία μέχρι τώρα. Τι να πω, στ’ αλήθεια συμπάσχω με τους καθημερινούς
ανθρώπους. Πιστεύω, σε αντίθεση με το αφήγημα που προσφέρεται από τις ελίτ, οι
οποίες υποστηρίζουν πως οι περισσότεροι δεν είναι αρκετά μορφωμένοι ώστε να
κάνουν τις σωστές επιλογές, ότι πρώτα και κύρια είναι η φτώχεια και η
ανισότητα, που καθοδηγούν τις αποφάσεις του «99%».
Και όσο απρόσμενες μπορεί
να φαίνονται τέτοιες αποφάσεις (ο ΣΥΡΙΖΑ να κερδίζει στην Ελλάδα), ή εντελώς παράλογες
(Brexit και
Τραμπ), είναι αρκετά λογικές υπό την έννοια ότι οι άνθρωποι γνωρίζουν πως χειραγωγούνται
και δεν τους αντιμετωπίζουν με σεβασμό, και ψηφίζουν μηδενιστικά για να
τιμωρήσουν τις “status-quo” πολιτικές των κεντρώων κομμάτων,
που μοιάζουν να διαφέρουν όλο και λιγότερο, αδιαφορώντας από κοινού για τις
ασθένειες της εργατικής τάξης.
Πότε πότε, μου κάνουν την
ίδια ερώτηση ξανά και ξανά: «Γιατί η
εμμονή με τους φτωχούς;» Πάντα λέω: «Πρώτον,
χρειάζονται μια φωνή, και δεύτερον, εκεί βρίσκονται οι πραγματικές (σινεφιλικά
ευαίσθητες) ιστορίες».
Το
ντεμπούτο σου μυθοπλασίας είναι συμπαραγωγή της Π.Γ.Δ.Μ. και της Ελλάδας. Πόσο ουσιώδης
ήταν αυτός ο παράγοντας σε σχέση με την ολοκλήρωση της ταινίας σου;
Απόλαυσα τη συνεργασία με
τους φίλους μου από την Ελλάδα. Πολλά πράγματα ήταν ζωτικής σημασίας. Ευχαριστώ
ιδιαιτέρως τις συμπαραγωγούς μου Κωνσταντίνα Σταυριανού και Ρένα Βουγιούκαλου
από την Graal
S.A. για την εμπιστοσύνη τους στην
ιστορία μου και σε μένα ως σκηνοθέτη. Εν μέσω οικονομικού αναβρασμού στην Ελλάδα,
κατάφεραν να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση πείθοντας όσους παίρνουν τις αποφάσεις
στο Ε.Κ.Κ. ότι αξίζει να γίνει αυτό το φιλμ, γεγονός που κατέστησε αυτή τη
συνεργασία δυνατή.
Τέλος, η δημιουργική συνεισφορά
που λάβαμε από τους Έλληνες συναδέλφους μας συμπλήρωσε τέλεια τα πεδία όπου ένιωθα
πως χρειαζόμασταν τη μεγαλύτερη βοήθεια: για την παραγωγή δεχτήκαμε πολύτιμα σχόλια
από τις συμπαραγωγούς μου και στη διάρκεια της post-production δουλέψαμε
φανταστικά στην Αθήνα με τον Γιάννη Ζαχαρόγιαννη για τις χρωματικές διορθώσεις
και με τον Κώστα Βαρυμποπιώτη για το μιξάζ.
Το
Μυστικό συστατικό ξεκίνησε το
πετυχημένο ταξίδι του προς τη διεθνή κριτική αποδοχή και την εκτίμηση του
κοινού στο περσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου κέρδισε το
βραβείο κοινού στην ενότητα Ματιές στα
Βαλκάνια. Σε εξέπληξε αυτή η βράβευση;
Ναι, σίγουρα. Φίλε μου, πέρασα
σπουδαία. Οι υπέροχοι οικοδεσπότες μας, ο υπεύθυνος των Ματιών στα Βαλκάνια Δημήτρης Κερκινός και το δεξί του χέρι, ο
Γιάννης Παλαβός, μας έκαναν να νιώσουμε ξεχωριστοί όταν φτάσαμε, διοργανώνοντας
συνεντεύξεις και διασφαλίζοντας ότι όλα θα πήγαιναν ρολόι. Στη διάρκεια της πρώτης
προβολής, της παγκόσμιας πρεμιέρας, αισθάνθηκα τόσο συγκινημένος, που δεν
μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ήμουν τόσο στρεσαρισμένος, και δεν ήξερα τι
να περιμένω. Τότε συνέβη κάτι μαγικό, μια ανακούφιση: οι άνθρωποι όντως απολάμβαναν
την ταινία, γελούσαν με τα αστεία, θλίβονταν σιωπηλά για τις κακοτυχίες του ήρωά
μας.
Στο τέλος υπήρξε θυελλώδες
χειροκρότημα που έλιωσε την καρδιά μου. Στη διάρκεια του αξέχαστου Q&A συνειδητοποίησα
πως οι άνθρωποι δεν πήραν την ταινία ελαφρά τη καρδία, αλλά είχαν συγκινηθεί
βαθιά και ήθελαν να συζητήσουν για τα πολλά παρόμοια ζητήματα και προβλήματα
που φαίνεται ότι μοιραζόμαστε. Όταν το φιλμ κέρδισε το βραβείο, μου είπαν ότι είχε
πιάσει ένα από τα υψηλότερα σκορ στην ιστορία. Ήταν σούπερ.
Η τελετή απονομής ήταν αληθινά
ξεχωριστή. Ήταν σαν όνειρο. Φοβόμουν τόσο πολύ πως θα έκανα κάποιο λάθος με την
αποδοχή μου, που, πραγματικά, δε θυμάμαι και πολλά. Θυμάμαι, όμως, τα χαμόγελα και
τις αγκαλιές. Μεγαλειώδεις στιγμές.
Αυτή
τη στιγμή είσαι «πνιγμένος» στην προετοιμασία της επόμενης ταινίας σου. Νιώθεις
πως έχεις ανακαλύψει το συστατικό της επιτυχίας; Ποιο είναι, τελικά, το
(μυστικό) «συστατικό» σου στη ζωή;
Δημιουργώ ιστορίες- κάποιες
πολύ διαφορετικές από αυτή, άλλες αποπνέουν την ίδια αίσθηση, αλλά, ειλικρινά, δεν
είμαι σίγουρος τι έπεται. Δεν έχω κάποια συνταγή, βεβαίως. Δεν μπορώ να πω ότι έχω
ανακαλύψει κάτι στην πραγματικότητα, ούτε στις ταινίες ούτε στη ζωή. Είμαι ακόμα
πιο μπερδεμένος τώρα, το μυστήριο της ζωής μου βάθυνε ακόμα πιο πολύ. Αλλά δεν ήταν
τα πάντα μάταια, και, παρόλο που η ζωή μου είναι το ίδιο αινιγματική με πριν, βρήκα
όντως ορισμένα «συστατικά» που με συγκράτησαν από το να κάψω το λάπτοπ μου από
δυσφορία ενώ μοντάριζα τον ήχο στην κρεβατοκάμαρά μου, κι έπειτα από το να
μεταναστεύσω όσο πιο μακριά γίνεται από τα Βαλκάνια.
Τι βοηθάει: ένα (ή πέντε)
ουισκάκια τη μέρα, τζόγκινγκ τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο, το να παίζω κιθάρα
και να μουρμουρίζω, και το να διαφωνώ με παλαβούς δεξιούς σχετικά με τους κινδύνους
του καπιταλισμού στο ίντερνετ χρησιμοποιώντας το iPhone μου,
ενώ παρακολουθώ το Μουντιάλ στην επίπεδη τηλεόρασή μου. Ένα ακόμα πράγμα που έμαθα:
ζούμε σε υπέροχους καιρούς με πολλά συστατικά.
Η ταινία του Γκιόρτσε Σταβρέσκι
Μυστικό συστατικό προβάλλεται στους
κινηματογράφους από τις 19 Ιουλίου σε διανομή της Filmcenter Tριανόν.