Η Βρετανίδα Σάλι Πότερ,
μια από τις πλέον εμβληματικές σκηνοθέτριες του πειραματικού- και όχι μόνο-
κινηματογράφου, επιστρέφει στο
προσκήνιο με την απολαυστική μαυρόασπρη πολιτική κωμωδία Τhe Party. Την συναντάμε στην Αθήνα, όπου βρίσκεται με αφορμή το πλήρες αφιέρωμα στο έργο
της, το οποίο διοργανώνεται από και φιλοξενείται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, σε συνεργασία
με τη Feelgood Entertainment, από τις 4 έως και τις 10 Ιανουαρίου.
Είτε
βιώνεται ως «βιτριολική» πολιτική κωμωδία με φαρσικά στοιχεία, ή ως
ξεκαρδιστική φιλμική φάρσα με πολιτικές αποχρώσεις, Τhe Party, η πιο πρόσφατη δουλειά σας, παραμένει μια απολαυστική
σάτιρα. Μια σάτιρα με στόχο τους μπλερικούς των «Νέων Εργατικών»; Ή και την
κυρίαρχη νοοτροπία στη Βρετανία;
Ο στόχος, αν μπορώ να τον
αποκαλέσω έτσι, ήταν στη ρίζα του κάτι λίγο πιο οικουμενικό, γιατί διαρκώς
ανέτρεχα στο μυαλό μου στην αρχαιοελληνική τραγωδία. Στα πραγματικά μεγάλα
θέματα: την προδοσία, τη φιλία, το ξεδίπλωμα των ψεμάτων, μια λαβυρινθώδη
αίσθηση, τη βασική γλώσσα της ανθρώπινης σύγκρουσης.
Ταυτόχρονα, το πλαίσιο, εντός του οποίου εγγράφεται, είναι πολύ συγκεκριμένο και τοπικό όσον αφορά τη
Μεγ. Βρετανία, την ταυτότητα και την κρίση της Αριστεράς, που δεν την ξεχωρίζεις
από την κεντρώα Δεξιά. Υπήρχε μια χρόνια ανικανότητα να πει η Αριστερά την
αλήθεια. Αυτό ήταν το έδαφος, από όπου αναδύθηκε το φιλμ.
Έπειτα, έδωσα στον εαυτό
μου την άδεια να είμαι τόσο τοπική, υποθέτοντας ότι, όταν εμβαθύνεις σε κάτι τοπικό,
αυτομάτως μετατρέπεται σε κάτι οικουμενικό. Υπήρχε ένα ρίσκο, ωστόσο: δεν ήξερα
αν θα λειτουργούσε. Νόμιζα πως μόνο οι Λονδρέζοι θα μπορούσαν να ταυτιστούν.
Άφησα, λοιπόν, τον εαυτό μου ελεύθερο και πονηρό. Και το απόλαυσα πραγματικά.
Έτσι
φάνηκε.
Μετά, όταν έδωσα το
σενάριο στους ηθοποιούς, όλοι γελούσαν. Κι όταν δουλεύαμε μαζί και κάναμε τα
γυρίσματα γελούσαμε πάρα πολύ. Όσο χειρότερο γινόταν, τόσο πιο πολύ γελούσαμε.
Ένιωσα ότι άγγιζα κάποιες χορδές που χρειαζόταν να αγγιχτούν. Ευτυχώς, τους
αρέσει να δουλεύουν μαζί μου, γιατί ξέρουν πως καταλαβαίνουν τι κάνω. Μου
αρέσει αυτή διαδικασία. Αόρατη, παράξενη, πολύ πλούσια.
Ταξιδεύοντας σε
διαφορετικές χώρες, διαπιστώνω ότι οι άνθρωποι γελάνε στα ίδια σημεία, με τον
ίδιο τρόπο, σε οποιαδήποτε γλώσσα, γεγονός πραγματικά παράξενο, γιατί το Τhe Party είναι μια ταινία μαυρόασπρη,
κάπως σύντομη, πολύ βρετανική, και όμως πολύ πιο οικουμενική από σχεδόν όποιο
άλλο φιλμ έχω κάνει.
Έχουν
οι χαρακτήρες σας κάτι από σας, ανήκετε ο ένας στον άλλο;
Πρέπει, ως συγγραφέας.
Αυτή είναι η δουλειά σου. Δε γράφεις για τις εμπειρίες σου μόνο, θα ήταν βαρετό
και ναρκισιστικό. Πρέπει να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση των άλλων και με
φαντασία να προσπαθείς να κατανοήσεις τον κόσμο από το δικό τους πρίσμα: τι
σημαίνει για παράδειγμα, να είσαι ένας δεξιός τραπεζίτης, τον οποίο όλοι μισούν
και που η μόνη του ανακούφιση είναι να σνιφάρει κόκα. Στο τέλος κάπως τον
αγαπάμε.
Με αυτή την έννοια είτε
είναι άνθρωποι που έχω παρατηρήσει, ή τους έχω φανταστεί. Τότε, κατ’ αυτόν τον
τρόπο, γίνονται αληθινοί. Κάποια στιγμή, οι χαρακτήρες σου μιλάνε κι εσύ δεν
πρέπει να μπλέκεσαι στα πόδια τους. Γίνονται φαντάσματα που ζωντανεύουν.
Αν
και το κωμικό στοιχείο ποτέ δεν έλειπε από τη δουλειά σας, στο Party είναι πιο έντονο από ποτέ. Από εσωτερική
ανάγκη;
Αγαπώ τις καλές κωμωδίες,
και ό,τι είναι καλογραμμένο. Μου αρέσει να γελάω. Αλλά δεν ξέρω πώς προέκυψε.
Απλώς συνέβη, κι έπειτα ανακάλυψα ότι πραγματικά απολάμβανα να το κάνω. Στη
συνέχεια είδα πως έκανε τους ανθρώπους να νιώθουν πολύ καλά. Ήταν σαν να άφηνα
τον εαυτό μου να το βγάλει.
Από την άλλη, κάθε ταινία
χρειάζεται τη δική της φόρμα και την πολιτική. Είμαι πολύ πολιτικοποιημένο
άτομο, πάντα ασχολούμαι με την πολιτική, γιατί βρίσκεται παντού, σε κάθε
αλληλεπίδραση, κι είναι ένα έργο ζωής το να ανακαλύπτω πώς να κάνω πολιτικές
ταινίες που να μη δίνουν μηνύματα, να μην κάνουν κήρυγμα, να μη λένε στους
ανθρώπους πώς να σκεφτούν, αλλά να καταπιάνονται με ένα ενεργητικό τρόπο με τα
μεγάλα δύσκολα ζητήματα του σήμερα. Φαντάζει κάπως πονηρό, αν μπορώ να το θέσω
έτσι.
Κι
είναι κάτι συναρπαστικό, μιας και, αν κι είστε από αυτούς που έχουν συνδεθεί με
το πειραματικό σινεμά από την αρχή της καριέρας σας, παραδίδετε μια συμβατική
δουλειά- με το προσωπικό σας στιλ.
Δεν τη θεωρώ συμβατική.
Πάντοτε υπήρξα μεγάλη οπαδός των αδερφών Μαρξ, που «ανατίναξαν» τη φόρμα μέσω
των παραδοσιακών τρόπων. Ως διασκεδαστής, γνωρίζεις πώς να χρονομετράς τα
πράγματα και πώς να είσαι ύπουλα ανατρεπτικός. Το απολύτως αναρχικό Σούπα Πάπιας είναι ευφυές, αλλά και βασισμένο σε μια βαθιά γνώση
της σχέσης με το κοινό, με τους ρυθμούς, τις ευαισθησίες και τα αισθήματά του.
Αλλά, σ’ αυτή την
ιστορική συγκυρία, οι καλύτεροι, πιο πολιτικοί σχολιαστές είναι οι κωμικοί.
Πάρε ως παράδειγμα τις Η.Π.Α. που βρίσκονται σε βαθιά κατάσταση τραύματος. Οι
κωμικοί κάνουν την καλύτερη δουλειά, έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση και είναι οι
πιο ανατρεπτικοί.
Παρά τη φήμη μου ως
ανεξάρτητης πειραματικής κινηματογραφίστριας, πάντοτε θεωρούσα τον εαυτό μου
διασκεδαστή. Ο Γκρέιαμ Γκριν αποκαλούσε κάποια από τα μυθιστορήματά του
«διασκέδαση». Είναι ένα είδος συνενοχής με το κοινό: «Ξέρουμε περί τίνος πρόκειται, αλλά, στο μεταξύ, μπορούμε να γελάσουμε».
Δείξατε
την ταινία σε κοινό πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της;
Δοκίμασα το φιλμ με κοινό
στο Λονδίνο τέσσερις φορές, πριν το ολοκληρώσω και κατά τη διάρκεια του μοντάζ.
Στην πρώτη προβολή όλοι γέλασαν. Αλλά επρόκειτο για φίλους μου. Στην επόμενη,
που ήταν άγνωστοι, πάλι γέλασαν όλοι. Στην τρίτη, με 250 άτομα, το ίδιο
ακριβώς.
Αλλά έμαθα και πολλά
πράγματα., όπως για το ρυθμό. Κάποια σημεία έπρεπε να τα επιταχύνω και άλλα,
όπου δεν άκουγες τι έλεγε ο επόμενος χαρακτήρας, να τα επιμηκύνω, να
δημιουργήσω ένα διάλειμμα για γέλιο.
Εστιάζετε
πολύ στους γυναικείους χαρακτήρες σε όλες τις ταινίες σας.
50/50.
Πολλοί
από τους πλέον βασικούς είναι γυναίκες, έστω. Αυτό συνέβη γιατί, όταν
ξεκινούσατε, οι γυναικείοι χαρακτήρες αποτυπώνονταν λανθασμένα ή
υποεκπροσωπούνταν φιλμικά;
Δεν έγινε με ένα τόσο
αφηρημένο τρόπο. Στη ζωή μου, όταν κοιτάζω τριγύρω, υπάρχουν πολλές
καταπληκτικές γυναίκες. Όταν, λοιπόν, βλέπω φιλμ όπου υπάρχουν δύο γυναικείοι
και έξι αντρικοί χαρακτήρες, και το μόνο που οι γυναικείοι λένε είναι «ναι, αγάπη μου», μου φαίνεται βαρετό και
χάσιμο χρόνου. Όταν κάνω μια ταινία με πέντε αντρικούς χαρακτήρες και άλλους
τόσους γυναικείους, γίνεται αντιληπτή ως μια ταινία σχετικά με γυναίκες, γιατί
είναι τόσο ασυνήθιστο να είσαι το 50%.
Στην πραγματικότητα, έχω
αφιερώσει ισόποσο χρόνο και ίση φροντίδα στους αντρικούς χαρακτήρες και την
πολυπλοκότητά τους. Είναι, επομένως, πραγματικά ενδιαφέρον πως, όταν κάνεις
κάτι πραγματικά ισορροπημένο, γίνεται αντιληπτό ως μη ισορροπημένο, γιατί ο
πολιτισμός είναι απολύτως μη ισορροπημένος προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Κι
αυτό, αλλά και γιατί η αποτύπωση των γυναικείων χαρακτήρων δεν αναδεικνύει κάτι
ουσιώδες.
Κάτι τέτοιο. Αλλά πάρε ως παράδειγμα το Τhe party. Έχουμε έναν
αντρικό χαρακτήρα με μια αρρώστια στο τελευταίο στάδιο, ο οποίος, μπροστά στα μάτια
μας, μεταστρέφεται από τον ορθολογισμό στην πίστη. Αυτό είναι πολύ πλούσια
πορεία για αντρικό χαρακτήρα: ευαλωτότητα, ασθένεια, μεταφυσική, πίστη. Έχουμε
έναν εναλλακτικό θεραπευτή με μια εντελώς νέα πρόταση για την υγεία. Τρίτος
χαρακτήρας, ο τραπεζίτης: πολύ όμορφος, εθισμένος στην κοκαΐνη, που μπορεί να
αντιληφθεί τη ζωή μόνο με όρους νίκης και ήττας. Και ο κατάλογος συνεχίζεται.
Αν ανατρέξεις στο
Χόλιγουντ του ’40 όπου υπήρχαν σπουδαίοι συγγραφείς που έκαναν τις κωμωδίες “screwball”, βρίσκεις μια πολύ πιο
ισορροπημένη εικόνα. Σχετίζεται πολύ, νομίζω, αυτό με την ποιότητα της
συγγραφής.
Πόσο
έχετε αλλάξει εσείς και η κινηματογραφική βιομηχανία κατά τον περίπου μισό
αιώνα που ασχολείστε με τη σκηνοθεσία;
Ας τα πάρουμε με τη
σειρά. Ένα από αυτά που κάποιος μαθαίνει μεγαλώνοντας είναι πως όντως υπάρχει
μια αίσθηση εσωτερικής συνέχειας αυτού του φευγαλέου πράγματος που αποκαλούμε
«εαυτό». Κατά κάποιο τρόπο, παραμένει εντελώς ίδιο. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου
το λέει όταν ήταν περίπου 92: «Σάλι
κοιτάζω στον καθρέφτη και είμαι μπερδεμένη, ποιο είναι το άτομο που με
κοιτάζει; Γιατί μέσα μου νιώθω όπως ήταν ήμουν 17». Αλλά η ίδια η γήρανση είναι ένα πολύ παρεξηγημένο φαινόμενο. Όλες οι ηλικίες είναι καλές, το
ίδιο και όλοι οι τύποι εμπειριών.
Όσον αφορά τη βιομηχανία,
πάντα είχα μια περίεργη σχέση μ’ αυτή, γιατί ποτέ δεν υπήρξα μέινστριμ, «βουτούσα»
περιστασιακά τα πόδια μου μέσα κι έπειτα τα ξαναέβγαζα. Έπειτα, σκηνοθέτησα το Ορλάντο, μια ταινία που υπήρξε τεράστια
εισπρακτική επιτυχία για μήνες στη Μεγ. Βρετανία, κι άλλες ταινίες με τις
οποίες νόμιζα ότι το κοινό θα σχετιζόταν, αλλά δε σχετίστηκε καθόλου. Απέρριψα,
εξάλλου, όλες τις προσφορές του Χόλιγουντ.
Παρέμεινα, λοιπόν,
αποφασιστικά, σε κάποιο βαθμό, ένα ανεξάρτητο αουτσάιντερ που, κάθε τόσο, στα
μάτια του κοινού και των κριτικών επανεμφανίζεται από κάποιο μυστηριώδες μέρος
στην ερημιά. Από τη δική μου σκοπιά, όμως, ποτέ δεν εξαφανίστηκα, Είμαι πάντα
εδώ, και πάντα δουλεύω.
Οι αλλαγές που έχω δει
συντελέστηκαν εν μέρει κατά κύματα και είναι εν μέρει κυκλικές, εν μέρει εφήμερες
και καθοδηγούμενες από οικονομικά μοντέλα. Αυτό που πραγματικά διαφέρει είναι ότι
ένας νέος κινηματογραφιστής μπορεί να πάρει ένα iPhone σήμερα και να φτιάξει μια ταινία
αύριο, με το τίποτα. Η συγγραφή, με κάθε έννοια, είναι το δύσκολο, αλλά τα
οικονομικά μέσα παραγωγής έχουν στ’ αλήθεια μεταβληθεί με τη νέα τεχνολογία.
Υπάρχουν, επίσης, οριακά περισσότερες γυναίκες και μαύροι κινηματογραφιστές.
Πολύ αργές αλλαγές, πάντως.
Ο αγώνας συνίσταται στο
να έχεις μια καλή ιδέα που να αξίζει να την υλοποιήσεις και που θα μείνει. Οι
ταινίες, οι οποίες έχουν μνημειώδη ποιότητα με την έννοια ότι μπορείς να τα
ξαναβλέπεις ανά τα χρόνια, είναι τόσο λίγες. Έχω δει τόσες ταινίες που δε θα
ήθελα να ξαναδώ στη ζωή μου.
Η
Ταινιοθήκη της Ελλάδος συνδιοργανώνει και φιλοξενεί τη ρετροσπεκτίβα στο έργο
σας. Ποιος είναι ο ρόλος των Ταινιοθηκών στις μέρες μας, κατά τη γνώμη σας;
Μπράβο στις Ταινιοθήκες! Ο
ρόλος τους είναι απίστευτα σημαντικός: στην αρχειοθέτηση, την καλλιέργεια της
συνείδησης, στο να κρατούν τη «φλόγα» και τη συλλογική εμπειρία παρακολούθησης
ζωντανές. Δεν είμαι εναντίον των νέων μορφών, αντιθέτως. Μου αρέσει να τις
αγκαλιάζω. Αλλά είναι στις διαφορετικές εκδοχές των Ταινιοθηκών όπου έμαθα
κινηματογράφο, παρακολουθώντας μια εκλεκτική ποικιλία ταινιών από όλο τον κόσμο.
Δανειζόμενος
τον τίτλο μιας από τις πιο πειραματικές σας ταινίες, το Ναι, σε τι θα λέγατε «ναι» σήμερα;
Αυτή την ταινία την έχω
ιδιαιτέρως στην καρδιά μου, παρεμπιπτόντως, γιατί η βασική της ιδέα, η σχέση
ανάμεσα στη Μέση Ανατολή και τη Δύση, του συνειδητού και του ασυνείδητου μυαλού,
παραμένει ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα των ημερών μας. Ήταν ένα δύσκολο
φιλμ για κάποιους.
Θα έλεγα «ναι» στη
δημιουργική αντίσταση, στην αισιοδοξία, στην ελπίδα μπροστά σε όλη αυτή την
πολιτική απόγνωση, σε ένα πραγματικά θεμελιώδη σεβασμό σε όλες τις ανθρώπινες
υπάρξεις στη Γη και τα ζώα, στη χρήση του λογικού μυαλού: αν το χρησιμοποιήσουμε,
μπορούμε να αναστρέψουμε την κλιματική αλλαγή, να θρέψουμε όλο τον πληθυσμό και
να κάνουμε τη γη ένα είδος παραδείσου.
Υπάρχουν πολλά στα οποία
μπορείς να πεις «ναι». Αλλά, μερικές φορές, ο καλύτερος τρόπος να πεις «ναι»
είναι να πεις «όχι» σε άλλα. (Γέλια).
Υπάρχουν,
επομένως, πράγματα και στη Μεγ. Βρετανία του Brexit-σε-εξέλιξη που σας κάνουν να
αισθάνεστε αισιόδοξη;
Υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι
που έρχονται κοντά, ιδιαιτέρως με τον Τζέρεμι Κόρμπιν, με ένα πολύ αστείο και
ειρωνικό τρόπο. Γιατί; Γιατί λέει την αλήθεια και πιστεύει αυτά που λέει. Και πολλά από αυτά βγάζουν νόημα στους νέους.
Είναι αληθινά ιδεαλιστής και έχει αληθινές αξίες. Οκ, δεν έχει εξουσία, αλλά
είναι αυτό που εκπροσωπεί. Τα πολιτικά ιδεώδη συναρπάζουν τους ανθρώπους. Κι
αυτό είναι καλό.
Όσον αφορά το ζήτημα με
το Brexit,
ας δούμε αν είναι δυνατό να το αναστρέψουμε. Δεν νομίζω ότι είναι τελειωμένο,
και μπορεί να υπάρξει έκπληξη προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θα είναι σκληρός
αγώνας. Αν, όμως, συντελεστεί, θα είναι αρκετά καταστροφικό για τη Μεγ. Βρετανία.
Ευχαριστώ
θερμά τις Μαρίτα
Παντέρη και Λίλυ Παπαγιάννη από
το Γραφείο Τύπου της Feelgood Entertainment για
την πολύτιμη συμβολή τους στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.
Το αφιέρωμα στο έργο της Σάλι Πότερ οργανώνεται από και φιλοξενείται
στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος,
σε συνεργασία με τη Feelgood Entertainment, από τις 4
έως και τις 10 Ιανουαρίου.
Την Πέμπτη 4 Ιανουαρίου η Σάλι Πότερ θα προλογίσει την προβολή της ταινίας της Τhe Party στις 20:00 και, μετά τη λήξη της, θα συζητήσει με το κοινό.
Η ταινία θα προβάλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια του αφιερώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου