Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Δυτική Ιρλανδία : Η κομητεία που τραγουδά



Τραχιές, απόκρημνες πλαγιές πάνω απ’ τον Ατλαντικό, χρυσαφένιες παραλίες, γαλήνιες λίμνες, πολύβουες πόλεις, γραφικά χωριουδάκια, το γλεντζέδικο και ανυπότακτο πνεύμα των ντόπιων και η ανεπανάληπτη ιρλανδική μουσική συνθέτουν το «πορτραίτο» της Δυτικής Ακτής της Ιρλανδίας, του πιο γοητευτικού ίσως τμήματος της χώρας.

Ορμητήριό μου το Γκόλγουεϊ (Galway), η άτυπη «πρωτεύουσα» της γαελικής (δηλαδή ιρλανδόφωνης) Ιρλανδίας και «Μέκκα» των λατρών της παραδοσιακής ιρλανδικής μουσικής (εμού συμπεριλαμβανομένου!). Διοικητικό κέντρο της ομώνυμης κομητείας (County Galway), είναι ένας νεανικός και κοσμοπολίτικος τόπος, φημισμένος για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται κυρίως κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού: από το Φεστιβάλ Λογοτεχνίας τον Απρίλιο, μέχρι τα Φεστιβάλ Τεχνών και Κινηματογράφου τον Ιούλιο. Το Γκόλγουεϊ αποτελεί, εξάλλου, «Μέκκα» και των απανταχού λατρών των… οστρακοειδών, οι οποίοι συγκεντρώνονται εκεί επί ένα τετραήμερο στα τέλη κάθε Σεπτέμβρη, για να ικανοποιήσουν το αναμφίβολα πρωτότυπο γευστικό τους πάθος!

Οι πρωτοτυπίες της πόλης δε σταματούν, ωστόσο, εδώ. Αν είστε… τυχεροί, βγαίνοντας από το αεροδρόμιο θα σας «υποδεχτεί» μια «επιτροπή» από τετράπαχες αγελάδες, οι οποίες βόσκουν αμέριμνα σε λιβαδάκι ακριβώς απέναντι από την είσοδο του αεροδρομίου, και είναι απόλυτα εξοικειωμένες με την ανθρώπινη παρουσία! Όπως μου εξήγησε, πνιγμένος στα γέλια, ο οδηγός του ταξί-βαν που με μετέφερε στο κέντρο, πολλοί Αμερικανοί τουρίστες ενθουσιάζονται με αυτό το θέαμα και φωτογραφίζουν μανιωδώς τα συμπαθή τετράποδα. Του ζήτησα  να με αφήσει κοντά στην κεντρική πλατεία του Γκόλγουεϊ, την πλατεία Έιρε (Eyre Square). Κατέλυσα σε hostel, το οποίο βρίσκεται στον πιο γραφικό και διάσημο, επομένως και πιο θορυβώδη, πεζόδρομο της πόλης, την οδό Κουέι (Quay Street). Φανταστείτε ένα δρόμο στο στυλ της οδού Ηρακλειδών στο Θησείο, αλλά με πολύ μικρότερο μήκος, με μαγαζιά, εστιατόρια και pubs στοιχημένα και στις δυο του πλευρές και θα πάρετε μια ιδέα…

Πριν ξεχυθώ στις εξοχές της διασημότερης Δυτικής Ακτής στην… καθ’ ημάς πλευρά του Ατλαντικού, μια επίσκεψη σε κάποιο κατά προτίμηση μικρό folk club, όπου θα είχα τη δυνατότητα να απολαύσω live μια από εκείνες τις ιρλανδικές sessions που πάντα ονειρευόμουν, ήταν απλώς επιβεβλημένη. Συμβουλευόμενος ντόπιους, κατέληξα, όχι χωρίς κόπο, στο… πατάρι του πιο γνωστού folk club της πόλης, του Crane Bar. Ιδιοκτησίας δύο καλλιτεχνών, φιλοξενεί συναυλίες καλλιτεχνών σε καθημερινή βάση, τόσο στον πιο… συμβατικά pub ισόγειο χώρο του, όσο και στον μικρότερης χωρητικότητας πρώτο όροφο. Όταν έφτασα, η συναυλία είχε ήδη ξεκινήσει. Ο χώρος ήταν διακριτικά φωτισμένος, λιτά διακοσμημένος, με λίγες καρέκλες και τραπέζια εδώ κι εκεί. Ατμόσφαιρα μυσταγωγική. Οι θαμώνες, κυρίως ντόπιοι («καλό σημάδι», σκέφτηκα), αλλά και μερικοί Αμερικανοί, λιγοστοί, αλλά απολύτως απορροφημένοι από τη μουσική. Κάθησα αθόρυβα στο μπαρ, παραγγέλνοντας ένα μεγάλο ποτήρι μαύρη Guinness. Η συναυλία ήταν οργανική, unplugged. Η γκάιντα, το βιολί και το μποντράν «κεντούσαν». Εξαιρετική η ακουστική-βοηθούσε το ξύλο που κυριαρχούσε στο χώρο. Ένας γιγαντόσωμος ροδομάγουλος Αμερικανός κουνούσε ρυθμικά το πόδι του. Κάποιοι ντόπιοι έπαιρναν πότε πότε την πρωτοβουλία και τραγουδούσαν a cappella. Ήταν από τις βραδιές που εύχεσαι να μην τελείωναν… Σα μαγεμένος επέστρεψα δυο ώρες αργότερα στο κατάλυμά μου. Έπρεπε νε ξεκουραστώ ενόψει της πρώτης εκδρομής…




Ανεμοδαρμένα ύψη

Η κομητεία του Κλερ (County Clare)εκτείνεται νοτιοδυτικά του Γκόλγουεϊ. Επονομαζόμενη και «η κομητεία που τραγουδά» («the singing county»), λόγω της μουσικής παράδοσης που παραμένει και στις μέρες μας ζωντανή, φιλοξενεί ένα από τα διασημότερα αξιοθέατα της Ιρλανδίας, τους Γκρεμούς του Μοχέρ (Cliffs of Moher), καθώς και μια σειρά από υπέροχες παραλίες.

Πρώτος σταθμός της εκδρομής, το μικροσκοπικό χωριό Ντουλίν (Doolin), το οποίο βρίσκεται τέσσερα χιλιόμετρα βορείως των Γκρεμών του Μοχέρ. Για πολλούς, το Ντουλίν είναι η «Μέκκα» της παραδοσιακής μουσικής, όχι το Γκόλγουεϊ. Αυτό ίσως εξηγεί το γεγονός ότι εδώ συρρέουν λάτρεις της ιρλανδικής μουσικής από όλο τον κόσμο, προς αναζήτηση «εκείνης» της session που θα θυμούνται για πάντα. Εκτός από τις τρεις pubs του χωριού, μην παραλείψετε να επισκεφτείτε το άνετο και πολύ φιλικό café, το Lodestone ,όπου μπορείτε να χαλαρώσετε, να φάτε κάτι ελαφρύ ή να ακούσετε μουσική.

Είχα ακούσει για τους Γκρεμούς του Μοχέρ χρόνια πριν τους επισκεφτώ. Η πραγματικότητα, όμως , ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Πρόκειται για μια σειρά από ανεμοδαρμένους, διαβρωμένους από τα κύματα, απότομους, σχεδόν κάθετους, βράχους που απλώνονται σε μήκος πέντε μιλίων δυτικά του χωριού Λίσκανορ (Liscannor), βιγλάτορες πάνω από τον Ατλαντικό. 214 μέτρα είναι το υψηλότερο σημείο τους. Προφανώς μια τέτοια επίσκεψη αντενδείκνυται για υψοφοβικούς ή σε όσους έχουν αυτοκτονικές τάσεις. Αν και, εδώ που τα λέμε, αν δεν προσέξεις, ο αέρας είναι  πολύ εύκολο να σε πάρει και… να σε σηκώσει, ιδίως αν κατορθώσεις να ανέβεις μέχρι την κορυφή του Πύργου του Ο’ Μπράιεν (Ο’Briens Tower), ένα παρατηρητήριο απ’ όπου μπορούμε να απολαύσουμε τον Ατλαντικό σ’ όλο του το άγριο μεγαλείο.

Για να ηρεμήσει η ψυχή και το σώμα, μια σύντομη βόλτα (πολύ κρύο το νερό για μπάνιο!) σε μερικές από τις θαυμάσιες παραλίες της περιοχής ήταν απαραίτητη. Δύο απ’ αυτές, το Ντούνμπεγκ (Doonbeg) και η Λευκή Παραλία (White Strand), έχουν αξιολογηθεί ως «γαλάζιες ακτές» (Blue Flag beaches), είναι, επομένως, ιδανικές για κολύμπι. 



Απάνεμο καταφύγιο

Μετά από μια μαρτυρική βραδιά στο δωμάτιο, το οποίο έμοιαζε να έχει καταληφθεί από μια παρέα μεθυσμένων Βρετανών, οι οποίοι συναγωνίζονταν ποιος απ’ όλους θα κάνει τον περισσότερο θόρυβο, χρειαζόμουν επειγόντως κάτι πιο καταπραϋντικό από τη…συγγνώμη τους, που έλαβα, ωστόσο, το επόμενο πρωί. Επόμενος σταθμός μου, οι φημισμένες εξοχές της Κονεμάρα (Connemara), και ιδιαίτερα η περιοχή του Αββαείου του Κάιλμορ (Kylemore Abbey).

Το νέο-γοτθικού ρυθμού Αββαείο βρίσκεται τρία μίλια ανατολικά του χωριού Λέττερφρακ (Letterfrack). Εδώ διαβιούν οι μοναχές του Τάγματος των Ιρλανδών Βενεδικτίνων. Περπατώντας στα νοτισμένα από πρόσφατη βροχή φύλλα, οδηγήθηκα σε λίγα λεπτά στην επίσης νέο-γοτθικού ρυθμού Εκκλησία του Κάιλμορ. Οι περιτειχισμένοι κήποι του Αββαείου ήταν χάρμα οφθαλμών, αλλά η λίμνη κέρδισε τελικά τις εντυπώσεις: τα γαλήνια νερά της, σε απόλυτη αρμονία με τις απαλές πτυχώσεις των γύρω λόφων απέπνεαν μια στοχαστική, απόκοσμη ίσως , ηρεμία. Μετά από αυτή τη σχεδόν μυστικιστική εμπειρία, η γνώριμη πλέον φλυαρία του οδηγού-ξεναγού στην επιστροφή φάνταζε σαν (ευπρόσδεκτη, άραγε;) επάνοδος στη γήινη πραγματικότητα…


Το οδοιπορικό στη Δυτική Ιρλανδία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Γεωτρόπιο της Σαββατιάτικης Ελευθεροτυπίας (τεύχος 387, 15/9/2007).

 

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Αντρέα Σεγκρέ: «Το ρεμπέτικο είναι μία μουσική εξ ολοκλήρου εναντίον της εξουσίας»



Το ρεμπέτικο σε καιρούς κρίσης. Ή, μήπως, ως αντίδοτο και απάντηση σε αυτήν; Γοητευμένοι από τα ρεμπέτικα, δύο Ιταλοί, ο γνωστός για την ντοκιμαντερίστικη δουλειά του σκηνοθέτης Αντρέα Σεγκρέ και ο πληθωρικός τραγουδοποιός και τροβαδούρος Vinicio Capossela, ταξιδεύουν στην Ελλάδα, για να συνομιλήσουν με κάποιους από τους αφανείς πρωταγωνιστές του μουσικού αυτού ιδιώματος, τους μουσικούς και τους τραγουδιστές. «Προϊόν» του ταξιδιού τους, ένα «ζεστό», ανθρώπινο και πλούσιο σε υλικό ντοκιμαντέρ, το Indebito. Με αφορμή την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες την προηγούμενη Πέμπτη, συναντηθήκαμε με τον σκηνοθέτη της Αντρέα Σεγκρέ, ο οποίος βρέθηκε στην Αθήνα μαζί με τον Vinicio Capossela για την πρεμιέρα


Πώς προέκυψε ο τίτλος του ντοκιμαντέρ, κατ’ αρχήν;


Δύσκολα μπορείς να καταλάβεις τον τίτλο σε άλλες γλώσσες, γιατί πρόκειται για ένα λογοπαίγνιο που στην ιταλική γλώσσα λειτουργεί πολύ καλά, όχι, όμως, σε άλλες. Στα ιταλικά, λοιπόν, «indebito» χωριστά (in και debito), σημαίνει «χρεωμένος», αλλά σε μία λέξη σημαίνει «χωρίς άδεια». Αν, για παράδειγμα, αντιγράφεις ταινίες χωρίς προηγούμενη άδεια, αυτό γίνεται «indebito». Κι εξαιτίας της επαναστατικής, αναρχικής ψυχής του ρεμπέτικου, μας άρεσε να «παίξουμε» μ’ αυτές τις δύο έννοιες, γιατί η ταινία αφηγείται το τι σημαίνει να έχεις χρέη- όχι μόνο σε σχέση με την Ελλάδα, αλλά σε ένα πιο οικουμενικό επίπεδο-  μιλά, όμως, και για μια μουσική που «δεν είναι εγκεκριμένη» από κάποια εξουσία. Το ρεμπέτικο είναι μία μουσική εξ ολοκλήρου εναντίον της εξουσίας.


Τι σημαίνει, λοιπόν, για σένα το ρεμπέτικο, ως μουσικό ιδίωμα και ως κουλτούρα; Υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην Ιταλία;


Ένα από τα πράγματα που με ώθησαν να κάνω την ταινία ήταν η ανακάλυψη του συνδέσμου ανάμεσα σε μια μουσική με ιστορία και τη νεότερη γενιά, κάτι που είναι εξαιρετικά σπάνιο σε όλη την Ευρώπη. Στην Ιταλία δεν έχουμε κάτι αντίστοιχο. Έχω πλήρη επίγνωση ότι δε μιλάμε για ένα μαζικό μουσικό κίνημα, αλλά δε με νοιάζει. Άλλωστε η ιστορία και ο πολιτισμός αναπτύχθηκαν μέσω των μειονοτήτων. Το μαζικό κίνημα δε χτίζει κάτι, μόνο καταναλώνει. Αυτές, λοιπόν, οι μειοψηφίες νέων ανθρώπων που ακούν και παίζουν ρεμπέτικα, που επιθυμούν να επαναστατήσουν ενάντια στην παρούσα κατάσταση, αποτελούν έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα σύνδεσμο. Στον ιταλικό Νότο, στις περιοχές της Απουλίας ή της Σικελίας, υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην παλιά μουσική και τα νεανικά κινήματα- τα εναλλακτικά, τα αναρχικά, τα πανκ. Δεν πρόκειται, όμως, για εθνικό, αλλά για τοπικό κίνημα. Στην Ελλάδα το ρεμπέτικο βρίσκεται παντού. Το ακούς σε ταβέρνες στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Καλαμάτα, την Πάτρα.


Φαντάζομαι ότι υπήρξαν πολλές στιγμές ευτυχίας στη διάρκεια του ταξιδιού σας στην Ελλάδα…


Όταν έλεγα σε φίλους μου ότι θα γυρίσω μία ταινία για δύο βδομάδες μέσα σε ελληνικές ταβέρνες, όλοι ζήλεψαν, γιατί πρόκειται για μία βαθιά και έντονη ανθρώπινη εμπειρία. Υπήρχε, βέβαια, κι ένα ρίσκο στην παραγωγή, γιατί έπρεπε να είμαστε παρόντες σε αυτές τις στιγμές έντασης και αναρχίας και την ίδια στιγμή να λειτουργούμε με επαγγελματισμό, έτσι ώστε να κινηματογραφήσουμε την κατάσταση.


Κατά τη γνώμη μου, το ντοκιμαντέρ «αιχμαλωτίζει» την ουσία και την ατμόσφαιρα των ρεμπέτικων.


Στο τελικό μοντάζ κρατήσαμε τις καλύτερες λήψεις. Αφιερώσαμε, φυσικά, πολλές ώρες τις νύχτες προετοιμάζοντας το καθετί, έπειτα έρχονταν οι μουσικοί και οι θαμώνες, και κινηματογραφούσαμε από τις 9 ή τις 10 το βράδυ μέχρι τις 4 τα ξημερώματα. Τότε αποφάσισα να κάνω τις συνεντεύξεις με τους μουσικούς μετά τις συναυλίες, γιατί ήθελα να αποτυπώνεται η κούρασή τους. Άλλωστε, η κούραση που νιώθεις μετά από μια συναυλία είναι μια κούραση γεμάτη ενέργεια κι έτσι μπορεί να επιτευχθεί η επαφή με κάτι βαθύτερο.


Παρακολουθώντας τη δουλειά σου, ήταν πολύ αποκαλυπτικό για μένα να ανακαλύπτω για το ρεμπέτικο πράγματα που αγνοούσα πλήρως. Νιώθεις ότι, γενικότερα, κάποιος εξωτερικός παρατηρητής μπορεί να βιώσει ορισμένες καταστάσεις πιο ολοκληρωμένα από κάποιον που τις ζει «από μέσα» ;


Νομίζω ότι η «συνάντηση» με άλλες οπτικές πάνω στη ζωή σου, οπτικές ξένων,  είναι μια από τις πιο σημαντικές εμπειρίες στην κατεύθυνση της ανακάλυψης του εαυτού σου. Αυτό επιδιώκω γενικά στη ζωή μου, προσπαθώ πάντοτε να βρίσκομαι σε επαφή με άλλες κουλτούρες, για να κατανοήσω καλύτερα ποια είναι η δικιά μου κουλτούρα. Ίσως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με αυτό το ντοκιμαντέρ, αν κρίνω από τις κουβέντες μου με Έλληνες φίλους. Γυρίζοντας αυτή την ταινία, δεν ανακαλύψαμε, ούτε δημιουργήσαμε κάτι. Η ταινία υπάρχει, γιατί υπάρχουν οι πρωταγωνιστές της- η Θεοδώρα, ο Μανώλης, ο Παναγιώτης και οι υπόλοιποι μουσικοί και τραγουδιστές. Εμείς απλώς εστιάσαμε την περιέργεια και τον ενθουσιασμό μας σε αυτή τη μουσική και τους μουσικούς, θέλοντας να χτίσουμε «γέφυρες» μεταξύ τους. Βγάλαμε στην επιφάνεια έναν κόσμο υπόγειο και χωρίς εσωτερικές διασυνδέσεις. Κάποιοι από αυτούς γνωρίστηκαν από κοντά για πρώτη φορά στην ελληνική πρεμιέρα της ταινίας και ήταν να παράξενο που τους ήξερα και ήταν κομμάτι της ίδιας ταινίας. Ίσως ξεκινήσουν να συναντιούνται μέσα στις επόμενες μέρες, γιατί βιώνουν τα ίδια συναισθήματα μέσα τους, κι ίσως έτσι αρχίσουν να συνεργάζονται. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι σε περιόδους κρίσης, κι όχι μόνο στην Ελλάδα, δεν ξέρεις πόση ενέργεια κρύβεις μέσα σου που θα σε βοηθήσει να αντιδράσεις. Η πρώτη αντίδραση είναι να πέσεις σε κατάθλιψη, να σκεφτείς ότι είσαι ανήμπορος να βρεις μια λύση, να αποδράσεις ή να μεταναστεύσεις. Αλλά ο τερματισμός μιας κρίσης πάντοτε συνδέεται με κάτι που συμβαίνει μέσα σε μια χώρα. Αυτό δεν έχει μέχρι σήμερα συμβεί στην Ελλάδα, αλλά ελπίζω να συμβεί σύντομα. Έχετε, όμως, κάτι ξεχωριστό σε αυτές τις ταβέρνες. Και δε μιλάω για την παραδοσιακή ταβέρνα ή για τους νοσταλγικούς ηλικιωμένους που τραγουδούν για κάτι χαμένο, αλλά για σύγχρονες ταβέρνες όπου τραγουδιούνται στίχοι με ιστορία, οι οποίοι κάτι έχουν να πουν για το μέλλον.


Νομίζεις, λοιπόν, ότι η τέχνη, γενικότερα, και η ρεμπέτικη μουσική, ειδικότερα, μπορούν να αποτελέσουν μια δημιουργική «απάντηση» στην κρίση;


Ζούμε σε μια πολύ παράξενη εποχή, όπου τα πάντα έχουν την ανθρώπινη και την εμπορευματική τους πλευρά. Η δύναμη των αγορών είναι τόσο έντονη στην κοινωνία μας, ώστε ο κινηματογράφος, η μουσική, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία έχουν μια εμπορευματική διάσταση που είναι πολύ ισχυρότερη από την καλλιτεχνική. Σκέψου την κατάσταση που επικρατεί στον κινηματογράφο, τη μουσική, το θέατρο στις μέρες μας. Και είναι πολύ δύσκολο να καταστρέψεις την εμπορευματική επιφάνεια, βρίσκοντας κάτι βαθύτερο. Η δουλειά μου ως καλλιτέχνη, ως σκηνοθέτη- κι αυτό με συνδέει με τον Vinicio, γιατί κάνει το ίδιο πράγμα- είναι να προσπαθώ να χρησιμοποιώ την ορατότητα που έχουμε, έτσι ώστε να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να αποκτήσουν το κουράγιο να κινηθούν πέρα από την εμπορευματική επιφάνεια των πραγμάτων. Μιλώντας, επίσης, για το ρεμπέτικο σε σχέση με την τρέχουσα συγκυρία στην Ελλάδα, είναι σημαντικό να πούμε στους Έλληνες, αλλά και τους Ιταλούς και στους Ευρωπαίους, γενικότερα, ότι υπάρχει κάτι πέρα από την εμπορευματική επιφάνεια που θα μας βοηθήσει να αντιδράσουμε στην παρούσα κατάσταση. Πρέπει, όμως, να βρούμε το κουράγιο να ανακαλύψουμε τι κρύβεται βαθιά μέσα μας.


Ποιο είναι το αγαπημένο σου ρεμπέτικο τραγούδι;


Αγαπώ το τραγούδι του Βαμβακάρη «Οι πρωθυπουργοί»!


Οι υπόλοιπες δουλειές σου- τόσο τα ντοκιμαντέρ, όσο και οι ταινίες μυθοπλασίας- εστιάζουν, κυρίως, σε μετανάστες και σε περιθωριοποιημένους ανθρώπους. Γιατί; Υπάρχει μια βαθύτερη ανάγκη που σε οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση;


Ποτέ μου δε σπούδασα κινηματογράφο. Ξεκίνησα να γυρίζω ταινίες με σκοπό να αφηγηθώ τις ιστορίες των ανθρώπων που συναντούσα στα ταξίδια μου. Κι αυτοί ήταν κυρίως μετανάστες, γιατί, όταν ήμουν εικοσάρης στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η Ιταλία μετατράπηκε σε χώρα υποδοχής μεταναστών, κι ένιωσα την ανάγκη και την περιέργεια να καταλάβω την επιλογή της μετανάστευσης. Την ίδια στιγμή, αισθανόμουν πραγματικά ντροπή για την αυξανόμενη ξενοφοβική δημαγωγία και θέλησα να αφηγηθώ την πραγματική ιστορία των μεταναστών, έτσι ώστε να αντιπαρατεθώ σε αυτή τη δημαγωγία. Κουβεντιάζοντας, λοιπόν, μαζί τους ανακάλυψα ότι, το να μιλάς για κάποιον που μεταναστεύει, είναι ένας πολύ ενδιαφέρων τρόπος να αγγίζεις κάτι πολύ βαθύ εντός της ανθρώπινης ύπαρξης. Το ζήτημα, πάντα, είναι να μιλάς για τον άνθρωπο στα πλαίσια μιας υπαρξιακής, και όχι μόνο οικονομικής, κρίσης. Και στην εποχή μας αυτό το είδος της κρίσης είναι κυρίαρχο.


Περισσότερες πληροφορίες για τον Αντρέα Σεγκρέ μπορείτε να βρείτε στο blog του http://andreasegre.blogspot.it/  (υπάρχει και αγγλική μετάφραση).


Το ντοκιμαντέρ Indebito προβάλλεται στις αίθουσες από την προηγούμενη Πέμπτη.


Η πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης έγινε στο http://www.3pointmagazine.gr .

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Γιάννης Σακαρίδης: «Μού λείπει πολύ η σιωπηλή πλειοψηφία που ειρηνικά και μεθοδικά αντιστέκεται»



Με «φόντο» το σκάνδαλο των υποκλοπών που ταλάνισε την ελληνική κοινωνία πριν από μερικά χρόνια, το Wild Duck, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο μυθοπλασίας του έμπειρου μικρομηκά και μοντέρ Γιάννη Σακαρίδη, είναι ένα στιβαρό υπαρξιακό δράμα με στοιχεία πολιτικού θρίλερ. Πρωταγωνιστές του, ο Δημήτρης (Αλέξανδρος Λογοθέτης), ένας αυτοαπασχολούμενος τεχνικός τηλεπικοινωνιακών δικτύων που αναγκάζεται να κλείσει την επιχείρησή του λόγω χρεών και η Παναγιώτα (Θέμις Μπαζάκα), μία μεσήλικη καρκινοπαθής. Για να ξεπληρώσει τα χρέη του, ο Δημήτρης αποδέχεται την πρόταση ενός φίλου και παλιού συναδέλφου του, του Νίκου (Γιώργος Πυρπασόπουλος), να ανακαλύψουν ποιοι κρύβονται πίσω από το χακάρισμα των δικτύων της εταιρείας, όπου εργάζεται. Αυτό θα τον φέρει μπροστά σε ένα πιεστικό ηθικό δίλημμα. Το Wild Duck έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο φετινό Φεστιβάλ του Τορόντο και την πανελλήνια στο 54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου συμμετείχε στο Διεθνές Διαγωνιστικό. Με αφορμή την αθηναϊκή αβάν πρεμιέρ της ταινίας στα πλαίσια του 26ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου (Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου), κουβεντιάζουμε με τον Γιάννη Σακαρίδη.



Υπαρξιακό δράμα, πολιτικό θρίλερ, φιλμ νουάρ: τι ακριβώς είναι το Wild Duck; Και πόσο σε επηρέασε το σκάνδαλο των υποκλοπών κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του;

Είναι ένα cool μελόδραμα με ένα πολιτικό θρίλερ κρυμμένο από πίσω. Η ταινία είναι εμπνευσμένη από δεκάδες αληθινές ιστορίες. Κάναμε μεγάλη έρευνα, ώστε αυτά που λέμε να έχουν κάποια βάση. Δεν είναι καταγγελία ή αποκάλυψη. Είναι ένα δράμα, που παίζεται από εξαιρετικούς ηθοποιούς για κάτι που συμβαίνει κοντά μας.


Πόσο αντιπροσωπευτικοί της Ελλάδας του σήμερα, μιας χώρας στα όρια, είναι οι χαρακτήρες της ταινίας;

Είναι καθημερινοί άνθρωποι που μιλάνε κανονικά και όχι σαν να έχουν καταπιεί 3 ηρεμιστικά. Από την άλλη δεν έχουν την υστερία που βλέπουμε γύρω μας.


Μια από τις κύριες αρετές της δουλειάς σας είναι οι υποδειγματικές ερμηνείες των ηθοποιών, κυρίως της Θέμιδας Μπαζάκα και του Αλέξανδρου Λογοθέτη, και η μεταξύ τους "χημεία". Με ποιο κριτήριο τους επέλεξες και πώς εξελίχτηκε η συνεργασία σας;

Είναι και οι δύο πολύ καλοί παλιοί φίλοι μου. Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε τη ταινία, ξέραμε ότι θα παίξουν πριν γραφτεί το σενάριο. Επίσης, γνωρίζονται καιρό μεταξύ τους, οπότε δεν αργήσαμε να συνεννοηθούμε. Κάναμε λίγες συζητήσεις και δοκιμάσαμε τους διαλόγους. Τους εμπιστεύομαι και τους έδωσα ελευθερία. Είναι πολύ μεγάλοι ηθοποιοί πραγματικά. Στο μοντάζ έβλεπα λεπτομέρειες από τις ερμηνείες τους που τις θαύμασα.


Όπως διαφαίνεται μέσα από την ταινία, ο συλλογικός τρόπος δράσης και παρέμβασης σε ζωτικής σημασίας ζητήματα της καθημερινότητας, έστω κι αν εκδηλώνεται σιωπηρά, είναι ένα ζητούμενο. Πόσο μας λείπει και πόσο απαραίτητος είναι στις μέρες μας- αλλά και σε κάθε εποχή;

Μού λείπει πολύ, είναι αλήθεια, και είναι απαραίτητη. Η σιωπηλή πλειοψηφία που ειρηνικά και μεθοδικά αντιστέκεται, ή διορθώνει  τα κακώς κείμενα.


Η ταινία είναι μία παραγωγή της Athens Filmmakers' Cooperative. Μίλησέ μου για αυτή τη συλλογική προσπάθεια.

Η Athens Filmmakers' Co-op είναι μια ιδέα που ξεκίνησε όταν πήγα για πρώτη φορά στους London Filmmakers' Co-op. Μια παλιά επιθυμία είκοσι χρόνων. Θέλουμε να κάνουμε workshops, σεμινάρια, φεστιβάλ και ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού.


Περισσότερες πληροφορίες για την ταινία βρίσκετε στο επίσημο site http://www.wildduck.gr/ .


Η ταινία του Γιάννη Σακαρίδη Wild Duck κάνει την αθηναϊκή της πρεμιέρα την Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, στις 10 το βράδυ στον κινηματογράφο Ιντεάλ, στα πλαίσια του 26ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.

 
Η πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης έγινε στο http://www.3pointmagazine.gr .