Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Αντρέα Σεγκρέ: «Το ρεμπέτικο είναι μία μουσική εξ ολοκλήρου εναντίον της εξουσίας»



Το ρεμπέτικο σε καιρούς κρίσης. Ή, μήπως, ως αντίδοτο και απάντηση σε αυτήν; Γοητευμένοι από τα ρεμπέτικα, δύο Ιταλοί, ο γνωστός για την ντοκιμαντερίστικη δουλειά του σκηνοθέτης Αντρέα Σεγκρέ και ο πληθωρικός τραγουδοποιός και τροβαδούρος Vinicio Capossela, ταξιδεύουν στην Ελλάδα, για να συνομιλήσουν με κάποιους από τους αφανείς πρωταγωνιστές του μουσικού αυτού ιδιώματος, τους μουσικούς και τους τραγουδιστές. «Προϊόν» του ταξιδιού τους, ένα «ζεστό», ανθρώπινο και πλούσιο σε υλικό ντοκιμαντέρ, το Indebito. Με αφορμή την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες την προηγούμενη Πέμπτη, συναντηθήκαμε με τον σκηνοθέτη της Αντρέα Σεγκρέ, ο οποίος βρέθηκε στην Αθήνα μαζί με τον Vinicio Capossela για την πρεμιέρα


Πώς προέκυψε ο τίτλος του ντοκιμαντέρ, κατ’ αρχήν;


Δύσκολα μπορείς να καταλάβεις τον τίτλο σε άλλες γλώσσες, γιατί πρόκειται για ένα λογοπαίγνιο που στην ιταλική γλώσσα λειτουργεί πολύ καλά, όχι, όμως, σε άλλες. Στα ιταλικά, λοιπόν, «indebito» χωριστά (in και debito), σημαίνει «χρεωμένος», αλλά σε μία λέξη σημαίνει «χωρίς άδεια». Αν, για παράδειγμα, αντιγράφεις ταινίες χωρίς προηγούμενη άδεια, αυτό γίνεται «indebito». Κι εξαιτίας της επαναστατικής, αναρχικής ψυχής του ρεμπέτικου, μας άρεσε να «παίξουμε» μ’ αυτές τις δύο έννοιες, γιατί η ταινία αφηγείται το τι σημαίνει να έχεις χρέη- όχι μόνο σε σχέση με την Ελλάδα, αλλά σε ένα πιο οικουμενικό επίπεδο-  μιλά, όμως, και για μια μουσική που «δεν είναι εγκεκριμένη» από κάποια εξουσία. Το ρεμπέτικο είναι μία μουσική εξ ολοκλήρου εναντίον της εξουσίας.


Τι σημαίνει, λοιπόν, για σένα το ρεμπέτικο, ως μουσικό ιδίωμα και ως κουλτούρα; Υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην Ιταλία;


Ένα από τα πράγματα που με ώθησαν να κάνω την ταινία ήταν η ανακάλυψη του συνδέσμου ανάμεσα σε μια μουσική με ιστορία και τη νεότερη γενιά, κάτι που είναι εξαιρετικά σπάνιο σε όλη την Ευρώπη. Στην Ιταλία δεν έχουμε κάτι αντίστοιχο. Έχω πλήρη επίγνωση ότι δε μιλάμε για ένα μαζικό μουσικό κίνημα, αλλά δε με νοιάζει. Άλλωστε η ιστορία και ο πολιτισμός αναπτύχθηκαν μέσω των μειονοτήτων. Το μαζικό κίνημα δε χτίζει κάτι, μόνο καταναλώνει. Αυτές, λοιπόν, οι μειοψηφίες νέων ανθρώπων που ακούν και παίζουν ρεμπέτικα, που επιθυμούν να επαναστατήσουν ενάντια στην παρούσα κατάσταση, αποτελούν έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα σύνδεσμο. Στον ιταλικό Νότο, στις περιοχές της Απουλίας ή της Σικελίας, υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην παλιά μουσική και τα νεανικά κινήματα- τα εναλλακτικά, τα αναρχικά, τα πανκ. Δεν πρόκειται, όμως, για εθνικό, αλλά για τοπικό κίνημα. Στην Ελλάδα το ρεμπέτικο βρίσκεται παντού. Το ακούς σε ταβέρνες στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Καλαμάτα, την Πάτρα.


Φαντάζομαι ότι υπήρξαν πολλές στιγμές ευτυχίας στη διάρκεια του ταξιδιού σας στην Ελλάδα…


Όταν έλεγα σε φίλους μου ότι θα γυρίσω μία ταινία για δύο βδομάδες μέσα σε ελληνικές ταβέρνες, όλοι ζήλεψαν, γιατί πρόκειται για μία βαθιά και έντονη ανθρώπινη εμπειρία. Υπήρχε, βέβαια, κι ένα ρίσκο στην παραγωγή, γιατί έπρεπε να είμαστε παρόντες σε αυτές τις στιγμές έντασης και αναρχίας και την ίδια στιγμή να λειτουργούμε με επαγγελματισμό, έτσι ώστε να κινηματογραφήσουμε την κατάσταση.


Κατά τη γνώμη μου, το ντοκιμαντέρ «αιχμαλωτίζει» την ουσία και την ατμόσφαιρα των ρεμπέτικων.


Στο τελικό μοντάζ κρατήσαμε τις καλύτερες λήψεις. Αφιερώσαμε, φυσικά, πολλές ώρες τις νύχτες προετοιμάζοντας το καθετί, έπειτα έρχονταν οι μουσικοί και οι θαμώνες, και κινηματογραφούσαμε από τις 9 ή τις 10 το βράδυ μέχρι τις 4 τα ξημερώματα. Τότε αποφάσισα να κάνω τις συνεντεύξεις με τους μουσικούς μετά τις συναυλίες, γιατί ήθελα να αποτυπώνεται η κούρασή τους. Άλλωστε, η κούραση που νιώθεις μετά από μια συναυλία είναι μια κούραση γεμάτη ενέργεια κι έτσι μπορεί να επιτευχθεί η επαφή με κάτι βαθύτερο.


Παρακολουθώντας τη δουλειά σου, ήταν πολύ αποκαλυπτικό για μένα να ανακαλύπτω για το ρεμπέτικο πράγματα που αγνοούσα πλήρως. Νιώθεις ότι, γενικότερα, κάποιος εξωτερικός παρατηρητής μπορεί να βιώσει ορισμένες καταστάσεις πιο ολοκληρωμένα από κάποιον που τις ζει «από μέσα» ;


Νομίζω ότι η «συνάντηση» με άλλες οπτικές πάνω στη ζωή σου, οπτικές ξένων,  είναι μια από τις πιο σημαντικές εμπειρίες στην κατεύθυνση της ανακάλυψης του εαυτού σου. Αυτό επιδιώκω γενικά στη ζωή μου, προσπαθώ πάντοτε να βρίσκομαι σε επαφή με άλλες κουλτούρες, για να κατανοήσω καλύτερα ποια είναι η δικιά μου κουλτούρα. Ίσως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με αυτό το ντοκιμαντέρ, αν κρίνω από τις κουβέντες μου με Έλληνες φίλους. Γυρίζοντας αυτή την ταινία, δεν ανακαλύψαμε, ούτε δημιουργήσαμε κάτι. Η ταινία υπάρχει, γιατί υπάρχουν οι πρωταγωνιστές της- η Θεοδώρα, ο Μανώλης, ο Παναγιώτης και οι υπόλοιποι μουσικοί και τραγουδιστές. Εμείς απλώς εστιάσαμε την περιέργεια και τον ενθουσιασμό μας σε αυτή τη μουσική και τους μουσικούς, θέλοντας να χτίσουμε «γέφυρες» μεταξύ τους. Βγάλαμε στην επιφάνεια έναν κόσμο υπόγειο και χωρίς εσωτερικές διασυνδέσεις. Κάποιοι από αυτούς γνωρίστηκαν από κοντά για πρώτη φορά στην ελληνική πρεμιέρα της ταινίας και ήταν να παράξενο που τους ήξερα και ήταν κομμάτι της ίδιας ταινίας. Ίσως ξεκινήσουν να συναντιούνται μέσα στις επόμενες μέρες, γιατί βιώνουν τα ίδια συναισθήματα μέσα τους, κι ίσως έτσι αρχίσουν να συνεργάζονται. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι σε περιόδους κρίσης, κι όχι μόνο στην Ελλάδα, δεν ξέρεις πόση ενέργεια κρύβεις μέσα σου που θα σε βοηθήσει να αντιδράσεις. Η πρώτη αντίδραση είναι να πέσεις σε κατάθλιψη, να σκεφτείς ότι είσαι ανήμπορος να βρεις μια λύση, να αποδράσεις ή να μεταναστεύσεις. Αλλά ο τερματισμός μιας κρίσης πάντοτε συνδέεται με κάτι που συμβαίνει μέσα σε μια χώρα. Αυτό δεν έχει μέχρι σήμερα συμβεί στην Ελλάδα, αλλά ελπίζω να συμβεί σύντομα. Έχετε, όμως, κάτι ξεχωριστό σε αυτές τις ταβέρνες. Και δε μιλάω για την παραδοσιακή ταβέρνα ή για τους νοσταλγικούς ηλικιωμένους που τραγουδούν για κάτι χαμένο, αλλά για σύγχρονες ταβέρνες όπου τραγουδιούνται στίχοι με ιστορία, οι οποίοι κάτι έχουν να πουν για το μέλλον.


Νομίζεις, λοιπόν, ότι η τέχνη, γενικότερα, και η ρεμπέτικη μουσική, ειδικότερα, μπορούν να αποτελέσουν μια δημιουργική «απάντηση» στην κρίση;


Ζούμε σε μια πολύ παράξενη εποχή, όπου τα πάντα έχουν την ανθρώπινη και την εμπορευματική τους πλευρά. Η δύναμη των αγορών είναι τόσο έντονη στην κοινωνία μας, ώστε ο κινηματογράφος, η μουσική, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία έχουν μια εμπορευματική διάσταση που είναι πολύ ισχυρότερη από την καλλιτεχνική. Σκέψου την κατάσταση που επικρατεί στον κινηματογράφο, τη μουσική, το θέατρο στις μέρες μας. Και είναι πολύ δύσκολο να καταστρέψεις την εμπορευματική επιφάνεια, βρίσκοντας κάτι βαθύτερο. Η δουλειά μου ως καλλιτέχνη, ως σκηνοθέτη- κι αυτό με συνδέει με τον Vinicio, γιατί κάνει το ίδιο πράγμα- είναι να προσπαθώ να χρησιμοποιώ την ορατότητα που έχουμε, έτσι ώστε να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να αποκτήσουν το κουράγιο να κινηθούν πέρα από την εμπορευματική επιφάνεια των πραγμάτων. Μιλώντας, επίσης, για το ρεμπέτικο σε σχέση με την τρέχουσα συγκυρία στην Ελλάδα, είναι σημαντικό να πούμε στους Έλληνες, αλλά και τους Ιταλούς και στους Ευρωπαίους, γενικότερα, ότι υπάρχει κάτι πέρα από την εμπορευματική επιφάνεια που θα μας βοηθήσει να αντιδράσουμε στην παρούσα κατάσταση. Πρέπει, όμως, να βρούμε το κουράγιο να ανακαλύψουμε τι κρύβεται βαθιά μέσα μας.


Ποιο είναι το αγαπημένο σου ρεμπέτικο τραγούδι;


Αγαπώ το τραγούδι του Βαμβακάρη «Οι πρωθυπουργοί»!


Οι υπόλοιπες δουλειές σου- τόσο τα ντοκιμαντέρ, όσο και οι ταινίες μυθοπλασίας- εστιάζουν, κυρίως, σε μετανάστες και σε περιθωριοποιημένους ανθρώπους. Γιατί; Υπάρχει μια βαθύτερη ανάγκη που σε οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση;


Ποτέ μου δε σπούδασα κινηματογράφο. Ξεκίνησα να γυρίζω ταινίες με σκοπό να αφηγηθώ τις ιστορίες των ανθρώπων που συναντούσα στα ταξίδια μου. Κι αυτοί ήταν κυρίως μετανάστες, γιατί, όταν ήμουν εικοσάρης στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η Ιταλία μετατράπηκε σε χώρα υποδοχής μεταναστών, κι ένιωσα την ανάγκη και την περιέργεια να καταλάβω την επιλογή της μετανάστευσης. Την ίδια στιγμή, αισθανόμουν πραγματικά ντροπή για την αυξανόμενη ξενοφοβική δημαγωγία και θέλησα να αφηγηθώ την πραγματική ιστορία των μεταναστών, έτσι ώστε να αντιπαρατεθώ σε αυτή τη δημαγωγία. Κουβεντιάζοντας, λοιπόν, μαζί τους ανακάλυψα ότι, το να μιλάς για κάποιον που μεταναστεύει, είναι ένας πολύ ενδιαφέρων τρόπος να αγγίζεις κάτι πολύ βαθύ εντός της ανθρώπινης ύπαρξης. Το ζήτημα, πάντα, είναι να μιλάς για τον άνθρωπο στα πλαίσια μιας υπαρξιακής, και όχι μόνο οικονομικής, κρίσης. Και στην εποχή μας αυτό το είδος της κρίσης είναι κυρίαρχο.


Περισσότερες πληροφορίες για τον Αντρέα Σεγκρέ μπορείτε να βρείτε στο blog του http://andreasegre.blogspot.it/  (υπάρχει και αγγλική μετάφραση).


Το ντοκιμαντέρ Indebito προβάλλεται στις αίθουσες από την προηγούμενη Πέμπτη.


Η πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης έγινε στο http://www.3pointmagazine.gr .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου