Λάτρης του Όζου, αλλά και του
Τορνέ, ο Πορτογάλος Πέδρο Κόστα είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους
σκηνοθέτες.
Ισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στην αβάν-γκαρντ και τον
συμβατικό αφηγηματικό κινηματογράφο, στην ταινία μυθοπλασίας και το
ντοκιμαντέρ, ο Κόστα είναι, κυρίως, γνωστός για την τριλογία που γύρισε στην
γκρεμισμένη, πλέον, φτωχογειτονιά της Λισαβόνας Φονταΐνιας ανάμεσα στο 1997 και το 2006.
Στην πολυεπίπεδη αυτή saga, όπως τη χαρακτηρίζει ο
ίδιος, περιλαμβάνονται οι ταινίες Οστά
(1997), Στο δωμάτιο της Βάντα (2000)
και Νεολαία εμπρός (2006). Στην
τριλογία, όπου συμμετέχουν κάτοικοι της συνοικίας, σε μεγάλο βαθμό μετανάστες
από το Πράσινο Ακρωτήρι, επιχειρείται να αποτυπωθεί η καθημερινότητά τους,
αφτιασίδωτη, σκληρή, μελαγχολική, αλλά και με ψήγματα αισιοδοξίας.
Με αφορμή το
πλήρες αφιέρωμα στο έργο του Πέδρο Κόστα, το οποίο πραγματοποιείται στα πλαίσια
του 7ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, είχαμε την
ευκαιρία να συνομιλήσουμε από κοντά με τον σκηνοθέτη, έναν άνθρωπο εξαιρετικά
προσιτό, χαμηλών τόνων και με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ.
Τι σας έλκυσε, κατ’ αρχήν, στη
συνοικία Φονταΐνιας;
Δεν επρόκειτο για έλξη, ήταν κάτι μοιραίο. Έκανα μία ταινία το 1994, το
«Σπίτι από λάβα», στο Πράσινο Ακρωτήρι, τον τόπο από τον οποίο ήρθαν οι
περισσότεροι μετανάστες στη Λισαβόνα και στη συνοικία Φονταΐνιας.
Όταν επέστρεψα στην Πορτογαλία μετά τα γυρίσματα, κουβαλούσα μια μεγάλη τσάντα
γεμάτη γράμματα, δώρα, αντικείμενα για τους συγγενείς τους στη Φονταΐνιας.
Έτσι ανακάλυψα τη γειτονιά, λοιπόν. Στην πραγματικότητα, ήδη στο «Σπίτι από
λάβα» έκανα ένα μικρό γύρισμα σε αυτή τη γειτονιά. Είναι μια από τις τελευταίες
σκηνές της ταινίας. Τα γράμματα και τα δώρα λειτούργησαν σαν κωδικοί: έδινα τα
γράμματα και οι πόρτες άνοιγαν αυτομάτως. Ήταν σαν ευλογία, όχι με τη
θρησκευτική έννοια. Εξακολουθούσα, λοιπόν, να πηγαίνω εκεί, γιατί με
προσκαλούσαν σε γεύματα, δείπνα, γιορτές. Κι έτσι αισθάνθηκα έντονη έλξη: για
τους ανθρώπους, για τον τρόπο ζωής τους, για τον τρόπο, με τον οποίο
αντιστέκονταν. Η Φονταΐνιας εκείνη την εποχή ήταν σαν
γκέτο. Σαν περιτειχισμένο κάστρο, όπου έμεναν άνθρωποι φοβισμένοι,
περικυκλωμένοι από πολλές αρνητικές καταστάσεις. Σταδιακά άρχισα να θέλω να γυρίσω
μια ταινία εκεί, κι αυτή ήταν τα «Οστά». Ήμουν εγώ, προσπαθώντας να βρω
πράγματα εκεί, ανθρώπους. Η Βάντα είναι ήδη σε εκείνη την ταινία. Αλλά έπρεπε
να μπω και να βγω. Στην ταινία υπάρχει ο χαρακτήρας της νοσοκόμας. Είναι λιγάκι
σαν εμένα, νομίζω. Σαν τουρίστρια. Σαν ξένη. Έτσι ήμουν σε εκείνη τη χρονική
συγκυρία, παρότι είχα αρκετούς φίλους, κυρίως από τις νεώτερες γενιές.
Άλλαξε αυτή η αίσθηση με την
πάροδο των ετών; Πώς εξελίχτηκε η συνεργασία σας με τους κατοίκους της περιοχής;
Ασφαλώς. Δεν ισχυρίζομαι ότι έγινα ένας από αυτούς, αλλά μιλώ κρεολικά,
ξέρω το Πράσινο Ακρωτήρι, το έχω επισκεφτεί μερικές φορές, γνωρίζω πολλά για τη
ζωή τους και τις παραδόσεις τους, μου αρέσει η μουσική, τα χρώματα, η αισθητική
τους. Για μένα ήταν μια αποκάλυψη ο τρόπος που ήταν οργανωμένοι και
αντιστέκονταν ως κοινότητα. Μου λένε ότι δεν το αντιλαμβάνεσαι αυτό
παρακολουθώντας τις ταινίες. Βλέπεις μόνο θλίψη, παθητικότητα, παραίτηση,
τάσεις αυτοκαταστροφής. Ξεχνούν, όμως, ότι, ακόμα και για το «Δωμάτιο της
Βάντα», την πιο «ντοκιμαντερίστικη» ταινία της τριλογίας, κάναμε πολλές πρόβες
και λήψεις. Ακόμη και οι πιο «κατεστραμμένοι» χαρακτήρες, όπως η Βάντα και τα
αγόρια, δούλεψαν πολύ, έκαναν πρόβες, επινόησαν ιστορίες. Μια ταινία είναι ένα
είδος τελετής, υπάρχει μια τελετουργία. Αυτό που εννοώ είναι ότι ήθελαν να
δουλέψουν, ότι μπορούσαν να δουλέψουν, διαισθάνθηκαν μια πιθανότητα να πουν
κάτι για τους εαυτούς τους. Βασίζονταν σ’ εμένα, με εμπιστεύονταν, αποδέχτηκαν
αυτή την τελετουργία, για την οποία δε γνώριζαν τίποτα. Ήθελαν να αφήσουν μια
μαρτυρία. Πρόσφατα η Βάντα μου είπε: «Ξέρεις, η Βάντα εκείνης της ταινίας είναι
τελειωμένη, νεκρή. Από εδώ και πέρα θα υπάρχει μόνο μέσω του φιλμ». Το ίδιο και
η γειτονιά. Δεν ξέρεις πώς έμοιαζε η Αθήνα το 1935, το μαθαίνεις μέσω των
ταινιών, της φωτογραφίας. Αλλά υπάρχει και το μυστήριο «είναι όντως έτσι;». Δε
θα το μάθεις με βεβαιότητα ποτέ. «Είναι ντοκιμαντέρ, αλλά, ταυτόχρονα, είναι
και ταινία μυθοπλασίας. Υπάρχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας, ακόμη και ψεύδους»,
μου έλεγε η Βάντα.
Επικοινωνείτε ακόμη με κάποιους
από αυτούς τους ανθρώπους;
Βέβαια. Άλλωστε έχω γυρίσει μερικές μικρού μήκους ταινίες στην περιοχή
και τώρα ολοκληρώνω μια καινούρια δουλειά. Αυτά που δεν υπάρχουν είναι η
γειτονιά, που έχει γκρεμιστεί, οι νεκροί και κάποιοι που έχουν εξαφανιστεί από
τον εύθραυστο κόσμο των αντικοινωνικών ανθρώπων. Έτσι συμβαίνει και στην Ελλάδα,
όπως και παντού. Άνθρωποι χάνονται... Είναι κι ο θάνατος, άλλος κόσμος αυτός. Η
Ζίτα, η αδερφή της Βάντα, πέθανε σε ηλικία 23 χρονών κι έπειτα πέθαναν πολλά
από τα αγόρια, εξαιτίας ασθενειών που σχετίζονταν με τη χρήση ναρκωτικών και
την απόλυτη εξουθένωση. «Κάποιοι άνθρωποι, επειδή γεννήθηκαν εδώ, έχασαν κάθε όρεξη
για ζωή», μου είπε κάποτε η Βάντα. Το αισθάνθηκα αυτό, είναι μια θλιβερή
τιμωρία, γιατί, καθώς βλέπεις στις ταινίες, είναι ευαίσθητοι, λογικοί,
ταλαντούχοι, γενναιόδωροι άνθρωποι.
Ποιος ήταν ο στόχος σας,
γυρίζοντας αυτήν την τριλογία;
Πρώτα απ’ όλα ήθελα να κάνω καλές, δυνατές, ενδιαφέρουσες ταινίες- και
στο οπτικοακουστικό επίπεδο. Κι έπειτα καθοδηγήθηκα απ’ όσα μου είπαν. Αν είναι
ντοκιμαντέρ, τότε πρόκειται για ντοκιμαντέρ σχετικά με τη συνάντηση της δικής
μου ευαισθησίας με τη δική τους. Δεν πρόκειται για ντοκιμαντέρ με θέμα τους
φτωχούς ανθρώπους ή τα ναρκωτικά. Μιλούν για ανθρώπους που φτάνουν στα άκρα:
από την απόλυτη απελπισία, σε μικροδευτερόλεπτα ευτυχίας. Αν μπορείς να το
αντιληφθείς, τότε μπορείς να παρακολουθήσεις αυτές τις ταινίες. Ο Μπουνιουέλ, ο
οποίος ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για την αστική τάξη, το είχε πει με πολλή
σαφήνεια: «Προσπαθήστε λιγάκι να δείτε πέρα από την ηλιθιότητα αυτών των
ανθρώπων και θα ανακαλύψετε ένα δευτερόλεπτο απελπισίας». Πάντοτε υπάρχει ένας
χαρακτήρας στις ταινίες του Μπουνιουέλ που φοβάται τη ζωή. Το ίδιο συμβαίνει
και στο «Δωμάτιο της Βάντα». Αλλά, τότε, μέσα σε ένα μικροδευτερόλεπτο, το
βλέμμα τους φωτίζεται για κάποιον άγνωστο λόγο. Δεν ήθελα να κάνω κάτι ψεύτικο,
λοιπόν, μια ταινία με μουσική και χορό.
Μιας και αναφέρατε τον
Μπουνιουέλ, έχετε σχολιάσει ότι δεν εκτιμάτε ιδιαιτέρως τους σύγχρονους
σκηνοθέτες, τουλάχιστον τους περισσότερους, ονοματίζοντας τον Όζου, ανάμεσα σε
άλλους, ως μια από τις κύριες επιρροές σας. Ποια είναι η ιδιαιτερότητα του Όζου,
κατά τη γνώμη σας;
Τα πάντα! Είναι τόσο ιδιαίτερος, που αφιέρωσε τη ζωή του στην
παρατήρηση, στη μεταγραφή σε φιλμ της καθημερινότητας, της οικογενειακής ζωής. Οι
ιστορίες του είναι τόσο πυκνές, τόσο βαθιές. Όλη του τη ζωή δούλευε πάνω στις
διαφορετικές εκδοχές των πολύ μικρών λεπτομερειών και χειρονομιών. Δεν το έχει
κάνει κάποιος άλλος, νομίζω. Αν δεν υπήρχε ο Όζου, ποτέ δε θα είχε υπάρξει το
«Δωμάτιο της Βάντα». Πρόκειται για την ίδια εμμονή, το να εισέρχεσαι στο
δωμάτιο, στην οικογένεια. Συμβαίνει, βέβαια, με διαφορετικό τρόπο και στη
μουσική. Ο Μπαχ ενδιαφερόταν πολύ για τις παραλλαγές, συνθέτοντας θρησκευτική,
κοσμική, φωνητική και οργανική μουσική.
Σας έχει επηρεάσει, επίσης, η
ζωγραφική; Πολλά πλάνα στις ταινίες σας παραπέμπουν σε πίνακες.
Δεν ξέρω. Κι οι ζωγράφοι που μ’ αρέσουν είναι, επίσης, αρχαίοι, γιατί
δεν μπορώ να βρω σύγχρονους. Το ίδιο ισχύει και με τους σκηνοθέτες. Ο
κινηματογράφος, η ζωγραφική, το θέατρο δεν έχουν στις μέρες μας την ίδια
επίδραση και ισχύ που είχαν κάποτε. Ο κινηματογράφος είναι μια εξαιρετικά
πορώδης τέχνη. Μπορείς να ενσωματώσεις σε αυτόν πολλά, όπως τη μουσική, την
αναπαράσταση της ζωής. Κι αυτό δε
γίνεται σήμερα με ισορροπημένο τρόπο. Το πώς γυρίζονται, παράγονται και
χρηματοδοτούνται οι ταινίες, έχει, επίσης, μεγάλη σημασία για μένα. Υπάρχει η
αμερικανική και η ευρωπαϊκή δομή. Καμία από τις δύο δε με ικανοποιεί. Δεν
αναγνωρίζω κάτι που δεν έχω ξαναδεί στις ταινίες που παρακολουθώ στις μέρες
μας. Ίσως γιατί προσπαθούμε να αντιγράψουμε πράγματα που έχουν ήδη γίνει.
Υπάρχουν καλές στιγμές, δευτερόλεπτα. Ολόκληρη ταινία, όμως… Δύσκολο.
Έχω την εντύπωση ότι η δουλειά
σας στέκεται σε κινηματογραφικά «σταυροδρόμια»: δε θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί, στην ολότητά της, ως «αβάν-γκαρντ», αλλά ούτε και συμβατικός
κινηματογράφος. Είναι αλήθεια;
Έτσι είναι. Πολύ καλή παρατήρηση, δεν την κάνουν πολλοί. Ποτέ δε μου
άρεσε η αβάν-γκαρντ, μου προκαλούσε βαριεστημάρα. Ο πειραματικός κινηματογράφος
ποτέ δεν ήταν του γούστου μου. Αλλά ούτε και ο παραδοσιακός, ακαδημαϊκός
κινηματογράφος. Μου αρέσουν, όμως, οι αφηγηματικές δομές, η αφήγηση. Πιστεύω σε
αυτό. Όταν έκανα την τριλογία στη Φονταΐνιας, είχα κατά νου ένα έπος.
Υπάρχει μια ιστορία εκεί, μια φόρμα που
πρέπει να αναζητήσεις.
Το πλήρες αφιέρωμα στο έργο του
Πέδρο Κόστα στα πλαίσια του 7ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού
Κινηματογράφου της Αθήνας, το οποίο διεξάγεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος,
ολοκληρώνεται την Κυριακή, 27 Οκτωβρίου. Περισσότερες πληροφορίες για τις
ταινίες και τις ώρες προβολών μπορείτε να αναζητήσετε στο site του
Φεστιβάλ http://aagff.tainiothiki.gr .
Η πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης έγινε στο http://www.3pointmagazine.gr .
Οι φωτογραφίες του Πέδρο Κόστα είναι του Βαγγέλη Πατσιαλού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου