Μια συνάντηση με
τον Ρούι Πόσας, διεθνώς καταξιωμένο διευθυντή φωτογραφίας και επί
χρόνια στενό συνεργάτη του σπουδαίου Πορτογάλου σκηνοθέτη Μιγκέλ
Γκόμες.
Η ταινία του Μιγκέλ
Γκόμες Γκραν Τουρ, ένα ταξίδι στον χώρο, τον χρόνο
και το σινεμά σε διεύθυνση φωτογραφίας Ρούι Πόσας, προβάλλεται
στους κινηματογράφους.
Eίσαι έμπειρος και διεθνώς
καταξιωμένος διευθυντής φωτογραφίας. Πώς, κατά τη γνώμη σου, λειτουργούν στο
σινεμά ο φωτισμός και η φωτογραφία; Αποκαλύπτουν ή συγκαλύπτουν στοιχεία;
Από τα πολύ πρώτα μου
βήματα ενδιαφερόμουν πάντα περισσότερο για τις σκιές παρά για το φως.
Γιατί;
Για πολλούς λόγους,
πολλούς από τους οποίους ανακάλυψα στην πορεία.
Ως νεαρός, πριν τον
κινηματογράφο και τη φωτογραφία, μου άρεσαν ιδιαιτέρως τα βιβλία κόμικ και
πολλοί από τους συγγραφείς που με ενδιέφερε η δουλειά τους χρησιμοποιούσαν τη
σκιά ως μέσο έκφρασης.
Κατόπιν, χωρίς καν να
σκέφτομαι ότι μια μέρα θα δούλευα τον κινηματογράφο, μου άρεσε ο εξπρεσιονιστικός
φωτισμός της εποχής των φιλμ νουάρ.
Πρέπει να υπάρχουν σκιές
προκειμένου να κατανοήσουμε την ύπαρξη του φωτός. Επιπλέον, μόνο όταν υπάρχουν
σκιές καταλαβαίνουμε τον τρισδιάστατο χώρο. Χωρίς αυτές, θα ζούσαμε ακόμα σε
έναν δισδιάστατο κόσμο.
Οι σκιές είναι, επομένως,
για μένα ο ακρογωνιαίος λίθος της δουλειάς μου.
Αν χρησιμοποιούσα το φως όπως
ένας ζωγράφος, θα το έκανα προκειμένου να αναδείξω και να προσκαλέσω τις
σκιές και το σκοτάδι, αλλά και αντιστρόφως - για να στρέψω την προσοχή στο φως.
Όταν πρωτοσυνάντησες τον
Μιγκέλ Γκόμες ένιωσες πως μοιραζόμασταν κοινή αισθητική και ευρύτερα
πολιτισμική αντίληψη και προσέγγιση;
Όχι ακριβώς, αλλά βέβαια
δεν απείχαμε και τόσο από άποψη γενιάς, σπουδάσαμε στην ίδια Σχολή
Κινηματογράφου -αποφοίτησα δύο χρόνια πριν από εκείνον- και είχαμε τους ίδιους καθηγητές.
Επιπλέον, μας άρεσαν οι ίδιες
ταινίες. Μας ενδιέφεραν, για παράδειγμα, πολύ οι δουλειές του Τακέσι Κιτάνο, κι
αυτό άφησε το αποτύπωμά του στην πρώτη μας συνεργασία, χωρίς να έχουμε
προσπαθήσει να τον αντιγράψουμε.
Στο πλαίσιο της συνεργασίας
μας υπάρχουν κάποιες δομικές ιδέες οι οποίες προκύπτουν πολύ νωρίς και
αποτελούν τους πυλώνες, όπως η βάση ενός κτιρίου.
Όταν άρχισα να παρακολουθώ
τη δεύτερη μεγάλου μήκους συνεργασία σου ως διευθυντής φωτογραφίας με τον
Μιγκέλ Γκόμες, το Ο αγαπημένος μας μήνας ο Αύγουστος, δεν ήμουν σίγουρος
για το τι ακριβώς παρακολουθούσα:
Ήταν ντοκιμαντέρ,
μυθοπλασία, δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ; Όσο, όμως, περνούσε η ώρα, η εμπειρία
γινόταν ολοένα και πιο συναρπαστική.
Βεβαίως είναι ντοκιμαντέρ,
μυθοπλασία και μετα-κινηματογράφος ταυτόχρονα.
Τι συνέβη μ’ αυτήν την
ταινία; Προετοιμάζαμε ένα πιο συμβατικό φιλμ μυθοπλασίας με τον ίδιο τίτλο, το
οποίο θα εκτυλισσόταν στην ίδια περιοχή και με την ίδια υπόθεση.
Κάποιες εβδομάδες πριν τα
γυρίσματα, όμως, έπρεπε να τα αναβάλουμε για έναν χρόνο, γιατί ήμασταν
υποχρεωμένοι, λόγω της υπόθεσης της ταινίας, να τη γυρίσουμε το καλοκαίρι στη
διάρκεια συγκεκριμένης γιορτής.
Εξαιτίας, λοιπόν, της αναβολής
των γυρισμάτων, οργανώσαμε μια έκτακτη συνάντηση από την οποία προέκυψε η ιδέα
να πάμε στην ίδια περιοχή με ένα μικρό συνεργείο και να γυρίσουμε μερικές σκηνές
που θα εντάσσονταν μελλοντικά στην ταινία.
Ταυτόχρονα, θα κάναμε και
casting
γι’
αυτή - και το κάναμε.
Ήμασταν έξι άνθρωποι -ο
Μιγκέλ Γκόμες, ο βοηθός σκηνοθέτης, ο ηχολήπτης, ένα άτομο από την παραγωγή,
εγώ κι η βοηθός μου-, νοικιάσαμε ένα σπίτι στην περιοχή όπου ζούσαμε κι είχαμε
έναν μικρό εξοπλισμό με τον οποίο γυρίζαμε σε φιλμ 16mm.
Υπάρχει μια διάσταση making of της
κατοπινής ταινίας στις λήψεις εκείνης της περιόδου.
Με βάση το μονταρισμένο
αυτό υλικό γράφτηκε ένα σενάριο.
Έναν χρόνο αργότερα, οι
ίδιοι έξι άνθρωποι -με τέσσερις ή πέντε ακόμα- επιστρέψαμε στον ίδιο τόπο και
γυρίσαμε το, ας το πούμε «μυθοπλαστικό», τμήμα του φιλμ.
Η παιγνιώδης και
χιουμοριστική διάσταση όλων των ταινιών του Μιγκέλ Γκόμες που έχω παρακολουθήσει
και στις οποίες συμμετέχεις δημιουργικά διαδραματίζει καίριο ρόλο στη δουλειά
του - πιθανόν και στη δική σου.
Απολύτως!
Πρέπει να το διασκεδάζω
για να συνεχίζω να κάνω σινεμά.
Συνάμα, τα φιλμ του
Γκόμες είναι πολύ καλλιτεχνικά, καλοφτιαγμένα, σινεφίλ.
Είναι πολύ σοβαρά!
Σε σύγκριση με την
προαναφερθείσα ταινία, το Ταμπού και το Γκραν Τουρ φαντάζουν πιο σοβαρές
και πολυδάπανες.
Υπάρχει ένα ξεκάθαρο για
μένα νήμα που συνδέει και τις τρεις. Το Γκραν Τουρ υπάρχει γιατί προϋπήρξε
το Ταμπού, κι αυτό με τη σειρά επειδή προηγήθηκε ο Αύγουστος.
Το Ταμπού δεν ήταν
τόσο ριζοσπαστικό όσο ο Αύγουστος. Στη διάρκεια των γυρισμάτων του το
2010-11 βιώσαμε, επίσης, δυσκολίες και στιγμές στρες.
Ήταν, εξάλλου, μια
περίοδος κατά την οποία συντελείτο η μετάβαση στην ψηφιακή τεχνολογία.
Αισθανόμασταν, λοιπόν, πως το φιλμ, όπως μέχρι τότε το γνωρίζαμε, πέθαινε.
Γι’ αυτό και αποφασίσαμε
να γυρίσουμε το Ταμπού, περήφανα, σε 35mm και
16mm,
με τον τρόπο που θα συνέβαινε στη δεκαετία του 1910, και χρησιμοποιώντας το φως
του ήλιου ακόμα και για τις νυχτερινές σκηνές.
Είναι το Γκραν Τουρ
ένα είδος κινηματογραφικού παιχνιδιού;
Απολύτως! Επιπλέον,
αποτέλεσε μια πρόκληση για μένα, ενώ είχε και αρκετή πλάκα.
Χρησιμοποίησα το ίδιο πυρακτωμένο
φως που χρησιμοποιείται από την «αυγή» του σινεμά. Για να εξασφαλίσω την
ποσότητα φωτός που χρειαζόμουν έπρεπε να δουλέψω με πολύ δυνατές και δυσεύρετες
πηγές.
Το να δουλεύω με
παλιομοδίτικο τρόπο ήταν υπέροχο, γιατί ένιωθα ότι, μπαίνοντας στα στούντιο
όπου πραγματοποιήθηκε μέρος των γυρισμάτων αλλά και λόγω των σκηνικών, ήταν σαν
να επιβιβαζόμουν σε μια χρονοκάψουλα.
Όπως το Γκραν Τουρ
υπήρξε μια περιήγηση στον χωροχρόνο και στον κινηματογράφο.
Το Γκραν Τουρ
είναι ένα παιχνίδι αναχρονισμών.
Ένα τέτοιο φιλμικό
παιχνίδι υποδεικνύει άραγε το πώς θα μπορούσαν να μοιάζουν οι
πειραματικές ταινίες στις μέρες μας;
Για μένα, πειραματικό
σινεμά σημαίνει ελευθερία. Ελευθερία να δοκιμάσεις διαφορετικά πράγματα με
διαφορετικούς τρόπους. Το να δημιουργήσεις -ή να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις-
μια νέα γλώσσα.
Μου αρέσει να αμφισβητώ
τη φιλμική γλώσσα γιατί είμαστε συνηθισμένοι σε έναν οικουμενικό τρόπο κατασκευής
και θέασης ταινιών.
Υπάρχουν, όμως, όπως και
στη λογοτεχνία, συγγραφείς και κινήματα οι οποίοι και τα οποία αμφισβητούν την
καθεστηκυία τάξη και τις συμβάσεις.
Πραγματικά, το απολαμβάνω
αυτό! Κι αν μπορώ, τέτοιο είναι το είδος του σινεμά που θέλω να κάνω.
Η συνέντευξη με
τον Ρούι Πόσας πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 13ου
Φεστιβάλ Πρωτοπoριακού
Κινηματογράφου της Αθήνας, το οποίο διοργάνωσε και φιλοξένησε
αφιέρωμα στο έργο του σκηνοθέτη Μιγκέλ Γκόμες.
Ευχαριστώ θερμά
την Ευάννα Βενάρδου, υπεύθυνη Τύπου του Φεστιβάλ, για την πολύτιμη
συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.
Η ταινία Γκραν Τουρ, σε σκηνοθεσία
Μιγκέλ Γκόμες και διεύθυνση φωτογραφίας Ρούι Πόσας, προβάλλεται
στους κινηματογράφους σε διανομή της Weird Wave.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου