Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

«ΑΛΓΟ-ΡΥΘΜΟΣ»: Μια συνομιλία με τις Ελεάνα Γεωργούλη και Αλεξάνδρα Καζάζου

 

Αλεξάνδρα Καζάζου (αριστερά)/ Ελεάνα Γεωργούλη (δεξιά)

Τα συγκοινωνούντα «δοχεία» της μνήμης και της λήθης, υπό το «φως» (ή την «σκιά») των μεγάλων ιστορικών μεταβάσεων του τελευταίου αιώνα, εξερευνώνται στην χειροποίητη περφόρμανς των Ελεάνας Γεωργούλη και Αλεξάνδρας Καζάζου, AΛΓΟ-ΡΥΘΜΟΣ.

Συζητώντας με τις δημιουργούς -και ερμηνεύτριες- της παράστασης, που παρουσιάζεται στην Αθήνα μέχρι τις 27 Φεβρουαρίου.

ΑΛΓΟ-ΡΥΘΜΟΣ: Μια δουλειά που «κατοικεί» σε «σταυροδρόμια» - θεάτρου, περφόρμανς, χορού. Ανακαλύπτετε κι οι δυο σας τις εαυτές σας καλύτερα/πληρέστερα σ’ αυτά τα «σταυροδρόμια»;

Ελεάνα Γεωργούλη: Σίγουρα.

Η παράσταση είναι φτιαγμένη σαν μια ανοιχτή εξερεύνηση που εγείρει ερωτήματα τόσο όσον αφορά εμάς ως πολιτικά υποκείμενα και πλάσματα μέσα στον κόσμο, αλλά και καλλιτεχνικά, σε σχέση με τα όρια της θεατρικής έρευνας.

Δεν παρέχει, όμως, οριστικές απαντήσεις. Είναι σαν μια «βουτιά». Κάθε βράδυ «βουτάς», λοιπόν, και αποκομίζεις διαφορετικές απαντήσεις.

Και για σένα, Αλεξάνδρα, ισχύει κάτι αντίστοιχο;

Αλεξάνδρα Καζάζου: Ισχύουν και για μένα όλα όσα θα πει η Αλεξάνδρα σήμερα.

Αυτά τα «σταυροδρόμια», στα οποία αναφέρθηκες, αυτές οι «έρημες χώρες», είναι τόποι όπου βρίσκεσαι εσύ με τον εαυτό σου και επαναπροσδιορίζεις τα όρια της ίδιας σου της ύπαρξης.

Τι επιλογές κάνεις σε τέτοια «σταυροδρόμια»; Από ποια υλικά είσαι φτιαγμένη, όταν δεν υπάρχει κοινωνική κριτική;

Λείπουν οι τόνοι από τον τίτλο της παράστασης προκειμένου να τους τοποθετήσει κάθε θεατής εκεί που κρίνει σκόπιμο;

Ε.Γ.: Κατ’ αρχάς ο τίτλος γράφεται με «υ», όχι με «ι».

Πρόκειται, επομένως, για τον ρυθμό του άλγους;

Ε.Γ.: Ναι, για όποιον δει την παράσταση.

Για τους υπόλοιπους, θα μπορούσε να γίνει αντιληπτός ως «αλγόριθμος». Ο τίτλος, ωστόσο, είναι ανοιχτός σε όλες τις ερμηνείες, οπτικές και ακουστικές.

Η μουσική και ο ήχος, εν γένει, είναι συχνά κυρίαρχο στοιχείο.

Ε.Γ.: Και δομικό. Είναι σαν να ακούγεται αυτό που συμβαίνει ενεργειακά.

Η επιλογή της μουσικής προϋπήρξε ως σύλληψη της επιλογής του συνεργάτη, του Γιάννη Αγγελάκα, ή συμβάδισαν;

Α.Κ.: Συναντήθηκαν. Όταν το Κ.Θ.Β.Ε. «αγκάλιασε» την πρότασή μας, σκεφτήκαμε τον Γιάννη, ο οποίος ζει στην Θεσσαλονίκη, είναι καταπληκτικός μουσικός με μακρά ιστορία, αλλά δεν έχει ασχοληθεί πολύ με το θέατρο.

Μια πρόκληση.

Α.Κ.: Στην Θεσσαλονίκη δουλεύει σ’ αυτό το πεδίο ο Γιώργος Χριστιανάκης, επίσης αγαπημένος φίλος. Η συνεργασία με τον Γιάννη νιώθαμε ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν ενδιαφέροντα χώρο έρευνας.

Του απευθύναμε, λοιπόν, την πρόταση, και «μπήκε» δυναμικά. Κατέβαινε στην Αθήνα όταν κάναμε τις προβες, συνέθετε κάτι και μας το έφερνε. Το σχεδόν συγκλονιστικό είναι ότι πολύ λίγες από τις συνθέσεις του δεν τις βάλαμε.

Σ’ αυτό το έργο φέρετε πολλές ιδιότητες: σκηνοθέτριες, ηθοποιοί/περφόρμερ - εσύ, Ελεάνα, και συγγραφέας του κειμένου. Πόσο πολλαπλασιάζονται οι απαιτήσεις εξαιτίας της πολλαπλότητας των διαπλεκόμενων ιδιοτήτων;

Ε.Γ.: Για μένα ήταν μια πολύ ξεκούραστη και απελευθερωτική διαδικασία.

Επειδή με την Αλεξάνδρα υπάρχει βαθιά και ουσιαστική επικοινωνία και πολλά είναι κατακτημένα, δεν αντιμετώπιζα τα εμπόδια που συναντώ ως συντελέστρια σε άλλες παραγωγές εξαιτίας αισθητικών ή πολιτικών λόγων.

Υπήρχε μεγάλος σεβασμός σε και αποδοχή του drive της καθεμιάς και ταυτόχρονα συγκεράσαμε με οργανικό τρόπο τους ρόλους τους οποίους στην δουλειά κουβαλάμε.

Εκ των πραγμάτων, όταν σκηνοθετείς παύεις να παίζεις. Ήταν, λοιπόν, πολύ απελευθερωτικό το ότι εμείς παίζαμε, ενώ είμαστε κι οι δημιουργοί του υλικού μας.

Το δε πρωτότυπο κείμενο, το οποίο είναι δικό μου, γεννήθηκε μέσα από την πρόβα. Ξεκίνησαν όλα από την συνάντησή μας με την Αλεξάνδρα.

Θα ήθελα να ακούσω περισσότερα γι’ αυτήν την συνάντηση.

Α.Κ.: Η Ελεάνα έχει ένα καταπληκτικό ταλέντο να βάζει τα «έντομα» που λέγονται «λέξεις» στην σειρά.

Δε γράφει «λογοτεχνικά», ούτε δύσκολα. Επειδή, όμως, είναι και ηθοποιός, έχει μια «παλμική» σχέση με το κείμενο. Είναι ηθοποιός κειμένου, κι αυτό αποτελεί μια τεράστια ευλογία.

Είναι πολύ δύσκολο από μια ιδέα να δημιουργήσεις ένα ολόκληρο σύμπαν. Δεν έχω ξαναϋπάρξει σε τέτοια συνεργασία με το κείμενο.

Το κείμενο τώρα είναι απαιτητικό, μας έχει σχεδόν ξεπεράσει. Κάτι άλλο κρύβεται εκεί μέσα, που είναι σχεδόν παρτιτούρα.

Ε.Γ.: Αυτό που λέει η Αλεξάνδρα έχει φοβερό ενδιαφέρον. Φτιάχνεις κάτι ερήμην σου. Είμαστε σαν μέντιουμ, φορείς ενός υλικού το οποίο, στην πραγματικότητα, είναι πολύ μεγαλύτερο από εμάς, και τώρα το ανακαλύπτουμε εκ νέου.


Ελεάνα Γεωργούλη


Δεν είναι, άρα, τόσο συνειδητά η κατεύθυνση ή η μορφή που παίρνει ένα τέτοιο κείμενο, το βάθος και το βάρος του.

Ε.Γ.: Ακριβώς. Και είναι ποίηση, με την έννοια ότι απουσιάζει η οριστικότητα. Ο χώρος της ποίησης, άλλωστε, αφήνει το καθετί ανοιχτό στην ερμηνεία. Όσο, λοιπόν, μετακινείσαι, τόσο αλλάζει και το κείμενο.

Α.Κ.: Πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο αφορά σε ιστορικές περιόδους ως επί το πλείστον όχι τωρινές.

Όταν ανεβάζαμε την παράσταση στην Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 2023, συνέβησαν τα Τέμπη.

Όταν εντάσσαμε στο κείμενο το ιστορικό γεγονός της Σάμπρα και Σατίλα, δε φανταζόμασταν πως θα συνέβαιναν με τέτοια ένταση τα γεγονότα στην Γάζα. Έτσι, καθώς δημιουργούμε ένα κείμενο, πλησιάζει το ντοκουμέντο σ’ αυτό.

Χωρίς να κάνετε θέατρο ντοκουμέντο.

Α.Κ.: Όχι. Το θέατρο είναι πάντα θέατρο αν υπάρχει το κατάλληλο βλέμμα.

Αν βγαίνοντας έξω δεις δυο ανθρώπους να φιλιούνται και βιώσεις την στιγμή αυτή ως μοναδική, μπορείς να την φέρεις και εδώ μέσα καθιστώντας την μοναδική και για τον θεατή.

Οπότε, το υλικό ενός κειμένου δεν είναι «φιξαρισμένο» σε σχέση με αυτό που μεταδίδει. Πάλλεται, όπως πάλλεται κι η ζωή.

Ούτε κι είναι απαραίτητο να γίνεται αντιληπτό από το κοινό σε τι ακριβώς αναφέρεται...

Α.Κ.: ... Κάθε στιγμή.

Μια θεατής τις προάλλες δυσκολεύτηκε με το απόσπασμα που καταπιάνεται με τους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία, παρότι αφορά σε γεγονότα πολύ πιο πρόσφατα σε σύγκριση με την Σάμπρα και την Σατίλα ή τον Εμφύλιο.

Ε.Γ.: Παρουσιάσαμε την παράσταση στην Κλουζ της Ρουμανίας στο πλαίσιο του 20ού Φεστιβάλ της Ένωσης Θεάτρων της Ευρώπης. Ήταν και για τις δυο μας σοκαριστικά η κουλτούρα και το επίπεδο του ρουμανικού κοινού.

Κι επρόκειτο για καθημερινά πλάσματα, όχι για την ελίτ της διανόησης.

Α.Κ.: Ούτε για κάποιους/κάποιες φιλολόγους.

Δεν αισθάνονταν την υποχρέωση τού να κατανοήσουν. Δεν πειράζει να μην κατανοούμε καμιά φορά. Το ωραίο θα ήταν να μην καταλάβω κάτι κι επιστρέφοντας στο σπίτι να αναρωτηθώ και να το διερευνήσω.

Συχνά, θέλουμε να τα κατανοούμε όλα προκειμένου να ταξινομήσουμε και να τα απολαύσουμε.

Α.Κ.: Ένας μαθητής μου μού είπε, μετά την χτεσινή παράσταση: «Νιώθω ότι είμαστε πραγματικά παγιδευμένοι μέσα σ’ έναν αλγόριθμο. Προσπαθούμε να σκεφτούμε καθαρά, κι ο εγκέφαλός μας παίζει παιχνίδια».

Είναι η αλήθεια του, κι η αλήθεια μας. Κανένα focus και καμία συγκέντρωση ποτέ και πουθενά.

Πού βρίσκεται αυτός ο «άχρηστος» χώρος όπου μπορεί να γεννηθεί η σκέψη; Πού βρίσκεται η στιγμή όπου μπορεί ν’ ανοίξει η «ρωγμή» της μνήμης;

Και πώς μπορούμε ν’ αναρωτηθούμε γι’ αυτούς τους «άλλους», τους «δίπλα», τους «έξω», τους εντός κι εκτός συρματοπλεγμάτων, όταν δε διαθέτουμε δικό μας χώρο; Έτσι παράγεται αυτή η αδιανόητη βία απέναντι στους «άλλους».

Ε.Γ.: Κάποιες φορές, η πληροφορία ακέραιη πολιτικοποιεί τα πράγματα.

Το τι συνέβη στην πρώην Γιουγκοσλαβία με τους Βόσνιους και τους Σέρβους, για παράδειγμα, είναι τεράστιο ζήτημα. Εμάς, όμως, δε μας ενδιαφέρει να πάρουμε πολιτική θέση υπερασπιζόμενες τους μεν ή τους δε.

Το ότι, όμως, σκοτώθηκαν συνιστά τον «πυρήνα» του προβληματισμού μας.

Το ίδιο ισχύει και με τον Εμφύλιο. Πώς θα προσεγγίσεις μια πληροφορία έτσι ώστε να μη δώσεις λαβή στον θεατή να την ταξινομήσει με κάποιον τρόπο μέσα του; Tι συνέβη τότε; Πώς το θυμόμαστε; Αυτό είναι το ζήτημα.


Αλεξάνδρα Καζάζου


Παρά τον τραυματικό χαρακτήρα πολλών απ’ όσα αναδύονται από το κείμενο, υπάρχει κάπου και μια αίσθηση χιούμορ. Είναι απαραίτητη ως αμυντικός μηχανισμός, αλλά και γιατί είναι λυτρωτική, έτσι δεν είναι;

Ε.Γ.: Οι γιαγιάδες και των δυο μας ήταν αντάρτισσες. Τεράστιος θησαυρός!

Ποια είναι, όμως, η σχέση των ανθρώπων που έχουν βιώσει κάτι τραυματικό μ’ αυτό και πώς το διαπραγματεύονται;

Οι συγκεκριμένες γυναίκες δεν εμφορούνταν από διδακτισμό. Μπορεί, μάλιστα, να «κανιβάλιζαν» τα όσα είχαν ζήσει μ’ ένα χιούμορ «μαύρο», αθώο και πηγαίο ταυτόχρονα, ενώ εμείς τα προσεγγίζουμε με μανιχαϊστική λογική.

Α.Κ.: Ζούσαν, μάλιστα, πολύ στο «εδώ και τώρα». Δε μιλούσαν για το «τότε».

Το είχαν ζήσει το «τότε», άλλωστε.

Α.Κ.: Στην παράσταση χρησιμοποιούμε την μνήμη, τα ιστορικά γεγονότα ως εργαλεία, προκειμένου να καταδείξουμε ότι μνήμη και διερώτηση είναι δυνατά «υλικά».

Κι οι δυο σας διδάσκετε, άλλο ένα στοιχείο που σας συνδέει. Η επικοινωνία με ανθρώπους νεότερων γενεών σάς αναζωογονεί, σάς κάνει αισιόδοξες, σάς προξενεί κόπωση;

Ε.Γ.: Όλα συμβαίνουν. Ό,τι ζεις εκεί έξω, το ζεις και με τα παιδιά. Υπάρχουν φορές που βλέπεις την ορμή και την φρεσκάδα των νέων, κι αυτές σε συγκινούν και σε εμπνέουν.

Είναι, όμως, και φορές που συνειδητοποιώ πόσο έχει προχωρήσει η αλλοτρίωση και νιώθω λίγο «φολκλόρ», ότι ανήκω σε άλλη γενιά, και με σοκάρει η ταχύτητα με την οποία συμβαίνουν τα πράγματα.

Στην χτεσινή παράσταση, για παράδειγμα, που είχε και πολλά νεαρά πλάσματα,  γελούσαν στα πιο τραγικά σημεία, είτε σε σημεία  με έντονη τραγική ειρωνεία. Η τραγική ειρωνεία «διαβάστηκε» ως αστείο.

Αισθανόμουν πως δεν υπήρχε το κριτήριο της τραγικότητας, δεν τους «χωρούσε» η τραγική ειρωνεία. Ή δεν την «χωρούσαν».

Στην Θεσσαλονίκη, πάλι, στις πρώτες παραστάσεις κάποιες κυρίες από το κοινό είχαν αποχωρήσει λόγω πουριτανισμού.

Α.Κ.: Το γέλιο έρχεται, καμιά φορά, όταν δεν μπορώ να «χωρέσω» πράγματα.

Πάντως, αν το κοινό της παράστασης αποτελείτο μόνο από σαραντάρηδες, πενηντάρηδες, εξηντάρηδες -άτομα του καλλιτεχνικού χώρου-, θα ήμουν πολύ στενοχωρημένη!

Είσαι εκεί για να εμπνέεις στους μαθητές σου, πριν εκείνοι βγουν στο άγνωστο, την «μούρλα» και την πίστη που κουβαλάς. Κι αυτό έχει ένα βάρος Τους καθηγητές μου που αγάπησα τους κοίταζα στα ματιά κι ακόμα θυμάμαι τι έλεγαν.

Αποτελεί κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας η παρακολούθηση της παράστασης από τους μαθητές μου -σχεδόν τους την «επιβάλλω»-, όπως εκπαιδευτική είναι και για τις δυο μας σε επίπεδο υποκριτικής.

Ένας ηθοποιός μετριέται με τα «χιλιόμετρα» που διανύει για συναντήσει συναδέλφους και κοινό, όχι με τα βιβλία που έχει διαβάσει.

Αν οι ηθοποιοί δε σκέφτονται μαζί ποιο είναι το επόμενο βήμα μιας δουλειάς, τότε η παράσταση στην οποία συμμετέχουν θα καταλήξει σόου, μουσειακό είδος και νεκρή.

Έχετε εμφανιστεί πολύ λιγότερο στον κινηματογράφο - αν και εσύ, Αλεξάνδρα, έχεις πρωταγωνιστήσει στην Μήδεια του Δημήτρη Αθανίτη. Από μεγαλύτερη αγάπη προς το θέατρο ή λόγω συγκυριών έχει συμβεί αυτό;

Ε.Γ.: Έχω συμμετάσχει σε δύο μικρού μήκους ταινίες. Θα λαχταρούσα πάρα πολύ να έχω δουλέψει στον κινηματογράφο. Συγκυριακά δεν έχει συμβεί.

Ήμουν πάντα πολύ αποτραβηγμένη, εσωστρεφής, συνεσταλμένη και απορροφημένη από όσα μπορούσα να κάνω αυτοδύναμα.

Α.Κ.: Δε χωρούσε στην ατζέντα σου! (Γέλιο). Θέλει χώρο και χρόνο αυτό. Ίσως τώρα να άνοιξε χώρος μετά την μητρότητα.

Ε.Γ.: Η μητρότητα μάς δυνάμωσε και τις δύο πολύ, νομίζω. Μας έδωσε πολλή έμπνευση.

Α.Κ.: Αν μπορείς να την βιώσεις, καλό είναι να μην αφήσεις να φύγει, γιατί δίνει πολλά και στην υποκριτική και δυναμώνει πολύ την σχέση σου με τα υλικά.

Αναμένω να «δοκιμαστείς» και στο κινηματογραφικό πεδίο, Ελεάνα, εφόσον οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές.

Α.Κ.: Θα ήταν συνταρακτική, νομίζω.

Ας το κρατήσουμε αυτό. Σας ευχαριστώ και τις δύο!

Ε.Γ. & Α.Κ.: Κι εμείς ευχαριστούμε!

Σε σύλληψη και σκηνοθεσία Ελεάνας Γεωργούλη-Αλεξάνδρας Καζάζου και ερμηνευόμενη από τις ίδιες, η παράσταση ΑΛΓΟ-ΡΥΘΜΟΣ παρουσιάζεται στο θησείον-Ένα Θέατρο για τις Τέχνες (Τουρναβίτου 7) κάθε Δευτέρα-Τρίτη (21:00).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου