Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

Γιάννης Οικονομίδης: «Οι ταινίες μου ξεμπροστιάζουν τον αντρικό κόσμο»

 

Γιάννης Οικονομίδης (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Μια συνάντηση με τον Γιάννη Οικονομίδη με αφορμή -ανάμεσα σε άλλες- την «επετειακή» επανακυκλοφορία του Σπιρτόκουτου, της ταινίας που έβαλε «φωτιά» στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά, είκοσι χρόνια μετά την πρεμιέρα του.

30 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πρώτη σου εμφάνιση στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, και 20 χρόνια από το Σπιρτόκουτο: χρονιά επετείων για σένα το 2022! Πώς τις βιώνεις;

Είναι ο χρόνος που περνά.

Πώς τον νιώθεις αυτόν τον χρόνο, λοιπόν;

Περνά! (Γέλιο). Αραιώνουν τα μαλλιά της κεφαλής και ασπρίζουν οι τρίχες.

Η δημιουργικότητα δεν υποχωρεί, όμως.

Αυτή παραμένει.

Η πρώτη μικρού μήκους ταινία μου το 1992 ήταν καθοριστική, γιατί ήδη είχα πολλές αντιπαραθέσεις με την οικογένειά μου σχετικά με την επιθυμία μου να κάνω κινηματογράφο.

Αν εκείνη τη χρονιά δεν ήταν πρόεδρος της επιτροπής ο Παντελής Βούλγαρης και δεν είχα κερδίσει το πρώτο βραβείο, δε θα είχε ακολουθήσει η δεύτερη και μπορεί όλη η προσωπική μου διαδρομή να ήταν τελείως διαφορετική.

Κινούμουν επί ξυρού ακμής, περπατούσα πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Έπρεπε να δώσω ένα σήμα στους ανθρώπους μου ότι έχω κάνει τη σωστή επιλογή.

Πώς ήταν τότε το Φεστιβάλ της Δράμας;

Ήταν πιο «κλειστό», πιο τοπικό. Όπως ήταν παλιότερα και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Έβλεπες τους παλιούς σκηνοθέτες, τους καθιερωμένους, και ήμασταν κι η πιτσιρικαρία από κάτω, που καθένας από εμάς έκανε τις ταινίες του με τον τρόπο του.

Ποια ήταν η αντιμετώπιση που εισέπραξες;

Μέσα στη ροή των ταινιών υπήρχε κι η δική μου.

Ήταν αξιόλογη, γιατί είχα καταφέρει να βρω κάποια χρήματα από έναν ιδιώτη παραγωγό, τον Χιώτη εφοπλιστή Νίκο Τσάγκαρη, παραγωγό και του Δήμου Αβδελιώδη, ο οποίος είχε μπει στην ανεξάρτητη παραγωγή.

Του είχε αρέσει το πτυχιακό μου φιλμ, ένα οικολογικό ντοκιμαντέρ που είχε δει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κατόπιν, του πήγα ένα σενάριο και, χωρίς δεύτερη σκέψη, έβγαλε χρήματα και μου έδωσε.

Οπότε είχα μια οικονομική ανεξαρτησία, κι έτσι βγήκε η ταινία ασπρόμαυρη σε 35mm, με καλό ήχο, καλή εικόνα. Είχε να «πει» κάτι.

Το Σπιρτόκουτο, ωστόσο, άργησε, σε σχέση με τη Δράμα.

Άργησε γιατί είχα διάφορες περιπέτειες. Το άλμα στις μεγάλου μήκους είναι πολύ βασανιστικό.

Το ένιωθες σαν ένα άλμα στο κενό;

Κι αυτό μπορείς να το πεις. Αν σέβεσαι τον εαυτό σου και το σινεμά που κάνεις, η μετάβαση στη μεγάλου μήκους συνιστά άλλη ευθύνη. Αλλά και πάλι, η ζωή ισορροπεί κάπως τα πράγματα μόνη της.

Όταν είχα πρωτοδεί το Σπιρτόκουτο είκοσι χρόνια πριν σε ένα κατάμεστο Άστυ, θυμάμαι πόση έκπληξη, ένταση και οργή είχα βιώσει. Παρακολουθώντας το είκοσι χρόνια μετά, μού «βγάζει» και πολλή θλίψη- πια.

Το καταλαβαίνω.

Η ανάγκη σου να δημιουργήσεις αυτή την ταινία πήγαζε πιο πολύ από την οργή;

Είχα ζήσει μια πενταετία μεγάλης ταλαιπωρίας, καθώς προσπαθούσα να υλοποιήσω το πρώτο μου φιλμ που δε γινόταν: «έπεφτε», «ξανασηκωνόταν», έβρισκε «τοίχους», ξεκίναγε, σταμάταγε.

Είχα «φάει» πολλή ματαίωση από τον χώρο, ένιωθα θυμό. Άρχιζα να βλέπω μπροστά μου το αδιέξοδο σοβαρά, διερωτώμενος τι νόημα έχει αυτό που επέλεξα. Βρισκόμουν σε μια σκοτοδίνη, είχα τάσεις αυτοκαταστροφής.

Μέχρι που υιοθέτησα το χαϊκού του Μιχάλη Γκανά, «Τα πολυβόλα βαράνε χαμηλά/Ή σκύβεις ή απογειώνεσαι».

«Δε γαμιέται», είπα, «αν δεν μπορείς να κάνεις το μάξιμουμ, ας κάνεις το μίνιμουμ, αυτό που μπορείς. Με ό,τι υλικό διαθέτεις». Κι έτσι σηκώθηκα από τον καναπέ.

Σκαρφίστηκα, λοιπόν, μια «ανάποδη» διασκευή του Πατέρα του Στρίντμπεργκ, εισάγοντας στοιχεία κωμικοτραγωδίας και σαρκασμού.

Είχα την τύχη και όλοι μου οι συνεργάτες να είναι νεοφερμένοι και «ξεκρέμαστοι». Η ενέργεια όλων μας, επομένως, προσανατολίστηκε στον κοινό στόχο, τη δημιουργία αυτής της ταινίας.

Το Σπιρτόκουτο έγινε σαν σπιρτόκουτο: ο ένας έδινε ενέργεια στον άλλο και αρπάζαμε «φωτιά».

Ήταν το Σπιρτόκουτο και μια «απόδειξη» στους δικούς σου πως μπορείς να τα καταφέρεις;

Με τους δικούς μου είχα πια τελειώσει. Για τον εαυτό μου ενδιαφερόμουν, και σε δεύτερο επίπεδο για τον κινηματογραφικό χώρο, για το κοινό.

Στην ουσία πρόκειται για μια μεταφορά για την κοινωνία, τις ανθρώπινες σχέσεις και τη «λύσσα» των χαρακτήρων να «καβαλήσουν» ο ένας τον άλλο, την εξουσία. Απλά το «ντεκόρ» είναι μια οικογένεια κι ένα διαμέρισμα.

Σε βαθύτερο επίπεδο έχει να κάνει με τον άνθρωπο και τα πάθη, τα κουσούρια και τα «σκοτάδια» του.

Έβλεπες αυτή τη «σκοτεινιά» στην ελληνική οικογένεια εκείνης της περιόδου.

Πρόκειται, έτσι κι αλλιώς, για κάτι διαπολιτισμικό και διαχρονικό.

Τώρα, βέβαια, είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα.

Αυτό είναι το στενάχωρο, στο οποίο αναφέρθηκες πριν. Τώρα η κατάσταση έχει ξεφύγει. Το ίδιο ισχύει και με την Ψυχή στο στόμα, όπου μιλάω για ακόμα πιο ακραία πράγματα, τα οποία σήμερα βρίσκονται μπροστά μας.

Και τα δύο φιλμ διέπονται από μια «αντρική» ματιά.

Από μια αντρική ματιά πάνω στους άντρες.

Όχι ότι οι γυναικείοι χαρακτήρες δε διαδραματίζουν τον ρόλο τους, αλλά είναι πιο πολύ εστιασμένα στις σχέσεις μεταξύ αντρών, στα μίση τους, στα πάθη τους...

Και στο ξεμπρόστιασμά τους. Οι ταινίες μου ξεμπροστιάζουν σε μεγάλο βαθμό τον αντρικό κόσμο, το πώς υπάρχουν οι άντρες πίσω από τις γυναίκες, την ασχήμια του αντρικού πολιτισμού.

Για πολλά χρόνια υπήρχε η παρεξήγηση, η σύγχυση ότι ο Οικονομίδης είναι μισογύνης. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το ξεμπρόστιασμα που κάνω στον αντρικό κόσμο δεν έχει προηγούμενο.

Το γεγονός πως ανέκαθεν είχες μια τέτοια κινηματογραφική «οικογένεια» ήταν μεγάλη ευτυχία, έτσι;

Αυτό είναι αλήθεια. Η οικογένεια ξεκίνησε με τον Ερρίκο Λίτση, πήγε στον Βαγγέλη Μουρίκη- και μεγάλωσε: Κεχαγιόγλου, Τσορτέκης, Αναστασάκης, Παπαδοπούλου, Ξυκομηνός... Ωραίο «υλικό». Ποτέ δεν εγκατέλειψα το συλλογικό.

Το Σπιρτόκουτο ήταν κάτι μοναδικό.

Ήταν «πρωτόγονη» και η φόρμα του, αν και κατασκευαστικά είναι άρτιο. Έπεσε πολλή δουλειά στο μοντάζ και στον ήχο. Απλά δίνει την εντύπωση του «ακατέργαστου».

Και εξακολουθεί να επικοινωνεί με κοινά ανεξαρτήτως ηλικίας μέσα από τον χρόνο. Πού το αποδίδεις αυτό;

Στην αυθεντικότητα της ταινίας, πιστεύω. Εμπεριέχει βιωμένο χρόνο. Όταν υπάρχει μια βιωμένη «πύρινη» πραγματικότητα, την οποία έχεις συλλάβει και εντάξει σ’ ένα κάδρο, δε χάνεται ποτέ.

Αυτό είναι το μεγαλείο του σινεμά, αποτελεί μια τέχνη χρόνου. Προσπαθώ να «γραπώσω» το μυστικό, το μαγικό, το ανείπωτο, αυτό που νομίζεις ότι δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει.

Μετατοπίζεσαι και στον χώρο: ξεκινάς από ένα αστικό περιβάλλον, και σταδιακά αποφασίζεις να «ξεδιπλώσεις» τη μυθοπλασία σου εκτός αστικού πλαισίου. Είναι σημαντικό να εκτυλίσσονται οι αφηγήσεις κι οι ιστορίες αλλού;

Είναι σημαντικό οι ιστορίες να εκτυλίσσονται αλλού. Είναι κι η ανάγκη για εξεύρεση νέων εικόνων, νέας ανθρωπογεωγραφίας. Υπάρχει τέτοιος πλούτος.

Επί πολλά χρόνια όλα ξεκινούσαν και τέλειωναν στα Εξάρχεια, στην Πανεπιστημίου, στην Κυψέλη, στις λεωφόρους Κηφισίας και Μεσογείων.

«Παίζω» με το υλικό που συναντώ εκεί έξω. Άντε να έχω ελάχιστα πλάνα από το κέντρο της Αθήνας στις ταινίες μου. Νιώθω αποστροφή γι’ αυτό, δε μ’ εμπνέει.

Τα κωμικά στοιχεία είναι αισθητά στις δουλειές σου, περισσότερο ή λιγότερο, αν και «μαύρα». Θα γύριζες ποτέ μια «καθαρόαιμη» κωμωδία;

Αυτό επιχείρησα με την Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς. Δεν ξέρω κατά πόσο το πέτυχα. Μπορεί να το ξαναδοκιμάσω στο μέλλον.

Αυτό που επιδιώκω να επιχειρήσω με την επόμενη ταινία, Μεγάλη πέτρα σε μικρό κεφάλι, είναι ένα «καθαρόαιμο» δράμα χωρίς χιούμορ.

Μετά από δύο χρόνια δουλειάς μέσα στα λοκντάουν ολοκληρώσαμε ένα σενάριο με τον Βαγγέλη Μουρίκη. Βρισκόμαστε στο στάδιο της προ-παραγωγής και ανεύρεσης πόρων. Αν το χρηματοδοτικό σχέδιο ευοδωθεί, πάμε για γύρισμα αρχές του 2024.


Γιάννης Οικονομίδης, Φεστιβάλ Δράμας (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)


Παραδίδεις ένα μάστερκλας (σημ.: η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου, λίγη ώρα πριν τη διεξαγωγή του μάστερκλας) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Δράμας, ένας όρος που δε μου αρέσει.

Ούτε και σε μένα! Δεν ξέρω πότε έγινε μόδα. Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια; Τον χρησιμοποιούμε σαν ψωμοτύρι. Με ενοχλεί.

Τι, ωστόσο, θεωρείς ότι διδάσκεται από τη σκηνοθεσία;

Μια κουβέντα μπορείς να κάνεις με ένα κόσμο που θέλει να ακούσει και ξέρει τη δουλειά σου και κάποια πράγματα σχετικά με την κατασκευή φιλμ.

Το ζητούμενο είναι να έχεις μπροστά σου έναν ειλικρινή άνθρωπο που θα πει αλήθειες και θα βοηθήσει/προστατέψει τον κόσμο απέναντί του, δίνοντάς του να καταλάβει τι έχει να αντιμετωπίσει.

Κάποιος που θα μιλήσει με ανοιχτά χαρτιά, χωρίς να σκέφτεται την πόζα ή την υστεροφημία του ή να έχει κρυμμένη ατζέντα.

Αν μπορώ να υποψιάσω κάποιον άνθρωπο, να τον προγκήξω -ακόμα κι αν τον δυσαρεστήσω-, τότε καλώς έχει.

Χαίρομαι γιατί σε νιώθω κατασταλαγμένο δημιουργικά. Δεν είναι σημαντικό να μη βιώνεις μια διαρκή αγωνία ως προς ποιος είσαι, τι κάνεις, γιατί το κάνεις κ.λπ.;

Επειδή η δουλειά μας έχει να κάνει πολύ με τον χρόνο, κάτι τέτοιο το ζουν πολλοί στα ενδιάμεσα στάδια- και μιλάω για την Ελλάδα, που είμαστε μια βιοτεχνία στην οποία δεν υπάρχουν έτοιμα σενάρια άξια να γίνουν ταινία, ούτε χτυπάνε τα τηλέφωνα.

Στην ουσία πάντα μόνος σου πορεύεσαι μέχρι να βρεις την επόμενη ιδέα και να καλλιεργήσεις μια συνεργασία, έχοντας να διαχειριστείς και την αδιαφορία ενός περιβάλλοντος.

Δεν είμαστε, εξάλλου, μια κινηματογραφία που «σπαρταράει». Αν ξαφνικά πέσω απ’ την καρέκλα, κανένας δε θα με αναζητήσει.

Αυτά τα μεσοδιαστήματα, λοιπόν, είναι μια βασανιστική περίοδος, κατά την οποία έρχεσαι αντιμέτωπος με πολλούς εφιάλτες.

Όταν ο στόχος γίνεται ορατός, περνάς από την εσωστρέφεια στην εξωστρέφεια. «Πιάνεσαι» από κάτι και προχωράς. Όπως συμβαίνει και στη ζωή.

Απλά δεν ξέρω αν είμαι τόσο κατασταλαγμένος. Σίγουρα, όμως, έχω πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Μπορεί να φτάσω στο χείλος του γκρεμού, αλλά δε θα πέσω- εύκολα, τουλάχιστον.

Η συνέντευξη με τον Γιάννη Οικονομίδη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 45ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.

Ευχαριστώ θερμά την Ευάννα Βενάρδου, υπεύθυνη Τύπου του Φεστιβάλ, για την πολύτιμη συνδρομή στη διοργάνωσή της.

Το Σπιρτόκουτο προβάλλεται, είκοσι χρόνια μετά την πρεμιέρα του, σε κόπια 35mm στον κινηματογράφο Τριανόν από τις 8 Σεπτεμβρίου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου