Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

David Oelhoffen: «Το αστυνομικό φιλμ μάς επιτρέπει να κοιτάξουμε μια κοινωνία εκεί που πονάει»


Με πρωταγωνιστές τους εξαιρετικούς Reda Kateb και Matthias Schoenaerts, οι Αδελφικοί εχθροί του David Oelhoffen (Μακριά από τους ανθρώπους) είναι μια στιβαρά σκηνοθετημένη ιστορία προδοσίας, φιλίας, ενοχής, κάθαρσης κι εκδίκησης, εκτυλισσόμενη στα συννεφιασμένα και υγρά παρισινά προάστια. Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη, με αφορμή την προβολή της ταινίας του στις αίθουσες για 2η συνεχόμενη βδομάδα.

Από τους οδοντωτούς ερημότοπους του Μακριά από τους ανθρώπους στα ζοφερά προάστια του Παρισιού στους Αδελφικούς εχθρούς, η απόσταση είναι μεγάλη- κι όχι μόνο γεωγραφικά. Γιατί αποφάσισες να τοποθετήσεις αυτή την ιστορία προδοσίας, φιλίας, ενοχής, κάθαρσης κι εκδίκησης σ’ αυτό το πολιτισμικό πλαίσιο;

Το πολιτισμικό πλαίσιο, στο οποίο αναφέρεσαι, είναι εκείνο της Γαλλίας του 2018, με τα κοινωνικά προβλήματά της, τα άσχημα ενταγμένα στο έθνος προάστια, και τον «κοινωνικό ανελκυστήρα» της απελπιστικά εκτός λειτουργίας. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που βεβαιότατα μ’ ενδιαφέρει.

Αυτό ήταν ήδη το πλαίσιο της πρώτης μου ταινίας του 2007, μια προσέγγιση ρεαλιστική σε μια συγκεκριμένη απομαγευμένη Γαλλία.

Μ’ ενδιέφερε εξίσου να αποτυπώσω μια καινούρια εγκληματικότητα, αυτή των προαστίων: μια εγκληματικότητα που ήθελα να δείξω χωρίς ρομαντισμό, και τα θύματα της οποίας είναι εκείνοι που την ασκούν. 



Ενώ με το Μακριά από τους ανθρώπους παρέδωσες ένα είδος γουέστερν, στους Αδελφικούς εχθρούς υιοθετείς μια νεο-νουάρ προσέγιση στην αφήγησή σου, με ελάχιστη χρήση βίας όπου αυτή είναι δραματουργικά αναγκαία. Ήταν αυτή η στιλιστική επιλογή περισσότερο συμβατή με το αστικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται η ιστορία σου;

Το αστυνομικό φιλμ ή το γκανγκστερικό θρίλερ είναι, πιστεύω, ενδιαφέροντα, γιατί μάς επιτρέπουν να κοιτάξουμε μια κοινωνία εκεί που αυτή πονάει, όπου δυσλειτουργεί. Αν σ’ αυτές τις ταινίες μας ικανοποιεί  να παρασυρθούμε από τη γοητεία του εγκλήματος ή των απατεώνων, αυτό δεν έχει για μένα κανένα ενδιαφέρον.

Είχα την ευκαιρία να μιλήσω με μεγαλοδιακινητές ναρκωτικών, καθώς και με αστυνομικούς. Μερικά χρόνια νωρίτερα, είχα γράψει το σενάριο μιας ταινίας για έναν Γάλλο δολοφόνο, το L’Affaire SK1, γεγονός που μου έδωσε πολλές επαφές με την αστυνομία.  Αυτό που θυμάμαι από όλες τις συνομιλίες είναι ότι η ζωή των εμπόρων στην πραγματικότητα δεν ήταν απολύτως ρομαντική. Δε συγχέεται με αυτό που βλέπουμε στις περισσότερες ταινίες.

Όλα αυτά τα θέματα με ενδιέφεραν, αλλά στο βαθμό που μπορούσα να δείξω αυτό που ένιωθα: το παράλογο, κι από τις δυο πλευρές. Από την πλευρά της αστυνομίας, το παράλογο ενός πολέμου παντοτινά χαμένου, όπου οι αστυνομικοί αισθάνονται ικανοποιημένοι ρυθμίζοντας την αγορά και διασφαλίζοντας μια ορισμένη τάξη. Από την πλευρά των απατεώνων, το παράλογο μιας ζωής όπου το χρήμα δε φέρνει καμιά κοινωνική άνοδο, ούτε γεωγραφική κινητικότητα. 



Αυτή η αποθάρρυνση μου είναι ορατή στο πρόσωπο όλης της Γαλλίας, όπου περισσότεροι δε φαίνεται να πιστεύουν στις δημοκρατικές αξίες μας της Ελευθερίας, Ισότητας, Αδελφότητας.

Πιο συγκεκριμένα, η ταινία αυτή περιγράφει την ιστορία δύο χαρακτήρων που προσπαθούν να απομακρυνθούν από το κοινωνικό και το γεωγραφικό πλαίσιο, εντός του οποίου γεννήθηκαν, κι ανακαλύπτουν το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν γι’ αυτό. Ενδιαφέρομαι για την πολιτική και την κοινωνική διάσταση, αλλά πάντα σε σχέση με τις προσωπικές συνέπειες που έχουν στους χαρακτήρες. Οι ταινίες μου δεν είναι πολιτικές διαλέξεις!

Στην τελευταία σου ταινία γινόμαστε για μια ακόμα φορά μάρτυρες μιας «μονομαχίας» χαρακτήρων, οι οποίοι, ωστόσο, φαντάζουν σαν τις δύο όψεις του ίδιου «νομίσματος», ή, πράγματι, σαν ένας χαρακτήρας. Συμφωνείς με αυτή την εκτίμηση; Πώς συνέλαβες και δόμησες τους χαρακτήρες του Ντρις και του Μανού;

Στη βάση της τεκμηρίωσης στην οποία αναφέρθηκα νωρίτερα, ο χαρακτήρας του Ντρις, του αλγερινής καταγωγής αστυνομικού, ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της αφήγησης. Αυτός ο αστυνομικός βιώνει κρίση ταυτότητας. Έχει απορρίψει τις προαστιακές και τις μαγκρεμπίνικες καταβολές του, και συνειδητοποιεί ότι η ιεραρχία της αστυνομίας ενδιαφέρεται γι’ αυτόν μόνο εξαιτίας της καταγωγής του. Ο Ντρις έχει μια έντονη επιθυμία να κοινωνικοποιηθεί, θέλει η κόρη του να είναι περήφανη γι’ αυτόν. Έχει αποδεχτεί να δουλεύει για τη Δίωξη Ναρκωτικών. Κι αυτό θα φέρει στην επιφάνεια όλες τις αντιφάσεις και τον πόνο του λόγω της αποκοπής από την οικογένειά του.

Ο Μανού, έχεις δίκιο, είναι η άλλη πλευρά του «νομίσματος». Είναι κάποιος που δεν είχε οικογένεια, κι «εγκαθίσταται» σε μία, η οποία τον υιοθετεί, εν προκειμένω μια εγκληματική μαροκινή οικογένεια. Ο ένας έχει χάσει την ελευθερία, ο άλλος την αγάπη. Δεν έχουν τις ίδιες νευρώσεις. Ο θάνατος του Ιμράν προκαλεί μια κρίση που τους υποχρεώνει να αναρωτηθούν για το ποιοι είναι και για την εγκυρότητα των επιλογών τους.

Αλλά ναι, αυτοί οι δύο ήρωες μοιάζουν επειδή δε βιώνουν προσωπικό πόνο και καθένας καταλαβαίνει τον πόνο του άλλου.



Νομίζω ότι οι Αδελφικοί εχθροί κερδίζουν αξιοσημείωτα σε βάθος χάρη στις ερμηνείες και τη «χημεία» των Reda Kateb και Matthias Schoenaerts. Έχοντας ήδη δουλέψει με τον Reda, πώς ήταν να σκηνοθετείς και τους δύο;

Στις ταινίες που με ενδιαφέρουν, οι ηθοποιοί βρίσκονται στο επίκεντρο. Αυτό προσπαθώ κι εγώ να κάνω. Όταν, λοιπόν, μου λένε ότι οι ηθοποιοί είναι καλοί ή πως αυτοί κυρίως «κουβαλούν» το φιλμ στους ώμους τους πρόκειται για ένα κομπλιμέντο που το παίρνω προσωπικά! Αφήνω πολλή ελευθερία στους βασικούς ηθοποιούς από την άποψη των διαλόγων και των κινήσεων. Δημιουργούμε τη «χορογραφία» της κάθε σκηνής μαζί. Προσπαθώ να επιβάλλω όσο το δυνατόν λιγότερα, ακόμα κι αν μερικές φορές είναι φυσικά απαραίτητο- στις σκηνές δράσης, επί παραδείγματι.

Μου αρέσει πραγματικά να εκπλήσσομαι από τους ηθοποιούς, από την αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Και όταν έχουμε δύο ηθοποιούς που θέλουν πολύ να παίξουν και να επινοήσουν μαζί, θα ήταν ανόητο να τους στερήσω την ελευθερία. Νομίζω ότι η «χημεία» γεννιέται από αυτή την ελευθερία.

Υπάρχει, ωστόσο, κάτι βαθιά μοιρολατρικό στο κλείσιμο της αφήγησης. Νιώθω πως ό,τι κι αν κάνουν οι ήρωες, και ανεξαρτήτως κινήτρων και προθέσεων, η έκβαση θα είναι ανελέητα και πικρά ζοφερή. Πρόκειται για ένα σχόλιο σχετικά με τη διαδικασία ένταξης των μεταναστών, ιδίως εκείνων από τις νεότερες γενιές, στη γαλλική κοινωνία, σε ένα γενικότερο επίπεδο;

Η τραγική διάσταση της ιστορίας προκύπτει αναμφίβολα από το γεγονός ότι οι κακές επιλογές των χαρακτήρων έχουν γίνει πριν την έναρξη του φιλμ και, καθώς αυτό ξεκινά, είναι ήδη πολύ αργά. Ναι, το σενάριο είναι γραμμένο σαν μια τραγωδία. Μια οικογενειακή τραγωδία μεταμφιεσμένη σε θρίλερ.

Ξέρουμε πώς τελειώνουν οι τραγωδίες! Ξέρουμε ότι ο Νονός δε θα τελειώσει καλά. Γιατί το ευτυχές τέλος θα ήταν αισθητικά και πολιτικά λάθος. 



Αλλά αυτό στο οποίο αναφέρεται η ταινία υπερβαίνει κατά πολύ, κατά τη γνώμη μου, το πλαίσιο της βορειοαφρικανικής κοινότητας. Πρόκειται για τη δυσκολία αλλαγής πλαισίου στις παλιές μας κοινωνίες. Είναι κάτι παγκόσμιο. Πρόκειται, επίσης, για εκείνους που έχουν βιώσει την αγροτική έξοδο, για εκείνους κι εκείνες που αρνούνται να συνεχίσουν την κοινωνία των πατεράδων τους. Στη συνέχεια, επέλεξα αυτή τη βορειοαφρικανική κοινότητα στην ταινία, γιατί είναι ίσως αυτή που πληρώνει το υψηλότερο τίμημα στη Γαλλία. Αλλά, για μια ακόμα φορά, πρόκειται για ένα παγκόσμιο πρόβλημα.

Κι εγώ άλλαξα πλαίσια. Γεννήθηκα στην Ισπανία. Μεγάλωσα στο Νότο της Γαλλίας. Πήγα στο Παρίσι για να σπουδάσω. Παρέμεινα εκεί για να κάνω σινεμά. Είναι ένα θέμα που με ενδιαφέρει.

Μια συννεφιασμένη υγρασία διεισδύει σε κάθε «πόρο» της ταινίας σου, σε βαθμό να γίνεται κι ίδια ένας χαρακτήρας. Τη θεωρείς κι εσύ έτσι;

Συμφωνώ. Χάρη στον Guillaume Deffontaines. Είναι ένας υπέροχος διευθυντής φωτογραφίας, με τον οποίο είχα την ευκαιρία να δουλέψω σε δύο φιλμ. Κάναμε μαζί το Μακριά από τους ανθρώπους. Εκεί, το στιλιστικό στοίχημα ήταν το ακριβώς αντίθετο. Θέλαμε να μοιάζουν τα προάστια με τους ανθρώπους που τα κατοικούν. Μερικές φορές εχθρικά, υγρά, άβολα. Άλλες, όμορφα και γραφικά, επίσης, με υπέροχη θέα του Παρισιού από τις στέγες. Κοντινά, γιατί οι κάτοικοί τους μπορεί, ταυτόχρονα, να αγαπούν και να μισούν το μέρος όπου ζουν. Δεν είναι όλα μόνο υγρά. Υπάρχει κι η ζέστη. Είναι και τα δύο. 



Τι νιώθεις την ανάγκη να εξερευνήσεις στα μελλοντικά κινηματογραφικά σου εγχειρήματα;

Ελπίζω να συνεχίσω να «σκάβω» το δρόμο μου με εγχειρήματα που συνδυάζουν την πολιτική, την κοινωνία και την ιστορία με τις επιπτώσεις που έχει στους χαρακτήρες. Έχω ήδη γράψει δύο έργα. Το ένα λέγεται Ο τέταρτος τοίχος, διασκευή ενός μυθιστορήματος γνωστού στη Γαλλία, που εκτυλίσσεται στη Βηρυτό κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Εστιάζει σ’ έναν θεατρικό σκηνοθέτη, ο οποίος ανεβάζει την Αντιγόνη του Ανούιγ κάνοντας έκκληση σε όλες τις κοινότητες που εμπλέκονται στη σύγκρουση.

Το άλλο τιτλοφορείται Οι τελευταίοι άνθρωποι, μια πολεμική ταινία που λαβαίνει χώρα στην Ινδοκίνα το 1945. Η ιστορία επικεντρώνεται σε μια ομάδα 30 Γάλλων λεγεωνάριωνη οποία εγκαταλείφθηκε από τη Γαλλία κατά τη διάρκεια της αποχώρησής της εναντίον των Ιαπώνων.

Αλλα, σε κάθε περίπτωση, είναι κάπως νωρίς να μιλήσω γι’ αυτά περισσότερο λεπτομερειακά.

Photo credit (David Oelhoffen): Βαγγέλης Πατσιαλός.

Ευχαριστώ θερμά την ατζέντισσα του David Oelhoffen Anne-Sophie Berthelin για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης με τον σκηνοθέτη.

Η ταινία του David Oelhoffen Αδελφικοί εχθροί προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 11 Οκτωβρίου σε διανομή της Spentzos Film.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου