Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Ξαβιέ Λεγκράν: «Το να χτίζεις ένα χαρακτήρα σημαίνει να κατανοείς πώς αναπνέει»


Το σινεμά των αδερφών Νταρντέν συναντά τη Λάμψη του Κιούμπρικ στο Μετά τον χωρισμό, το καθηλωτικό ψυχολογικό θρίλερ του πολλά υποσχόμενου Ξαβιέ Λεγκράν, που εξερευνά το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας. Το φιλμ απέσπασε το Αργυρό Λιοντάρι καλύτερης σκηνοθεσίας, καθώς και το βραβείο καλύτερης πρώτης ταινίας, στο περσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας και προβάλλεται από τις 15 Μαρτίου στις αίθουσες. Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη.

Το Μετά τον χωρισμό αποτελεί θεματική συνέχεια της υποψήφιας για Όσκαρ και πολυσυζητημένης μικρού μήκους ταινίας σου Just before losing everything. Γιατί ένιωσες την ανάγκη να εξερευνήσεις περαιτέρω το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας που είχες θίξει σ’ εκείνη;

Η ενδοοικογενειακή βία είναι μεγάλο ζήτημα. Δε θα μπορούσα να κάνω μόνο μια ταινία γι’ αυτό το επώδυνο πρόβλημα της κοινωνίας μας. Από την αρχή του εγχειρήματος, ήθελα να γράψω μια τριλογία, που θα αφηγείτο την ιστορία του ζευγαριού Μπεσόν σε τρεις διαφορετικές φάσεις του χωρισμού τους. Ολοκληρώνοντας, όμως, το πρώτο επεισόδιο, το Just before losing everything, συνειδητοποίησα ότι τα άλλα δύο θα ήταν ακόμα δυσκολότερα στη συγγραφή και θα διατάρασσαν την ισορροπία της τριλογίας.



Πράγματι, το πρώτο επεισόδιο αφορά στη μέρα του χωρισμού, το δεύτερο θα έθετε το ζήτημα του διαζυγίου και της επιμέλειας και, εντέλει, το τρίτο θα έπρεπε να καταδείξει τις συνέπειες του χωρισμού του ζευγαριού, το οποίο παραμένει, ωστόσο, δεμένο λόγω της ιδιότητας του καθενός ως γονιού. Θεώρησα πιο ενδιαφέρον να συνενώσω το δεύτερο και το τρίτο μέρος, γιατί μου παρείχε περισσότερο χρόνο να δώσω βάθος στις καταστάσεις και επειδή ο διαχωρισμός αυτών των δύο φάσεων δεν ήταν τόσο σημαντικός. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Υπάρχει η μία μόνο γιατί η άλλη λαμβάνει χώρα.

Αν και πρόκειται μόνο για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο σου, αναδύεσαι τόσο ως σκηνοθέτης καθ’ οδόν προς την ωριμότητα, όσο και ως υποσχόμενος αφηγητής. Σε ποιο βαθμό αυτές οι διαδικασίες συγκλίνουν και υπό ποια έννοια διαφέρουν;

Πιστεύω πως η σκηνοθεσία και η συγγραφή συνδέονται στενά. Σε ό,τι με αφορά, τουλάχιστον. Για μένα, ένα σενάριο είναι μια καταγραφή που μεταφέρει μια ιστορία προορισμένη να γυριστεί, να γίνει ορατή σε μια οθόνη. Όταν γράφω ένα σενάριο, αυτή η ιστορία ήδη καλλιεργείται από το στήσιμό της, το παίξιμο των ηθοποιών, τις επιλογές και τις οπτικές γωνίες που θέλω να υιοθετήσω.



Το κάστινγκ παιδιών και η συνεργασία μαζί τους, καθώς και η αποτύπωσή τους πέρα από κλισέ και στερεότυπα, έχει πάντα υπάρξει απαιτητικό έργο. Σε βοήθησε η προηγούμενη εμπειρία σου ως παιδιού ηθοποιού στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της υποκριτικής του Τομά Γκιοριά, του νεαρού πρωταγωνιστή σου; Πώς θα περιέγραφες τη συνεργασία σας και τι έμαθες απ’ αυτή;

Πράγματι ξεκίνησα να παίζω στο θέατρο από πολύ μικρός. Ήξερα από νωρίς πώς να το κάνω, να ενσαρκώσω ένα στοιχείο σε μια ιστορία και να θέσω τα συναισθήματα κάποιου στην υπηρεσία ενός χαρακτήρα. Διέγνωσα αμέσως ότι ο Τομά κατανοούσε αυτή τη διαδικασία.

Όσο για τη σύλληψη του χαρακτήρα του, άρχισα από μια πολύ απλή ιδέα: καθώς ο λόγος του ακούγεται, αλλά δεν του δίνεται σημασία, αποφάσισα να του δώσω λίγες λέξεις στο φιλμ και να του συνθέσω ένα ρόλο σχεδόν μουγκό, και κυρίως ευαίσθητο και επαναλαμβανόμενο, πηγαίνοντας από το κακό στο χειρότερο.



Ο Τομά έχει αυτό το απίστευτο και σπάνιο ταλέντο: να ακούει με πληρότητα, ευαλωτότητα και εκφραστικότητα. Η αναπνοή του είναι, επίσης, πιο έντονη από κάθε διάλογο. Όλη η δουλειά μαζί του συνίστατο στην ανάδειξη αυτής της ποιότητας, χωρίς ποτέ να εκπίπτει σε μηχανικό ή επεξηγηματικό παίξιμο. Μπορούσα να δω την εμπλοκή, την ωριμότητα και τη συγκέντρωσή του.

Ως ηθοποιός έμαθα πολλά από τη συνεργασία μας. Το να χτίζεις ένα χαρακτήρα σημαίνει, πάνω απ’ όλα, να κατανοείς πώς αυτό το άτομο αναπνέει. Να βρεις, δηλαδή, το εύρος της καρδιάς του.

Αναφέρεις το σινεμά των Χίτσκοκ, Χάνεκε και Σαμπρόλ ως πηγή έμπνευσης υπό την έννοια της ικανότητάς του να εμπλέκει τον θεατή, παίζοντας με τα νεύρα και τις αντοχές του. Νιώθεις ότι ο σύγχρονος κινηματογράφος- ευρωπαϊκός ή άλλος- μπορεί να εκπλήξει, ή ακόμα και να σοκάρει;

Ασφαλώς και το σινεμά μπορεί - σε κάθε περίπτωση το πιστεύω-, αλλιώς δεν έχει πολύ ενδιαφέρον να το κάνεις. Η οθόνη είναι ένα παράθυρο παρατήρησης, αμφισβήτησης, εγκωμιασμού ή γελοιοποίησης της ανθρωπιάς μας. Για να σοκαριστεί ή να εκπλαγεί, ο θεατής πρέπει να κληθεί από τον σκηνοθέτη να υιοθετήσει μία ή περισσότερες οπτικές γωνίες. Κι αυτό δουλεύει με πολλή ακρίβεια από το στάδιο της συγγραφής του σεναρίου, όχι μόνο μέσα από το καδράρισμα.



Το Μετά τον χωρισμό έλαβε 2 σημαντικά βραβεία κατά την περσινή πρεμιέρα του στη Βενετία και αποκόμισε αξιοσημείωτη αποδοχή από κριτικούς και κοινό. Σκοπεύεις να συνεχίσεις στην κατεύθυνση αυτής της κοινωνικά ευαίσθητης, αισθητικά λιτής παράδοσης κινηματογραφικής δημιουργίας;

Δε νομίζω ότι ακολούθησα μια κινηματογραφική παράδοση με το Μετά τον χωρισμό, καθώς οι ταινίες κοινωνικού προβληματισμού συχνά παγιδεύονται στο θέμα τους ακριβώς εξαιτίας του. Το θέμα καταλαμβάνει όλο το χώρο και αφήνει λίγο στο σινεμά. Από την άλλη, πιστεύω πως κατόρθωσα να αναζωογονήσω ένα πραγματικό είδος, το θρίλερ, το οποίο αρκετά σπάνια χειρίζεται ένα σοβαρό και οικουμενικό κοινωνικό θέμα.

Επιπλέον, στο γαλλικό σινεμά των τελευταίων χρόνων προβλήματα όπως ο χωρισμός, το διαζύγιο ή/και η επιμέλεια του παιδιού έχουν συχνά αντιμετωπιστεί με τον τρόπο της κωμωδίας ή της παρωδίας, αντί με εκείνο του ψυχολογικού θρίλερ.

Photo credit (Ξαβιέ Λεγκράν): Irene Fanizza.

Η ταινία του Ξαβιέ Λεγκράν Μετά τον χωρισμό προβάλλεται από τις 15 Μαρτίου στους κινηματογράφους σε διανομή της Weird Wave.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου