Πιο πολύ χαμηλόφωνος ποιητικός στοχασμός, στα
όρια της μυθοπλασίας και με επιρροές από Πατρίσιο Γκουσμάν, παρά
συμβατικό ντοκιμαντέρ δημοσιογραφικού χαρακτήρα, το Φωτιά στη Θάλασσα του Ιταλού
Gianfranco Rosi, το οποίο απέσπασε την Χρυσή
Άρκτο στη φετινή Μπερλινάλε,
προσεγγίζει με λεπταίσθητο χιούμορ
την καθημερινότητα μερικών από τους κατοίκους της Λαμπεντούζα, ντόπιων και
μεταναστών.
Κεντρικός πρωταγωνιστής του ντοκιμαντέρ είναι ο 12χρονος Σαμουέλε, μέσα από τα μάτια του οποίου «περιηγούμαστε» στο ανθρώπινο «τοπίο» του μικροσκοπικού νησιού-πύλης εισόδου για χιλιάδες μετανάστες από την Αφρική προς την Ευρώπη.
Έμπειρος ντοκιμαντερίστας, ο Gianfranco Rosi έμεινε στο νησί για 1.5 χρόνο, παρέα με την κάμερά του, και ολοκλήρωσε το ντοκιμαντέρ λίγο πριν την έναρξη της Μπερλινάλε.
Ο σκηνοθέτης βρέθηκε στην Αθήνα την προηγούμενη βδομάδα για την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας του, προσκεκλημένος της StraDa Films, η οποία τη διανέμει στην Ελλάδα.
Ευδιάθετος, ομιλητικός, οξυδερκής και με ξεχωριστή αίσθηση του χιούμορ, μας μίλησε για το ντοκιμαντέρ του, τη σκηνοθετική του προσέγγιση, το μεταναστευτικό ζήτημα και την Ευρώπη του σήμερα. Το Φωτιά στη Θάλασσα προβάλλεται από τις 14 Απριλίου στους κινηματογράφους.
Κεντρικός πρωταγωνιστής του ντοκιμαντέρ είναι ο 12χρονος Σαμουέλε, μέσα από τα μάτια του οποίου «περιηγούμαστε» στο ανθρώπινο «τοπίο» του μικροσκοπικού νησιού-πύλης εισόδου για χιλιάδες μετανάστες από την Αφρική προς την Ευρώπη.
Έμπειρος ντοκιμαντερίστας, ο Gianfranco Rosi έμεινε στο νησί για 1.5 χρόνο, παρέα με την κάμερά του, και ολοκλήρωσε το ντοκιμαντέρ λίγο πριν την έναρξη της Μπερλινάλε.
Ο σκηνοθέτης βρέθηκε στην Αθήνα την προηγούμενη βδομάδα για την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας του, προσκεκλημένος της StraDa Films, η οποία τη διανέμει στην Ελλάδα.
Ευδιάθετος, ομιλητικός, οξυδερκής και με ξεχωριστή αίσθηση του χιούμορ, μας μίλησε για το ντοκιμαντέρ του, τη σκηνοθετική του προσέγγιση, το μεταναστευτικό ζήτημα και την Ευρώπη του σήμερα. Το Φωτιά στη Θάλασσα προβάλλεται από τις 14 Απριλίου στους κινηματογράφους.
Παρακολουθώντας
το ντοκιμαντέρ σας, σκεφτόμουν ότι θα ζούσαμε σε διαφορετική κοινωνία, αν
ταινίες όπως το Φωτιά στη Θάλασσα,
γίνονταν blockbusters.
Ή δε θα ήταν καν απαραίτητες, γιατί η κοινωνία θα ήταν ήδη διαφορετική.
Ακριβώς. Γι’ αυτό, όταν
με ρωτάνε αν οι ταινίες αλλάζουν τον κόσμο, απαντώ πως δεν μπορούν. Πόσοι
άνθρωποι θα δουν αυτήν την ταινία στην Ελλάδα; 20, 50.000, ίσως. Πόσοι στην Ιταλία;
Ίσως 150.000.
Ο
στόχος, ωστόσο, είναι να «απλωθεί» σε όσο το δυνατόν ευρύτερα κοινά είναι
δυνατόν, για αρχή. Αυτό που, κυρίως, εκτίμησα στη δουλειά σας είναι ότι δεν
πρόκειται για συμβατικό ντοκιμαντέρ καταγραφικού ή τηλεοπτικού τύπου, αλλά περισσότερο
αποτελεί έναν ποιητικό στοχασμό πάνω σε σύνθετα ζητήματα και πραγματικότητες.
Στην πραγματικότητα δεν
έχω αλλάξει προσέγγιση από την πρώτη μου ταινία μέχρι την τελευταία. Χρειάζομαι
να συναντώ πράγματα: πρώτα τόπους κι έπειτα, μέσα σε αυτούς, ανθρώπους. Στη
συνέχεια, πρέπει να έχω επίγνωση πως αυτή η πραγματικότητα βρίσκεται στο
εσωτερικό των ανθρώπων. Όταν, λοιπόν, κινηματογραφώ τη ζωή τους, αντανακλούν
τον κόσμο που τους περιβάλλει.
Εστιάζετε,
επίσης, αρκετά σε ανθρώπους που ανήκουν στο περιθώριο, που ζουν ήσυχες ζωές,
που δεν «κραυγάζουν» για προσοχή.
Μου αρέσει να δημιουργώ
μια οικειότητα με τον άλλο, ένα διάλογο. Διαλέγομαι, λοιπόν, με όσους έχουν τις
ίδιες ευαισθησίες με μένα, αλλιώς δε θα τα κατάφερνα. Πρέπει, επίσης, να
ερωτευτώ κάποιες στιγμές, κάποιες ιστορίες...
Κάποιους
ανθρώπους, επίσης;
Απολύτως. Και σίγουρα
ερωτεύτηκα τον πρωταγωνιστή του Φωτιά στη
θάλασσα, τον Σαμουέλε.
Τον
συναντήσατε τυχαία, στη διάρκεια των γυρισμάτων;
Μόνο μέσα από τα ματιά
ενός παιδιού θα μπορούσα να αφηγηθώ αυτήν την ιστορία. Ο Σαμουέλε είναι ένας πνευματικός,
συναισθηματικός οδηγός. Μέσω της διάθεσής του, υποθέτουμε τι υπάρχει έξω από το
νησί. Έτσι, οι δύο αυτοί κόσμοι έρχονται, κατά κάποιο τρόπο, κοντά,
δημιουργώντας μια αλληλοσυμπληρούμενη διάθεση, που κρατάει την ιστορία.
Στην
πραγματική ζωή, εκτός φιλμ, που κι αυτό αποτελεί μια κατασκευή...
...Σίγουρα...
...Συγκλίνουν,
ή συνέκλιναν στο παρελθόν, οι δύο παράλληλοι κόσμοι, των κατοίκων της
Λαμπεντούζα και των μεταναστών;
Όχι στις μέρες μας. Μετά
την έλευση της Frontex,
τα σύνορα μετακινήθηκαν. Πριν από αυτά τα γεγονότα, πιθανότατα υπήρχε
αλληλεπίδραση, αλλά δεν έγινα μάρτυρας σε κάτι τέτοιο.
Στο παρελθόν, το νησί και οι κάτοικοί του ήταν πολύ πιο ευάλωτοι, γιατί υπήρχε κάποια περίοδος, κατά την οποία κατέφθαναν στη Λαμπεντούζα χιλιάδες πλοία, έμοιαζε με νεκροταφείο πλοίων. Κι επειδή αυτά βρίσκονταν στην ακτή, οι άνθρωποι έπρεπε να πάνε εκεί για να τα μετακινήσουν.
Τώρα η κατάσταση λειτουργεί μέσα από πιο θεσμικούς διαύλους. Οι άνθρωποι αναχαιτίζονται στη θάλασσα και μετά οδηγούνται στο νησί, όπου τους παραλαμβάνουν λεωφορεία, τα οποία τους μεταφέρουν στο κέντρο.
Αλλά, κατά κάποιο τρόπο, αυτό το σύνορο, που μετακινήθηκε, έσωσε πολλούς στη θάλασσα, αλλά και οδήγησε σε πολλούς θανάτους, γιατί τώρα στέλνουν τους μετανάστες, για παράδειγμα από τη Λιβύη, με πλοία, τα οποία δεν είναι εξοπλισμένα να αντιμετωπίσουν τη θάλασσα, έτσι πεθαίνουν πολύ περισσότεροι. Αυτό είναι ένα παράδοξο.
Στο παρελθόν, το νησί και οι κάτοικοί του ήταν πολύ πιο ευάλωτοι, γιατί υπήρχε κάποια περίοδος, κατά την οποία κατέφθαναν στη Λαμπεντούζα χιλιάδες πλοία, έμοιαζε με νεκροταφείο πλοίων. Κι επειδή αυτά βρίσκονταν στην ακτή, οι άνθρωποι έπρεπε να πάνε εκεί για να τα μετακινήσουν.
Τώρα η κατάσταση λειτουργεί μέσα από πιο θεσμικούς διαύλους. Οι άνθρωποι αναχαιτίζονται στη θάλασσα και μετά οδηγούνται στο νησί, όπου τους παραλαμβάνουν λεωφορεία, τα οποία τους μεταφέρουν στο κέντρο.
Αλλά, κατά κάποιο τρόπο, αυτό το σύνορο, που μετακινήθηκε, έσωσε πολλούς στη θάλασσα, αλλά και οδήγησε σε πολλούς θανάτους, γιατί τώρα στέλνουν τους μετανάστες, για παράδειγμα από τη Λιβύη, με πλοία, τα οποία δεν είναι εξοπλισμένα να αντιμετωπίσουν τη θάλασσα, έτσι πεθαίνουν πολύ περισσότεροι. Αυτό είναι ένα παράδοξο.
Νιώθετε
να αλλάζετε, μετά από καθέ ντοκιμαντέρ σας, δεδομένου ότι συναντάτε ανθρώπους;
Ασφαλώς. Πάντοτε
αλλάζεις. Υπάρχουν πολύ δυνατές στιγμές στον παλιό μου εαυτό, αλλά, όταν ξεκινώ
κάτι καινούριο, πρέπει να ξεχάσω εντελώς την προηγούμενη δουλειά μου, να
απελευθερωθώ ολοκληρωτικά, να λειτουργώ σαν να πρόκειται για την πρώτη φορά- ή
την τελευταία.
Δε
βρίσκετε υποκριτικό το ότι ο Ματέο Ρέντσι ανέλαβε την πρωτοβουλία να δείξει την
ταινία σας στους Ευρωπαίους ηγέτες, δεδομένου πως αυτοί είναι, περισσότερο ή
λιγότερο, υπεύθυνοι για τις ανθρωπιστικές καταστροφές, όπως αποκαλούνται οι
θάνατοι των μεταναστών, λόγω των πολιτικών που εφαρμόζουν;
Σίγουρα πρόκειται για
καταστροφή. Μιλάμε για αριθμούς ανθρώπων, που, για παράδειγμα, στέλνονται πίσω
στην Τουρκία από την Ελλάδα. Είναι άνθρωποι, οι οποίοι διακινδυνεύουν τις ζωές
τους και πολλοί πεθαίνουν στη διαδρομή από την Τουρκία στη Λέσβο. Πρόκειται για
μια τεράστια τραγωδία. Κι η ιδέα ότι η Ευρώπη λέει «τώρα πρέπει να επιστρέψουμε 200-250» είναι ένα παιχνίδι
ηλιθιότητας.
Ο μόνος τρόπος θα ήταν να χτίσει η Ευρώπη μια ανθρωπιστική γέφυρα και να προσπαθήσει να καταλάβει πως αυτοί οι άνθρωποι είναι εδώ και τίποτα δε θα σταματήσει. Η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει πολιτική, που πρέπει να γίνει ευρωπαϊκή, όχι πια πολιτική μεμονωμένων χωρών.
Ο μόνος τρόπος θα ήταν να χτίσει η Ευρώπη μια ανθρωπιστική γέφυρα και να προσπαθήσει να καταλάβει πως αυτοί οι άνθρωποι είναι εδώ και τίποτα δε θα σταματήσει. Η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει πολιτική, που πρέπει να γίνει ευρωπαϊκή, όχι πια πολιτική μεμονωμένων χωρών.
Αισθάνεστε
κάποια αισιοδοξία;
Όχι, καθόλου. Μηδέν. Η
αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος είναι μια μεγάλη ήττα.
Που
με τη σειρά της διευκολύνει την περαιτέρω άνοδο νεοναζιστικών, ξενοφοβικών και
ρατσιστικών κομμάτων.
Ακριβώς. Το μέλλον της
Ευρώπης θα είναι φρικτό, αν δεν αλλάξει πραγματικά οπτική γωνία, δεν αποκτήσει
περισσότερο οραματικό χαρακτήρα.
Πού
αφιερώνετε την ταινία σας;
Πράγματι την αφιέρωσα
στην Λαμπεντούζα, όταν κέρδισα το βραβείο στην Μπερλινάλε, γιατί είναι ένα
μικρό νησί με λίγες χιλιάδες κατοίκους, διαχειρίστηκε τα μεταναστευτικά κύματα
τα τελευταία 20 χρόνια μόνη της και ποτέ δεν άκουσα έναν άνθρωπο να φοβάται. Υπήρχε
τεράστιο αίσθημα αποδοχής.
Όταν ρώτησαν τον γιατρό του νησιού γιατί συμβαίνει αυτό, απάντησε: «Επειδή είμαστε ψαράδες. Ένας ψαράς πάντοτε αποδέχεται ό,τι έρχεται από τη θάλασσα».
Όταν ρώτησαν τον γιατρό του νησιού γιατί συμβαίνει αυτό, απάντησε: «Επειδή είμαστε ψαράδες. Ένας ψαράς πάντοτε αποδέχεται ό,τι έρχεται από τη θάλασσα».
Ο
τίτλος της ταινίας είναι ένα τραγούδι, και παράλληλα αναφέρεται στις κακουχίες
και τον πόλεμο. Τον αντιλήφθηκα σωστά;
Έχει μια ελαφρότητα, που
την αγάπησα, και, ταυτόχρονα, περιγράφει μια τραγωδία. Με έναν τρόπο, αυτή η
ελαφρότητα συνιστά και τη δικιά μου προσέγγιση της πραγματικότητας. Γι’ αυτό,
το συγκεκριμένο τραγούδι είχε, για μένα, εμβληματικό χαρακτήρα.
Ευχαριστώ
θερμά τον Τάκη Βερέμη
και την Σεργίνα Σταυρουλάκη από τη StraDa Films για την πολύτιμη συμβολή τους στην πραγματοποίηση
της συνομιλίας με τον σκηνοθέτη.
Το ντοκιμαντέρ του Gianfranco Rosi Φωτιά
στη Θάλασσα προβάλλεται από τις 14 Απριλίου στους κινηματογράφους
σε διανομή της StraDa Films.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου