![]() |
Jim Reid (αριστερά), William Reid (δεξιά) |
Επιδραστικοί όσο
λίγα συγκροτήματα «εναλλακτικού ροκ», οι The Jesus and Mary Chain έρχονται
στην Αθήνα την Τρίτη 24 και την Τετάρτη 25 Ιουνίου για ένα
εκρηκτικό συναυλιακό διήμερο.
Ενόψει των
συναυλιών τους, κουβεντιάζουμε με τον Jim Reid, ιδρυτικό -μαζί
με τον αδερφό του, William-
μέλος του σκωτσέζικου γκρουπ.
Είχα πάντοτε μια απορία: πώς
κι αποφασίσατε να κρύψετε αυτόν τον όμορφο, τρυφερό μελωδικό πυρήνα της μουσικής
σας σε μια αύρα fuzz,
reverb
και
θορύβου, γενικότερα;
Λοιπόν, γιατί όχι;
Αν προσεγγίσουμε το
ζήτημα ιστορικά, από το Psychοcandy κι
εξής...
Ναι, ας ξεκινήσουμε από
εκεί.
Εκείνη την εποχή παίζαμε
όργανα για λίγους μήνες, οπότε ήταν ο φυσικός τρόπος να το κάνουμε. Μας άρεσε
πολύ το πανκ ροκ και η μουσική των The Velvet Underground και έμοιαζαν με πρότυπα
για εμάς.
Δε θα είχαμε, επομένως,
σκεφτεί να φτιάξουμε μουσική χωρίς το διαπεραστικό feedback. Ήταν τόσο φυσιολογικό
όσο το να τρώμε φαγητό. Έτσι μάς προέκυψε.
Μπήκαμε στο στούντιο,
ηχογραφήσαμε έναν δίσκο [σημ.: το Psychocandy], δε συζητήσαμε καν αν επρόκειτο να
πουλήσει. Όλα ήταν τόσο ενστικτώδη. Κι έτσι παραμένουν έκτοτε, ξέρεις.
Ως κανόνα, δε σχεδιάζουμε
πώς θα ακούγεται κάθε δίσκος. Μπαίνουμε στο στούντιο και ηχογραφούμε.
Έχει πάντα λειτουργήσει
αυτή η διαδικασία, τού να αφήνεστε και να περιμένετε να συμβεί κάτι;
Ποτέ δεν μπαίνουμε στο
στούντιο αν δεν έχουμε μια ντουζίνα τραγούδια τα οποία θα μπορούσαν να φτιάξουν
ένα καλό άλμπουμ.
Το Stoned & Dethroned επρόκειτο
να είναι ένας ακουστικός δίσκος, αλλά δεν εξελίχθηκε έτσι, αν και είχαμε πει σε
όλους ότι αυτό θα συνέβαινε.
Κάνουμε ένα ακουστικό
ραδιοφωνικό session
με τον John
Peel και
άρεσε πολύ στους οπαδούς μας. Όλοι ρωτούσαν: «Πότε θα κυκλοφορήσει ο
ακουστικός δίσκος σας;» «Γαμώτο! Ίσως θα ήταν καλύτερο να τον κάνουμε»,
σκεφτήκαμε.
Όταν, όμως, βρεθήκαμε στο
στούντιο, αναρωτηθήκαμε: «Πώς φτιάχνεις ένα ακουστικό άλμπουμ;» Ακούγεται
απογυμνωμένο και
λιτό. Τότε, υποθέτω, συνειδητοποιήσαμε τα όρια των μουσικών ικανοτήτων μας. Από
τεχνικής άποψης, σε κάθε περίπτωση.
«Γάμησέ το, ας κάνουμε
έναν δίσκο», αποφασίσαμε. Κι έτσι βγήκε το Stoned & Dethroned. Διακινήθηκε μέσω mail order και
είναι κυρίως ακουστικό.
Με τα χρόνια δε θα έλεγα
πως έχετε «βελτιωθεί». Έχετε, ωστόσο, ενσωματώσει κι άλλους ήχους στις δουλειές
σας: πιο απλές ποπ μελωδίες, μέχρι και στοιχεία ηλεκτρονικής μουσικής. Άρα,
εξελίσσεστε.
Ειλικρινά, με κάθε
άλμπουμ επινοούμε την μπάντα εκ νέου. Ποιος ο λόγος να κάνουμε κάτι «μπαγιάτικο»;
Όταν ηχογραφήσαμε το Psychocandy, πολλοί ήθελαν η επόμενη
δουλειά μας να είναι άλλο ένα Psychocandy.
Για εμάς, κάτι τέτοιο ήταν απολύτως άσκοπο.
Κι όσο κι αν αγαπώ τους Ramones, πάντα ένιωθα ότι θα
έπρεπε να έχουν δοκιμάσει κι άλλα πράγματα, καθώς έφτιαχναν το ίδιο άλμπουμ
ξανά και ξανά.
Είναι κρίμα. Αν έχεις ακόμα
κάτι να μοιραστείς, μπορείς να το κάνεις με διάφορους τρόπους.
Πάντα μας εξέπλητταν
άνθρωποι όπως ο David
Bowie,
ο οποίος επανεπινοούσε τον εαυτό του πλήρως κάθε δυο χρόνια.
Αν, λοιπόν, κάνεις έναν
δίσκο, ο επόμενος δεν πρέπει να ακούγεται όπως ο προηγούμενος. Πρέπει να
συνεχίσεις να κινείσαι. Αν δεν κινείσαι, δεν έχει νόημα. Βαλτώνεις. Και δε
διαθέτεις αρκετό ενθουσιασμό για να προχωρήσεις.
Ο λόγος που συνεχίζουμε
να φτιάχνουμε δίσκους μετά από τόσα χρόνια είναι επειδή το θέλουμε ακόμα.
Είναι η διαχείριση των
προσδοκιών άλλων -ακροατών, μουσικοκριτικών, παραγωγών, ιδιοκτητών εταιρειών-, ή
ακόμα και εκείνων που μπορεί να επιβάλλετε στους εαυτούς σας, και πηγή
άγχους;
Η μόνη πηγή άγχους που
μετρά για εμάς είναι οι δικές μας προσδοκίες.
Είμαστε αρκετά καλοί στο
να απορρίπτουμε τις προσδοκίες όλων των άλλων, γιατί μάθαμε από πολύ νωρίς πως
δεν μπορείς να ευχαριστείς τους πάντες, κι ότι ο μόνος τον οποίο πρέπει να αποσκοπείς
να ευχαριστείς είναι ο εαυτός σου.
Αν, λοιπόν, κάνεις έναν
δίσκο με τον οποίο αισθάνεσαι καλά, μπορείς να ευχαριστηθείς. Το λιγότερο που
μπορείς να πεις είναι: «Γάμησέ τα! Τουλάχιστον αρέσει σε μένα».
Α, πάλι, τον κάνεις για
το κοινό σου και δεν τον αγοράσουν, νιώθεις σαν ένας γαμημένος ηλίθιος.
Οπότε, πάντα φτιάχνε τους
δίσκους που θέλεις: εμείς κάνουμε δίσκους για εμάς, τον Jim και
τον William,
για κανέναν άλλο. Ούτε για τις εταιρείες, ούτε για το κοινό, ούτε για τους κριτικούς.
Μη με παρεξηγήσεις, όμως.
Θέλουμε να αρέσουν στους ανθρώπους. Η δημοφιλία είναι καλή, αλλά δεν
μπορείς να πουλήσεις την ψυχή σου γι’ αυτήν, ξέρεις.
Αν δε θέλατε να έχετε το οποιοδήποτε
κοινό, δε θα ηχογραφούσατε ούτε θα κυκλοφορούσατε δίσκους, άλλωστε.
Στην τελική, θέλεις να
σου πουν, «Είναι γαμημένα σπουδαίος», αλλά στην ουσία τον κάνεις για τον
εαυτό σου.
Τέσσερις δεκαετίες
αργότερα, αισθάνεστε σαν «βετεράνοι» του μουσικού σύμπαντος;
Το ότι συνεχίζουμε στα
εξήντα μας είναι αδιανόητο. Αν κάποιος μου είχε πει στα είκοσί μου πως θα συνέβαινε
αυτό στα 63 μου -ο William
είναι
66-, θα ήταν παράξενο.
Ταυτόχρονα, όμως, γαμώτο,
γιατί όχι;
Πολλές νεότερες μπάντες μάς
αναφέρουν - κι αυτό είναι πολύ κολακευτικό.
Υπήρξατε και -σε έναν
βαθμό- παραμένετε σημείο αναφοράς, νομίζω. Για πολλούς, ακροατές και
συγκροτήματα εξίσου. Θα σας το έχουν πει. Αισθάνεστε πως έχετε αφήσει ένα ίχνος
το οποίο ακούγεται στη σύγχρονη ροκ σκηνή;
Μου αρέσει να σκέφτομαι
ότι αφήνουμε ένα ίχνος, γιατί ακόμα τριγύρω είμαστε, ακόμα φτιάχνουμε μουσική.
Αλλά ναι, όταν κάναμε το Psychocandy δεν
το εκλαμβάναμε ως διασκέδαση, αλλά ως κάτι το οποίο θα ήταν επίκαιρο δέκα,
είκοσι, τριάντα χρόνια αργότερα.
Χτες το βράδυ το άκουγα,
παρεμπιπτόντως.
Και πού σε πήγε;
Εξακολουθεί να ηχεί
φρέσκο και σύγχρονο, σαν να είχε σχεδόν μόλις κυκλοφορήσει.
Αυτό μου
αρέσει.
Είναι σίγουρα ανάμεσα στους
αγαπημένους μου δίσκους σας. Κι ο πιο πρόσφατός σας, Glasgow Eyes, συγκαταλέγεται στους καλύτερους.
Τον συνθέσατε με τον συνήθη τρόπο σας;
Όπως προανέφερα, δε
σχεδιάζουμε πώς πρέπει να ηχεί ο κάθε δίσκος.
Το ασύνηθες με το Glasgow Eyes ήταν
ότι όντως πήραμε μια συνειδητή απόφαση να το κάνουμε να ακούγεται πιο
ηλεκτρονικό. Καιρό τώρα θέλαμε να κάνουμε έναν ηλεκτρονικό δίσκο. Πιο πολύ στο
ύφος των Kraftwerk
παρά
των Velvets,
αν με πιάνεις.
Κατά τα άλλα, η
διαδικασία ήταν η ίδια με εκείνη που ακολουθήσαμε για όλους τους υπόλοιπους
δίσκους.
Ποιος από τους δυο σας σκέφτηκε
να συνθέσει το τραγούδι-φόρο τιμής στον Lou Reed;
Θα πρέπει να ρωτήσεις τον
William.
Ήταν ο τρόπος του να είναι παιχνιδιάρης. Lou Reed, Velvets, Sex Pistols: στο Glasgow Eyes κοιτάζουμε
πολύ προς τα πίσω.
Όταν έχεις εξηνταρίσει,
τείνεις να σκέφτεσαι περισσότερο για όσα έχουν γίνει, όσα θα μπορούσες
να έχεις κάνει. Όταν είσαι στα είκοσι, όλα έχουν να κάνουν με το μέλλον. Όταν
είσαι εξήντα, το μέλλον μπορεί να είναι πολύ τρομακτικό.
Οπότε ναι, υπάρχει πολλή περισυλλογή σ’ αυτόν τον δίσκο, νομίζω.
Μιλώντας για την
παιγνιώδη και επινοητική διάσταση των πραγμάτων, μου αρέσουν οι διακειμενικές «συνομιλίες»
ανάμεσα σε συνθέσεις σας, όπως τα Just like honey/ Honey’s dead και
τα I
hate
rock
’n’ roll/ I love rock ’n’ roll.
Είναι συνειδητή επιλογή
αυτή η «συνομιλία»;
Όλοι παρανόησαν τον τίτλο
Honey’s dead: το μόνο που εννοούσαμε
ήταν ότι εκείνη η περίοδος έχει τελειώσει, όχι πως στερέψαμε από ιδέες, όπως κάποιοι
μας κριτίκαραν.
Και το Honey’s dead αποτελεί
έναν από τους αγαπημένους μου δίσκους σας, αν και σας πρωτογνώρισα μέσω του Darklands, το οποίο εξακολουθώ
να ακούω μ’ ένα είδος νοσταλγίας. Μου θυμίζει την όψιμη εφηβεία μου.
Είναι σπουδαίο να το
ακούω, φίλε!
Ένα τραγούδι σας που μου
αρέσει ιδιαιτέρως, πάλι από το Psychocandy, είναι το My little underground, με την αναφορά
στο μέρος όπου τρέχετε για να κρυφτείτε. Είναι η μουσική, σε όλες της τις εκδηλώσεις/υποδηλώσεις,
ένα κρησφύγετο;
Η μουσική είναι ένα είδος
φράγματος έναντι του κόσμου, ο οποίος μερικές φορές δε βγάζει νόημα. Η μουσική
ανέκαθεν ήταν το καταφύγιό μου.
Υπήρξαν περίοδοι κατά τις
οποίες δεν τα πηγαίνατε καλά με τον William. Είναι παρελθόν;
Ποτέ δε θα είναι όπως ήταν
κάποτε.
Για να είμαι ειλικρινής,
κάτι «έσπασε» στις σχέσεις μας στη δεκαετία του 1990. Πιάσαμε πάτο, ήταν αρκετά
φρικτή η κατάσταση, είπαμε άσχημα πράγματα που δεν μπορούν να ανακληθούν.
Μάθαμε, όμως, κάτι από
όλα αυτά. Αυτό το οποίο μάθαμε ήταν ότι υπάρχει ένα όριο που δεν πρέπει ποτέ να
περάσεις. Κι αν πεις κάτι, δεν μπορείς να το πάρεις πίσω.
Μην ξεχνάς πως ήμασταν
μεθυσμένοι και παίρναμε διάφορα ναρκωτικά τότε. Ήμασταν υπερβολικά χάλια για να
συνειδητοποιήσουμε τι συνέβαινε.
Κι όταν όλα «εξερράγησαν»
-και «εξερράγησαν»-, η κατάσταση ήταν απολύτως καταστροφική. Απλά «έσκασε» στα
μούτρα μας. Επί χρόνια δε μιλούσαμε, δεν επικοινωνούσαμε.
Κι όσο περνούσε ο καιρός,
δε θυμόμουν πια σε τι αφορούσε αυτό που είχε συμβεί.
Κάποιος θα έπρεπε να έχει
αντιληφθεί τι συνέβαινε ανάμεσα σε μένα και τον William -το έχω πει πολλές φορές
και το έχω γράψει- και να μας προτρέψει να κάνουμε ένα διάλειμμα ο ένας απ’ τον
άλλο για ένα διάστημα.
Δεν υπήρχε ένας τέτοιος
άνθρωπος, και κανένας δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο κακή ήταν η κατάσταση.
Πίστευαν, εξάλλου, πως μπορούσαν ακόμα να βγάλoυν λεφτά από εμάς.
Αν είχαμε κάνει ένα διάλειμμα,
δε θα είχε διαλυθεί η μπάντα. Αυτό που κάναμε ήταν ότι, δυο άνθρωποι οι
οποίοι δεν αντέχαμε να βλέπουμε ο ένας τον άλλο, κλείσαμε μια βορειοαμερικανική
περιοδεία έξι εβδομάδων.
Χρειάστηκαν δυο μέρες για
να βγουν όλα στη φόρα. Κάποιος θα μπορούσε να έχει πεθάνει. Αυτό ήταν το τέλος
του συγκροτήματος. Αλλά δε χρειαζόταν να συμβεί.
Πώς τα πάτε τώρα, λοιπόν;
H κατάσταση μεταξύ μας είναι καλή τώρα.
Υπάρχει αγάπη πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο στη σχέση μας.
Δεν έχετε κάνει πολλές συνεργασίες.
Μια από αυτές είναι με την Hope Sandoval στο
Stoned
& Dethroned.
Θα ήθελα να έχετε συνεργαστεί περισσότερο μαζί της!
Σ’ εκείνο το άλμπουμ
συνεργαστήκαμε και με τον Shane
MacGowan.
Στο Damage and Joy, με την Isobel Campbell. Θα
ήθελα να κάνω συνεργασίες, έχω συμμετάσχει σε ένα άλμπουμ των Primal Scream.
Οπότε δεν είστε αντίθετοι
στις συνεργασίες για λόγους «αρχών».
Μου αρέσει η ιδέα της συνεργασίας
με ανθρώπους, αλλά δε μας προσεγγίζουν και τόσοι. Ίσως φοβούνται ή νομίζουν ότι
είμαστε αυτάρκεις.
Όπως και να έχει,
ανυπομονώ να σας δω λάιβ τον Ιούνιο στην Αθήνα. Τι αναμνήσεις, καλές ή κακές, έχεις
από την πόλη;
Μόνο καλές αναμνήσεις έχω
από την Αθήνα. Έχω κάνει όλες τις τουριστικές βόλτες. Ο ζεστός καιρός είναι το
αρνητικό. Οι άνθρωποι και το φαγητό είναι σπουδαία.
Αγαπώ την Ελλάδα!
Ευχαριστώ θερμά τον
David
McBride
(Principia
Management)
για την καθοριστική συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης
με τον Jim
Reid,
καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας τους.
Οι The Jesus and Mary Chain εμφανίζονται ζωντανά στο Gazarte - Ground Stage
(Βουτάδων 32-34, Γκάζι) την Τρίτη 24 και την Τετάρτη 25 Ιουνίου. Ώρα προσέλευσης: 20:30. Ώρα έναρξης:
21:30.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου