Τεοντόρα Ντίμοβα (Φωτογραφία: BGNES News Agency) |
Αναγνωρισμένη μυθιστοριογράφος, θεατρική συγγραφέας, δοκιμιογράφος
και διανοούμενη, η Βουλγάρα Τεοντόρα Ντίμοβα εξερευνά στο πυκνό πεζογράφημά της, Οι
μητέρες, την τεταμένη δυναμική
των οικογενειακών σχέσεων.
Κουβεντιάζοντας -και
μερικές φορές διαφωνώντας- μαζί της
για τη λογοτεχνία, την πολιτική και την Ιστορία, με αφορμή την κυκλοφορία
του βιβλίου στα ελληνικά.
Είστε
αναγνωρισμένη μυθιστοριογράφος, θεατρική συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κόρη του
φημισμένου Βούλγαρου συγγραφέα Ντιμιτάρ Ντίμοφ.
Υποθέτοντας
ότι μεγαλώσατε σε λογοτεχνικό οικογενειακό περιβάλλον, σε ποιο βαθμό το γεγονός
αυτό σας έχει διαμορφώσει ως συγγραφέα;
Θαυμάζατε
ανέκαθεν τον πατέρα σας και την κληρονομιά του ή υπήρξαν στιγμές που
αμφισβητήσατε τις επιλογές του- αισθητικές ή πολιτικές;
Ο πατέρας μου πέθανε όταν
ήμουν πέντε ετών. Είναι πάντα δύσκολο να χάνεις έναν γονιό, αλλά το να τον
χάσεις σε τόσο μικρή ηλικία είναι ένα στίγμα που σε σημαδεύει για μια ζωή.
Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος έχει
ένα κομμάτι από το προπατορικό αμάρτημα στην αυτοβιογραφία του. Αυτό το κομμάτι
είναι ο σταυρός του και -αργά ή γρήγορα- μαθαίνει να ζει με αυτόν τον σταυρό,
να τον κουβαλάει.
Εξακολουθώ να ξαναδιαβάζω
περιοδικά τα μυθιστορήματα του πατέρα μου μου, πάντα βρίσκω κάτι νέο σε αυτά.
Μου έχουν δημιουργήσει ένα πραγματικό κριτήριο για την υψηλή λογοτεχνία, τη
λογοτεχνία που επηρεάζει και συγκινεί.
Επιπλέον, ίσως ήταν η
απώλεια του που με έκανε να γίνω συγγραφέας, να είμαι πιο κοντά του. Και
πράγματι, μέσα από τη λογοτεχνία μπόρεσα να πλησιάσω όσο το δυνατόν περισσότερο
την προσωπικότητά του.
Δεν ξέρω πώς να το
εξηγήσω, δεν αισθάνομαι την απώλειά του στη λογοτεχνία.
Στον
λόγο που εκφωνήσατε κατά την αποδοχή του Μεγάλου Βραβείου Λογοτεχνίας από το Πανεπιστήμιο
St
Kliment
Ohridski στη
Σόφια το 2022 δηλώσατε ότι «η
συγγραφή απαιτεί τη συγκέντρωση ενός χειρουργού κατά τη διάρκεια μιας επέμβασης».
Θα
θέλατε να αναφερθείτε αναλυτικότερα στη σχέση λογοτεχνίας και χειρουργικής;
Πώς γεννιέται ένα μυθιστόρημα;
Δημοσιογράφοι και φίλοι μού απευθύνουν συχνά αυτό το ερώτημα.
Χρόνια πριν, μπορούσα κάπως να απαντήσω. Η γραφή πρέπει να απογυμνωθεί από το
ρομαντικό της φωτοστέφανο, είναι αγγαρεία, αχάριστη και καθημερινή δουλειά, που
συχνά χαρακτηρίζεται από εκνευρισμό, ενόχληση, μια αίσθηση απόλυτης ανημπόριας.
Το γράψιμο απαιτεί αυτοπειθαρχία, πνευματικό ασκητισμό, τη
συγκέντρωση ενός χειρουργού κατά τη διάρκεια μιας επέμβασης, τη
συγκέντρωση ενός ιερέα κατά τη διάρκεια μιας θείας λειτουργίας.
Το γράψιμο δεν ανέχεται την αδράνεια, την μποέμ επιπολαιότητα, τη σύνεση,
την τεχνική επάρκεια.
Δεν πρέπει να συμμορφώνεται με εξωτερικά κριτήρια όπως ευαρέσκεια
ή απαρέσκεια, επιτυχία ή αποτυχία,
φήμη ή αφάνεια.
Κάθε μυθιστόρημα είναι σαν ένα μεμονωμένο άτομο, εμφανίζεται με μοναδικό
τρόπο, έχει τη δική του μοίρα όπως ακριβώς συμβαίνει με τους ανθρώπους.
Το μυθιστόρημα που
γράφτηκε τελευταία είναι, κατά κανόνα, το πιο κοντινό, το πιο αγαπημένο.
Γενικά, το γράψιμο πηγαίνει μέσα, φτάνει σε κάποια δεύτερη καρδιά και στέκεται
δίπλα της σιωπηλά.
«Η λογοτεχνία συνδέει τον
Παράδεισο με τη Γη», επισημαίνετε σε συνέντευξη με την Τράπεζα της
Αυστρίας. Yπάρχουν
όντως ισχυρές θρησκευτικές υποδηλώσεις στις Μητέρες,
κυρίως στον πανταχού παρόντα χαρακτήρα της Γιάβορα.
Είναι
η πίστη μια κινητήριος δύναμη στην καθημερινή ζωή σας καθώς και στη συγγραφή σας;
Ενώ έγραφα τις Μητέρες, η κατευθυντήρια ιδέα μου ήταν ότι αν ένας άγιος
άνθρωπος εμφανιζόταν ξανά εδώ στη Γη σήμερα, θα τον σταυρώναμε και θα τον σκοτώναμε ξανά, δε
θα μπορούσαμε να αντέξουμε την αγιότητά του.
Η Γιάβορα για μένα ήταν σύμβολο ενός σύγχρονου Χριστού σε
γυναικεία μορφή.
Το συγκεκριμένο
περιστατικό που με ώθησε να γράψω το μυθιστόρημα ήταν ο φόνος ενός δεκατετράχρονου
κοριτσιού από δύο συμμαθήτριές της.
Την είχαν δολοφονήσει εν ψυχρώ, της είχαν κλέψει τα ρούχα και το τηλέφωνό
της και τα είχαν βάλει ενέχυρο σε ένα ενεχυροδανειστήριο. Δύο μέρες αργότερα
παραδόθηκαν στην αστυνομία.
Αυτή η περίπτωση παιδικής επιθετικότητας κυριολεκτικά με συγκλόνισε. Γιατί
τότε ο γιος μου και η κόρη μου ήταν πάνω κάτω στην ίδια ηλικία.
Σκέφτηκα μέσα μου, «Αυτό
μπορεί να συμβεί σε κάθε οικογένεια, μπορεί να συμβεί σε κάθε παιδί». Άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα χωρίς να έχω κάποιο
προηγούμενο σχέδιο. Ήθελα απλώς να εξερευνήσω πώς ένα ανθρώπινο πλάσμα γίνεται
δολοφόνος.
Μια
βαθιά ανησυχία για την έντονη δυναμική των οικογενειακών σχέσεων και επίσης για
τη νεανική παραβατικότητα κυριαρχούν στο μυθιστόρημά σας.
Γιατί
αποφασίσατε να εξερευνήσετε αυτά τα ζητήματα μυθοπλαστικά; Βλέπετε τέτοια
γεγονότα ως σύμπτωμα μιας θεμελιωδώς άνισης και ανησυχητικά
δυσλειτουργικής/κατακερματισμένης κοινωνίας;
Όλοι είναι εγκλωβισμένοι στη σχέση γονέα-παιδιού. Όλοι νιώθουν ένοχοι με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είτε μπροστά στους γονείς τους είτε μπροστά στα
παιδιά τους. Αυτή η παγίδα είναι κατά κάποιο τρόπο αναπόφευκτη, αναπότρεπτη.
Υπάρχουν αληθινοί, πραγματικοί λόγοι για να γίνουν τα παιδιά δολοφόνοι. Στην πραγματικότητα
υπάρχει μόνο ένας: τα παιδιά δεν αποκομίζουν αρκετή αγάπη, προσοχή, φροντίδα στην οικογένειά τους.
Ένα παιδί είναι προορισμένο να ζει με ένα κοστούμι αγάπης, να είναι
αντικείμενο μιας άνευ
όρων αγάπης από τους γονείς του, από τη μητέρα του.
Όταν αυτή
λείπει, ένα παιδί μένει εκτεθειμένο στο σύμπαν, χωρίς αμυντικό
μηχανισμό. Εμείς οι μεγάλοι έχουμε μάθει πώς να αντιμετωπίζουμε τη μοναξιά. Αλλά
ένα παιδί δεν ξέρει ακόμα τον τρόπο.
Και αρχίζει να παίρνει μέσα του τις δηλητηριώδεις επιρροές της κοινωνίας.
δεν μπορεί να τις επεξεργαστεί, δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει μόνο του.
Αυτές οι επιρροές εκφυλίζονται σε επιθετικότητα ή
αυτο-επιθετικότητα. Αυτός είναι ο απλός μηχανισμός της νεανικής
παραβατικότητας.
Το μυθιστόρημα Οι μητέρες φαντάζει θεατρικό
αλλά όχι «στημένο». Είναι στην πραγματικότητα τόσο πολυεπίπεδο και πυκνό που
απαιτούνται περαιτέρω αναγνώσεις του προτού καταλήξουμε στην ουσία.
Το είχατε οραματιστεί ως θεατρικό έργο;
Η δραματοποιημένη εκδοχή ανέβηκε στη σκηνή του Θεάτρου 199, παιζόταν για πέντε
χρόνια, υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον από το κοινό. Στην πραγματικότητα, η νεανική
παραβατικότητα δεν είναι μόνο ένα τοπικό πρόβλημα, συμβαίνει σε όλο τον κόσμο.
Όταν βγήκαν οι Μητέρες στη
Γαλλία, υπήρξαν διαμαρτυρίες από νέους από τα γκέτο, από τα προάστια και μετά
μου είπαν ότι ήταν σαν να γράφτηκε για αυτούς το βιβλίο.
«Φαίνεται πως μας βολεύει πιο πολύ να ζούμε
χωρίς μνήμη», γράφετε στον επίλογο των Ηττημένων,
του πιο πρόσφατου μυθιστορήματός σας.
Είναι
η τέχνη, γενικά, και η λογοτεχνία, ειδικά, ένα «όχημα» για τη διατήρηση και την
επανοικειοποίηση της μνήμης;
Η λογοτεχνία πρωτίστως μιλάει
για τον πόνο, φωτίζει αυτό που στην καθημερινή ζωή παραμένει στην άκρη: σιωπηλό,
αόρατο, ανήκουστο.
Η σκοτεινή περίοδος μετά το πραξικόπημα της 9ης Σεπτεμβρίου 1944
στη Βουλγαρία είναι μια τέτοια περίοδος, στην οποία η βουλγαρική κοινωνία δε μοιάζει να θέλει να επιστρέψει, ούτε όμως και να την καταλάβει.
Κλείνει τα μάτια της στην τραγωδία που έχει πλήξει τη χώρα
μας. Λες και μια τέτοια τραγωδία δεν είχε συμβεί ποτέ. Και σε κάθε βουλγαρική οικογένεια
υπάρχουν θύματα του ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Το οικογενειακό τραύμα παρέμενε
ένα μυστικό, και μόνο μετά το 1989 έμαθαν τα παιδιά ότι οι πρόγονοί τους είχαν
συλληφθεί, δικαστεί και σκοτωθεί από τις κομμουνιστικές αρχές.
Το μυθιστόρημα εστιάζει στην προσωπική μοίρα τεσσάρων γυναικών των οποίων οι σύζυγοι έπεσαν θύματα κομμουνιστικών αυθαιρεσιών μετά
το 1944.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε
το παρελθόν για να προστατευόμαστε στο μέλλον από τις ίδιες καταστροφές που μας
έχουν πλήξει.
Οι μηχανισμοί εξουσίας -είτε αριστερόστροφοι, δεξιοί ή κεντρώοι- δεν τα πάνε συνήθως καλά με τη μνήμη, συλλογική ή άλλη.
Είστε το ίδιο κριτική απέναντι στον ολοκληρωτισμό του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού όσο είστε
και έναντι της κομμουνιστικής εκδοχής του, εφαρμοσμένης ή στη θεωρία;
Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δεν μπορεί να ταξινομηθεί μαζί με τον ολοκληρωτισμό, γιατί δεν εφαρμόζει ακραίες μορφές επιβολής άποψης.
Δεν είμαι υποστηρίκτρια του
νεοφιλεύθερου καπιταλισμού, αλλά η σύγκρισή του με τον κομμουνισμό είναι κάτι
μη αμοιβαίο..
«Ήταν και εξακολουθεί να είναι
μια μακρά και επώδυνη διαδικασία το να γίνουμε τελικά κομμάτι της Ε.Ε. Ανήκουμε
εκεί», ισχυρίζεστε στην προαναφερθείσα συνέντευξη με την Τράπεζα της
Αυστρίας.
Γιατί
τρέφετε τόσο θερμά αισθήματα απέναντι στην Ε.Ε., ποια είναι τα οφέλη που η βουλγαρική
κοινωνία θα δρέψει από αυτή την ένταξη και ποιοι είναι οι κίνδυνοι που μπορεί να
αντιμετωπίσει, κατά τη γνώμη σας;
Οι πολιτισμικές ρίζες μας
βρίσκονται στην Ευρώπη. Το νέο βουλγαρικό κράτος συνδέεται με την ευρωπαϊκή
κουλτούρα απολύτως.
Η ένταξή μας στην Ε.Ε. είναι
ιδιαιτέρως ορατή σήμερα που η Ρωσία προσπαθεί να επανακτήσει την επιρροή της
στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Εκτός
από συγγραφέας είστε επίσης και ενεργή διανοούμενη. Ποιος είναι ο ρόλος ενός διανοούμενου
στη Βουλγαρία και την Ευρώπη στις μέρες μας;
Ένας συγγραφέας δεν μπορεί
να αλλάξει την κοινωνία, μπορεί μονάχα να επηρεάσει ένα άτομο. Ένα μυθιστόρημα επηρεάζει,
λοιπόν, το άτομο που «βυθίζεται» σε αυτό σε διάφορα επίπεδα: διανοητικά, συναισθηματικά,
πνευματικά.
Είναι επίσης αναγκαία η ανάπτυξη
ενός καλλιτεχνικού γούστου γιατί, αν αυτό λείπει, ο αναγνώστης δεν μπορεί να διαχωρίσει
το καλλιτεχνικό κείμενο από την προπαγάνδα.
Το μυθιστόρημα της Τεοντόρα
Ντίμοβα Οι
μητέρες κυκλοφορεί στα
ελληνικά από τις Εκδόσεις Έναστρον σε μετάφραση της Μπλαγκορόντνα
(Ρόνυ) Φίλεβσκα-Πανάγου.
Ευχαριστώ
θερμά την μεταφράστρια
για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.