Άνθρωπος
απλός, αφοπλιστικά ειλικρινής
και με πηγαία αίσθηση του χιούμορ, η
αγαπημένη συνθέτρια και πιανίστα Ελένη Καραΐνδρου μάς «αποκαλύπτεται» τηλεφωνικά λίγες μέρες
πριν την πολυαναμενόμενη συναυλία
της στο ΚΠΙΣΝ.
Η συναυλία, με τίτλο Τα κινηματογραφικά,
θα πραγματoποιηθεί
τη Δευτέρα 9 Νοεμβρίου στις 20:30 και θα μεταδοθεί διαδικτυακά μέσω των καναλιών του
ΚΠΙΣΝ.
Ξεκινάω
με μια προσωπική εξομολόγηση. Ανέκαθεν ένιωθα ένα δέος κι έναν θαυμασμό για
ανθρώπους, δημιουργούς, καλλιτέχνες που, όπως εσείς, χτίζουν κόσμους μέσα από
εικόνες, μουσική, λόγο. Από ποια ψυχική «πηγή» αρδεύετε;
Μα φυσικά από την
προσωπική μου ψυχική «πηγή»! (Γέλιο).
Ενδοσκοπικά δουλεύει
καθένας. Ψάχνεις μέσα σου, υπάρχει ένα ερέθισμα, κάτι που σε έχει συγκινήσει και
ταράξει, και τότε προκαλείται στην ψυχή σου κάποια κίνηση. Αυτή η κίνηση θέλει
να αναδυθεί στην επιφάνεια και κάτι να εκφράσει.
Είναι πράγματα που δεν
πολυεξηγούνται.
Σ’
αυτό, άλλωστε, έγκειται και το δέος μου, επειδή ακριβώς αναγνωρίζω κάτι πολύ
ιδιαίτερο και βαθύ σ’ αυτή την έκφραση.
Η τέχνη, και ειδικότερα η
μουσική, δεν είναι εύκολα αναγνώσιμη. Πιο πολύ κι από τη ζωγραφική ή την
αρχιτεκτονική, είναι κάτι περισσότερο αφηρημένο.
Κάπως, κάποιος γεννιέται
μ’ ένα χάρισμα. Πρέπει, δηλαδή, να το έχεις στο DNA σου
αυτό. Αν δεν το έχεις, μπορείς να σπουδάσεις - κι όλοι οφείλουν να σπουδάσουν,
και μουσική.
Όπως
κι εσείς, άλλωστε.
Από πολύ παιδί.
Τι ήταν, όμως, αυτό που
με παρακίνησε εσωτερικά όταν είδα ένα πιάνο σε ηλικία εφτά χρονών να το ζηλεύω,
να θέλω πολύ πολύ να το μάθω, να το κατακτήσω; Σημαίνει ότι υπήρχε μια
προδιάθεση.
Στην αρχαιότητα οι νέοι
μαζί με όλα τους τα μαθήματα έπρεπε να κάνουν και μουσική μέχρι το τέλος της
εφηβείας τους.
Κι αυτό γιατί η μουσική
μάς βοηθάει να οργανώνουμε τη σκέψη μας, να αποκτούμε μια εσωτερική πειθαρχία
και συγχρόνως να γινόμαστε δεκτικοί σε πιο πολλά πράγματα.
Θα ήθελα να δίνεται
ιδιαίτερη βαρύτητα στη μουσική εκπαίδευση, κι όχι να γίνεται με τον μη σοβαρό
τρόπο που γίνεται.
Θεωρείται
πολυτέλεια- κι ούτε καν.
Όταν υπήρξα κι εγώ
μαθήτρια δημοτικού, η ώρα της ωδικής ήταν για να περνάμε ωραία, όχι κάτι που το
αντιμετωπίζαμε με τη σοβαρότητα που έπρεπε.
Πού
βρισκόταν εκείνο το πιάνο που σάς είχε τόσο σαγηνεύσει;
Βρισκόταν σε ένα σχολείο
όπου δίδασκε ο μπαμπάς μου. Ήταν μαθηματικός και δίδασκε στη Σχολή Νεστορίδου
στους Αμπελοκήπους.
Εκείνα τα χρόνια ήταν
αρκετά περίεργα, γιατί όλη η οικογένεια είχαμε μείνει στο χωριό μέσα στον
πόλεμο, κι έπρεπε να τρώμε κάτι.
Ο ίδιος ήταν στην Αθήνα
και δίδασκε, αλλά η οικογένεια ήταν πάνω, επειδή το χωριό βρισκόταν στο βουνό.
Δεν
έχω πάει προς τα εκεί καθόλου.
Δεν έχεις πάει προς τη
Ναυπακτία; Είναι υπέροχα τα ορεινά τοπία.
Μόλις, λοιπόν, μάς έφερε
στην Αθήνα, γιατί έπρεπε να πάω σχολείο το 1948, μέσα σ’ αυτό υπήρχε ένα παλιό πιάνο
με ουρά.
Είχαν παραχωρήσει στον
πατέρα μου ένα διαμέρισμα στο υπόγειο του σχολείου κι εκεί μέναμε. Δύσκολες
εποχές και μεγάλη φτώχεια. Μιλάμε για Εμφύλιο, έτσι;
Πίεζα, επομένως, τον
πατέρα μου να μάθω, στο μεταξύ πέθανε η μάνα μου, μόλις ήρθαμε. Ο πατέρας μου,
πάντως, ήταν πολύ δεκτικός και με πήγε σε μια δασκάλα.
Όταν ξαναπαντρεύτηκε σε
τρία χρόνια με μια γυναίκα της απόλυτης έγκρισής μου, είχε ένα υπέροχο πιάνο με
κηροπήγια χρυσά.
Οπότε
ήρθαν κι «έδεσαν» όλα, με μαγικό τρόπο. Βοήθησε, μετέπειτα, κι η Γαλλία,
προφανώς.
Στην Ελλάδα τελείωσα το
Ωδείο, ετοίμασα το δίπλωμά μου ως σολίστ για το ‘67, είχα αλλάξει έναν-δυο
καθηγητές. Ο τελευταίος ήταν Γερμανός, ο Τουρνάισεν, καταπληκτικός καθηγητής.
Είχα τελειώσει και το
πανεπιστήμιο, για να ευχαριστήσω τον μπαμπά μου, και δεν το μετανιώνω. Πήρα
δίπλωμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας.
Συνέβαλε
αυτό;
Καλό ήταν. Όχι μόνο για
τη γνώση, αλλά κυρίως για τη φοιτητική ζωή με ό,τι περιλάμβανε, την οποία δε θα
ήθελα να έχω χάσει. Δεν το συζητάω! Υπήρξε ένα μεγάλο σχολείο.
Όπως,
φαντάζομαι, ήταν αργότερα κι η συνάντηση με τον Μάνφρεντ Άιχερ και την ECM.
Πολύ αργότερα.
Στο μεταξύ, η Χούντα του ’67
άλλαξε τη ζωή μας κι εμένα μ’ έκανε να τα μαζέψω και να πάω στη Γαλλία. Εκεί
συνέχισα τις μουσικές σπουδές μου, κι ανακάλυψα την ενορχήστρωση και τη
διεύθυνση ορχήστρας, παράλληλα με την εθνομουσικολογία.
Φοβερό πάθος, όταν την
ανακάλυψα! Υπήρχε ως επιστήμη στη Γαλλία από το ’60, κι εγώ έφτασα εκεί το ’67.
Ήταν νεότατη, φρεσκότατη επιστήμη.
Στη Γαλλία εμπλούτισα τις
γνώσεις μου, άκουσα για τη μουσική προφορική παράδοση, χιλιάδες πράγματα από
όλες τις χώρες, γεγονός που μ’ έκανε να εκτιμήσω και τη μουσική προφορική παράδοση στην Ελλάδα.
Όταν ξανάγινε δημοκρατικό
το πολίτευμά μας, επέστρεψα στην πατρίδα μου.
Παρόλο
που εικάζω πως είστε ένας άνθρωπος που διατηρεί πολιτικές απόψεις και πολιτική
στάση απέναντι στα πράγματα, δεν την εκφράζατε ως δημιουργός κατά τη
Μεταπολίτευση. Από ιδιοσυγκρασία ή λόγω δημιουργικών αναγκών;
Ήμουν «αριστερό» παιδί,
αλλά δεν είχα ποτέ ενταχθεί από απόλυτη συνείδηση του ότι ήθελα κάθε πρωί που
θα ξυπνάω να είμαι ελεύθερη να αποφασίζω τι θέλω.
Η ελευθερία, για μένα,
ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου, και το κράτησα πάντοτε. Ποτέ δεν
εντάχθηκα πολιτικά, αλλά πάντα είμαι ένας άνθρωπος που οπωσδήποτε είναι κοντά
στον αδικημένο.
Και σήμερα θα είμαι με
τους ανθρώπους που δικαιούνται να έχουν μια ισότιμη κοινωνική αντιμετώπιση.
«Αναδύεται»
αυτό κι από τη μουσική σας. Παράγει μια ιδιαίτερη συγκίνηση, η οποία μπορεί να
βιωθεί και έτσι. Αυτή την ελευθερία τη βρήκατε και στην ECM όταν ξεκίνησε η συνεργασία σας;
Ναι, πριν 30 χρόνια
ακριβώς.
Την ECM την
είχα βέβαια ανακαλύψει νωρίτερα, γύρω στο ’74.
Αυτό που με γοήτευε στους
πρώτους δίσκους αυτής της εταιρείας, ανάμεσά τους και το περίφημο Κονσέρτο της
Κολωνίας του Κιθ Τζάρετ, ήταν το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού.
Ο αυτοσχεδιασμός είναι
μια πράξη ελευθερίας, η βάση της μουσικής για μένα. Μου είχε δημιουργηθεί η
αίσθηση ότι ήταν μια εταιρεία που σέβεται την ελευθερία του καλλιτέχνη, η οποία
συνίσταται στο να εκφράζεσαι με τον τρόπο που θέλεις.
Στην Ελλάδα, αντιθέτως,
υπήρχε η εντύπωση πως ο αυτοσχεδιασμός ήταν λίγο παρανομία (γέλιο), ενώ εγώ από
παιδί είχα αυτό το έμφυτο ταλέντο, αυτοσχεδίαζα.
Αισθάνθηκα, λοιπόν, ότι
ήταν πάρα πολύ κοντά μου αυτή η εταιρεία, αλλά δεν έκανα κάποια κίνηση, κι ούτε
ήξερα πώς να το κάνω.
Απλώς, όταν ο
Αγγελόπουλος μού πρότεινε να γράψω τη μουσική για τον Μελισσοκόμο, τού συνέθεσα ένα θέμα που, όταν το έπαιζα στο πιάνο,
άρχισε να με «κυνηγάει» ο «λυγμός» του σαξόφωνου του Γιαν Γκαρμπάρεκ.
Το είπα στον Θόδωρο, αλλά
ήταν «πηγμένος» με τα γυρίσματα, δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι, του φαινόταν και
περίεργο το σαξόφωνο. Πήρα, λοιπόν, αποφάσεις γρήγορα και μόνη μου και πήγα στο
Όσλο για να βρω τον Γκαρμπάρεκ.
Ο Άιχερ είχε ανακαλύψει
τη μουσική μου το ’84, από το Ταξίδι στα
Κύθηρα, κι αρχίσαμε να μιλάμε το ’86, για να βρεθούμε το ’89. Πήραμε τους
χρόνους μας!
Θέλησε, όμως, να με
γνωρίσει και να συνεργαστούμε αφού είδε το βίντεο από τη συναυλία μου με τον
Γκαρμπάρεκ στο Ηρώδειο το ’88, γιατί αγαπούσε το Adagio κι
ήμουν μια γυναίκα που έγραφε Adagio.
Με
τον Αγγελόπουλο, με τον οποίο -κι όχι άδικα- σας έχουν ταυτίσει πολλοί...
Κάναμε κι οχτώ ταινίες
μαζί.
...η
συνεργασία υπήρξε γενικά απρόσκοπτη ή υπήρχαν και -δημιουργικές- εντάσεις;
Μόνο εντάσεις υπήρχαν! (Γέλιο).
Είναι δυνατόν να υπάρχει
συνεργασία ανθρώπων που «καίγονται» και να είναι απρόσκοπτη;
Εκτός
κι αν τα είχατε καταφέρει.
Τα είχα καταφέρει, γιατί
νομίζω πως ο Θόδωρος -που πραγματικά μας λείπει πάρα πολύ- ήταν ένας πολύ
απαιτητικός άνθρωπος από τον ίδιο τον εαυτό του. Από την πλευρά μου, το ίδιο.
Από την άλλη, όμως, ήταν
ανασφαλής σε σχέση και με τη μουσική. Εγώ ήμουν μάλλον πιο ανασφαλής από αυτόν
παλιά. Όταν, ωστόσο, τον συνάντησα, έπρεπε να ενδυναμώσω το στοιχείο της
ασφάλειας μέσα μου, και τελικά το κατάφερα.
Δε θα πηγαίναμε πουθενά
και οι δύο διαφορετικά. Επέμενα σ’ αυτά που πίστευα, και με δικαίωναν μετά.
Στον Μελισσοκόμο, για παράδειγμα, δεν ήθελε καθόλου τον Γκαρμπάρεκ.
Μετά, όμως, είχε την ειλικρίνεια και τη γενναιοδωρία να λέει ότι είχα δίκιο,
αφού πριν με «έπρηζε»!
Αυτό
μετράει.
Δε φτάνει να έχεις
ταλέντο στη ζωή, πρέπει να έχεις και θέληση, ψυχική δύναμη, και να παλεύεις για
τα πιστεύω σου. Ο καθένας τη θέση που έχει στη ζωή τη φτιάχνει με τις επιλογές
του. Αλλιώς, θα σε τρώει η μαρμάγκα.
Ή
θα σου μένει κάποιο απωθημένο.
Τον θυμάμαι με αγάπη. Με
βοήθησε και ως άτομο και σε επίπεδο χαρακτήρα να αποκτήσω μία δύναμη εσωτερική,
να έχω μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου.
Κι όχι μόνο ο
Αγγελόπουλος, αλλά κι ο Χριστόφορος Χριστοφής, με τον οποίο έκανα την πρώτη μου
δουλειά στο σινεμά, την Περιπλάνηση.
Ήμουν τόσο ανασφαλής που
δεν πήγα καν στο μοντάζ, γιατί πίστευα ότι δεν ήταν καλή. «Μήπως δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά;», αναρωτιόμουν. Το ίδιο και με
την Ρόζα.
Διατηρείτε
μια νεανικότητα στη φωνή, παρά τα χρόνια σας.
Έχω ζήσει πολλά χρόνια,
αλλά αισθάνομαι πάρα πολύ νέα. (Γέλιο).
Δε
νιώθω πως συνομιλώ με έναν άνθρωπου που είναι όσο είστε.
Που γεννήθηκε το ’41. Μπαίνω
στα 79. Το δέχομαι ότι τα έχω ζήσει αυτά τα χρόνια, αλλά χαίρομαι που τα ζω.
Από την άλλη -το πιστεύεις;-,
ξεκινάω κάτι σαν να ξεκινάω για πρώτη φορά. Έχω καλό DNA, φαίνεται πως βοήθησε πολύ ότι
περπάτησα εφτά χρόνια ξυπόλητη στη ζωή μου στο χωριό και στο δάσος.
Μάλλον -μεταξύ μας-
παίζει ρόλο να έχεις και μια καλή καρδιά, να έχεις μέσα στην ψυχή σου αγάπη και
ζωή για τα πράγματα, τη φύση, τους ανθρώπους, την οικογένειά σου, τους φίλους
σου. Να είσαι γεμάτος από αυτά, είναι θεραπευτικότατα.
Αν έχεις μιζέρια και
κακιούλα μέσα σου, αυτό δε σε αρρωσταίνει; Είμαι τυχερή γιατί είμαι δυνατή κι
έχω καλό χαρακτήρα.
Όλα
αυτά, επομένως, σας κρατάνε και στη δυστοπική συγκυρία που ζούμε.
Απολύτως!
Ευτυχώς έχω κι έναν
σύντροφο, τον Αντώνη Αντύπα, που είναι tale quale. Αγαπά τα ίδια πράγματα που αγαπώ κι
εγώ, λατρεύει τη ζωή, είναι αθλητικός- μέχρι πρότινος ήμασταν και χειμερινοί
κολυμβητές.
Ο Αντώνης, πάντως, και
στο γυμναστήριο πηγαίνει και στην πισίνα- και είμαστε συνομήλικοι. Άντε, με
περνάει δυο μήνες!
Έχω έναν γιο μεγάλο,
καθηγητή πολιτικής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο, και δυο εγγόνια, κι αυτά
μεγάλα.
Ο εγγονός είναι φοιτητής
Ιατρικής αλλά παίζει και καταπληκτικό πιάνο, ενώ η εγγονή μου, 17 χρονών,
παίζει υπέροχο πιάνο και γράφει μουσική από εννιά χρονών.
Πώς να μην είσαι καλά και
χαρούμενος;
Υπάρχει
κάποιο δημιουργικό «μονοπάτι» που δεν έχετε εξερευνήσει πλήρως;
Όταν έχω κάτι στο μυαλό
μου, ξέρω πώς να το γράψω. Δεν έχω σπουδάσει σύνθεση, είμαι αυτοδίδακτη. Όποιες
ιδέες έχω, λοιπόν, τις παίζω αυτοσχεδιαστικά. Αυτοσχεδιάζοντας, έγραψα ένα θέμα
δεκαεφτάμισι λεπτά για το Βλέμμα του
Οδυσσέα.
Το μόνο μου μέλημα μετά
ήταν να το μεταφέρω στο χαρτί, να μη χαλάσω τίποτα από την πρώτη αίσθηση που
βγήκε από μέσα μου, έπειτα από τρεις μήνες το ενορχήστρωσα και τότε το το
ηχογράφησα.
Δεν υπάρχει τομέας που να
μην έχω εξερευνήσει, γιατί προχωράω με το ένστικτο, με τη βαθιά γνώση της
μουσικής, και αυτοσχεδιαστικά μπαίνω στους δρόμους και βγαίνω από αυτούς.
Ελπίζω
έτσι να συνεχίσετε να πορεύεστε!
Κάποτε θα σταματήσω. Ένας
μουσικός, όσο ζει και ανασαίνει, μπορεί να είναι μουσικός. Θυμήσου τον Ροστρόποβιτς.
Έζησε μάχρι τα βαθιά γεράματα, κι έπαιζε θεϊκά.
Photo credit
(Ελένη Καραΐνδρου): Τάκης Διαμαντόπουλος.
Τη Δευτέρα 9 Νοεμβρίου στις 20.30,
στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
(ΚΠΙΣΝ), η Ελένη Καραΐνδρου
παρουσιάζει μια επιλογή από τις
κορυφαίες συνθέσεις της για τον κινηματογράφο με τίτλο Τα
Κινηματογραφικά.
Η συναυλία θα μεταδοθεί ζωντανά
στην ιστοσελίδα του ΚΠΙΣΝ www.snfcc.org/Cosmos_EleniKaraindrou,
στη σελίδα του στο Facebook και στο κανάλι του στο YouTube.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου